Fractal

Θίο Ντέκερ. Ο “Οδυσσέας” της Ταρτ. Πόσο πειστικός, διαχρονικός και παγκόσμιος άραγε;

Γράφει η  Βιβή Γεωργαντοπούλου//

 

karderina

 

“Η Καρδερίνα” της Ντόνα Ταρτ, εκδόσεις Λιβάνη 

 Αριστούργημα. Μπούρδα. Συμπυκνωμένη η διαχρονική μαγεία του μυθιστορήματος. Σύγχρονος μύθος η Ταρτ. Ο ορισμός της λουσάτης συσκευασίας εμπορικού προϊόντος. Μετενσάρκωση του Ντίκενς. Άλλη μια ταινία για το Χόλυγουντ. Εξαιρετικό. Εφήμερο. Παιδαριώδες. Απατηλά διακειμενικό. Χαρυποτεριά ως εκεί που δεν παίρνει. Παλιμπαιδίζον. Ποταμός έξοχων ιδεών και συναισθημάτων. Αχταρμάς από πανέξυπνα κλισέ που θα καλύψουν κάθε επιμέρους κοινό. Βαρετό. Αριστοτεχνική απεικόνιση της σύγχρονης δυτικής ζωής.

 

Τα παραπάνω είναι μερικά μόνον από τα πολλά που διαβάζει κάποιος σε κριτικά κατεβατά για το νέο μυθιστόρημα της Ντόνα Ταρτ με τίτλο “Η Καρδερίνα” αλλά και την ίδια σαν λιγότερο ή περισσότερο αυθεντική λογοτέχνιδα των καιρών, ξορκίστρα των δεινών μας, δικαίως ή αδίκως επαινούμενη, όντως πηγαία ή κατασκευασμένη πένα, επιβεβλημένη με το στανιό ή ευτυχώς από το εκδοτικό μάρκετινγκ σε παγκόσμια κλίμακα.

Σχόλια που τα άκουγα ή τα διάβαζα τον τελευταίο καιρό κι εγώ, πέφτοντας άθελά μου ή επί τούτου σε κρίσεις που συνεχίζονται,άλλες πρόχειρα άλλες αρκετά σοβαρά, ειπωμένες και γραμμένες από καρδιάς ή με το φιλολογο-ανατομικό βαλιτσάκι εύκαιρο, ιντριγκαδόρικες ορισμένες, τεκμηριωμένες με γνώση ή ξερόλικα προσωπικές άλλες και ό,τι τέλος πάντων περιμένει κανείς για μιαν αγγλόφωνη -ισχυρίζομαι ότι αυτό έχει σημασία- συγγραφέα με τρία όλα κι όλα μυθιστορήματα στο ενεργητικό της κι έναν άκρως προστατευτικό ιστό σιωπής και συγκρατημένου προφίλ να την συνοδεύει.Το προφανές πάντως είναι ότι το ογκώδες αυτό μυθιστόρημα της Ταρτ προκαλεί αίσθηση όχι μόνον επειδή διαφημίστηκε και λιβανίστηκε δεόντως αλλά επειδή είναι ικανό να προκαλέσει την αίσθηση αυτή, θετικά ή αρνητικά.

 

Donna Tartt

Donna Tartt

 

Βεβαίως το αν η Ταρτ και συγγραφείς αυτής της αντίληψης και αισθητικής, οπωσδήποτε με ταλέντο αλλά και τυχερό αστέρι,μπορούν πράγματι να είναι οι αυριανοί κλασικοί και αν τα βιβλία τους έχουν τις προϋποθέσεις να αντέξουν στον χρόνο χωρίς να μοιάζουν κάποτε σαν ρεπορτάζ, πεπερασμένης καθημερινότητας δηλαδή πονήματα που ο μελλοντικός αναγνώστης αδιάφορα θα προσπεράσει,είναι ένα γενικότερο ζήτημα που έχει τεθεί προ πολλού και θα συνεχίσει να απασχολεί τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Εμείς,που δεν θα ζούμε έτσι κι αλλιώς για να ξέρουμε τι θα κάνει ο μελλοντικός αυτός αναγνώστης ό,τι κι αν έχουν αποφανθεί οι ειδικοί,ας προσεγγίσουμε με καλή κατ΄αρχάς διάθεση το μυθιστόρημα,είναι ενδιαφέρον αν και δεν θα το χαρακτήριζα επ΄ ουδενί αριστούργημα.

Η Ταρτ καταπιάνεται με την ζωή του Θίο Ντέκερ και τα άσχημα ή καλά σκαμπανεβάσματά της, ξεκινώντας να την περιγράφει πρωτοπρόσωπα,όταν αυτός μόλις στα δεκατρία χάνει την φιλότεχνη μητέρα του από έκρηξη βόμβας στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης στο οποίο έχουν πάει μια βροχερή μέρα, έτσι απρογραμμάτιστα,για να ροκανίσουν τον χρόνο,ώσπου να πάνε στο σχολείο του σε προκαθορισμένο ραντεβού με τον διευθυντή για περιστατικό ανάμεσα στον Θίο κι ένα άλλο παιδί.Οι γονείς τού Θίο είναι χωρισμένοι κι ο πατέρας του, πρώην ηθοποιός παραδομένος στο ποτό,έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης και δεν δίνει δεκάρα γι΄ αυτούς.

Το αγόρι είναι μικρομέγαλο, ξέρει διάφορα που υπερβαίνουν την ηλικία του και είναι γαντζωμένο στην όμορφη, έξυπνη, καλλιεργημένη μητέρα του.Οι δυο τους οικονομικώς τα καταφέρνουν δύσκολα αλλά καλά,έχουν βρει τους τρόπους και η Όντρεϊ Ντέκερ έχει ήδη χτίσει με θαυμαστό τρόπο και άπειρη αγάπη μοναδικά βιώματα και αναμνήσεις που ο γιος της δεν θα αφήσει ποτέ στην λήθη,που θα τις κρατά σαν φυλαχτό σε ό,τι επίσης συναρπαστικό -θετικά κι αρνητικά κοιταγμένο- ζήσει μετά και σαν ενήλικος.

Στο Μουσείο ο Θίο συναντά την κοκκινομάλλα συνομήλική του Πίππα, συνοδευόμενη από τον θείο της Γουέλτι Μπλάκγουελ, άνθρωπο που θα του αλλάξει την ζωή αν και θα χάσει την δική του κάτω από τα ερείπια του κτιρίου.Ο Θίο και η Πίππα θα διασωθούν και ο καθένας θα στιγματιστεί εφ΄ όρου ζωής από το τρομαχτικό γεγονός με πολύ διαφορετικό τρόπο.

Ο δεκατριάχρονος βγαίνοντας από το διαλυμένο Μουσείο θα κουβαλήσει χωρίς να γίνει αντιληπτός (!) την “Καρδερίνα”, μικρό, πολύτιμο πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Κάρελ Φαμπρίτσιους, μαθητή του Ρέμπραντ και δασκάλου του Βερμέερ,του οποίου τυχαίνει- λόγω της μητέρας του- να γνωρίζει καλά την ιστορία και την αξία του πίνακά του, σαν έναν από τους ελάχιστους που έχουν διασωθεί από την έκρηξη σε εργοστάσιο πυρίτιδας που συνέβη το 1654 και κατάστρεψε ανάμεσα στα άλλα, στην γενέτειρα πόλη του στο Ντελφτ, σχεδόν ολοσχερώς και το εργαστήριο του ζωγράφου.

Από κει και πέρα ο έφηβος φιλότεχνος Θίο θα μετατραπεί με τρόπο αρκετά ελκυστικό και μαζί ίσως και υπερβολικό και κομματάκι φλύαρο σε έναν Οδυσσέα που πλέει προς την ολωσδιόλου άγνωστη Ιθάκη του με Πηνελόπη την Πίππα και πάει γυρεύοντας ούτε κι αυτός δεν ξέρει καλά καλά τι.

Η οδύσσειά του έχει αφετηρία την πόλη που γνωρίζει και αγαπά μέσα από την ματιά της μάνας του και επειδή εκεί φιλοξενείται αρχικά από την πάμπλουτη οικογένεια ενός συμμαθητή του τον οποίο αγαπά. Το γκλαμουράτο κι εντελώς σάπιο Λας Βέγκας, με τις φοβερές εμπειρίες που θα του φέρει η παραμονή του σ΄αυτό-πρόκειται ίσως για τα πληρέστερα κομμάτια του μυθιστορήματος, αυτά στα οποία η Ταρτ συνθέτει καταπληκτικούς τύπους ανθρώπων-προκύπτει αργότερα όταν εμφανίζεται ο πατέρας του με την ανεκδιήγητη ερωμένη του και τον παίρνουν μαζί τους.

Στην Νέα Υόρκη μετά την έκρηξη και πριν πάει στην έρημο του Λας Βέγκας θα ξανασυναντήσει την Πίππα και θα γνωρίσει και τον Χόμπι,έναν καλόγνωμο άνθρωπο που αγαπά τις αντίκες, ονομαστό τεχνίτη του ξύλου και σαν προσωπικότητα δομημένο πολύ κοντά στον τύπο χαρακτήρα που η Ταρτ δίνει και στην μητέρα του.Αυτός ο έντιμος και επίσης φιλότεχνος Νεοϋορκέζος είναι συνεταίρος και φίλος του αντικέρ Μπλάκγουελ,του μοιραίου ηλικιωμένου άνδρα που είχε δει στο Μουσείο να συνοδεύει την Πίππα και βρέθηκαν για λίγο θαμμένοι στα ερείπια και κατά μια έννοια θα είναι πια για πάντα μαζί. Τα πρώτα μυστικά που θα καθορίσουν ή θα διαλύσουν σχέσεις, φιλίες,συνεργασίες και διαδρομές ζωής έχουν αρχίσει να μοιράζονται επιδέξια και μαζί αρκετά φλύαρα από την Ταρτ.

Στο Λας Βέγκας ο Θίο γνωρίζει τον Ρωσο-ουκρανό κτλ Μπόρις,τον μετέπειτα καλύτερό του φίλο. Είναι κι αυτός ένα έφηβο κλωτσοσκούφι,χωρίς μάνα,με αλκοολικό πατέρα που γυρίζει όλον τον πλανήτη σαν μηχανικός ορυχείων και έχει χαραγμένη πορεία κατρακύλας στο κούτελό του, έτοιμη να μεταβιβαστεί και στον γιο του.

Ο Θίο θα έχει πάντα μαζί του ή τουλάχιστον έτσι θα νομίζει καλά φυλαγμένο τον κλεμμένο ή από καπρίτσιο ή όπως τέλος πάντων φρόντισε μια πολύ μοχθηρή μοίρα να φτάσει στα χέρια του, πίνακα. Η Ταρτ στήνει το ανθρώπινο γαϊτανάκι της παίζοντας με τις αντιστοιχίες της ζωής του Φαμπρίτσιους και των λεπτομερειών – που διακρίνει όποιος θέλει να τις δει- στην όψη της σκλαβωμένης καρδερίνας που απεικονίζεται, συνδέοντάς τις- πότε ευφυώς και πότε αφόρητα βαρετά και επαναλαμβάνοντας τα μοτίβα γραφής- με τις αναλογίες ζωής και εξάρτησης του νέου κατόχου του πίνακα,του Θίο,βαθιά χωμένου και όλο και πιο πολύ στα ναρκωτικά και στο ατελείωτο αλκοόλ.

Ο Θίο δεν είναι εξαρτημένος μόνον από τις εθιστικές ουσίες (κάτι που σύμφωνα με την Ταρτ ισχύει για τα δυο τρίτα των συνοδοιπόρων του στην τρέλα των αμερικάνικων πόλεων) αλλά και από τα πρόσωπα. Ζωντανά και πεθαμένα και πάνω απ΄ όλα από την μάνα του,που έρχεται στα όνειρά του, ζωντανή και δίπλα του. Όλα και για τον κατά έναν διακριτό τρόπο επίσης δέσμιο της Ειμαρμένης Θίο καταλήγουν στην συσχέτιση της ζωής του με την ανάμνησή της και την εικόνα του σκλαβωμένου πουλιού.

Η παραληρηματική αφήγηση του Θίο ενισχύεται με πολλές εγκιβωτισμένες ιστορίες κοντινών του προσώπων, φορτωμένες με διαλόγους που εγώ δεν βρήκα πειστικούς και απαραίτητους ούτε ως προς την έκταση που καταλαμβάνουν στο κείμενο ούτε ως προς το περιεχόμενό τους και οι τεχνικές της σταθερά πρωτοπρόσωπης αφήγησης είναι ευτυχώς περισσότερες από μια, διότι χίλιες σχεδόν σελίδες γραμμικής θα είχαν σμπαραλιάσει τα νεύρα και του πιο καλόβολου αναγνώστη.

Η ανάγνωση μου πήρε πάνω κάτω μια βδομάδα,πιστέψτε το και επιχειρείστε την, μη σας τρομάξει ο όγκος του βιβλίου. Περισσότερο τρομαχτική είναι η τιμή του σε σχέση με την ποιότητα της έκδοσης και αναφέρομαι και πάλι στο χαρτί ˙ η μετάφραση είναι εκπληκτική,οι υποσημειώσεις επιτέλους ανά σελίδα κι όχι όλες μαζί πίσω και δεν είναι η πρώτη φορά που η Χριστιάννα Σακελλαροπούλου κάνει σπουδαία δουλειά για τις εκδόσεις Λιβάνη.

Για να σας προλάβω δε, γιατί ξέρω ότι το σκεφτήκατε, σας λέω ότι έκανα έντιμο διάβασμα, απ΄αυτά στα οποία δεν παραλείπεις λέξη, ακόμα κι αν μπαίνεις ολοένα στον πειρασμό να μη διαβάσεις όλες τις σελίδες με τους βαρετούς διαλόγους-έχει πάρα πολλούς η “Καρδερίνα- αντιλαμβανόμενος ότι είναι σάλτσα, που αν αφήσεις και λίγη δεν πειράζει. Θα ξαναδιατυπώσω την άποψη ότι η παρασκευή του ποιοτικού μπεστσέλερ, του καλού μυθιστορήματος που απευθύνεται με σιγουριά στο ευρύ κοινό, δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Το να΄ ναι μάστορας ο συγγραφέας και να έχει πέντε καλά υλικά δεν αρκεί. Πρέπει να εξαντλήσει κάθε τεχνική-πού ακριβώς την έμαθε, πώς και με τι την εμπλουτίζει αυτή την τεχνική είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο, μην ανοίξουμε τώρα την γνωστή συζήτηση-για να φτουρίσει το (όποιο) ταλέντο του. Βιοπορίζονται κάποιοι από το συγγραφιλίκι, ας το χωνέψουμε κι ας θεωρηθεί επάγγελμα για το οποίο (πρέπει να) υπάρχουν κανόνες που δεν βλάπτει να τηρούνται˙ η Ταρτ ανήκει στους επαγγελματίες και εμένα δεν με ενοχλεί αυτό.

Δεν θα την αποκαλέσω φυσικά νέο Ντοστογιέφσκι, ούτε Ντίκενς-για τ΄ όνομα του Θεού, όσοι λένε με ευκολία τέτοια φοβάμαι ότι δεν έχουν διαβάσει εμβαθύνοντας κανέναν από αυτούς-αλλά μακάρι να έγραφαν κι άλλοι σαν την Ταρτ, θα είχαμε, ίσως, περισσότερες ευκαιρίες να ακονίσουν το κριτήριό τους μεγάλες ομάδες αναγνωστών ανά τον κόσμο ώστε να ξεσκαρτάρουν και να διαβάζουν κάποια στιγμή την καλύτερη εκείνη λογοτεχνία που, ευτυχώς και τώρα, παράγεται .

Στην ζυγαριά μέτρησης των αρετών και των ατελειών βαραίνουν περισσότερο-έχω την εντύπωση, επιεικώς πάντως δημιουργημένη-οι αρετές, γιατί περιλαμβάνουν χωρίς τσιγκουνιές τα πάντα και για τους πάντες: πιασιάρικο και μοντέρνο θέμα που χωρίς τρελές κοιλιές εξιστορείται σε μεγάλη χρονική έκταση -μια δεκαετία και βάλε-, ακάματο ξετύλιγμα γερού αφηγηματικού κουβαριού με θαρραλέα γλώσσα, δαιδαλώδη μα όχι δυσνόητη συνέχεια και κλείσιμο με χαμηλών τόνων, γλυκόπικρο φινάλε.

Οι ανατροπές είναι συνεχείς και οι εναλλαγές καταστάσεων πολλές, ψιλοβελονιές πάνω σε αξέφτιστο καμβά, του οιδιπόδειουπου σχεδόν συγκινητικά κυριαρχεί. Ευάριθμα και τα πρόσωπα που δρουν και οικεία -κάπου τα΄χεις ξαναδεί-σε ταινίες του Χόλυγουντ μάλλον- και που δεν σου είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις τις απανωτές καταστάσεις στις οποίες πέφτουν γιατί είναι κοινός τόπος όλης της δυτικότροπης κοινωνίας κι αυτοί πέρα για πέρα τύποι σαν και σένα, μαθημένοι να καταναλώνουν και να αφήνονται αναλώσιμοι κι οι ίδιοι, βορά σε ένα σκαιό σύστημα, που πάντως δεν πολυσκοτίζονται να το αναλύσουν και όσο για να το ανατρέψουν ούτε λόγος να γίνεται, μια καλή κόκα θα τους λύσει πρόσκαιρα τα προβλήματα, θα πάρει μαζί της την μοναξιά και την θλίψη κι έπειτα ξανά και ξανά και έχει ο Θεός.

Το κείμενο διαθέτει εμπνευσμένες παραγράφους στις οποίες παρατίθενται με μέτρο κριτικές σκέψεις για την σύγχρονο τρόπο ζωής, πολλές βιβλιοφιλικές, εικαστικές, κινηματογραφικές και μουσικές αναφορές. Είναι διανθισμένο με αστυνομική αγωνία δοσμένη με φειδώ και σχεδόν παντού η Ταρτ κάνει με μη επιθετική διεισδυτικότητα καταγραφή της ψυχικής και διανοητικής αστάθειας των εν δυνάμει και στην αληθινή ζωή υπαρκτών χαρακτήρων, διατυπώνοντας υπαρξιακά ερωτήματα, για την μοναξιά και θλίψη των ανθρώπων και καταλήγοντας, μάλλον, στην διαπίστωση ότι δεν νικιούνται με ουσίες και κίβδηλες σχέσεις χωρίς πάντως να καταφεύγει σε ψευτοδιδακτικές προτροπές.

Η εισβολή της τέχνης σαν να΄ναι καθημερινότητα περισσότερων ανθρώπων απ΄ό,τι πραγματικά ισχύει είναι εντυπωσιακή.Ευφυώς η Ταρτ την έχει συνεχώς στο προσκήνιο με σημείο αναφοράς τον πίνακα του Φαμπρίτσιους και της ιδέας, μη όντας στα μάτια του Θίο-Ταρτ και λοιπής πολυπερσόνας της αφήγησης απλά ένα σκλαβωμένο πουλάκι ζωγραφισμένο θεϊκά από έναν εκπληκτικό δημιουργό αλλά κάτι περισσότερο, μεταφυσικό, δραματικό και έκδηλα ικανό, να καθορίζει επί χρόνια τις τύχες και τις ζωές των εμπλεκομένων, ανακατεύοντας βίαια το παρόν και το παρελθόν τους, υπονομεύοντας το μέλλον με πάθη που δεν εκτονώνονται όσα ναρκωτικά και αλκοόλ καταπιούν στιγματιζόμενα από αλλεπάλληλους θανάτους, ειδικά ο Θίο επιβαρυνόμενος εκτός από όσα τον έχουν βρει κατακέφαλα και μ΄ ένα φόνο, που κατά την γνώμη μου ήταν ταμαχιά της Ταρτ να τον βάλει να διαπράξει.

Τι ακριβώς κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχει νόημα να αναφερθεί λεπτομερώς. Το ένα κακό διαδέχεται το άλλο και το κυνήγι του πίνακα είναι αφορμή και άλλοθι για πολλά, ανεκπλήρωτους έρωτες, αρραβώνες για το κοινωνικό θεαθήναι με παιδικές φίλες -όχι την εξιδανικευμένη Πίππα-που είναι ερωτευμένες με άλλους, επαγγελματικές λοβιτούρες, σαθρές φιλίες, χρηματισμούς, υποκρισία, ψυχική μιζέρια και τελειωμό δεν έχει η λίστα.

Εκείνο που αξίζει να πω είναι ότι οι λίγοι φωτεινοί χαρακτήρες που επιβιώνουν και στέκονται έστω όπως όπως στα πόδια τους λειτουργούν σαν φάροι στην καταχνιά της εξαπάτησης που υφαίνουν οι άλλοι γύρω τους και δίνουν εξαιρετική διέξοδο στον αναγνώστη που έχει την ανάγκη να πιστέψει ότι δεν έχουν χαθεί οι καλοί απ΄ αυτή την γη.

Η “Καρδερίνα” -κι αυτή είναι η τελική ταπεινή μου γνώμη- έχει από την ίδια την φτιαξιά της μεγάλο ενδιαφέρον. Η Ντόνα Ταρτ δεν είναι Ντίκενς, θα συνεχίσω με επιμονή να το λέω, αλλά δεν βλέπω γιατί να μη διαβάσει ο Έλληνας αναγνώστης το βιβλίο της, ειδικά τώρα που έχει τόση ανάγκη να βυθιστεί για λίγο σ΄ έναν άλλο, ανακουφιστικά αυτή την στιγμή μακρινό του, χάρτινο κόσμο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top