Fractal

ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ (2) : Η γέννηση, τα πρώτα μετ΄ εμποδίων βήματα και η μη γραμμική άνδρωση

Της Μαρίας Ψαρά //

 

Το ιστορικό εξώφυλλο του Literary Digest με τη λάθος πρόβλεψη στις αμερικανικές εκλογές του 1936

Το ιστορικό εξώφυλλο του Literary Digest με τη λάθος πρόβλεψη στις αμερικανικές εκλογές του 1936

Οι προσπάθειες για πρόβλεψη των εκλογικών αποτελεσμάτων διαθέτουν ήδη αρκετά μακρά προϊστορία, αφετηρία της οποίας θεωρούνται οι «εικονικές ψηφοφορίες1» (straw votes) που οργάνωναν διάφορες εφημερίδες και περιοδικά στις ΗΠΑ από τις αρχές σχεδόν του 19ου αιώνα.

 

Επρόκειτο για ‘εξομοίωση ψηφοφορίας’2, που σκηνοθετούσαν οι εφημερίδες ρωτώντας τους αναγνώστες τους. Οι δοκιμαστικές αυτές ψηφοφορίες γίνονταν συνήθως προεκλογικά και προσπαθούσαν να μαντέψουν την έκβαση του εκλογικού αγώνα που επίκειτο. Στηρίζονταν στη συλλογή απαντήσεων από μεγάλο αριθμό ατόμων σχετικά με τις εκλογικές τους προτιμήσεις αποτυπωμένες σε ερωτηματολόγια που ενσωματώνονταν στις εφημερίδες, αποστέλλονταν ταχυδρομικά ή συμπληρώνονταν με διάφορους άλλους τρόπους3.

Το μειονέκτημά τους ήταν ότι η συλλογή των απαντήσεων δεν αφορούσε πάντα ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πληθυσμού, αλλά το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων, ο οποίος τις δεκαετίες 1920 και 1930 έφτανε τις εκατοντάδες χιλιάδες.

Ήταν το 1824 όταν δύο αμερικάνικες εφημερίδες, οι Harrisburg Pennsylvanian και Raleigh Star, δημοσίευσαν τα αποτελέσματα δύο δοκιμαστικών ψηφοφοριών. Ήταν οι πρώτες μιας σειράς από ψηφοφορίες που για έναν αιώνα που επρόκειτο να γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία και δημοσιότητα τόσο στην Αμερική, όσο και αλλού .

Κατά τον Jean Stoetzel –το όνομα του οποίου θα συναντήσει κανείς στη μελέτη της ιστορίας των δημοσκοπήσεων στη Γαλλία-, οι ψηφοφορίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως εμπορικά κόλπα για να πουλήσουν οι εφημερίδες και, παρεμπιπτόντως, να ενημερωθούν για τις απόψεις των αναγνωστών τους. Άποψη που δεν πρέπει να απέχει πολύ από την αλήθεια, μόνο που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη σημαντική προπαρασκευαστική σημασία τους και τη δημιουργία προβληματισμού στην αμερικανική κοινωνία σε σχέση με τη μελέτη της κοινής γνώμης. Κάπως έτσι ίσως θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς την άνθηση των πρώτων σφυγμομετρήσεων στις Η.Π.Α.

Μια άλλη σημαντική εξέλιξη για την ανάπτυξη των δημοσκοπήσεων, ήταν η πρόοδος στη μαθηματική επιστήμη και ειδικότερα στη στατιστική θεωρία4. Αν και κατά μερικούς αναλυτές η στατιστική χρησιμοποιείται από την εποχή του Ηροδότου5, οι πρώτες βάσεις της δειγματοληπτικής μεθόδου μπαίνουν στην Ευρώπη το 17ο αιώνα και καθιερώνεται επιστημονικά στα τέλη του περασμένου αιώνα6. Για πρώτη φορά ο Quatelet7 εισήγαγε την έννοια του ‘μέσου ανθρώπου’ που προϋποθέτει την ύπαρξη μιας στατιστικής κανονικότητας στις ανθρώπινες πράξεις. Ο Νορβηγός στατιστικός Κιάερ όμως ήταν αυτός που συνέβαλε περισσότερο στην προσπάθεια να γίνει αποδεκτή από τη διεθνή στατιστική κοινότητα η αντιπροσωπευτική μέθοδος. Μόλις το 1903, το Διεθνές Ινστιτούτο Στατιστικής αποφάσισε να ενθαρρύνει τη νέα μέθοδο, υπό τον όρο να παρατίθενται στην έκθεση των αποτελεσμάτων οι ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η επιλογή των παρατηρούμενων μονάδων.

Οι πρώτες έρευνες με ερωτηματολόγια τοποθετούνται στον 18ο αιώνα8 αλλά η ουσιαστική ανάπτυξή τους παρατηρείται κατά το 19ο αιώνα στις καπιταλιστικές χώρες (Αγγλία, Γαλλία)9. Ήδη από το 1896, η εφημερίδα του Chicago ‘The Record’ είχε οργανώσει στο Illinois μια έρευνα για τις προεδρικές εκλογές, με τυχαίο δείγμα έναν στους οχτώ αναγνώστες10. Μέσα στον αυξανόμενο ανταγωνισμό, το επάγγελμα του εκλογολόγου έγινε αναγκαίο, ενώ, καθώς η αίγλη για τη νέα επιστήμη αυξανόταν, οι ειδικοί αναζητούσαν την καλύτερη μέθοδο11.

Με το πέρασμα στον επόμενο αιώνα, οι δραστηριότητες στη διαδικασία ψηφοφορίας βελτιώθηκαν, τόσο όσον αφορά στις ερωτήσεις της ψήφου, όσο και της κοινής γνώμης. Για παράδειγμα, ο F.J.Turner στις ΗΠΑ και A.Siegfried12 στη Γαλλία καταγράφουν την εκλογική δύναμη κατά γεωγραφική περιοχή και την χαρτογραφούν, παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πολιτικής επιστήμης. Η συνεργασία ανάμεσα σε ιστορικούς, γεωγράφους-στατιστικολόγους κοινωνιολόγους και πολιτειολόγους13 συμβάλλουν στην εξέλιξη των πολιτικών σφυγμομετρήσεων.

 

Οι πρώτες μετρήσεις γνώμης στις ΗΠΑ στόχευαν μάλλον στη διαφήμιση, παρά στην ενημέρωση των αναγνωστών. Θ΄ αργήσει ν΄αλλάξει ο συσχετισμός.

Οι πρώτες μετρήσεις γνώμης στις ΗΠΑ στόχευαν μάλλον στη διαφήμιση, παρά στην ενημέρωση των αναγνωστών. Θ΄ αργήσει ν΄αλλάξει ο συσχετισμός.

 

Η επίσημη πρώτη

Η πρεμιέρα της υπό ανάπτυξη επιστήμης των σφυγμομετρήσεων, πραγματοποιήθηκε στις παραμονές αναμέτρησης Roosevelt – Landon14. Κατά την εν λόγω προεκλογική περίοδο των αμερικάνικων προεδρικών εκλογών του 1936, το περιοδικό Literary Digest, οργάνωσε τεράστια έρευνα για την πρόβλεψη του νικητή. Δέκα εκατομμύρια κάρτες απαντήσεων μοιράστηκαν σε όλες τις Πολιτείες, εκ των οποίων πάνω από δύο εκατομμύρια επέστρεψαν και ανέδειξαν νικητή τον Landon.

Ο George Gallup, που πριν ένα χρόνο έχει ιδρύσει το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Κοινής Γνώμης15, προτίμησε να ερευνήσει ένα επιλεγμένο δείγμα μόλις 5.000 ατόμων. Και, παρά τα εκατομμύρια των απαντήσεων, οι προβλέψεις του περιοδικού αποδεικνύονται με σφάλμα 19%! Ο George Gallup δικαιώθηκε, ενώ οι Αμερικανοί ανακαλύπτουν μια μέθοδο έρευνας της κοινής γνώμης που πρόκειται να κυριαρχήσει στη μελέτη των συγχρόνων κοινωνιών: τις σφυγμομετρήσεις ή δημοσκοπήσεις.

Ο George Gallup, αν και δεν ήταν ο μοναδικός πρωτοπόρος των δειγματοληπτικών ερευνών,16 ήταν αυτός που πιο πολύ από κάθε άλλον συντέλεσε στο να γίνουν οι δημοσκοπήσεις παγκοσμίως γνωστές, σε σημείο που το όνομά του έγινε συνώνυμο με αυτό των δημοσκοπήσεων17. Είχε από πιο νωρίς αρχίσει να ασχολείται τόσο με τη δημοσιογραφία, όσο και με τις σφυγμομετρήσεις. Από το 1935 εξέδιδε το δισεβδομαδιαίο δελτίο, με τίτλο «Τα νέα της κοινής γνώμης», που το συμβουλεύονταν συνδρομήτριες εφημερίδες. Η διδακτορική διατριβή του που ολοκληρώθηκε το 1928 αφορούσε στην εφαρμοσμένη ψυχολογία και είχε το γενικό τίτλο «Μια αντικειμενική μέθοδος για τον καθορισμό του ενδιαφέροντος των αναγνωστών για τα κείμενα μιας εφημερίδας». Στην εργασία αυτή, ο Gallup έθετε δύο βασικές αρχές για τη μελέτη του ενδιαφέροντος των αναγνωστών, βασικές στη γενικότητά τους και για τις έρευνες της κοινής γνώμης: ότι πρέπει να ερωτηθούν απευθείας οι αναγνώστες και ότι η μελέτη μιας αντιπροσωπευτικής ομάδας αναγνωστών αρκεί. Η αντιπροσωπευτικότητα μιας ομάδας πρέπει να καθορίζεται με επιστημονικό τρόπο βασισμένο στην επιλογή των αναγνωστών ανάλογα με το επάγγελμά τους και το μέγεθος του δείγματος πρέπει να είναι αποτέλεσμα μαθηματικού υπολογισμού. Αυτές τις προτάσεις εφάρμοσε και στην προεκλογική του 1936 έρευνα και πέτυχε18.

 

·Ο νικητής Τρούμαν επιδεικνύει την πρόβλεψη που την έφερε να ηττάται από τον αντίπαλό του

Ο νικητής Τρούμαν επιδεικνύει την πρόβλεψη που την έφερε να ηττάται από τον αντίπαλό του

 

Σε άλλες χώρες

Η ανάπτυξη της νέας μεθόδου υπήρξε ταχύτατη, τόσο στην Αμερική19, όσο και παγκοσμίως. Στη Δυτική Ευρώπη, τα πρώτα ινστιτούτα σφυγμομετρήσεων οργανώθηκαν και λειτούργησαν σύμφωνα με τα αμερικανικά πρότυπα.

Στη Γαλλία, ο Jean Stoetzel έχει συνδυάσει το όνομά του με τις δημοσκοπήσεις. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Columbia με καθηγητή τον ίδιο τον George Gallup. Όταν ξαναγύρισε στη Γαλλία, προσπάθησε να κάνει τις εφημερίδες να ενδιαφερθούν για αυτήν την τεχνική, προτείνοντας γι’ αυτήν το όνομα sondage. Ιδρύει το 1938 την IFOP (Institut francais d’ opinion publique). Οι πρώτες έρευνες που πραγματοποίησε αφορούσαν διάφορα κυρίως κοινωνικά θέματα, αλλά πολύ γρήγορα προκύπτουν και πολιτικές ερωτήσεις, όπως για παράδειγμα η περίπτωση της Συνθήκης του Μονάχου20. Επίσης, δημοσκοπήσεις χρησιμοποιήθηκαν και για να μετρήσουν τη γνώμη του κοινού για την πιθανότητα ενός γεγονότος. Μελέτη τον Ιούλιο του 1939, έδειξε ότι το 45% των Γάλλων δεν θεωρούσε πιθανό να έχει πόλεμο το 1939, δίνοντας από εκείνη τη στιγμή ώθηση για τη συζήτηση του θέματος της ερμηνείας και του τρόπου με τον οποίον απαντά η κοινή γνώμη στις ερωτήσεις.

Οι δραστηριότητες των δημοσκοπήσεων στη Γαλλία συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και συνδέθηκαν με ονόματα όπως αυτό του Marcel Bleustein-Blanchet, του Alain Girard, του Rene Carnille, της Helene Riffault και φυσικά του Jean Stoetzel21. Το 1947, μάλιστα, η IFOP οργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο οργανισμών και ερευνητών, που ασχολούνταν με την κοινή γνώμη στην Ευρώπη. Σιγά-σιγά, νέα ινστιτούτα ανοίγουν: ETMAR (κλάδος της IFOP για την έρευνα αγοράς) to 1947, το SECED το 1952, η SOFRES και η SEDES to 1958, Nielsen to 1960 και SECODIP το 1963.

Στην Αγγλία, το 1936 ιδρύεται με πρωτοβουλία του ίδιου του Gallup το Βρετανικό Ινστιτούτο Κοινής Γνώμης που αρχίζει να δημοσιεύει στο βρετανικό Tύπο αποτελέσματα των ερευνών του. Tο 1963, είχαν πραγματοποιηθεί πάνω από δύο εκατομμύρια συνεντεύξεις, που αντιστοιχούσαν δηλαδή στο 3-4% πληθυσμού.

Μέχρι την ίδια περίπου περίοδο, σε 17 χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, είχαν γίνει 4-5000 έρευνες και 4-5 εκατομμύρια συνεντεύξεις, αφορούσαν δηλαδή 1,5% του πληθυσμού. Τρία χρόνια αργότερα, έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε ότι μέχρι τότε 35% του αμερικανικού κοινού είχε λάβει μέρος σε μία τουλάχιστον έρευνα κοινής γνώμης22.

Οι δημοσκοπήσεις αναπτύχθηκαν και στις σοσιαλιστικές χώρες23, παρόλο που δεν είχαν γίνει αρχικά αποδεκτές. Ενώ ο Λένιν ενθάρρυνε την απόκτηση ‘κοινωνικής εμπειρίας’, ωστόσο, για το σταλινικό καθεστώς η εμπειρική κοινωνιολογία θεωρήθηκε αστική κοινωνική επιστήμη χωρίς λόγο ύπαρξης. Οι σφυγμομετρήσεις έτσι, ήταν απαγορευμένες στη Σοβιετική Ένωση ακόμη και μετά το θάνατο του Στάλιν. Αυτό δε σημαίνει ότι η νέα μέθοδος μέτρησης της κοινής γνώμης δεν ήταν γνωστή στους σοβιετικούς· φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν έρευνες αλλά για λόγους κατασκοπείας24.

Ο Β.Denitch25 συνοψίζει την εξέλιξη της εμπειρικής κοινωνιολογικής έρευνας στις σοσιαλιστικές χώρες ως εξής: “το πρώτο στάδιο, μέχρι τη δεκαετία του ’60, χαρακτηρίζεται από την πολεμική ενάντια στην αστική κοινωνιολογία και τον περιορισμό της έρευνας σε μικροσκοπικές μελέτες· δεύτερο στάδιο, χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη περιγραφικών ερευνών των κοινωνικών προβλημάτων χωρίς πολιτικό χαρακτήρα· στο τρίτο στάδιο παρατηρείται ο πολλαπλασιασμός των ερευνών πάνω σε γενικά κοινωνικά προβλήματα και η διεύρυνση των σχέσεων με τη Δύση· στο τέταρτο στάδιο βρίσκονται ορισμένοι ανατολικοί κοινωνιολόγοι που θεωρούν την κοινωνιολογία αυτόνομη σε σχέση με τις άλλες επιστήμες, όπως το δίκαιο και η φιλοσοφία· τέλος, στο πέμπτο στάδιο, στο οποίο βρίσκεται σήμερα26 η Γιουγκοσλαβία, κυριαρχούν η κριτική θεώρηση της κοινωνίας, οι συγκριτικές μελέτες και οι στενές σχέσεις με τη Δύση.”

 

Ο Γκάλλοπ την περίοδο που εδραιώνεται η φήμη του για τις προβλέψεις του

Ο Γκάλλοπ την περίοδο που εδραιώνεται η φήμη του για τις προβλέψεις του

 

Όχι χωρίς λάθη

Η ανάπτυξη των δημοσκοπήσεων δεν υπήρξε γραμμική27 και ούτε στερήθηκε λαθών ή πολεμίων.

Το Νοέμβριο του 1948 ο Truman, υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος και -μετά το θάνατο του Ρούζβελτ- Πρόεδρος των Η.Π.Α., αντιμετώπιζε το γερουσιαστή Dewey, υποψήφιο του Κόμματος των Ρεπουμπλικάνων28. Τα τρία μεγαλύτερα ινστιτούτα ερευνών κοινής γνώμης (Gallup, Grossly και Roper) ανήγγειλαν τη νίκη του Dewey. Το Life είχε εξώφυλλο με τίτλο “Ο μέλλον Πρόεδρος των ΗΠΑ Tom Dewey”, το Time είχε σίγουρη τη νίκη των Ρεπουμπλικάνων, ενώ οι New York Times έδιναν 345 εκλέκτορες στο Dewey και 105 στον Truman29. Τελικά όμως ο Truman επικράτησε. Το λάθος των προβλέψεων έφτασε το 4.5%.30

Το λάθος αυτό –ακόμη και του ίδιου του Gallup- υπήρξε αιτία για να δεχθούν οι σφυγμομετρήσεις την πρώτη πολεμική στην ιστορία τους. Ο ίδιος ο Truman στις αναμνήσεις του εξέφραζε την απέχθειά του προς αυτές: “Ποτέ δεν έδωσα σημασία στις δημοσκοπήσεις, διότι κατά τη γνώμη μου δεν αντιπροσωπεύουν μια αληθινή τομή της αμερικάνικης κοινής γνώμης. (…)”31

Ωστόσο, η διάδοση των δημοσκοπήσεων συνεχίστηκε· υπολογίζεται πως σήμερα διεξάγονται γκάλοπ σε τουλάχιστον 78 χώρες του κόσμου, ενώ ο αριθμός των οργανισμών που πραγματοποιούν δημοσκοπήσεις ανέρχεται σε 500-600.32 Η μεγαλύτερη βάση αποδελτιωμένων ερωτήσεων κοινής γνώμης στις ΗΠΑ που καλύπτει την περίοδο 1936-1996, περιλαμβάνει σήμερα περισσότερες από 250.000 ερωτήσεις ερευνών για όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Στον Ευρωπαϊκό χώρο, τα αντίστοιχα δεδομένα είναι εξίσου εντυπωσιακά. Στη Γαλλία, με στοιχεία του 1995, οι δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιούνται κατά μέσο όρο κάθε μήνα ανέρχονται σε 9533.

Η μάλλον ‘φυσιολογική’ σύζευξή τους με τα ΜΜΕ υπήρξε καθοριστική, αλλά και χαρακτηριστική για την αλλαγή της φυσιογνωμίας του μέσα από το χρόνο.

 

Ο Γκάλλοπ στο εξώφυλλο του Time το 1948

Ο Γκάλλοπ στο εξώφυλλο του Time το 1948

 

Μεθοδολογικές σημειώσεις

Η πορεία των δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα περνάει μέσα από τον Τύπο. Περισσότερο ίσως από ορισμένες άλλες χώρες, όπου ινστιτούτα κοινωνικών ερευνών -κρατικά ή ιδιωτικά- προώθησαν και συστηματοποίησαν την εξέλιξη των δημοσκοπήσεων,34 στη χώρα μας μαθαίνουμε για τις δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν μόνο από τον Τύπο της εποχής35. Κι εκεί, σε μια προσπάθεια απόδειξης της αντικειμενικότητας της σφυγμομέτρησης ως εργαλείου για τη μέτρηση της κοινής γνώμης, που συνεπάγεται και αντικειμενικότητα του Μέσου που προωθεί αυτή τη μέτρηση, βρίσκουμε αναλυτικές επεξηγήσεις, σημειώματα από τις εταιρίες, ολόκληρες τις ερωτήσεις των συνεντεύξεων.

Κι αν από την άποψη της μεθοδολογίας έχουμε μια-κάποια πληρότητα, σε ό,τι αφορά την παράθεση των στοιχείων και την ανάλυσή τους, έχουμε συχνά ένα κενό. Τα δημοσιεύματα συχνά στερούνται στοιχείων, όταν αυτά, κατά τη γνώμη του αναλυτή-δημοσιογράφου, δεν είναι σημαντικά. Οι πίνακες σπανίζουν. Η περαιτέρω σχηματοποίησή τους είναι μάλλον εξαίρεση. Η στάθμιση λείπει. Σ’ αυτά, αν προσθέσουμε και τις απουσίες στοιχείων για τη διεξαγωγή της έρευνας καθαυτήν –πχ. η ημερομηνία, αν και την υποψιάζεται κανείς, παραλείπεται σε πολλές από αυτές τις έρευνες- έχουμε ένα παζλ που του λείπουν, έστω και περιφερειακά, κομμάτια.

Το μεθοδολογικό ερώτημα που τίθεται σε τέτοιου είδους εργασίες είναι το εξής: τι γράφει κανείς από τις έρευνες που βρίσκει; ποια στοιχεία τους σημειώνει στο κείμενό του για να καταγράψει την εξέλιξή τους στο χρόνο; και η παράθεση των στοιχείων πρέπει να μείνει απαράλλαχτη με τα δημοσιεύματα, ή οφείλει κάπως να σχηματοποιηθεί;

Οι δημοσκοπήσεις που ακολουθούν παρατίθενται με ημερολογιακή σειρά, από τις παλιότερες στις πιο πρόσφατες. Σε κάθε μία από αυτές παρατίθενται τα μεθοδολογικά τους στοιχεία, η ‘ταυτότητα’ –όπως θα λέγαμε σήμερα- της δημοσκόπησης. Οι ερωτήσεις είναι το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει μια έρευνα. Γι’ αυτό, όταν αυτές κρίνονται χαρακτηριστικές ή ιδιότυπες36 καταγράφονται. Οι πίνακες, όπου αυτοί υπάρχουν, παρατίθενται αυτούσιοι. Αλλά και όπου δεν υπάρχουν παρατίθενται, αν η καταγραφή των αποτελεσμάτων της έρευνας χρήζει συστηματοποίησης.37

Συστηματική –χωρίς αξιολογική σημασία- καταγραφή των δημοσιευμένων δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα δεν υπάρχει, και είναι γι’ αυτόν τον λόγο που χρειάζεται σε πρώτη φάση η -όσο το δυνατόν πληρέστερη και σύντομη ταυτόχρονα- καταγραφή τους. Αυτό επιχειρεί η παρούσα εργασία να κάνει. Η περαιτέρω και σίγουρα επιμέρους ανάλυση των δημοσκοπήσεων αυτών, ανήκει σε μια δεύτερη φάση.

 

____________

1 C.E.Robinson, Straw Votes, New York, 1932, Η.Υ.Meynaud & D.Duclos, Les sondages d’ opinion, σελ.13-15, A.Δρυμιώτης-Hλ.Νικολακόπουλος,, Μέθοδοι για την πρόβλεψη των εκλογικών αποτελεσμάτων. Η εμπειρία από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989, Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, τεύχ.3, 11-12/1989-1/1990), σελ.16-29, σελ.27, R.Mannheimer, La stima della scelta di voto nei sondaggi politici: problemi metologici, Quaderni dell’ osservatorio elettorale, vol.21, Luglio 1988, σελ.87-121, St.Rokkan, Citizens, Elections, Parties, Oslo, 1970, σελ.255, Κατζουράκης, όπ.π.

2 Meynaud-Dunclos, όπ.π., σελ.10-12.

3 Πολλές λεπτομέρειες για τους τρόπους των «straw vote» στο Meynaud-Dunclos, ό.π., σελ.10-12.

4  Για μια παρουσίαση και σχετική βιβλιογραφία βλ., J.Stoetzel-A.Girard, Les sondages d’ opinion publique, Paris 1973, σελ.42 κ.ε.

5  Κατζουράκης, όπ.π., σελ.24.

6  Για μια συνοπτική ιστορική προέλευση των δειγματοληπτικών μεθόδων βλ.Κατζουράκης, όπ.π., σελ.24-26.

7  Ήταν και ο πρώτος που διατύπωσε πως η ποσοτική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων επιτρέπει να ελέγξει κανείς τα κοινωνικά γεγονότα και να αποτρέψει ανώφελες επαναστάσεις. Και ήταν μόλις το 1825. Αναφέρεται στο Meunaud-Duclos, όπ.π., σελ. 12 και στο Ηλ.Νικολακόπουλος, Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα: κριτήρια αξιολόγησης και απαιτούμενες θεσμικές ρυθμίσεις, Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, τχ.21-22, 1995, σελ.28-34.

8  Κατζουράκης, όπ.π., σελ.26.

9  Κατζουράκης, όπ.π., σελ.26-27.

10  Meynaud-Duclos, όπ.π., σελ. 11.

11  Meynaud-Duclos, όπ.π., σελ. 11.

12  Βλ. Νικολακόπουλος, Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα. 1946-1964, ΕΚΚΕ, Αθήνα 1988, εισαγωγή, σελ. 27-31 , Meynaud-Duclos, όπ.π., σελ.

13  Βλ. B.R.Berelson, P.F.Lazarsfeld, W.N.McPhee, Voting, The University of Chicago Press, Chicago 1954 και A.Campbell, P.E.Converse, W.E.Miller, D.E.Stokes, The American Voter, The University of Chicago Press, Chicago and London 1960, P.F.Lazarsfeld, B.R.Berelson, H.Gaudet, The People’s Choice, Columbia University Press, N.Y. and London 1968. Βλ. στο Η.Νικολακόπουλος, 1988, όπ.π., σελ.27 και εξής και εν μέρει R.Wildenmann, Η εκλογική έρευνα. Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και ανάλυση εκλογών, Παπαζήση, Αθήνα 1998.

14  Ως επίσημη πρώτη των σφυγμομετρήσεων όπως τις ξέρουμε σήμερα αναφέρεται από όλη τη βιβλιογραφία. Μπορεί κανείς να βρει για το περιστατικό στα Blondiaux, Meynaud-Duclos, Κατζουράκης, Μαυρής, Δρυμιώτης-Νικολακόπουλος, όπ.π.

15  Blondiaux, όπ.π., σελ.172-173, αλλά και Κατζουράκης, σελ.21-23.

16  Δύο σφυγμομετρήσεις που έγιναν ταυτόχρονα παρουσίασαν αποτελέσματα όμοια με εκείνα του Gallup, βλ.Stoetzel, Opinion (Sondages de), Encyclopaedia Universalis, vol.12, Paris, 1980, σελ.113.

17  βλέπε Κατζουράκης, όπ.π., σελ.22-23.

18  Για την ερμηνεία της αποτυχίας του περιοδικού, οι εξηγήσεις είναι εύκολες· η εισαγωγή από το Roosevelt του προγράμματος New Deal, των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, επέφερε δραστικές αλλαγές στις παραδοσιακές βάσεις υποστήριξης του Ρεπουμπλικανικού και του Δημοκρατικού κόμματος. Επρόκειτο για ένα πρόγραμμα ανακούφισης των μη προνομιούχων ύστερα από τη μερική αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος. Γι’ αυτό, οι χαμηλού εισοδήματος ψηφοφόροι ιδίως των αστικών βιομηχανικών περιοχών, ήταν μάλλον πιθανότερο να ψηφίσουν υπέρ του δημοκρατικού υποψηφίου. Το Literary Digest διάλεξε τα δέκα εκατομμύρια πρόσωπα που ρώτησε μέσα από τους συνδρομητές του τηλεφώνου και τους ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων, γεγονός που είχε αποτέλεσμα την υπεραντιπροσώπευση των μελών των ανώτερων τάξεων. Βλ. Κατζουράκης, όπ.π., σελ.30-34.

19  Την ίδια χρονιά, το Υπουργείο Γεωργίας των Η.Π.Α. αναθέτει σε κοινωνιολόγο να ερευνήσει τα προβλήματα της γεωργίας και των γεωργών για καλύτερη κατανόηση τους και τρία χρόνια αργότερα, το ίδιο υπουργείο ιδρύει τμήμα κοινωνικών ερευνών.

20  Ο Christel Peyrefitte περιγράφει αυτές τις πρώτες έρευνες και συγκρίνει τα αποτελέσματά τους με τις κριτικές που εκφράστηκαν από τους βουλευτές Edouard Daladier, Chef de gouvernement, Απρίλιος 1938-Σεπτέμβριος 1939, Presses De la FNSP, 1977. Βλέπε στο Meunaud-Duclos, όπ.π., σελ.13.

21  Αναλυτικά για την ιστορία των δημοσκοπήσεων στη Γαλλία, βλ. Meynaud-Duclos, όπ.π., σελ.12-17 και Blondiaux, όπ.π.

22  Μαυρής, όπ.π., σελ.128-129.

23  Meynaud-Duclos, όπ.π., σελ.34-35.

24  Κατζουράκης, σελ.35. και αναλυτικότερα για την εξέλιξη των σφυγμομετρήσεων στην Ε.Σ.Σ.Δ. και στις άλλες χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ.

25  Βλ.Κατζουράκης, όπ.π., σελ.38-39.

26  Εν έτι 1971.

27  Η έκφραση αυτή ανήκει στους Δρυμιώτη και Νικολακόπουλο, βλ. Δρυμιώτης-Νικολακόπουλος, όπ.π., υποσημείωση 3.

28  Κατζουράκης, όπ.π., σελ. 48 και Ιός της Κυριακής, Ε της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 10/10/93, στα άρθρα: «Το εκλογικό δόγμα Truman, το βρώμικο 1948» και για άλλα λάθη των δημοσκοπήσεων «Rien ne va plus», και άρθρο των D.Boy-J.Chiche, Η ποιότητα των ερευνών πρόθεσης ψήφου: η περίπτωση των δημοτικών εκλογών ’98, στο VPRC, Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα σήμερα, όπ.π., κυρίως σελ.356.

29  Για τη λεπτομερή αυτή αναφορά ο Ιός της Κυριακής, όπ.π.

30  Για το περιστατικό, με ανάλυση των λόγων του σφάλματος, βλ. Κατζουράκης, όπ.π., σελ.56, 98-99.

31  H.Truman, Years of Trial and Hope, Signet, N.Y. 1965.

32  Βλ. Foundation for Information, The Freedom to Publish Opinion Polls, Report on a Worldwide Study, ESOMAR/WAPOR 1997, σελ.17 και Μαυρής, όπ.π., σελ.128.

33  Opinionmetre, no 62, 1996. Για την επέκταση των δημοσκοπήσεων στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη, με στοιχεία πιο σύγχρονα από αυτά της βιβλιογραφίας των υποσημειώσεων 29 και 30, βλ. την έκθεση «The State of the Art of Public Opinion Polling Worldwide, preliminary report», ESOMAR/WAPOR, May 1992.

34  Ήδη μιλήσαμε αρκετά γι’ αυτές τις χώρες στο προηγούμενο κεφάλαιο, αλλά υπενθυμίζουμε για παράδειγμα ότι το 1903, ο Κιάερ ίδρυσε το Διεθνές Ινστιτούτο Στατιστικής, το 1935 ο Gallup το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κοινής Γνώμης, το 1938 στη Γαλλία ο Stoetzel το IFOP.

35  Οι συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν μέχρι στιγμής για την καταγραφή της ιστορίας των δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα ήταν βέβαια πολύ ενδιαφέρουσες και βοηθητικές, όμως δεν παρέθεσαν ακριβή στοιχεία για τις αδημοσίευτες δημοσκοπήσεις. Συνεπώς, οφείλουμε να αρκεστούμε στις δημοσιευμένες στον Τύπο δημοσκοπήσεις.

36  Ίσως ο αναγνώστης της εργασίας καταλάβει ακριβώς τι εννοούμε, αν διαβάσει τα ερωτήματα από τις πρώτες έρευνες, αλλά και από αυτές του Ταχυδρόμου.

37  Για παράδειγμα στις πρώτες έρευνες των Νέων, το 1963. Τα αποτελέσματα παρατίθενται τόσο άναρχα, που θα ήταν αδύνατο να συστηματοποιηθούν όντας σε κείμενο. Γι’ αυτό, προτιμήσαμε να κατασκευάσουμε πίνακες, όσο πιο κοντά θα μπορούσε κανείς στο κείμενο, για να μην αλλοιώσει το χαρακτήρα του δημοσιεύματος και τα αποτελέσματα της έρευνας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top