Fractal

Δώδεκα επιστολές, μήνες, γραμματόσημα, αναπνοές…

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Ιορδάνης Κουμασίδης «Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο» Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 96

 

Η Μαρτινίκα είναι ένα νησί στον Ατλαντικό, που βρίσκεται  κοντά στη Νότια Αμερική. Ανήκει διοικητικά στη Γαλλία, όμως είναι πάρα πολύ μακριά από το Παρίσι. Σε μια ερημική περιοχή του νησιού, βρίσκεται μια φυλακή υψίστης ασφαλείας. Οι κατάδικοι που βρίσκονται εκεί δεν έχουν τη δυνατότητα εξόδου, βρίσκονται σε απομόνωση. Το παράθυρο του κελιού είναι ψηλά και μόνο με πολλή προσπάθεια μπορεί κανείς να δει ένα κομμάτι του ουρανού, όπως και αν βγει στο προαύλιο, πάλι ένα κομμάτι του ουρανού θα βλέπει. Παρ’ όλο που υπάρχει θάλασσα δεν είναι ορατή από εκεί που βρίσκονται οι φυλακισμένοι.

Σ΄ αυτή τη φυλακή λοιπόν βρέθηκε ένας Γάλλος πολίτης κάτοικος Παρισιού. Είναι κατάδικος και έγκλειστος, όμως έχει τη δυνατότητα να στέλνει ένα γράμμα το μήνα, έτσι μια και δεν έχει κάποιον συγγενή ή φίλο με τον οποίο θα μπορούσε να αλληλογραφήσει, αποφασίζει και στέλνει ένα γράμμα σε μια άγνωστη εικοσάχρονη κοπέλα που κατοικεί στο Παρίσι στην περιοχή Κλισί. Είναι η δεσποινίς Ροζαλί Μεντώ.

Παρ’ όλο που οι πιθανότητες ήταν ελάχιστες στο να λάβει απάντηση, εντούτοις το τόλμησε και πράγματι η Ροζαλί ανταποκρίθηκε στην αλληλογραφία. Όταν έλαβε το αναπάντεχο γράμμα χάρηκε πάρα πολύ, γιατί του ανοίχτηκε  ένα  παράθυρο στον κόσμο. Στα πρώτα του γράμματα της ζητά να περιγράψει τον εαυτό της, και αυτός με τη σειρά του της περιγράφει πού περίπου βρίσκεται και πώς είναι ο καιρός την ανάλογη εποχή. Της γράφει πως κι εκείνος βρίσκεται σε γαλλικό έδαφος, μόνο που είναι πολλά χιλιόμετρα μακριά και της λέει ότι του λείπουν πολύ, η μουσική και το κρασί. Της εξηγεί πως στα διπλανά κελιά δεν πιστεύει πως υπάρχουν άλλοι, γιατί ανιχνευτικά που χτύπησε τους τοίχους δεν πήρε καμία απάντηση και επίσης στο προαύλιο όταν βγαίνει το μεσημέρι είναι πάντα μόνος. Επειδή ζει μόνο με τις αναμνήσεις του, γι’ αυτό τα δικά της γράμματα, αλλά ακόμα και η αναμονή τους είναι γιορτή γι’ αυτόν. Δεν της ζητά να του γράφει νέα που συμβαίνουν καθημερινά, γιατί σίγουρα θα συμβαίνουν ακόμα ίσως και κοσμοϊστορικά γεγονότα, διότι όλα αυτά είναι χωρίς νόημα γι’ αυτόν, αφού δεν μπορεί να τα παρακολουθήσει. Αντίθετα της ζητά να του γράφει για τις σπουδές της, για τις διακοπές της το καλοκαίρι, για τα φλερτ της και γενικώς για  ό,τι την αφορά.

Σιγά σιγά δένεται μαζί της και θέλει να την ενημερώσει, γιατί βρίσκεται σ’ αυτήν τη φυλακή. Της εκμυστηρεύτηκε ότι είχε ερωτευτεί μία κοπέλα περίπου τριάντα ετών όμορφη, ελκυστική και ποθητή, που έμενε απέναντί του στο Παρίσι. Ήταν όμως παντρεμένη και είχε και μία κόρη. Ο άντρας της σαν εμπορικός αντιπρόσωπος έφευγε συχνά και την παρατούσε κι αυτή μαράζωνε. Κάποια στιγμή ήταν και οι δυο τόσο ερωτευμένοι, που έπρεπε να παρθεί  μία απόφαση. Όμως αν η κοπέλα δεχόταν να τον ακολουθήσει θα έχανε το παιδί της, γιατί ο άντρας της δε θα της το άφηνε να το πάρει. Και μάλλον ο χωρισμός ήταν αναπόφευκτος. Αυτός, αλλά και αυτή έλιωναν μέρα με την ημέρα κι εκείνη όλο και πιο πολύ μάλωνε το κορίτσι, όχι τόσο γιατί έπρεπε να πληρώσει κάποια ζημιά ή αταξία, αλλά πλήρωνε το ότι της στεκόταν εμπόδιο. Έτσι κάποια μέρα όταν επέστρεφε από τη δουλειά  του, την είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο να τραβά τα μαλλιά του κοριτσιού και να του στρίβει το χέρι κι εκείνο να φωνάζει. Μην αντέχοντας να βλέπει το κοριτσάκι να υποφέρει, έτρεξε και την τράβηξε για να αφήσει το κοριτσάκι. Στην αρχή αιφνιδιάστηκε, αλλά όταν συνήλθε του επιτέθηκε κι εκείνος την έσπρωξε. Δυστυχώς έπεσε στο πεζοδρόμιο όπου υπήρχαν κάγκελα με αιχμηρά άκρα. Βέβαια κανείς δεν έμαθε τίποτα για τη σχέση τους, ούτε στο δικαστήριο.  Αυτό που σκέφτεται σήμερα, της γράφει, είναι ότι μια μικρή στερήθηκε τη μητέρα της και ότι από ένα όμορφο συναίσθημα, που ήταν ο πόθος του γι’ αυτήν, ξεπήδησαν δεκάδες άλλα σκοτεινά και μη αναστρέψιμα. Είναι εκείνες οι ανεπαίσθητες στιγμές που το μυαλό θολώνει.

 

Ιορδάνης Κουμασίδης

 

Καθώς προχωρούσε η αλληλογραφία και κάθε φορά που λάμβανε το γράμμα της κοπέλας και μύριζε το άρωμά της, γινόταν όλο και πιο ερωτικός στις επιστολές του, γιατί είχε συγκεντρωθεί πάρα πολύ σ’ αυτήν. Έφτιαχνε εικόνες με το μυαλό του, τη φανταζόταν όμορφη, ζήλεψε όταν του έγραψε για κάποιο μηχανικό, που γνώρισε στις διακοπές της και ήθελε να είναι εκεί για να τη διεκδικήσει. Ένιωθε πως περπατά πλάι της, έκανε το περίγραμμα του κορμιού της με το χέρι του και όλο και περισσότερο εκδήλωνε τον πόθο του γι’ αυτήν στα γράμματά του, ώσπου η κοπέλα ζήτησε να πάει να τον βρει. Στο επόμενο γράμμα του της εξηγεί, γιατί παρ’ όλο που την ποθεί πολύ, δεν θέλει να πάει. Προσπαθεί να της δώσει να καταλάβει, ότι αυτό που νιώθει γι’ αυτήν και το εκφράζει μ’ έναν τόσο βαθύ και υπερβολικό ερωτισμό,  είναι γι’ αυτόν μια ζωτική ανάγκη, σαν κίνητρο επιβίωσης. Της τονίζει πως δεν θα ήθελε να πάει, γιατί φοβάται πως εάν πάει, ο πόθος του ή θα γιγαντωθεί  και θα καταντήσει ανυπόφορος ή θα ξεφουσκώσει η ζωογόνος έλξη που του ασκεί, οπότε όποιο απ’ τα  δυο κι αν  συμβεί, θα πονέσει πολύ. Μέχρι στιγμής έχει λάβει δώδεκα γράμματα και δώδεκα γραμματόσημα είναι κολλημένα στον άσπρο τοίχο. Είναι οι αποδείξεις ότι επικοινωνούν, τα σήματα αλαλάζοντα, που λέει κι ο συγγραφέας.

Τέλος η Ροζαλί έχει γράψει δυο γράμματα και δεν έχει πάρει ακόμα απάντηση. Κάποια στιγμή όμως λαμβάνει ένα γράμμα, όχι από τον άγνωστό της αλληλογράφο, αλλά από τον δεσμοφύλακα της φυλακής τον κο Ντυμπρέν, ο οποίος την ενημερώνει, ότι ο άγνωστος αλληλογράφος της, που για τη φυλακή, ήταν ο κρατούμενος με τον αριθμό επτά, εκτελέστηκε «την εβδόμην πρωινήν της 24ης Απριλίου», ως αποτέλεσμα της άρσης αναστολής της θανατικής ποινής, που του είχε επιβληθεί από δικαστήριο της Μητροπόλεως. Βέβαια αυτός ήταν ενήμερος, για την αλληλογραφία και για το περιεχόμενο, υποχρεωτικά από  υπηρεσιακό καθήκον, γι’ αυτό στο τέλος τη συλλυπήθηκε, αν και ήξερε πως ήταν άγνωστοι μεταξύ τους,  γιατί ένιωσε πως με το θάνατο του αλληλογράφου της, σίγουρα θα είχε χάσει κι αυτή ένα έστω μικρό κομμάτι της ζωής της.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top