Fractal

Διήγημα: “Διπλές, ελληνικές, μέτριες”

Του Γιώργου Σπυράκη // *

 

 

(φωτογραφία: Λαμπρινή Σωτηρίου)

 

Αν θες, να πιούμε καφέ. Να κάτσουμε δίπλα ή και απέναντι· μάλλον απέναντι, να μη σε χάνω στα μάτια και ν’ αφήνουμε ο ένας στον άλλον χαμόγελα. Λέξεις ν’ ακούγονται και όλα στο τώρα. Εκείνος ο καφές μάς λείπει, σε καρέκλες που μας αντέχουν και χειραψίες καλημέρας. Μόνο να βρεθούμε εκεί κι ας κάτσουμε απέναντι –δεν πειράζει–, θα βρούμε τρόπο.

Ακουμπώ ένα χέρι στο μάρμαρο και με τ’ άλλο τρίβω τον μηρό μου. Όσο περιμένω να σ’ ακούσω χαλάω το νύχι απ’ τον αντίχειρα σε κάτι εγκοπές. Μα όταν μιλάς, τα σταματώ όλα. Θέλω τόσο να ανοίξω στην τύχη εκείνο το σημειωματάριο και να καταγράψω την πρώτη σου φράση. Δεν το βγάζω όμως. Το ξέρω ότι θα μετανιώσω ακόμα μια φορά. Επαναλαμβάνω από μέσα μου λέξεις και φράσεις σου, μήπως και δεν τις χάσω. Τρίβω την παλάμη στον μηρό μου, πιάνω την άκρη της καρέκλας, γίνομαι το λούστρο που έχει θαμπώσει.

Διπλός, ελληνικός, μέτριος.

Δεν άλλαξε αυτό. Πάντα τις ίδιες κούπες συλλέγω: διπλές, ελληνικές, μέτριες. Μετά τις βάζω δίπλα δίπλα, να λέει η μία ιστορίες στην άλλη. Ξυπνώ και περιμένω πότε πάλι θα πάμε για έναν καφέ. Να πιούμε έναν ακόμα. Όποτε, εσύ. Ξέρω, τρέχεις και είναι τόσα πολλά. Στα λίγα σε περιμένω και κρύβω το ένα κάτω απ’ το τραπέζι.

Μερικές φορές γελάς δυνατά και ζηλεύω τα δόντια σου. Λες και τα λυγίζω, γλιστρώ ανάμεσα και κλέβω ανάσες. Αυτές μυρίζω όταν φεύγεις. Εγώ δεν καπνίζω. Μετά βήχω αλλά μ’ αρέσει. Είναι άλλες που έχεις νεύρα και το βλέμμα σου σκοτεινιάζει, λέει ψέματα για να πιστέψω τις αλήθειες σου. Κι εγώ σε πιστεύω, σμίγω τα φρύδια να με δεις κάθε που χτυπάς το χέρι στο μάρμαρο. Βρίσκω αφορμή κι αγγίζω. Να μη χτυπάς άλλο· όχι για τους τριγύρω μας, αλλά για το χέρι σου που πονά. Κλείνω την παλάμη σου και με τις δύο μου, λες και είναι σπουργίτι μικρό, και τα νύχια σου ράμφος του, και το πρησμένο της δέρμα οι καρδιά του. Φωλιά, σου λέω μα δεν ακούς. Τραβάς το χέρι και χτυπάς ξανά. Άλλοτε πάλι ηρεμείς και σκύβεις με παράπονο. Επιστρέφω στα ίδια: ένα χέρι πάνω κι ένα λούστρο κάτω.

Να πιούμε έναν καφέ, σε παρακαλώ, κι ας έχει ό,τι χρώμα θες. Σαν το σκούρο της στάχτης, το κόκκινο όταν στάζει ή ακόμα και σαν τον κρόκο όταν λερώνει.

Είναι φορές που κρατάς το σερβίρισμα απαλά, το φουχτώνεις και ζεσταίνεσαι. Άλλες πάλι σκύβεις στις αναθυμιάσεις του, κλείνεις τα μάτια κι ακουμπάς τα χείλη. Καίγεσαι γλυκά μα το κρατάς μέσα σου. Εγώ, όμως, τρίβω την καρέκλα και γίνομαι η καφέ εισπνοή σου. Πάντα σ’ αρέσει ο καφές. Ελληνικός μόνο.

Οι πρώτες σου λέξεις κρατούν στα χείλη τη γουλιά. Πριν τελειώσει η φράση τα καθαρίζεις και τρέχεις με λόγια. Τρέχω κι εγώ κι ας μην τ’ ακούω καλά. Αρκεί που εκεί απέναντι έχουμε να λέμε. Ένας καφές ακόμα και μας φέρνει μαζί. Δεν σου είπα όλη την αλήθεια, αλλά έχει άλλο χρώμα.

Κάποιες φορές με ρωτάς κι εγώ απαντώ. Λέω τα ίδια, μα βρίσκω ευκαιρία ν’ ανεβάσω το χέρι. Ο δικός μου καφές ίδιος· διπλός κι αυτός. Δοκιμάζω και με δοκιμάζει. Αρχίζω μια ιστορία μήπως και βρω χαμόγελά σου. Εκεί θέλω να κρυφτώ και ας μην το ξέρεις. Όσο πιο πολύ αντιδράς, τόσο μιλάω και λέω και αφήνομαι. Όμορφο να γεμίζεις ρυτίδες χαράς. Μετά στερεύω και σηκώνω πάλι για μια γουλιά. Χρόνο κερδίζω μήπως εσύ μιλήσεις. Όλα αυτά κρατάω μια ζωή και… τις κούπες σου σαν φεύγεις.

Ελληνικές κι αυτές.

Γνωρίζω πολύ καλά πότε δεν θέλεις άλλο. Τότε αφήνω σημάδια στο ξύλο μιας και δεν ξέρω τι άλλο. Πού και πού πετάω φράσεις, αλλά, αν είναι να φύγεις, πάντα σηκώνεσαι πρώτη.

Κερασμένος, επίτρεψέ μου.

Σε μυρίζω καλύτερα στις αγκαλιές και κλέβω κινήσεις με τα δάχτυλά μου πάνω απ’ τα ρούχα· ανάμεσα στα πλευρά σου φτάνω. Συνήθως φεύγεις όπως πλησιάζεις. Μιλάς πολύ, χαμογελάς περισσότερο και αφήνουμε την υπόσχεση για την επόμενη. Όταν.

Μένω εκεί αρκετή ώρα μετά, με το ένα χέρι κάτω, σαν να είσαι ακόμα. Εκείνη η πρώτη σου γουλιά είναι το σχήμα στο χείλος του καφέ σου. Το κοιτώ και σκέφτομαι όσα δεν τόλμησα. Μετά σηκώνω τους ώμους και θυμάμαι ν’ αγγίζεις το φλυτζάνι τόσες φορές, με τόσους τρόπους, με τόση προσοχή. Η αγκαλιά σου δεν ήταν έτσι κι ας με άκουσες να ραγίζω.

Φεύγω πολύ μετά, όταν όλοι κοιτάνε τα δικά τους και τα τραπέζια γεμίζουν κόσμο. Αφήνω κάτι παραπάνω σε ψιλά, προσέχω να μη με δουν και σε κρύβω στην τσέπη. Καθαρίζει εύκολα ο καφές απ’ τη φόδρα, έμαθα πια.

Στο σπίτι σε περιμένουν στο ράφι. Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να σε ακουμπήσω στη σειρά. Κοιτώ με προσοχή και τα θυμάμαι όλα. Ο πρώτος, εκείνος που χτύπησες, ο πιο σύντομος, ένας που δεν τα κατάφερες, κάποιοι ακόμα που βαρέθηκες και τώρα αυτός. Τόση αγωνία για έναν καφέ δεν βρήκα ποτέ ξανά.

Υπάρχουν και κάτι μονές, ελληνικές, σκέτες, αλλά δεν τις μετρώ, δεν τις κρύβω σαν φεύγω. Στιγμές χωρίς ζάχαρη αυτές κι εγώ ξεχνάω να τις πάρω. Αποφασίζω και ξεχνάω.

Μερικές φορές κατεβάζω μία απ’ όλες και τη βάζω δίπλα μου, ή και απέναντι. Είναι πρωί όταν φτιάχνω καφέ και για τους δυο μας. Μοιράζω το μπρίκι και μας περιμένω να πιούμε φιλιά.

 

 

* Ο Γιώργος Σπυράκης είναι απόφοιτος του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργικής Γραφής» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα.

Γράφει διηγήματα και μυθιστορήματα, αρθρογραφεί σε sites και blogs, αναζητώντας κάτι απ’ τα παιχνίδια του νου μας.

Είναι ο επιστημονικά υπεύθυνος και συντονιστής για το τμήμα δημιουργικής γραφής στο ΣΔΕ φυλακών Κορυδαλλού, όπου και διδάσκει στους μαθητές-κρατούμενους δημιουργική γραφή.

Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων κυκλοφορεί με τίτλο: «Pequeñas Fobias – Μικρές Φοβίες». Από τη LIBRON Εκδοτική κυκλοφορεί και το μυθιστόρημα με τίτλο «ε.σύ» [2016].

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top