Fractal

Δημοσθένης Παπαμάρκος: «Η ταυτότητα όμως δεν είναι κάτι που απλά κληρονομούμε. Είναι κάτι που συνδιαμορφώνουμε και με την ελεύθερη βούλησή μας.»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

papamarkos

 

«Μιλώντας κυρίως για τις δικές μας, τις δυτικές και κατά πως μας αρέσει να λέμε «πολιτισμένες» κοινωνίες, αθωότητα μάλλον δεν υπάρχει. Μπορεί οι τρόποι μας να έχουν εκλεπτυνθεί και να έχουμε απομακρύνει από την κοινή θέα όλες εκείνες τις πρακτικές που την πλήττουν ως ιδέα, αλλά δεν τις έχουμε εξαλείψει. Η μη άμεση συμμετοχή μας σε όλα αυτά που θα μας καθιστούσαν ενόχους του αίματος μπορεί να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της μη αυτουργίας, αλλά να μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η ηθική αυτουργία». Για την ενοχή και την αθωότητα, για την προφορικότητα και την γλώσσα, για την ταυτότητα και την κρίση, για τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων με κέντρο άξονα την Μικρασιατική Καταστροφή μιλά στο fractal ο Δημοσθένης Παπαμάρκος. Βραβεύεται για το «Γκιακ» που κυκλοφόρησε από τους «Αντίποδες», χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους μας μετά την «ΜεταΠοίηση». Καθιερώνει μια καινούργια λογοτεχνία με λόγο, με μνήμη, στιβαρή.

 

gkiak

“Γκιακ”, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Αντίποδες, 2014, 128 σελ.

-Γιατί το «Γκιακ» σήμερα, κύριε Παπαμάρκο; Γιατί το «Γκιακ» στην εποχή μας;

Γιατί θέμα του δεν είναι η ηθογραφική αναπαράσταση μιας περασμένης εποχής, κάτι που θα το καθιστούσε ξεπερασμένο και ανεπίκαιρο, αλλά η εξερεύνηση και αναδίφηση των αρχαϊκών εκείνων δυνάμεων και καταβολών της ανθρώπινης φύσης με τις οποίες δεν έχει πάψει να αναμετράται το άτομο μέσα στην ιστορία.

 

-Συγγραφικά μοιάζει σα να έχουμε μείνει στον εμφύλιο, εσείς όμως διαλέξατε την Μικρασιατική εκστρατεία, με πλάγιο κοίταγμα κιόλας, ο απόηχος στους ανθρώπους της και στις μέρες μας, η άποψη ότι ο πόλεμος είναι πόλεμος άρα πού οι καλοί και πού οι κακοί, γιατί;

Νομίζω πως σε αντίθεση με τον δημόσιο λόγο, αλλά και την σύγχρονη ιστοριογραφία, η λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων ετών δεν έχει σταθεί τόσο στο θέμα του Εμφυλίου. Ή τουλάχιστον, αυτή είναι η δική μου εμπειρία ως αναγνώστη.
Αλλά για να επανέλθω στην ερώτησή σας, και το γιατί εγώ επιλέγω ως σκηνή των ιστοριών μου την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας και των χρόνων που την ακολούθησα, θα απαντούσα γιατί είναι η εποχή που περιγράφει καλύτερα τους ανθρώπους για τους οποίους διαλέγω να μιλήσω στα διηγήματά μου. Η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή συνιστά μεταιχμιακό σημείο της ιστορίας του νέου ελληνικού κράτους και σηματοδοτεί την απαρχή των διαδικασιών εκείνων που δίνουν στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία –και πολιτεία- τα πιο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της. Αντίστοιχα, οι ήρωες των διηγημάτων του «Γκιακ» βιώνουν μία υπαρξιακή κατάσταση που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο γνώριμο και στο ξένο, στο παλιό και το νέο, και να τα συμβιβάσει. Μ’ αυτόν τον τρόπο δηλαδή τα γεγονότα της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούνται ως παράλληλο της προσωπικής πορείας των ηρώων. Μιας πορείας που στόχος της είναι η αντιμετώπιση ενός τραύματος που έχει προκληθεί από την εμπειρία του πολέμου, αλλά και η προσπάθεια επανοικείωσης του νέου εαυτού τους με ένα περιβάλλον –προσωπικό, ιδεολογικό, ηθικό- του οποίου ήταν κάποτε οργανικά μέλη, αλλά που πια τους αντιμετωπίζει ως δυνάμει παραβατικούς παρίες, καθώς διακρίνει πάνω τους τα σημάδια του καθολικού κλονισμού της συνείδησής τους.

 

-Ο δε τρόπος αφήγησης, ο προφορικός λόγος. Με λέξεις και ιδιωματισμούς ξεχασμένους ή άγνωστους, τι διασώζετε κατ’ αυτό τον τρόπο;

Η χρήση από μέρους μου της συγκεκριμένης γλώσσας δεν είχε να κάνει με καμία πρόθεση διάσωσής της. Αφενός γιατί θεωρώ ότι δεν συντρέχει καμία ανάγκη διάσωσής της. Ο ιδιωματικός λόγος που χρησιμοποιώ στο «Γκιακ» παραμένει ζωντανός και μέρος της καθημερινής ζωής πολλών ανθρώπων. Αφετέρου, επειδή πιστεύω πως ένα βιβλίο από μόνο του δεν αρκεί να διασωθεί κάτι τόσο μεγάλο όσο η γλώσσα ενός τόπου. Επιπλέον, η επιλογή του συγκεκριμένου ιδιώματος όπως και αυτή της προφορικότητας έγινε γιατί θεώρησα ότι αυτά είναι τα κατάλληλα εργαλεία που θα μου επέτρεπαν να αναπαραστήσω πληρέστερα το αντιληπτικό σύμπαν των χαρακτήρων-αφηγητών των ιστοριών του «Γκιακ» στους αναγνώστες τους, και άρα να επιτρέψω στους τελευταίους μία αμεσότητα στην πρόσληψή τους. Γενικά, η καταγραφή και διάσωση μιας γλώσσας ανήκει μάλλον στον χώρο της λαογραφίας και της γλωσσολογίας παρά της λογοτεχνίας.

 

-Και στη «ΜεταΠοίηση» και στο «Γκιακ» οι ήρωές σας μιλούν σε πρώτο πρόσωπο. Δύσκολο, τολμηρό αλλά και δύσκολο, γιατί το κρίνατε εσείς αναγκαίο;

Δεν ξέρω αν είναι κάτι τολμηρό ή δύσκολο. Κάθε επιλογή που αφορά την συγγραφή έχει τις δικές της δυσκολίες και απαιτήσεις. Το βασικό κριτήριο για την αξιολόγησή της είναι αυτό που θίγετε, η αναγκαιότητα δηλαδή που εξυπηρετεί. Στην περίπτωση της «ΜεταΠοίησης» και του «Γκιακ» η πρωτοπρόσωπη αφήγηση επιλέχθηκε, επειδή θεώρησα πως με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να έρθει πιο κοντά με τους ήρωες των διηγημάτων. Να εξομοιώσει με μεγαλύτερη πιστότητα την οπτική του κόσμου που αυτοί προτάσσουν, να αφομοιώσει την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του καθενός και να αποκτήσει μία διαυγέστερη εικόνα, όσο το δυνατόν αδιαμεσολάβητη, του τι πρεσβεύει ο λόγος τους.

 

-Ποια σχέση μπορεί να έχει ένας νέος συγγραφέας που έχει γεννηθεί μόλις το 1983 και είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στην Οξφόρδη, με τα πάθη και την τραχύτητα των ηρώων του;

Θέλω να πιστεύω πως παρά την ιδιαιτερότητα των παθών των ηρώων μου και την τραχύτητά τους, ή καλύτερα θα έλεγα, τα αρχαϊκά τους ορμέμφυτα, είναι ήρωες σύγχρονοι. Και το λέω αυτό γιατί ανεξάρτητα από τον τρόπο που εκφράζονται μέσα από το λόγο και τις πράξεις τους αυτό που ζητούν και επιδιώκουν είναι να βρουν τη θέση τους μέσα σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στο ότι οι ίδιοι έχουν αλλάξει. Με άλλα λόγια, οι ήρωες υπερβαίνουν την συγχρονία τους και τα χαρακτηριστικά –πολιτισμικά, θρησκευτικά, κοινωνικά, κλπ- που αυτή τους προσδίδει, γιατί επωμίζονται έναν αγώνα άρσης του εαυτού τους και επαναπροσδιορισμού του μέσα σε συνθήκες που λίγο-πολύ απειλούν να συντρίψουν την προσωπική τους φωνή. Η αναλογία αυτών των συνθηκών με τις συνθήκες που βιώνουμε κι εμείς σήμερα, αποτελεί το κλειδί για να προσεγγίσουμε τους ήρωες του «Γκιακ» και να συνομιλήσουμε μαζί τους, παρ’ όλο που φαίνεται να στέκονται στους αντίποδες της νεωτερικότητας.

 

-«Και τότες κατάλαβα ότι η βρωμιά δεν είναι παντού βρωμιά», πού μπορεί η βρωμιά να μην είναι βρωμιά, κύριε Παπαμάρκο;

Όπως εξηγεί και ο ήρωας του συγκεκριμένου διηγήματος και με το οποίο θα συμφωνούσε και η ανθρωπολόγος Mary Douglas, η «βρωμιά» είναι κάτι που ορίζεται από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρα το κάθε άτομο. Τίποτα δεν μπορεί να είναι πάντα και παντού βρωμιά, όπως δεν μπορεί να είναι και πάντα ή παντού καθαρό.

 

-Από την «Αδελφότητα του Πυριτίου» το 1998, τον «Τέταρτο ιππότη» το 2001, την «ΜεταΠοίηση» το 2012 και το «Γκιακ» το 2014 τι άλλαξε και τι παραμένει ως αναζήτηση ακριβώς το ίδιο;

Αν δεχτούμε ότι το να αναζητάς κάτι σημαίνει ότι αυτό το κάτι σου διαφεύγει ακόμα -ειδάλλως δεν θα μιλούσαμε για αναζήτηση- το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι είμαστε ανίκανοι να ορίσουμε το αντικείμενο της αναζήτησής μας πριν αυτή έρθει σε πέρας. Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή παύει να είναι πλέον αναζήτηση.

 

papamarkos2

 

-Κύριε Παπαμάρκο, έχετε επισημάνει εμμονές; Το αγκαθάκι εκείνο που μας κάνει να γράφουμε και να ξαναγράφουμε;

Πολλές, αλλά νομίζω ότι αυτές δεν αφορούν κανέναν παρά μόνο τον συγγραφέα. Για τους υπολοίπους σημασία έχει το έργο στη δημιουργία του οποίου οδηγούν αυτές οι εμμονές.

 

-«Η απώλεια προσανατολισμού» που, ούτως ή άλλως, στην εποχή μας υπάρχει, μπορεί να αντισταθμιστεί με την παράδοση; Με την μνήμη της γλώσσας; Τι θα ορίζατε εσείς ως τιμαλφή στη ζωή μας;

Νομίζω πως η «απώλεια προσανατολισμού», ή ίσως θα έλεγα καλύτερα η αμηχανία για το ποιο θα πρέπει να είναι το επόμενο βήμα μας, άπτεται, κατά την προσωπική μου γνώμη, θεμάτων που έχουν να κάνουν με το πώς αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας στον κόσμο, με την ταυτότητά μας. Η ταυτότητα όμως δεν είναι κάτι που απλά κληρονομούμε. Είναι κάτι που συνδιαμορφώνουμε και με την ελεύθερη βούλησή μας και την εφαρμογή του ορθού λόγου για την ερμηνεία της συγχρονίας μας. Η γνώση της παράδοσης, γλωσσικής και άλλης, σίγουρα βοηθάει την καλύτερη κατανόηση του ερωτήματος «από πού ερχόμαστε», αλλά δεν απαντά επαρκώς το «πού και πώς πρέπει να πάμε;». Για το τελευταίο, απαιτείται «δουλειά πολλή» και κυρίως επίγνωση της πραγματικής μας ευθύνης απέναντι στον εαυτό μας και την κοινωνία.

 

-Και τι θα ορίζατε ως επαναστατικό ή ως γενναίο σήμερα;

Κάθε σκέψη και δράση που στόχος της είναι η διεκδίκηση από πλευράς του κάθε ατόμου της θέσης εκείνης στον κόσμο, την οποία τον προτρέπει, ή μάλλον του επιτάσσει, να λάβει η συνείδησή του.

 

-Το «Γκρίχου», το «γκιακ», το «Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε» μοιάζουν σαν κώδικες. Θα πρέπει να επανεφεύρουμε μια νέα πιο… σωματική γλώσσα για την λογοτεχνία;

Δεν είμαι σίγουρος για το τι ακριβώς σημαίνει ο όρος σωματική γλώσσα ή πως και αν θα μπορούσε να λειτουργήσει στη λογοτεχνία. Γενικά, πιστεύω πως η επανεφεύρεση ή και η εφεύρεση μιας νέας λογοτεχνικής γλώσσας δεν είναι απαραίτητα καθήκον όσων ασχολούνται με την λογοτεχνία. Έχουμε ήδη στη διάθεσή μας ένα πλούσιο γλωσσικό σύμπαν από το οποίο μπορούμε να αντλούμε όταν γράφουμε. Δεν βρίσκω επιτακτική την ανάγκη να το διαστείλουμε, όσο το να το γνωρίσουμε σε βάθος και να μάθουμε να χρησιμοποιούμε σωστά –το σωστά, το ορίζει η εκάστοτε περίσταση- τα όσα έχει να μας προσφέρει.

 

-«Έκανα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι άνθρωποι», κύριε Παπαμάρκο, η κρίση δεν μας έκανε καλύτερους, όπως δεν μας έκανε κι ο πόλεμος;

Νομίζω ότι για να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα πρέπει πρώτα να εξατομικευτεί και να προσαρμοστεί σε κάθε άνθρωπο που βίωσε ή βιώνει μία τέτοιας τάξης εμπειρία. Δεν ξέρω δηλαδή αν θα μπορούσαμε να απαντήσουμε γενικά ότι «ναι, μας έκανε καλύτερους» ή ότι «όχι, μας έκανε χειρότερους». Άλλωστε και οι απαντήσεις που δίνουν μέσα από τις αφηγήσεις τους οι ήρωες των διηγημάτων του «Γκιακ» σχετικά με το πώς τους μεταμόρφωσε το βίωμα του πολέμου, διαφέρουν πολύ η μία από την άλλη.

 

-Διπλά και τριπλά τολμηρός στο «γκιακ»: διηγήματα, σχεδόν προφορική αφηγηματική γλώσσα, άγνωστη λέξη στον τίτλο, καινούργιος εκδοτικός οίκος… κι όμως θρίαμβος! Τέταρτη έκδοση; Γιατί αυτές οι επιλογές και πώς ερμηνεύετε το αποτέλεσμα;

Για την επιλογή της γλώσσας και της προφορικότητας αναφέρθηκα παραπάνω, αλλά όσον αφορά τον τίτλο, θα έλεγα πως μάλλον τον επέβαλλε η φύση των ιστοριών που αφηγούμαι στα διηγήματα της συλλογής. Είναι εκείνος που περιγράφει συνοπτικότερα την κεντρική ιδέα που τα διατρέχει. Αυτή δηλαδή της σύγκρουσης με την καταπίεση ενός κώδικα παραδοσιακού που δεν είναι σε θέση πια να εκφράσει τις ανησυχίες και την νέα οπτική με την οποία οι ήρωες αντιμετωπίζουν τον κόσμο και την κοινωνία γύρω τους. Ήρωες που επιστρέφουν στην παλιά τους ζωή αλλαγμένοι, ξένοι ακόμα και για τις οικογένειές τους, και κουβαλούν έναν κόσμο άγνωστο τον οποίο επιχειρούν να συμβιβάσουν με τις οικείες από το παρελθόν τους εμπειρίες, αυτές που εκφράζει ο κώδικας του πατρώου αίματος, το «Γκιακ».
Σχετικά με την επιλογή του οίκου, δύο ήταν τα πράγματα εκείνα που με οδήγησαν σε αυτήν την επιλογή. Η στενή μου φιλία με τους Θοδωρή Δρίτσα –απλή συνωνυμία με τον βουλευτή- και Κώστα Σπαθαράκη για καιρό πριν τους γνωρίσει το ευρύ κοινό με την ιδιότητα των εκδοτών των «Αντιπόδων», και το ότι ως άνθρωποι που ανήκουμε στην ίδια γενιά μοιραζόμασταν πολλά κοινά οράματα, τόσο όσον αφορά την λογοτεχνία και τα εκδοτικά, όσο και τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη λειτουργία μας στην κοινωνία που ζούμε. Οπότε, όταν μου έκαναν την πρόταση να είναι εκείνοι που θα εκδώσουν το «Γκιακ», η απάντησή μου δεν μπορούσε παρά να είναι θετική. Είναι πολύ μεγάλη η χαρά που λαμβάνει κανείς όταν του δίνεται η ευκαιρία να μετάσχει από την αρχή σε ένα τόσο ωραίο εγχείρημα που έχουν ξεκινήσει τόσο κοντινοί του άνθρωποι.

 

-Η ομολογουμένως έξοχη «Παραλογή» σας σε όλους θα θύμισε «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», σε μένα του Κανταρέ το «Ποιος έφερε την Ντορουντίν» και χαίρομαι που είναι γυναίκα εκείνη που αναμετράται με τον Χάρο, πώς γράφτηκε;

Αρχικά από μια δική μου δηλαδή επιθυμία να αναμετρηθώ με τον δεκαπεντασύλλαβο και να εξερευνήσω τα όριά μου ως αφηγητή σε αυτό το μέσο. Αλλά εκτός από την πρόκληση, ήταν για μένα και μία έκφραση της επιτακτικής μου ανάγκης να συνδιαλεχθώ με την αφηγηματική μήτρα των ιστοριών του «Γκιακ». Αυτή δηλαδή της προφορικής παράδοσης που είναι βασικό κομμάτι της αγωγής μου, της αλληλεπιδραστικής ανιστόρησης που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα δυναμικό ανθρώπινο περιβάλλον και στο οποίο ο ρόλος της έχει την ίδια βαρύτητα και αξία με αυτή κάθε λειτουργίας που εντείνει την σύσφιξη και εμπέδωση κοινωνικών δεσμών ή ακόμα-ακόμα και την δημιουργία νέων.

 

-«Γιατί καθαρός δεν είναι κανένας, μονάχα ο άπραγος», δεν υπάρχει αθώος του αίματος, κύριε Παπαμάρκο, έτσι;

Μιλώντας κυρίως για τις δικές μας, τις δυτικές και κατά πως μας αρέσει να λέμε «πολιτισμένες» κοινωνίες, αθωότητα μάλλον δεν υπάρχει. Μπορεί οι τρόποι μας να έχουν εκλεπτυνθεί και να έχουμε απομακρύνει από την κοινή θέα όλες εκείνες τις πρακτικές που την πλήττουν ως ιδέα, αλλά δεν τις έχουμε εξαλείψει. Η μη άμεση συμμετοχή μας σε όλα αυτά που θα μας καθιστούσαν ενόχους του αίματος μπορεί να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της μη αυτουργίας, αλλά να μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η ηθική αυτουργία. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα σύστημα απόκρυψής και μετάθεσης των ευθυνών, το οποίο εκτός από υποκρισία συνιστά κατά την γνώμη μου ακόμα μεγαλύτερο έγκλημα. Γιατί με αυτόν τον τρόπο, αρνούμενοι δηλαδή να το αντικρίσουμε και να το γνωρίσουμε, αρνούμαστε και να εντοπίσουμε τις απαρχές του και άρα να αναλάβουμε την ευθύνη αντιμετώπισής του. Κλείνουμε μόνοι μας τα μάτια μας κι έτσι τροφοδοτούμε τον φαύλο κύκλο. Και λέω κλείνουμε, ενεργητικά, γιατί έτσι όπως δεν μπορεί κανείς να επικαλείται την άγνοια νόμου ως τεκμήριο αθωότητας, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί και να επικαλείται και την άγνοια του αίματος. Κι αν κάποιοι πουν ότι αυτή είναι μία ευθύνη που αφορά την κοινωνία στο σύνολό της, να προβάλλω μια ένσταση και να πω, πως αφ’ ενός η κοινωνία δεν είναι καθόλου ένα αφηρημένο σύνολο, και πως η διαίρεση και διάχυση της ευθύνης δεν σημαίνει τον κατακερματισμό της σε μικρότερα διαχειρίσιμα κομμάτια, αλλά μάλλον την αναπαράγει ακέραια σε πολλαπλά αντίγραφα.

 

-Υπάρχουν αληθινές ιστορίες στις ιστορίες σας;

Όχι, και αυτό ήταν κάτι που επέλεξα συνειδητά. Η επίσημη ιδιότητά μου είναι αυτή του ιστορικού και γνωρίζω πως αν ερχόμουν σε επαφή με πρωτογενές ιστορικό υλικό, αληθινές μαρτυρίες δηλαδή, δεν θα μπορούσα να το διαχειριστώ λογοτεχνικά. Με άλλα λόγια, θα ακροβατούσα μεταξύ αυτού που θα ήθελα να γράψω και αυτού θα ένιωθα ως ιστορικός ότι θα έπρεπε να γράψω. Έτσι, θα κατέληγα να έχω περιορισμένο έλεγχο της πλοκής των ιστοριών μου, και συνεπώς των ιστοριών που με ενδιέφεραν να αφηγηθώ. Μόνο σε δύο διηγήματα υπάρχουν δύο μικρά σε έκταση αληθινά περιστατικά γύρω από τα οποία ανέπτυξα έναν δικό μου αφηγηματικό μύθο.

 

-Τι πρέπει να διαθέτει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας; Κι ένας ήρωας για να γίνει «ο ήρωάς» σας;

Πρέπει να διαθέτει τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα εκκινήσουν μέσα μου μία στοχαστική διαδικασία τέτοιας έντασης και συναισθηματικής εμπλοκής, ώστε η πίεση που θα νιώσω να απαλλαγώ συνδιαλεγόμενος μαζί τους στο χαρτί να με κάνουν να υπερβώ τη συγγραφική μου ραθυμία. Φυσικά, αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι ποτέ τα ίδια ούτε καν έχουν σταθερές αναφορές, αλλά αλλάζουν ανάλογα με την συναισθηματική και πνευματική μου διάθεση κάθε εποχή.

 

-Υπήρξε κάτι ιδιαίτερο το «Γκιακ» για σας; Τώρα πού βρίσκεστε;

Ήταν και είναι όσο ιδιαίτερα ήταν και τα προηγούμενα βιβλία μου. Με άλλα λόγια το διασκέδασα κατά την συγγραφή του, χάρηκα την ολοκλήρωσή του και από δω και πέρα απλά χαίρομαι όταν γίνεται αφορμή να γνωρίσω νέους ανθρώπους και να ανοίξω ένα κανάλι διαλόγου μαζί τους.

 

-Εκτός από κοινές μνήμες (έστω από αφηγήσεις), διακρίνω και κοινές αγάπες: Μπόρχες; Χουάν Ρούλφο ή Κανταρέ;

Με εξαίρεση τον Κανταρέ, η γνωριμία με το έργο του οποίου δυστυχώς περιορίζεται σε ένα και μοναδικό βιβλίο, το «Spiritus», έχετε δίκιο όσον αφορά τον Μπόρχες και τον Ρούλφο. Αλλά εδώ νομίζω ότι δεν καινοτομώ. Θέλω να πω ποιος αναγνώστης, ανεξάρτητα του αν γράφει ή όχι, δεν ήρθε σε επαφή με το έργο αυτών των δημιουργών και δεν ένιωσε να γεννιέται μέσα του ιερό δέος και σχεδόν λατρευτική αγάπη;

 

-Γιατί γράφουμε; Το έχετε σκεφτεί; Εσείς, γιατί γράφετε;

Απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορώ να δώσω μόνο για τον εαυτό μου. Γράφω γιατί μου αρέσει και μπορώ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top