Fractal

Διώνη Δημητριάδου: «Έφερα τη ζωή μου τα πάνω κάτω, και όχι μόνο μία φορά. Και τώρα, σε ώριμη ηλικία, λέω πως καλώς έπραξα»

Συνέντευξη στη Χρύσα Φάντη //

 

 

Η συγγραφέας Διώνη Δημητριάδου μιλά στη Χρύσα Φάντη για το κριτικό, δοκιμιακό και ποιητικό της έργο στο χώρο της λογοτεχνίας, με αφορμή την πρόσφατα εκδομένη ποιητική της συλλογή «Λέξεις απόκρημνες».

 

-Αγαπητή κ. Δημητριάδου, μέσα στο 2017, κυκλοφόρησε από τις «Μικρές εκδόσεις» η ποιητική σας συλλογή «Λέξεις απόκρημνες». Η συλλογή περιλαμβάνει 40 ποιήματα, εκ των οποίων τα περισσότερα, άμεσα ή έμμεσα, είναι έργα Ποιητικής ∙ όπως για παράδειγμα «Ο Χορός» (σελ. 9), «Σκληρός ο λόγος», (σελ. 11), «Τruce» (σελ. 15), «Για κείνα» (σελ. 17), «Ιεροτελεστία του Ελάχιστου» (σελ. 19), «Η γυναίκα του Λωτ», (σελ. 21), «Τα Πρώτα» (σελ. 23), «Σιγή» (σελ. 29), «Οι Χτίστες» (σελ. 33), «Μόνον έτσι», (σελ. 35), «Οι Ομοτράπεζοι» (σελ. 39), «Χάρτινα» (σελ. 43), «Τα κλειστά» (σελ. 45), «Πώς γράφονται» (σελ. 47), «Ποιητική» (σελ. 49), «Εις Άγραν Λέξεων» (σελ. 67), «Λέξεις Απόκρημνες» (σελ. 75), «Των Ποιητών» (σελ. 87). Τι είναι για σας η Ποίηση;

Η ποίηση είναι τρόπος έκφρασης. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεις αυτό που εννόησες και ένιωσες.  Οι κινήσεις μας, οι εκφράσεις του προσώπου μας, η καθημερινή μας ομιλία, όλα είναι εξωτερικεύσεις, που ακολουθούν μια ανάγκη επικοινωνίας. Ας πούμε πως μέσα σε όλα αυτά η ποίηση είναι ο πιο εσωτερικός τρόπος, ο πιο κρυπτικός ταυτόχρονα. Απαιτεί αποκωδικοποίηση περισσότερο από όλους. Είπατε πως πολλά από τα ποιήματά μου αφορούν αυτήν την ίδια την ποίηση. Κι όμως, αν μετράει η αρχική πρόθεση, μόνον 8 από τα 40 ποιήματα αφορούν την ποίηση καθεαυτήν, είναι δηλαδή αυτοαναφορικά. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, λοιπόν, τις διαφορετικές «αναγνώσεις» των ποιημάτων, γιατί δείχνουν ξεκάθαρα πως η ποίηση έχει τη δύναμη να ξεφύγει από τη «θνητή της αφορμή» (που πλέον αφορά μόνον τον ποιητή) και να ανοιχθεί στον αναγνώστη εντελώς παρθένα και πρόσφορη για οικειοποίηση του νοήματός της. Ίσως γι’ αυτό την αγαπώ πολύ. Δεν ανήκει πια στον δημιουργό της αλλά στον κάθε αναγνώστη της.

 

 

-Σε πορεία αντίθετη με εκείνη άλλων δημιουργών του λόγου, εσείς, μετά από δυο και πλέον δεκαετίες έντονης παρουσίας στο χώρο (έκδοση έξι βιβλίων, πλείστες επιμέλειες και δημοσιεύσεις ποιημάτων, διηγημάτων, δοκιμίων και κριτικών κειμένων σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά, συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις και στην συντακτική ομάδα του περιοδικού Η Εν Λόγω Τέχνη από το 1999 έως το 2004), προβήκατε φέτος στην έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής σας με τον τίτλο «Λέξεις απόκρημνες». Υποστηρίζοντας, θεωρώ, αυτή την επιλογή  στην «Ιεροτελεστία του Ελάχιστου» ─ ένα από τα ποιήματα της συλλογής σας και εξαιρετικό δείγμα Ποιητικής, γράφετε: «Η σωστή δόση αρχικά» που «δεν περιέχει άλλο από σιωπή, κι από γλύκα τίποτα/ κι ένα ανακάτεμα αργό, όπως μπερδεύονται τα αποκόμματα ζωής/μέσα σε διάμετρο στενή/σαν τους διαδρόμους των σπιτιών με τους μικρούς φεγγίτες// συνειδητοποίηση αποχής./ Κατόπιν αργά και ηδονικά/ με το μυαλό σε αλλοτινούς καιρούς/ πίνεις το αποτέλεσμα της ταραγμένης θάλασσας». Συμφωνείτε;

Επειδή θεωρώ -σε αντίθεση ίσως με άλλους- πως η ποίηση δεν αστειεύεται, δεν ανέχεται να «παίζεις» μαζί της, ένιωσα ότι ήταν μια γραφή ωριμότητας. Η ιδιότυπη έκθεση προς τα έξω με ποιητικό λόγο απαιτεί αρματωσιά γερή, έχει πίσω της βιώματα, είναι σκληρή η αναμέτρηση μαζί της. Ναι, περνάς και από περιόδους σιωπής. Είναι συχνά αναγκαίο.

 

-Δίγλωσση η συγκεκριμένη έκδοση, με μετάφραση υψηλής αισθητικής και ποιητικής ακρίβειας στα Αγγλικά από τον Robert Crist, καθηγητή με θητεία σε πολλά πανεπιστήμια (στις Η.Π.Α. και το δικό μας Ε. Κ. Π. Αθηνών), και την Δέσποινα Λαλά- Crist, συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας, με έργα της εκδομένα σε Αμερική και εδώ στην Ελλάδα, από «Κέδρο» και «Καστανιώτη». Πείτε μας λίγο γι’ αυτή τη συνεργασία.   

Θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα ευτυχή για τη συνεργασία αυτή. Δύο εξαίρετοι λογοτέχνες έσκυψαν πάνω από τα δικά μου ποιήματα και αυτό συνιστά για μένα μέγιστη τιμή. Πάντοτε πίστευα ότι για να αποδοθεί η ποίηση σε άλλη γλώσσα απαιτείται οπωσδήποτε καλή γνώση της ξένης γλώσσας, όμως η κύρια συνθήκη είναι ο μεταφραστής να είναι ποιητής ο ίδιος. Αναγνωρίζει τις ανάσες του λόγου, τον ρυθμό, και δημιουργεί έτσι καινούργια ποίηση. Διαβάζοντας τα δικά μου λόγια μεταφρασμένα σε ποίηση αγγλική ένιωσα πως διάβαζα πρωτότυπο λόγο. Τους χρωστώ ευγνωμοσύνη για την πρωτοβουλία τους να ασχοληθούν με τα ποιήματά μου και για το εξαιρετικό αποτέλεσμα.

 

-Ο καθηγητής Robert Crist, μελετητής κορυφαίων πεζογράφων και ποιητών,  (Ουίτμαν, Έμιλυ Ντίκινσον, Φώκνερ, και τους Έλληνες Γιώργο Χειμωνά, Άρη Αλεξάνδρου, Νίκο Κυριαζή, και Κωνσταντίνο Βαμβακά), αναφερόμενος στο συγκεκριμένο έργο σας  επισημαίνει: «η Διώνη Δημητριάδου είναι μια ποιήτρια σε αναζήτηση της ανανέωσης […] (μια ποιήτρια) που αγωνίζεται για μια αυθεντικά εννοημένη εμπειρία». Πώς θα ορίζατε εσείς «την ανανέωση» στο χώρο της ποίησης, και ποια, κατά τη γνώμη σας, η σημασία «μιας εμπειρίας αυθεντικά εννοημένης» στο λόγο ενός δημιουργού.

Η ανανέωση θα μπορούσε να είναι η προσωπική γραφή του κάθε ποιητή, αν είναι μακριά από αντιγραφές και μιμήσεις. Να μη θυμίζει τίποτε άλλο. Μια φρέσκια ματιά στον κόσμο. Κάτω από αυτό το πρίσμα ο κάθε ποιητής θα ήταν φορέας ανανέωσης για να μη βαλτώσει η ποίηση στα ίδια και στα ίδια. Από κει πηγάζει και η αυθεντικότητα της εμπειρίας. Μεταφέρεις στο χαρτί εμπειρίες δικές σου βέβαια, όμως πάει και πιο πέρα. Δεν μεταφέρεις τον εαυτό σου σ’ αυτά που γράφεις. Στην ουσία βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα τους. Κατά κάποιο τρόπο το ποίημα αυτονομείται, έτσι συχνά ξαφνιάζεσαι με την ανακάλυψη του αληθινού προσώπου σου μέσα στον λόγο.

 

 

-Στα ποιήματά σας συνυπάρχουν υπαρξιακός σπαραγμός και επικούρεια απόσταση, συγκίνηση και προβληματισμός, όπως επίσης και μια έντονη αισθητική απόλαυση που απορρέει από την οδύνη. Το ύφος είναι κοφτό και λακωνικό, ο λόγος τραχύς, δύσβατος και συχνά αινιγματικός, γήινος και λερός  σαν από λάσπη και πηλό. Οι λέξεις (πράγματι «απόκρημνες») ματώνουν, δακρύζουν, λιώνουν και συχνά ολοσχερώς αποκόπτονται από το συνηθισμένο τους νόημα ενώ την ίδια στιγμή το  υποκείμενο που τις εκφέρει συνεχίζει να ερευνά/εκτιμά/αποφαίνεται/αμφισβητεί.

Μάλλον ο απόκρημνος χαρακτήρας των λέξεων καθοδηγεί σε όλα τα παραπάνω που λέτε. Οι λέξεις -όσο πιο γυμνές γίνεται- έχουν μέσα τους βαρύ φορτίο. Η ποίηση, έτσι κι αλλιώς, δεν γράφεται με ροζ χρώματα και λουλούδια. Παραπέμπουν οι λέξεις σε σκληρό τοπίο, λερό όπως λέτε. Άλλωστε σε έναν τραχύ τόπο, όπως ετούτος, δεν ταιριάζει, νομίζω,  άλλος τρόπος. Ακόμα και το φως εδώ είναι ανελέητο, δεν το αντέχεις. Γι’ αυτό και το βάζεις στις λέξεις σου.

 

-Στο πρώτο τη τάξει ποίημα της συλλογής σας με τίτλο «Ο χορός», έξοχο όχι μόνο ως ποίημα αλλά και ως ένα ακόμη συγκλονιστικό δείγμα Ποιητικής, ο ποιητής- χορευτής «τη μια πάει ψηλά και την άλλη σέρνεται στη γη με το κεφάλι κάτω». Υπάρχει εδώ κάποια αναφορά στον Σεφέρη και το δοκίμιο του Νάσου Βαγενά «Ο ποιητής κι ο χορευτής»; Και αν ναι, πρόκειται για απλή αναφορά ή σε βάθος αναγωγή και συνομιλία τόσο με το έργο του Σεφέρη ως ποιητή και κριτικού όσο και με το έργο του Βαγενά ως ποιητή και κριτικού του πρώτου;  

Ενδιαφέρουσα η ερώτηση. Αρχικά να πω πως εδώ πρόκειται για μια εικόνα, τόσο ταιριαστή νομίζω με το ελληνικό τοπίο, το πιο τραχύ ως εκδοχή. Τώρα, αν όλο αυτό παραπέμπει σε ποιητική πάλι, ίσως να πρέπει να δεχθούμε πως μάλλον ό,τι γράφεται σε ποιητικό λόγο μιλά εμμέσως και για την ποίηση. Και φυσικά «συνομιλίες» υπάρχουν, και όλο αυτό συνιστά ιδιόμορφο πλούτο. Ακούσματα και διαβάσματα κυκλοφορούν υποσυνείδητα μέσα μας και, όταν πιάσουν το νήμα, συνδέονται και συνεχίζουν. 

 

-Οι λέξεις (στο ποίημα) πρέπει ─ λέτε ─ να είναι απόκρημνες, αφού «όσο βαθαίνει η απόγνωση/τόσο τα μέγιστα η ποίηση επινοεί». Αρρενωπός και μοναχικός ο ποιητής στο πρώτο κατά σειρά ποίημα της συλλογής σας «Ο Χορός», ηπειρώτισσα-καραγκούνα που «κοιτάει κατάματα του μέσα κόσμου το σκληρό τοπίο»  στο τελευταίο σας ποίημα με τον κατ’ ευφημισμό τίτλο «Γιορτινό» ∙ ο ποιητής –λέτε─ πάντα «εκεί στη μέση της γιορτής ένα κενό».

Οι «χοροί» σ’ αυτά τα δύο ποιήματα συνδιαλέγονται πράγματι, αν και η αρχική πρόθεση πάλι ήταν διαφορετική. Αφορούν και οι δύο το μέσα τοπίο, όσο σκληρό και  μοναχικό κι αν είναι. Αναπόφευκτα οι λέξεις πάλι απόκρημνες. Όσο για τη θέση του ποιητή, αυτή μάλλον είθισται να βρίσκεται στη μέση των πραγμάτων και οπωσδήποτε «απέναντι» σε όποια σύμβαση. Να είναι ταυτόχρονα «κοινωνικός αλλά και αντικοινωνικός», για να θυμηθώ τη θέση του ζωγράφου Αλέκου Κοντόπουλου. Κοινωνικός, γιατί έξω από τον κοινωνικό χώρο, σε στεγανά δωμάτια δεν γράφεται τίποτα. Αλλά ταυτόχρονα αντικοινωνικός με την έννοια του αντιτιθέμενου σε κάθε ισοπέδωση και καταρράκωση των αληθινών αξιών.

 

-Μπορεί τελικά να υπάρξει ποίηση χωρίς τη συνείδηση «του λειψού» και τον πόνο της απόγνωσης; Δημιουργία χωρίς την αίσθηση της αδυναμίας και της απώλειας; Τι είναι για σας η ποίηση αλλά και η τέχνη γενικότερα; «Τραγούδι μοναχικό και σώμα που από χώμα πλάστηκε και τώρα λαχταρά να ξαναγίνει χώμα»; Ή «Το πιο  γνήσιο και αληθινό για τον άνθρωπο αποκούμπι»;

Όχι, δεν γίνεται να υπάρξει ποίηση χωρίς την επίγνωση της απώλειας, χωρίς τον εν απογνώσει  λόγο. Δεν εννοώ εδώ καθόλου ότι γράφεται ποίηση μόνο όταν βιώνουμε μια απώλεια. Δεν είναι τόσο απλό. Η αίσθηση της έλλειψης φτιάχνει με τον χρόνο ένα βαθύ στρώμα μέσα μας, η επίγνωση της μοναξιάς ως αναπόφευκτης συνθήκης σε ό,τι κάνουμε και σε ό,τι ζούμε είναι ριζωμένη κι αυτή μέσα μας. Έτσι, όταν γράφουμε, υποσυνείδητα όλο αυτό αναδύεται και μπολιάζει τα λόγια μας. Ακόμα κι όταν η εικόνα μέσα στο ποίημα είναι μια εικόνα χαράς, έχει μέσα της τη βαθιά γνώση της αντιστροφής της. Η Τέχνη είναι αποκούμπι, είναι καταφύγιο για τον πάσχοντα άνθρωπο. Όχι γιατί τον χαροποιεί, αλλά ίσα ίσα γιατί του δείχνει τα όριά του, γιατί του δίνει με απόλυτη ειλικρίνεια τα μεγέθη του κόσμου.

 

-Στο «Λέξεις απόκρημνες» υπάρχει έντονος ο πόνος της φθοράς και του μάταιου. Ταυτόχρονα όμως και μια επιθυμία (λυσσώδης ─ θα έλεγα ─ και σπαρακτική) για εξέγερση. «Άθυρμα όλα τα ανθρώπινα / παιχνίδια που τσακίζονται στα θεϊκά τα χέρια» γράφετε, και «τα σπίτια γερνούν / ο χρόνος με το σκληρό του βλέμμα / αποσαρθρώνει όλα τα υλικά»), «Μα πάλι σίγουρο δεν είναι πως θα ’θελες να δεις/ όλα τα μισακάρικα τα ατελή/ εσύ που μόνο πλήρη κύκλο αγάπαγες» και: «μισούσες τα αφόρετα τα καταπιεσμένα/ επιθυμίες ανείπωτες και τα λοιπά που δένουν το κορμί/και συ το ήθελες πάντοτε ελεύθερα να φλέγεται/». Είναι λοιπόν νομοτέλεια, ακόμη και μέσα στον πιο βαθύ σκεπτικισμό του, ο ποιητής να μένει ένας ασυμβίβαστος; Ένας αιθεροβάμων;

Μα, ο ασυμβίβαστος γιατί να θεωρείται αιθεροβάμων; Είναι κανόνας της ζωής, είναι στη φύση του ανθρώπου, να πούμε καλύτερα, να αντιδρά σε ό,τι τον τελματώνει, να εξεγείρεται (ακόμα κι όταν αυτή η εξέγερση είναι ελάχιστη ή απλώς νοητή) ενάντια σε ό,τι τον καταργεί ως οντότητα. Η ματαιότητα που αναφαίνεται σε κάθε του κίνηση είναι και αυτή μια αναπόφευκτη συνθήκη, που υπογραμμίζει την τραγικότητα που ως ον/άθυρμα στη βούληση των φυσικών δυνάμεων τον χαρακτηρίζει.

 

-Στην ποίησή σας θέματα όπως το σώμα, τα χέρια, η αφή, το βλέμμα, η θύμηση, η λήθη, δεσπόζουν ενώ παράλληλα «χρησιμοποιούνται» με έναν πολύ ιδιόμορφο τρόπο.  Όπως για παράδειγμα: «Έχει αφή το βλέμμα, κι ας μην έχει δέρμα να καλύπτει τις εικόνες του». Κι αλλού: «Μονάχα το άγγιγμα/ ανασύρεται απ’ τις βαθιές τις αυλακιές/κάθε που μια θύμηση/στο δέρμα επάνω απλώνεται/» και: «η θύμηση έχει σώμα/βλέμμα σκληρό/ατσάλινο δεν σπάει σε κομμάτια/» σε αντίθεση με τη λήθη, που: «λειαίνει καρτερικά / όλες τις κοφτερές γωνίες». Τι είναι, για σας σώμα, άγγιγμα, αφή, βλέμμα; Και τι θύμηση, λήθη;

Η κυρίαρχη αφή, η ουσία της επικοινωνίας. Είναι η παντοδύναμη αίσθηση που νομίζω ξεπερνά όλες τις άλλες, αυτή που καταργεί τη λήθη, την απειλητική φυσική συνθήκη για όλους μας.  Το δέρμα θυμάται, περιγελά με τα μνημονικά του αποθέματα το πέρασμα του χρόνου, που απειλεί όλα να τα καταργήσει. Όταν οι άλλες αισθήσεις εξασθενούν, η αφή διατηρεί τη δική της «μνήμη».

 

-Εκτός από τις σπουδές σας (τις οποίες και αξιοποιήσατε ως καθηγήτρια επί σειρά ετών στη μέση εκπαίδευση) είστε και πεζογράφος, ποιήτρια, δοκιμιογράφος,  έγκριτη και πολυγραφότατη κριτικός λογοτεχνίας. Τι είναι αυτό που πρωτίστως σας ώθησε να ασχοληθείτε με την κριτική του βιβλίου.

Μα, φυσικά η αγάπη για το διάβασμα και τα βιβλία. Όταν διαβάζεις κάτι θέλεις να το μοιραστείς με τους άλλους. Τόσο απλά και τόσο… ερασιτεχνικά, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Όταν γράφεις μια κριτική, δεν προσπαθείς να αποδείξεις κάτι, δεν επιδιώκεις αντιπαράθεση με άλλους. Κάνεις αυτό που αγαπάς.

 

-Ποια η γνώμη σας για την κριτική του βιβλίου στις μέρες μας και ποιες αρετές πιστεύετε πως πρέπει να έχει σήμερα ένας κριτικός;

Πρέπει να έχει γνώση του αντικειμένου, να έχει στο ενεργητικό του πολλά διαβάσματα. Αυτά αποτελούν την ασπίδα του, την αρματωσιά του απέναντι σε κακοτοπιές. Από κει και πέρα μετράει το ήθος του. Προσωπική υπόθεση εντελώς αυτή, είναι όμως το ήθος που τον οδηγεί να προσεγγίζει με αγάπη τα βιβλία και τον συγγραφέα τους. Στην ουσία ο κριτικός (τουλάχιστον όπως εγώ εννοώ την ιδιότητα αυτή) γράφει με την ψυχή του και όχι μόνον με τι γνώσεις του. Δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα απολύτως. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να γραφεί και μια αρνητική κριτική στα σημεία της. Εννοώ, δηλαδή, να γραφεί ένα κείμενο που να επισημαίνει μια αδυναμία του βιβλίου. Χωρίς κακεντρέχεια, χωρίς οίηση και κακή πρόθεση.

 

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η εργασία του κριτικού όταν γίνεται επάγγελμα αποκλείει ή παρεμποδίζει σε μεγάλο βαθμό την συγγραφή και παραγωγή πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου. Εσείς τι πιστεύετε;

Δεν είμαι ίσως η κατάλληλη να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση, μια που δεν είμαι κριτικός σε σχέση επαγγελματική. Δεν θα το ήθελα αυτό. Γράφω και σχολιάζω τα γραπτά των άλλων μέσα από δική μου προσωπική ανάγκη, και φυσικά μόνο αν κάτι με συγκινεί να μιλήσω γι’ αυτό. Τούτο δεν σημαίνει ότι γράφω μόνο αν ένα κάτι μου αρέσει. Αρκεί να με παρακινεί να γράψω κάτι, μπορεί ένα σχόλιο που θεωρώ εποικοδομητικό για μια συζήτηση γύρω από το βιβλίο. Τώρα, η αλήθεια είναι ότι γράφω πολύ και αυτό με απομακρύνει από τα δικά μου γραπτά. Ο χρόνος είναι πάντα λίγος. Έτσι, αν και  δεν είμαι επαγγελματίας με τη συνήθη έννοια του όρου, στην ουσία το κριτικό έργο αποβαίνει σε βάρος της προσωπικής μου γραφής.

 

-Μελετητές −έμπειροι στο χώρο του βιβλίου─ υποστηρίζουν ότι από τα τέλη του 2008 μέχρι σήμερα, (απ’ αρχής, δηλαδή, της κρίσης) στην εγχώρια πεζογραφία και ειδικότερα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων παρατηρείται ποσοτική και ποιοτική άνθηση.  Κάποιοι άλλοι (εξίσου έμπειροι) μιλούν για πληθώρα παραγωγής που όμως υπολείπεται σε ποιότητα, και νέους συγγραφείς που γράφουν χωρίς την απαραίτητη αρματωσιά  (το γνωστό: οι νέοι αδιαφορούν για τη γλώσσα, ή: σήμερα όλοι γράφουν αλλά κανείς δεν διαβάζει). Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να μας παραθέτατε την δική σας άποψη.   

Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε τι γράφεται. Δεν θεωρώ ότι εν μέσω κρίσης μπορεί κάποιος να γράψει γι’ αυτήν ακριβώς την κρίση. Κυρίως είναι μάλλον αδύνατο να γραφεί μεγάλη αφήγηση (μυθιστόρημα), αφού αυτή η γραφή απαιτεί εποπτεία συνολική, κάτι αδύνατο μια που ο συγγραφέας αποτελεί κομμάτι της εικόνας που βρίσκεται σε εξέλιξη. Διηγήματα βέβαια γράφονται, γιατί αποτυπώνουν τη στιγμή, το μέρος μόνον της συνολικής εικόνας. Ποίηση επίσης μπορεί να γραφεί, γιατί αποτυπώνει περισσότερο το συναίσθημα. Τώρα, αν όλη αυτή η έκρηξη εμπεριέχει και ποιότητα είναι πράγματι ένα ερώτημα. Νομίζω, ωστόσο, ότι αυτό πάντοτε ισχύει, σε κάθε εποχή. Υπάρχουν καλές γραφές και άλλες που δεν αξίζουν μια ιδιαίτερη μνεία. Ένα είναι σίγουρο, όμως. Η καλή γραφή απαιτεί, πέρα από βιώματα και εναργή σκέψη, πολλά διαβάσματα. Αν η νεότερη γενιά δεν διαβάζει ή δεν αγαπά τη γλώσσα, τότε δεν θα οδηγηθούμε πουθενά με όλη αυτή την εκδοτική έκρηξη. Η ρηχότητα της σκέψης αποτυπώνεται και στα γραπτά, και δυστυχώς έχουμε και τέτοια δείγματα. Ας είμαστε, όμως, αισιόδοξοι. Υπάρχουν και πολύ καλές νέες παρουσίες.

 

-Ρεαλισμός, νεορεαλισμός, υπερρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, μοντερνισμός, μεταμοντέρνο, νεωτερικότητα, και τέλος: πλουραλισμός στη γλώσσα, χαλάρωση στην δομή, μείξη όλων αυτών σε ένα κείμενο. Αναρωτιούνται κάποιοι αν αυτή η τάση δεν βαίνει τελικά σε βάρος του βιωματικού στοιχείου και της απλότητας που παράγει αισθητική συγκίνηση, και που, χωρίς αυτή, δεν νοείται  τέχνη. Ποια η δική σας άποψη;

Όλα τα παραπάνω ρεύματα είναι και σημαντικά και πολύ ενδιαφέροντα στη διατήρησή τους μέσα στον χρόνο. Η μείξη τους, όμως,  συχνά δείχνει αδιέξοδο ή αναποφασιστικότητα από την πλευρά του συγγραφέα. Σπάνια καταλήγει σε κάτι αξιόλογο. Ακόμα χειρότερο όταν η μείξη αφορά στη γλώσσα. Η έννοια του μεταμοντέρνου δεν συνεπάγεται πάντα αισθητική ομορφιά. Και, φυσικά, δεν είναι όλα μα όλα ανεκτά στη γραφή στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης. Υπάρχει και η αντίρρηση που φέρνει η αισθητική της Τέχνης. Προσωπικά υπηρετώ την αισθητική του λιτού, και προσπαθώ να μην ξεφεύγω από αυτό.

 

-Πέραν των δημοσιευμένων σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά εξαιρετικά μεγάλο αριθμό κριτικών σας κειμένων διατηρείτε το ιστολόγιο (blog) «Με ανοιχτά βιβλία» το οποίο και τροφοδοτείτε με σημειώματα (κριτικά ή ενημερωτικά) σε καθημερινή βάση. Τι είναι αυτό που περισσότερο σας εμπνέει σ’ αυτό το επίμοχθο έργο. Ανάγκη επικοινωνίας; Πάθος και επιθυμία κατάθεσης των δικών σας σκέψεων και ερεθισμάτων; Κάτι άλλο;

Είναι περισσότερο, θα έλεγα, η ανάγκη να μιλήσω για τα βιβλία, για το διάβασμα και τη γραφή, για κάτι που πολύ αγαπώ. Αν μπορώ να το κάνω αυτό μέσα από έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά είμαι ευτυχής. Αν μπορώ να διατηρώ και δικό μου  site, αυτό μου δίνει ακόμη πιο πολύ τη δυνατότητα να διαχειρίζομαι τα γραπτά μου χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό, με γνώμονα την αισθητική.

 

-Τι θα λέγατε να κλείναμε αυτή τη κουβέντα, με μια πιο προσωπική ερώτηση;

Φυσικά. Οι πιο προσωπικές ερωτήσεις, αν και δύσκολες συχνά, οδηγούν πιο αποτελεσματικά στη σκιαγράφηση του προσώπου.

 

-Ευρυμάθεια, πειθαρχία, όραμα, πάθος, ευγένεια, είναι μερικές από τις αρετές που κατά κανόνα θεωρούνται συμβατές με εκείνες της δημιουργίας. Τις δικές σας ως συγγραφέως και κριτικού πού πρωτίστως θα τις πιστώνατε; Στην παιδεία και στο οικογενειακό ή ευρύτερο περιβάλλον σας; Σε κάτι περισσότερο προσωπικό και εσώτερο;

Και η παιδεία και η κατεύθυνση από το οικογενειακό περιβάλλον έχουν τη βαρύτητά τους στη δική μου περίπτωση. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που εκτιμούσε το διάβασμα, τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Οι τοίχοι του σπιτιού μας ήταν ντυμένοι με βιβλιοθήκες, κάτι που ακολουθώ κι εγώ στο δικό μου σπίτι. Παράλληλα, όμως, χρειάζονται βιώματα, «μια ζωή γεμάτη», όπως μου αρέσει να λέω. Η γραφή δεν προκύπτει μέσα από στεγανούς χώρους. Θέλω να πιστεύω ότι η ζωή μου ήταν (και είναι) γεμάτη βιώματα. Ποτέ δεν έκανα πίσω σε κάτι που αληθινά το θέλησα, ακόμα και με μεγάλο κόστος. Έφερα τη ζωή μου τα πάνω κάτω, και όχι μόνο μία φορά. Και τώρα, σε ώριμη ηλικία, λέω πως καλώς έπραξα. Ίσως μόνον έτσι αποκτάς τα προσωπικά σου κριτήρια και απέναντι στον εαυτό σου και απέναντι στους άλλους. Και μαθαίνεις να είσαι ανεκτικός, όσο πρέπει, αλλά και ανυποχώρητος, όταν χρειάζεται. Να υπερασπίζεσαι τις θέσεις σου και να παραστέκεσαι στους πιο αδύναμους, όταν κάποιοι τους εγκαταλείπουν.

 

 

-Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το νέο σας βιβλίο, με τίτλο «Ο βιωμένος χρόνος», από τις εκδόσεις ΑΩ. Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο γι αυτό;

Πρόκειται για μικρές ιστορίες που γυρνούν όλες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γύρω από την έννοια του χρόνου. «Κάποιες ελάχιστες σε έκταση, ίσως για να υπαινιχθούν την αξία της στιγμής που χάνεται ανεπαίσθητα, αν δεν προλάβεις να την κρατήσεις υγρή στο χέρι σου», όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο.

 

-Κ. Δημητριάδου σας ευχαριστώ θερμά και σας εύχομαι καλή συνέχεια και καλοτάξιδο το καινούριο σας πόνημα.

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1956 αλλά ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Αθήνα. Αξιοποίησε τις σπουδές της σε Ιστορία και Αρχαιολογία διδάσκοντας σε δημόσια λύκεια. Γράφει ποιήματα αλλά και πεζά (λογοτεχνικά και δοκιμιακά) και ασχολείται με τα γραπτά των άλλων κάνοντας επιμέλειες εκδόσεων και δημοσιεύοντας άρθρα κριτικής λογοτεχνίας. Έργα: «Εγχειρίδιο για την παραγωγή λόγου», «Το ύφος και το ήθος» (δοκίμια), «Το ατελιέ» (διηγήματα), «Ο χώρος ανάμεσα» (νουβέλα), «Τα κοινά και τα ιδιωτικά» (διηγήματα), «Σύμη, με τα μάτια της ψυχής» (συλλογικό έργο), «Λέξεις απόκρημνες» (ποιήματα σε δίγλωσση έκδοση), «Ο βιωμένος χρόνος» (μικρές ιστορίες).  Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις («Ετερότητα» και άλλες ανθολογίες), και έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Διατηρεί στο διαδίκτυο το λογοτεχνικό ιστολόγιο (blog) «Με ανοιχτά βιβλία». Συντονίζει τη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top