Fractal

“Διθέσιο κανό” – Διήγημα του Γεράσιμου Δενδρινού

 

Πάσχουμε απ’ την ανίατη ασθένεια που λέγεται ζωή

 

Μαντλένκα Πέχαρτ: ανέβαινε αργά τις σκάλες του αμφιθέατρου, φορώντας συνήθως μια ινδική, μακριά φούστα με πολύχρωμα σχέδια, που κάλυπτε τις μέρες του χειμώνα (όταν ο ψυχρός Βαρδάρης σάρωνε και τα πιο μικρά κι απόμερα σοκάκια της πόλης, κι εγώ, μέχρι να καταλήξω στη μικρή σοφίτα της οδού Αντιγονιδών, ντυμένος με στρατιωτικό τζάκετ, με παράδερνε, θυμάμαι, η παγωμένη του ανάσα σαν τιμωρία, έτσι ασυνήθιστος από τέτοιου είδους καιρό), μ’ ένα μακρύ, σκούρο σακάκι, πότε στο χρώμα του μπλε ή του ανοιχτού χακί, ίδιο με αυτό των ματιών της. Κόρη διπλωμάτη του Προξενείου της Τσεχοσλοβακίας και με αρκετά καλή γνώση της ελληνικής, ήταν απόφοιτος του «Ιδιωτικού Κολλέγιου ΔΕΣΑΛΑΛ», στο συνοικισμό Ρετζίκι της Θεσσαλονίκης, και γράφτηκε σε ελληνικό πανεπιστήμιο με σκοπό τις μεταπτυχιακές σπουδές στη Βυζαντινολογία στο αντίστοιχο της Πράγας, που, ως γνωστόν, είναι και το αρχαιότερο της Ευρώπης.

 

hero2

 

Καθόταν πάντα στα πρώτα έδρανα και παρακολουθούσε ανελλιπώς τα μαθήματα της Μεσαιωνικής  Ελληνικής Γραμματείας. Τα μακριά, ξανθά μαλλιά της, συμπλήρωναν, θαρρείς, αυτή την εύθραυστη παρουσία. Στα διαλείμματα, αποσύρονταν για ένα τσιγάρο στην πιο σκιερή γωνιά των διαδρόμων. Οι ενοχλητικές και τόσο θορυβώδεις συζητήσεις των φοιτητών, οι κολλημένες αφίσες στους τοίχους, οι γραμμένες επιγραφές με σπρέι ενάντια σε καθηγητές που διορισμένοι από τη χούντα διατηρούσαν ακόμα τη θέση τους, τα τελάρα με ενημερώσεις από παρατάξεις κομμάτων των οποίων ο διχασμός, παρ’ όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν, συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, ποτέ της δεν την άγγιζαν. Έτσι, μετρίου ύψους, υπερβολικά αδύνατη και πάντα μ’ εξεζητημένα ρούχα, (ιδιαίτερη εντύπωση μας έκαναν οι χοντρές της κάλτσες σε συνδυασμό με δερμάτινα πέδιλα τους μήνες του χειμώνα), φάνταζε σαν αερικό, εντελώς παράταιρο με τον υπόλοιπο φοιτητόκοσμο. Ωστόσο, με μένα διατηρούσε φιλικές σχέσεις που παρέμεναν σε τυπικό επίπεδο, παρ’ όλο που στις σπάνιες συζητήσεις μας, λόγω των χαρακτηριστικών του προσώπου και του μεγάλου ύψους μου, δεν έπαυε να μου λέει πως της θύμιζα Φιλανδό ή Σουηδό. Απ’ την ελληνική ποίηση, σεβόταν πολύ τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Δ. Σολωμού και ήθελε κάποτε να τη μεταφράσει στα τσέχικα.  (Ακόμα σε φέρνω στον νου μου κατά τις μοναχικές μου περιπλανήσεις. Πάντα με αφόπλιζες με την παρουσία σου. Κι όποτε μου συνέβαινε κάτι ανάλογο στα κατοπινά μου χρόνια, αυτόματα συνειδητοποιούσα πως το χάσμα με το αγαπημένο πρόσωπο θα ήταν μεγάλο κι αγεφύρωτο).

 

hroas3

 

Το 1980, η όποια ελευθερία της συμπρωτεύουσας φάνταζε τότε στα μάτια μας ανάμικτη μ’ ένα πλήθος αντιφατικών συναισθημάτων για ένα κόσμο, εντελώς διαφορετικό από την Αθήνα, και στον οποίο, καταφεύγοντας αναγκαστικά, ήμαστε εντελώς απροετοίμαστοι ν’ αντιμετωπίσουμε. Εδώ, δεν υπήρχε η ανωνυμία που γνωρίζαμε στο Κλεινόν Άστυ, αλλά ενοχή και η υποψία πως ο ξένος φέρει συνάμα κι ένα στίγμα, ικανό να διακρίνεται από μακριά. Για τους Θεσσαλονικιούς συμφοιτητές μας, η προφορά και μόνο πρόδιδε τη νότια καταγωγή μας. Είχαν να το λένε πως το βεβαιωτικό μόριο «αμέ»  αντηχούσε στ’ αυτιά τους ως λέξη αποκλειστικά της Αττικής. Ήδη, απ’ το πρώτο έτος, σχηματίσαμε ξεχωριστές παρέες, ιδίως όταν ακούγαμε συχνά να υποστηρίζουν πως δεν τους άρεσε καθόλου η Αθήνα, η κύρια αιτία της κακοδαιμονίας της Μακεδονίας, παρ’ όλο που στα μετέπειτα χρόνια, πολλοί απ’ αυτούς μετανάστευσαν εδώ, εργάστηκαν, παντρεύτηκαν, και, εγκλιματισμένοι απόλυτα, λησμόνησαν την παλιά τους απέχθεια για την πρωτεύουσα.

Η Μαντλένκα, ως μόνιμη συντροφιά της, είχε επιλέξει τον Αλέξανδρο, τελειόφοιτο της Νομικής, που παρακολουθούσε συχνά τα δικά μας μαθήματα και στα διαλείμματα μας έλεγε πετυχημένα ανέκδοτα. Γεννημένος στη Γερμανία, κάτοικος Γιαννιτσών και καθηγητής της ενόργανης γυμναστικής, ήταν μέλος του Ναυτικού Ομίλου της πόλης του. Με τον καιρό, αποδείχθηκε και σπουδαίος δάσκαλος κωπηλασίας με κανό στον ποταμό Λουδία, (κοινώς Μαυρονέρι, ο Καρά Ασμάν των Τούρκων), και απέχει επτά χιλιόμετρα  από τα Γιαννιτσά, στη θέση «μηδέν», που, λόγω της απουσίας υψόμετρου με τη στάθμη της θάλασσας, και σε συνδυασμό με την απανεμιά  που συνήθως επικρατεί όλο το χρόνο, κάνει το ρείθρο του ποταμού ιδιαίτερα ήρεμο, ιδανικό μέρος για το άθλημα, ακόμα και αντίθετα στη ροή του.

Από το σημείο «μηδέν» λοιπόν, οι ικανότεροι της ομάδας κωπηλατούσαν πριν φτάσουν στις εκβολές του απέραντου δέλτα (σχηματισμένου από τον Αλιάκμονα κι Αξιό με τον Λουδία ανάμεσά τους), γιατί η κωπηλασία μέχρι τον Θερμαϊκό ήταν επικίνδυνη λόγω της βαλτώδους περιοχής, των τσιγγάνων που είχαν γίνει έντονα επιθετικοί στον κάθε παρείσακτο. Παρ’ όλη την παρουσία των δασοφυλάκων, οι οποίοι ήταν ιδιαιτέρως ελαστικοί, (ποιος ξέρει με τι αντίτιμο), το παράνομο κυνήγι για νερόκοτες και πάπιες ήταν πια καθεστώς στους λαθροκυνηγούς, αλλά και στους οδηγούς των φορτηγών που έριχναν μπάζα και σκουπίδια  –  συνθήκες, που σίγουρα θα δυσκόλευαν τη μεταφορά του εξοπλισμού πλεύσης των κωπηλατών με οχήματα, ίσαμε πάνω την εθνική Αθηνών- Θεσσαλονίκης, κι από κει, στην πόλη των Γιαννιτσών.

Η Μαντλένκα γνώριζε ήδη πολλά από κωπηλασία. Είχε πάρει μαθήματα για κανό από μικρή, περνώντας άπειρες φορές κάτω από τις μεγαλόπρεπες γέφυρες του ποταμού Μολδάβα της Πράγας, όπως αυτή του Καρόλου Δ΄ με τα  μπαρόκ αγάλματα. Αυτή και ο Αλέξανδρος, με μια παλιά μηχανή Καβασάκι, νωρίς κάθε Σάββατο μεσημέρι ξεκινούσαν για τα Γιαννιτσά, και την επομένη, για τον Λουδία. Μ’ ένα διθέσιο κανό κωπηλατούσαν για μερικά μίλια πάνω στα σταχτοπράσινα νερά, που σε πολλά σημεία το βάθος τους ξεπερνούσε τα 5 μέτρα.

Το καλοκαίρι που έκλεινε η σχολή, εγώ, ως γνήσιος άνθρωπος της πόλης, μελετούσα τα μαθήματα για τις εξετάσεις του Οκτωβρίου. Στο μεταξύ, η πόλη άδειαζε συνεχώς και μου άρεσε να βαδίζω στους άδειους δρόμους χωρίς συναντήσεις με συμφοιτητές και γνωστούς. Κι όποτε έπεφταν εκείνες οι αναπάντεχες καταιγίδες τ’ Αυγούστου, τότε, βγαίνοντας έξω, στεκόμουν στην Πλατεία Δικαστηρίων, ακάλυπτος και ολότελα παραδομένος στη δυνατή βροχή, για να περιμένω μετά καθισμένος σε παγκάκι επί ώρες τον μουντό ήλιο μήπως και στεγνώσω. Έτσι κυλούσε η ζωή μου στη συμπρωτεύουσα. Παρ’ όλα μου τα συγγραφικά μου πρωτόλεια και τις αποτυχημένες μου προσπάθειες, δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη πως η καλή λογοτεχνία είναι το δεκανίκι του ψυχικά απόκληρου, ενώ η κακή το ύφος του επηρμένου, κι ήταν πολύ νωρίς ν’ αντιληφθώ πως τα κλειστά παράθυρα του απέναντι σπιτιού, ίσως να τα σφράγισε με δύναμη της μοναξιάς η δίνη.

Εκεί, στα μέσα του Αυγούστου, πήρε το μάτι μου άπειρες φορές, στη λεωφόρο Τσιμισκή ή στην Εγνατίας, τη Μαντλένκα και τον Αλέξανδρο πάνω στη μηχανή. Ηλιοκαμένοι και οι δυο από τον ήλιο της Χαλκιδικής, ήταν έτοιμοι να ξαναρχίσουν τις εκδρομές στον ποταμό Λουδία.

Κάποια Κυριακή, η κωπηλασία τους με διθέσιο κανό ξεκίνησε, όπως πάντα, από το γνωστό σημείο για έναν πλου 5 μιλίων κατάβαση προς την εθνική. Ενώ το κανό, χαράζοντας την επιφάνεια του νερού, σχημάτιζε ένα διχαλωτό κύμα που έσβηνε διαδοχικά στις όχθες, σε απόμερα σημεία, συνάντησαν ψαράδες, ειδικούς στο να πιάνουν γουλιανούς, γριβάδια και περκιά.  Στις δυο άκρες του Λουδία υψώνονταν σποραδικά πεύκα, λεύκες, ιτιές, πυκνές καλαμιές, ψαθιές και βούρλα, το δε ρεύμα του νερού κυλούσε αργά, χωρίς ν’ απαιτείται επίμονη κωπηλασία.

Περνούσαν από τα πιο βαθιά νερά, όταν το κανό αναποδογύρισε. Ίσως κάποιο αστείο του Αλέξανδρου να προκάλεσε γέλιο στην Μαντλένκα  κι  έχασαν έτσι την ισορροπία τους. Ο σύντροφός της, με το κεφάλι στον βυθό, αν και καλός κολυμβητής, μετά από αγωνιώδη προσπάθεια να βγει στην επιφάνεια, παρέμεινε εκεί. Το σώμα του βρέθηκε μπρούμυτα, βυθισμένο μέσα στη λάσπη του βυθού και παγιδευμένο στους μίσχους του φυτού νερανγκούλα, ενώ στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η μάσκα του μαρτυρικού του θανάτου. Η κοπέλα όμως, αν και κατάφερε να πάρει μια λυτρωτική ανάσα έξω απ’ το νερό, λιποθύμησε απ’ την κοπιώδη προσπάθειά της να βγει στη στεριά. Ο ήρωας του καλοκαιριού ήταν ένα μεγαλόσωμο Λαμπραντόρ, που εμφανίστηκε ξαφνικά. Πέφτοντας στο νερό, μάταια προσπάθησε να την τραβήξει απ’ την μπλούζα της ως την όχθη. Το ζώο, πηδώντας στην ξηρά και τινάζοντας το νερό από πάνω του, γάβγιζε συνέχεια τρέχοντας κατά μήκος του ποταμού, ενώ το σώμα της Μαντλένκας, απελευθερωμένο, βρέθηκε να επιπλέει μισοβυθισμένο και νεκρό μερικά μίλια πιο κάτω.

Απ’ την εφημερίδα Μακεδονία, που παρέθετε ελάχιστες λεπτομέρειες για το γεγονός μαζί με μια φωτογραφία του ζευγαριού, πληροφορήθηκα τον πνιγμό τους. Το ίδιο βράδυ, πάνω στο γραφείο του δωματίου μου, άνοιξα διάπλατα ένα χάρτη της Πράγας. Όπως μου είχε πει η Μαντλένκα, το πατρικό της ήταν στην Παλιά Πόλη της Πράγας, στην οδό Μπετλέμσκα, που στα τσέχικα σήμαινε «∆ρόµος της Καταδίκης». Δεν ξέρω γιατί θέλησα ν’ αναπαραστήσω υποθετικά εδώ τις ύστατες στιγμές τους. Ίσως γιατί πιστεύω ακόμα και σήμερα πως ο θάνατος καμιά φορά σφραγίζει τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του ανθρώπου, κι αξίζει να τον φαντάζεται κανείς, ακόμα κι αν δεν είναι αυτόπτης μάρτυρας.  

 

                                           

dendrinos_photo* Ο Γεράσιμος Δενδρινός (1955) (Invialoca) σπούδασε φιλολογία. Έχει εκδώσει: Χαιρετίσματα από το νότο, μυθιστόρημα, Οδυσσέας 1994³ και Κέδρος 2003, στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, που διαγωνίστηκε το 2004 στο 54οφεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Ένα πακέτο Άρωμα, διηγήματα, Κέδρος 1995³,Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, ταξιδιωτικό ημερολόγιο, Οδυσσέας 1995 και Κέδρος 2006, Απέραντες συνοικίες, μυθιστόρημα, Κέδρος 2001, Άλκης, νουβέλα, Μεταίχμιο 2003, Φραγή εισερχομένων κλήσεων, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2006 και Άβατοι Τόποι, ποιήματα, (.poema..), 2015. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top