Fractal

Απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου, εκδ. «αντίποδες», σελ. 123

 

b198676«Ποιο; Τούτο δω στο χέρι; Όχι, δεν είναι μαρτάκι. Μάρτης ακόμα; Αφού έχει περάσει το Πάσχα. Τούτο το ‘χω χρόνια πολλά. Προτού να παντρευτώ. Μου το ‘χε πλέξει η μάνα μ’ φυλαχτό. Είναι δεμένο με γητειές για τα στοιχειά. Μην το γελάς. Τότες ο κόσμος έβλεπε πράγματα, γιατί είχε πίστη. Τώρα, βλέπεις, γινήκαμε όλοι διάολοι. Σκιάξαμε και τα δαιμόνια» [Ταραραρούρα]

Με συγκλόνισε από τον τίτλο. Γνωρίζω καλά από τα αρβανίτικα της γιαγιάς μου το «Γκιακ», λατρεύω τον Κανταρέ και τον «Ρημαγμένο Απρίλη» του, με έχει βασανίσει το Κανούν, κι όσο για εκείνο το τραγούδι «Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε» αιώνες το άκουγα μισοκοιμισμένο παιδί τις νύχτες σε γάμους. Ο παππούς μου ο Γιώργης ο βαφέας, εκ Μικρασίας, πολέμησε χρόνια στο Μικρασιατικό. Ε κι όταν επέστρεψε, ασκήτεψε. Ό,τι χρήματα έπιανε τα έδινε σε χήρες και ορφανά, πήρε το ντιβανάκι κι απομονώθηκε κι ας ήταν δυο μέτρα άντρας πανέμορφος. Για τον πόλεμο, ποτέ δεν είπε μιλιά.

Κι έρχεται τώρα ένα νέο παιδί, συγγραφέας σπουδαίος– ούτε λόγος, τ’ απόδειξε με την «ΜεταΠοίηση»- για να φωτίσει λοξά το τι έγινε εκεί, πότε χάσαμε, εντέλει, τον προσανατολισμό μας συναντώντας τη πιο σκοτεινή κόχη της αντιφατικής μας ψυχής. Με μια σειρά από εννέα διηγήματα, εκ των οποίων η μια «Παραλογή», και με ήρωες που επέστρεψαν, τελικά, από την κόλαση του πολέμου πίσω στην όντως κόλαση.

«Τι; Ε, είναι δυνατόν, ρε χαμένε, να πέθανα και να σου μιλάω τώρα δα; Δεν ξέρω γιατί. Έχασα την πίστη μ’ κείθε πέρα. Μπορεί γι’ αυτό. Έκαμα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι άνθρωποι».

Διότι εκεί, το κουτί της Πανδώρας όσον αφορά τα ανθρώπινα έχει ανοίξει για τα καλά, και ο καθένας το ξέρει επιστρέφοντας:

«Γιατί καθαρός δεν είν’ κανένας, μοναχά ο άπραγος. Ίσως αυτή να ήταν και η πιο σπουδαία συμβουλή που μου ΄δωκε άνθρωπος…»

Οι ήρωες των ιστοριών κι εκεί κι εδώ. Έχουν επιστρέψει, ολόκληροι υποτίθεται, αλλά ωστόσο σημαδεμένοι για πάντα.

Στο «Ντο τ’ α πρες κοτσίδετε» η εκδίκηση είναι αυστηρά προσωπική. Οι κομμένες κοτσίδες σημάδι κατατεθέν του θύτη κι ο συναγωνιστής εξαφανίζεται.

«Τα μπουκουμπάρδια» τρώγονται αλλά στον πόλεμο όλα γυρίζουν ανάποδα κι ο Θεός, τιμωρός.

«Ο αρραβώνας» είναι υπόθεση βλάμηδων και της κοινότητας, και η τιμωρία αλλόκοτη.

Το «Ταραραραούρα» είναι ο πόλεμος που συνεχίζεται εντός μας και μετά την επιστροφή.

Στη «Παραλογή», μια γυναίκα μάχεται στα μαρμαρένια αλώνια με τον Χάροντα για τον νεκρό άντρα της. Σε αρκετούς ίσως θυμίζει «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» με την Αρετή και τον Κωνσταντή. Σε μένα θύμισε, όμως, τον Κανταρέ και το «Ποιος έφερε την Ντορουντίν».

Στο «’Ηρθε ο καιρός να φεύγουμε», και πάλι η μπέσα και ο λόγος που δίνεται αλλά δεν κρατιέται, δυο φορές.

 

b198676a

 

Το «Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί» είναι η αγριότητα του πολέμου που είναι η Μνήμη μας ωστόσο γι’ αυτό κι η λαχτάρα μας.

Στο «Γυάλινο μάτι» είναι η αλλόκοτη σχέση δυο ανδρών.

Ο «Νόκερ» ενδεχομένως να είναι και ο απόλυτος σπαραγμός. Η αλήθεια που δεν αντέχεται από τους συγγενείς, οι οικείοι ξένοι και η μετανάστευση στην Αμερική.

Παρ’ ότι «Όσο και να σε ζορίσει η αλήθεια, δεν τρέχεις μακριά».

Αλλ’ είναι και αυτή η στιχομυθία που αποτελεί, τελικά, σφραγίδα ζωής:

«… Αργύρη, πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’; Τότες σα να μ’ ακούμπησε ο Άγιος στον ώμο έγινε μια μπουνάτσα και γυρνάω και του λέω, γι’ αυτό είναι το αίμα, πατέρα για να χύνεται. Σύρε μέσα τώρα κι άσε με να καπνίσω με την ησυχία μου». Επειδή «Και να την ξέρει ο άλλος την αλήθεια, όταν τη βλέπει, γυρνάει τα μάτια αλλού, έτσ’ και τούτοι».

Ο συγγραφέας με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αυστηρά προσωπική, αβάσταχτα ειλικρινή και σπαρακτική, αναποδογυρίζει τον κόσμο, αξίες, αναδεικνύει τους άγραφους κώδικες:

«Αλλά το’ξερα ότι η βρωμιά θα μ’ ακολούθαγε. Δέκα χρόνια ήταν αυτά. Άντρας δεν έγινα με τη δουλειά, όπως οι άλλοι, αλλά με το σκοτωμό».

«Έτσ’ κάθσα και σκέφτκα και τότες κατάλαβα ότι η βρωμιά δεν είναι παντού βρωμιά. Να σ’ το πω αλλιώς, άμα δεις έναν ζευγά με τις λάσπες μες στην εκκλησία, βρωμιάρη θα τον πεις. Άμα τον δεις όμως με τις λάσπες στο χωράφ’ θα τον πεις άξιο. Επειδή το λοιπόν αυτές οι λάσπες δεν καθαρίζουνε ποτές από τα παπούτσια κανενός, γιατί απ’ αυτές είναι φτιαγμένη η ψυχή τ’, πρέπει να κοιτάξεις να βρεις το σωστό χωράφ’. Είπα, αφού τα αίματα έμαθες, Αργύρη, στα αίματα θα πορεύεσαι».

«Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος».

«Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι».

«Απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ».

Ο Παπαμάρκος στο «Γκιακ» γυρίζει ανάποδα σαν το πουλόβερ την ανθρώπινη ψυχή. Κι αποδεικνύει, εκτός του ότι είναι μεγάλος διηγηματογράφος, πώς η εκδίκηση είναι αλλόκοτο πράγματα, η μπέσα υπάρχει φαίνεται δεν φαίνεται, και ο λεκές μένει ακόμα κι όταν λαμπίκο φανεί ότι έχει καθαριστεί:

«Κι άμα τους στέλνω κάθε τόσο τα τσέκια με τα λιεφτά είναι για να θυμούνται, είναι για να παίρνω εκδίκηση για όσα μου κάνανε. Να μην ξεχάσουνε ποτέ ότι από όσους σκοτώσανε τούτα τα χέρια κάνουν ακόμα προκοπή».

Ένα έξοχο βιβλίο, ποίηση ακριβή. Σε μια έκδοση χάρμα αισθητικής.

 

Δημοσθένης Παπαμάρκου

Δημοσθένης Παπαμάρκου

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top