Fractal

diP generation− (η γλώσσα ως επαναμάγευση των πραγμάτων)

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

dip“diP generation” Περιοδική έκδοση ─ Ανθολογία ποίησης και πεζού λόγου, Eπιμέλεια έκδοσης: Iφιγένεια Σιαφάκα, Σελ. 265, Εκδόσεις Θράκα, 2016

 

Κατά αλφαβητική σειρά ανθολογούμενοι:

 

Μαρία Βαχλιώτη, Στέλλα Δούμου, Ειρήνη Καραγιαννίδου, Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Μαρία Μανδάλου, Ευσταθία Ματζαρίδου, Ιωάννα Μουσελιμίδου, Γιώργος Παναγιωτίδης, Θανάσης Πάνου, Ολβία Παπαηλίου, Σοφία Περδίκη, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Νίκος Σταμπάκης.

 

 

 

 

 

 

 

 

1.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, Ανθολογία ποίησης και πεζού λόγου  τιτλοφορείται, και όντως, το dip generation εμπεριέχει τόσο το στοιχείο της περιοδικότητας όσο και εκείνο της ανθολόγησης. Ωστόσο,  δεν πρόκειται ούτε για κάποιο έντυπο λογοτεχνικό περιοδικό με τη συνήθη μορφή, ούτε για μια κλειστή και αυστηρά δομημένη συλλογή λογοτεχνικών κειμένων.

 

Α.

Το diP generation, ως αμιγής ανθολογία ποίησης και πεζού λόγου, δεν αρδεύει ειδήσεις από την επικαιρότητα και δεν απευθύνεται άμεσα σε αυτήν. Αν και αποτελεί περιοδική έκδοση δεν ασχολείται με την κίνηση άλλων σχετικών λογοτεχνικών εντύπων, ούτε και περιλαμβάνει δοκίμια ή άρθρα με θέματα που αφορούν τη τέχνη (βιβλιοκριτικές, σχετικές ενημερώσεις και τα παρόμοια).

 

Με αυτή την έννοια διαφέρει από ένα συνηθισμένο λογοτεχνικό περιοδικό. Ταυτόχρονα, ως έκδοση λόγου που στοχεύει όχι μόνο στην παρούσα αλλά και σε μελλοντικές κατ’ έτος συλλογές και εκδόσεις, δεν στρέφεται στο παρελθόν, δεν ταξινομεί ανθολογούμενους συγγραφείς της περασμένης δεκαετίας, εικοσαετίας ή και πεντηκονταετίας ─και κυρίως─ δεν σταχυολογεί κείμενα με κριτήρια την αναγνωρισμένη ή μη στο πέρασμα του χρόνου αξία τους, πόσο μάλλον την σύγχρονη, ευρεία ή μη αναγνωρισιμότητά τους. Αντιθέτως, επικεντρώνεται σε έργα ─δημοσιευμένα ή ανέκδοτα─ σύγχρονων εν ζωή συγγραφέων, πεζογράφων ή ποιητών χωρίς χρονική ή άλλη εξωτερική διάκριση, χωρίς διαχωρισμό σχετικό με την ηλικία γέννησης ή την πρώτη λογοτεχνική τους εμφάνιση.

 

Τέλος, χωρίς να υπεραμύνεται ή να αποσκοπεί σε κάποια αυθαίρετη ή τεκμηριωμένη σύζευξη ποίησης και πεζογραφίας, δίνει χώρο και στα δυο αυτά λογοτεχνικά είδη (πεζό λόγο-ποίηση). Παράλληλα, αποφεύγοντας τον όποιο δογματισμό που θα την περιόριζε σε ένα συγκεκριμένο και κάθετα οριοθετημένο καλλιτεχνικό ρεύμα, θέτει ως μοναδικό κριτήριο το ήθος και τη δύναμη της γλώσσας.

 

Β.

 

Η συγκεκριμένη έκδοση ανθολογεί 13 συγγραφείς που φιλοδοξούν να έρθουν σε αντιπαράθεση με την πνευματική απαξίωση, τη γενικευμένη φτήνια, την εύκολη δημοσιογραφική γραφή και τη γλώσσα των κλισέ. Συγγραφείς που με τα έργα τους κινούνται σε ένα λογοτεχνικό σύμπαν που επιχειρεί με ειλικρίνεια και σθένος να:

 

«αντιπαρατεθεί στις προτάσσεις του ψευδαισθησιακού ρεαλισμού –αν ονομάσουμε ψευδαισθησιακό ρεαλισμό αυτό που αντιλαμβανόμαστε στο σπίτι μας ή έξω από την πόρτα του σπιτιού μας»

 

        Αφού:

 

«Ακόμη και στα μεγάλα έργα του κλασικού ρεαλισμού, η πραγματικότητα φωτίζεται από διαφορετική πλευρά, η γραφή αντιπαλεύει τον στατικό ζόφο, που τείνει να εμπεδωθεί ως εγγενές συστατικό της πραγματικότητας, μετασχηματίζοντάς τον δια της γλώσσας». Μια γλώσσα που… «μπορεί να είναι η γλώσσα του ονείρου και του συνειρμού, η γλώσσα που σπαράσσει, ανατρέπει, σαρκάζει την «πραγματικότητα» ή χάνει τη σχέση της με την «πραγματικότητα», η γλώσσα που ξαφνιάζει – προκαλεί έκπληξη και στον ίδιο ακόμη τον δημιουργό, καθώς πηγάζει από έναν άγνωστο και σε κείνον τόπο».

 

dip_cover

 

2.

 

Σε ένα του άρθρο με τίτλο «οι ανθολογίες και οι ξεχασμένοι ποιητές» δημοσιευμένο στις 10-4-99 στο Βήμα, ο Νάσος Βαγενάς κατέληγε στη διαπίστωση πως ελάχιστα πράγματα από τους στίχους του πλήθους των νέων ποιητών που συνωστίζονταν στις ανθολογίες του περασμένου αιώνα θα σώζονταν μέχρι τις μέρες μας ως ζωντανή ποίηση. Και αναφερόταν σε κείνες τις πολύ γενναιόδωρες ανθολογίες όπως του ΄Αγρα (1922) που για ένα διάστημα δεκαπενταετίας είχε ανθολογήσει εβδομήντα ποιητές.

 

Δυο δεκαετίες αργότερα η Παυλίνα  Παμπούδη σε ένα εισαγωγικό της σημείωμα με τίτλο: «Ανθολογία ποίησης του 21ου αιώνα» δημοσιευμένο στο Poeticnet παρατηρούσε: «Σήμερα, υπάρχουν ανθολογίες κάθε είδους, πλήρεις (όσο πλήρες μπορεί να είναι ποτέ ένα τέτοιο εγχείρημα) και λιγότερο πλήρεις, αντικειμενικές, όση αντικειμενικότητα μπορεί να υπάρχει στην υποκειμενική  κρίση του ενός ανθολόγου, ή, έστω, στο πνεύμα που διέπει τις προτιμήσεις μιας ομάδας συνεργατών, (…) συλλογές που εμμένουν στην οπτική ποίηση – τις πειραματικές, παιγνιώδεις κατασκευές /αποδομήσεις του λόγου, την ποίηση – performance, έχουμε πάντα και την, ας πούμε, παραδοσιακή ποίηση, έχουμε και τις ρετρό /μεταμοντέρνες ομοιοκαταληκτούσες δοκιμές…»

 

Εύλογα, λοιπόν, κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί: Προς τι ένα τέτοιο εγχείρημα; Τι περισσότερο έχει να παρουσιάσει το diP generation σε μια εποχή όπου οι ανθολογήσεις κειμένων στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο περισσεύουν ενώ η οικονομική κρίση κυριαρχεί; Η Ιφιγένεια Σιαφάκα σπεύδει να δώσει την αποστομωτική (χαρακτηριστική και του τίτλου της συλλογής) απάντηση: «Τίποτε απολύτως!» Αυτό το τίποτα, όμως, αν δεν είναι το σημαντικότερο, ίσως είναι ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ.

 

3.

 

Το 1915, ο Ούγκο Μπαλ και η σύντροφός του Έμμυ Χέννινγκς, περιστοιχισμένοι από τους Τριστάν Τζαρά, Μαρσέλ Τζανκό, Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ και Χανς Αρπ, έστηναν  στη Ζυρίχη το Καμπαρέ Βολτέρ ενώ την ίδια εποχή ο Γιόχανς Μπάαντερ δήλωνε σκωπτικά: «life is not just here but da, da! (εκεί, εκεί!)».

 

Μια δεκαετία αργότερα, τον Απρίλιο του 1925 θα δημοσιευόταν στο 3ο τεύχος του  La Revolution Surrealiste, η περίφημη επιστολή του Αντονέν Αρτό  προς τους  Πρυτάνεις των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, ενώ σε κάποιο μέρος του Παρισιού, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, ο Αντρέ Μπρετόν θα διάβαζε ένα μέρος από το Κανιβαλικό μανιφέστο Νταντά που έγραψε ο Φράνσις Πικάμπια.

Για τον Τριστάν Τζαρά, η λέξη νταντά δεν σήμαινε τίποτα – ήταν μια λέξη που σηματοδοτούσε την άρνηση, την εξέγερση και την ανατροπή. Νταντά στην Ευρώπη τις  δεκαετίες του 20 και του 30, βeat generation με τους ποιητές του Σαν Φραντσίσκο της Καλιφόρνιας στην Αμερική του 60, εποχές κρίσης, εποχές μεταιχμιακές. Στην δική μας της παγκοσμιοποιημένης φτώχειας και δυστυχίας ποιο θα είναι το αποτύπωμα της νέας γενιάς;

 

Ο Νίκος Σταμπάκης στην δική του κατάθεση (την οποία κατάθεση ενσωματώνει η Ιφιγένεια Σιαφάκα στο εισαγωγικό της σημείωμα) διευκρινίζει:

 

«Στόχος, δεν είναι μόνο η διάλυση του μοναδικού συγγραφικού υποκειμένου σε ένα πρίσμα φωνών/μαρτυριών ή μορφές που παρουσιάζουν φαινομενικές ομοιότητες με συλλογικά εγχειρήματα που διέτρεξαν τον 20ό αι., από τους υπερρεαλιστές μέχρι τους μπητ, τους καταστασιακούς και τις τοπογραφίες της τύχης των Fluxus, (…) στόχος είναι η επαναμάγευση και μυθοποίηση της εμπειρίας. Καθόσον η αφηγηματική συνθήκη δεν αρκεί να εγκολπώνεται το τεκμήριο αλλά θα πρέπει και να ρηγματώνεται από αυτό».

 

Θα υπάρξει, λοιπόν, αυτή η δεύτερη deep generation που θα ρηγματώσει τα όποια τεκμήρια, βγάζοντας τη γλώσσα στην άκαμπτη  γλώσσα της εξουσίας;  Ή θα εγκαταλειφτούμε όλοι ντιπ για ντιπ στη πνευματική μας μιζέρια; Πού θα μπορούσε να βρίσκεται σήμερα «ο αστερισμός των πολύπλευρων και ελεύθερων ατόμων» που ονειρευόταν ο Τριαστάν Τζαρά; Η επιμελήτρια της έκδοσης, με την εμμονή και τη προσήλωσή της σ’ αυτό το κάτι καλύτερο που μπορεί να έρθει μέσα από τη καλλιέργεια της γλώσσας, το θέτει με σαφήνεια:

 

«Το dip generation είναι, θα λέγαμε, μία προσπάθεια, απόπειρα, πρόθεση ή και ελπίδα να προσεγγίσουμε εκ νέου τη λογοτεχνική γραφή ως περιπέτεια και διακύβευση του συγγραφικού υποκειμένου. Αυτή άλλωστε είναι και η ιδιαιτερότητά της παρούσας περιοδικής έκδοσης-ανθολογίας. Επιδίωξή μας είναι η ετήσια έκδοση του εντύπου».

 

Της το ευχόμαστε.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top