Fractal

Διήγημα fractal: “Το μπαστούνι του Γκόμεζ ντα Σίλβα Μινέϊρο”

Του Δημήτρη Βαρβαρήγου // *

 

dihghma

 

Η Ρεστίνγκα, απλωνότανε νωχελικά ανάμεσα στους κυματοειδείς κρυστάλλινους λόφους που βγάζουν από τη μία πλευρά στο βουνό Πίκο κι από την άλλη αντικρίζει τον απέραντο Ατλαντικό.

Η πεδιάδα φάνταζε από την ασυμμετρία του ανάγλυφου δάσους που σκαρφάλωνε μέχρι και τις ψηλότερες κορφές του περήφανου μαγικού βουνού και από τις εύρωστες φυτείες ζαχαροκάλαμου φοινικώνων και καφέ.

Ίσα που πρόλαβε η πρώτη μέρα της άνοιξης να πατήσει το κατώφλι στην παραγκούπολη κι όλα έμοιαζαν να παίρνουν χρώμα. Έλαμπε ο ουρανός στο φως του δυνατού ήλιου. Αχνίζανε οι τσίγκοι τη νυχτερινή υγρασία. Παράθυρα άνοιγαν το ένα μετά το άλλο και τραγούδια από κάποιες σκαμπρόζες εργάτριες – νοικοκυρές ανεβασμένες στο καμιόνι για τις φυτείες του καφέ και του ζαχαροκάλαμου δεν έχαναν το κουράγιο τους και τραγουδούσαν ρυθμούς χαρούμενης σάμπας.

Γέροι και γριές ξεμύτιζαν, όπως τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή, να τους χτυπήσει ο ήλιος να ζεστάνουν τα κόκαλα τους και να μιλήσουν, να πουν οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει το μυαλό τους να απασχοληθεί από την ανία.

Οι παράγκες κολλημένες σαν σιαμαίες η μία στα πλευρά και στην πλάτη της άλλης δέσποζαν σαν ατελείωτο πάζλ στο άγουρο ξύπνημα. Στους μικρούς διαδρόμους ανάμεσα τους άρχιζε η κίνηση και η φασαρία από γυναικείες και αντρικές ομιλίες, από φωνές παιδικές γεμάτες κέφι και κλάματα μωρών.

Σε μια τέτοια τσίγκινη παράγκα στην άκρη της παραγκούπολης όπου από κάτω της απλωνόταν τρεις διαφορετικές εικόνες πολιτισμού. Μια αλάνα, στη συνέχεια ένα εύρωστο δάσος και στο βάθος τετραώροφα κτίρια και ουρανοξύστες. Εκεί ζούσε μόνος του ο γέρο παράξενος Γκόμεζ ντα Σίλβα Μινέϊρο.

Ένας γέρος σακάτης που κούτσαινε σαν το ένα του πόδι να ήταν κοντύτερο από το άλλο και σε κάθε βήμα του για να στηριχτεί χτυπούσε το μπαστούνι του δυνατά σαν να έλεγε:

«Είμαι εδώ περνάω από κοντά σας».

Κι όταν τον άκουγαν όλοι σώπαιναν, όχι από φόβο αλλά από σεβασμό. Ήταν αυτός που για χάρη του, όταν ήταν νέος, είχε φτάσει εκεί το ηλεκτρικό και το νερό. Με δικά του χρήματα. Τότε ήταν πλούσιος και ήθελε να προσφέρει κι άλλα στη φτωχογειτονιά του, αλλά δεν πρόλαβε. Η ζωή τον ξεπέρασε, έτρεξε πιο γρήγορα και σαν νέος άμυαλος και άπειρος δεν σεβάστηκε τους κανόνες της.

Αυτός ο παράξενος γέρος που έχει πάψει να δίνει σημασία στους ανθρώπους, ότι κι αν τους συμβαίνει, εδώ και μερικά χρόνια έχει μια περίεργη, μια παράξενη συνήθεια.

Το χειμώνα κλείνεται στην παράγκα του σαν ζωντανός νεκρός. Μήτε μια αχτίδα ήλιου δεν αφήνει να τον δει, ασπρίζει το δέρμα του απ’ το σκοτάδι και την υγρασία. Οι ρυτίδες βαθαίνουν σαν χαρακιές, λες από κάποιον πόνο που δεν σβήνει ούτε για μια στιγμή. Τα λευκά του γένια μακραίνουν και σκληρές καθώς είναι οι τρίχες δείχνουν σαν ψωροφαγωμένη σκούπα.

Πολλές φορές οι γείτονες του αναρωτήθηκαν, αν ζει ή αν τα τίναξε που δεν τον είχαν δει. Κανενός το μάτι δεν τον είχε πετύχει να διαβαίνει, ούτε για τον καμπινέ που βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά από την παράγκα του. Ούτε και κάποιο βράδυ άκουσαν το μπαστούνι του να κροταλίζει στην ησυχία της νύχτας. Κι εκεί που

μαζεύονταν άλλοι γεμάτοι περιέργεια και άλλοι από κάποιο ενδιαφέρον και μιλούσαν για το τι πρέπει να κάνουν, εκείνος που τους παρακολουθούσε κρυφά από τις χαραμάδες της ξύλινης σκεβρωμένης πόρτας, πάντα μα πάντα, καμωνόταν έναν θόρυβο, άφηνε μια μπάλα να σκάει στο πάτωμα και ξερόβηχε μακρόσυρτα σαν να πνιγόταν από φλέματα και μετά να έβριζε τάχα μου κάποιο ποντίκι που πέρασε κάτω από τα πόδια του.

«Που θα μου πας παλιοτόμαρο, κάποτε θα σε σταματήσω, δεν θα σε αφήσω να μου κάνεις άλλη ντρίπλα».

 

Σε λίγες μέρες πλησίαζε η γιορτή του τίμιου Σταυρού, όλοι ετοιμάζονταν για το πανηγύρι που θα στηνόταν δυο μερόνυχτα για να καλωσορίσουν το καλοκαίρι. Μπροστά στο σταυρό κάθε σπιτιού θα χόρευαν οι οικογένειες για να ανοίξουν τον κύκλο των γιορτών του αγίου Ιωάννη.

Όλοι χαίρονταν εκτός του γέρο Γκόμεζ. Αυτόν δεν τον ένοιαζαν οι θρησκευτικές φιέστες. Αυτόν τον ένοιαζε η αλάνα που απλωνόταν μπροστά του. Ζούσε μόνο για τη στιγμή που οι πιτσιρικάδες θα μαζεύονταν να παίξουν μπάλα κι αυτός να τους κοουτσάρει. Είχε αρχίσει να ξεμυτίζει στη στενή υπερυψωμένη βεράντα του και μόνιμα βλοσυρός χάζευε την αλάνα που απλωνόταν σαν λασπωμένο τσούλι στα μάτια του, τίποτα άλλο.

Με έκδηλη ανυπομονησία στα μάτια του ψηλάφιζε κάθε της σημείο για το πότε επιτέλους θα στέγνωναν τα νερά του χειμώνα που εφέτος με τις ασταμάτητες βροχές την είχαν βαλτώσει. Την κοίταζε και τα έβαζε μαζί της λες και είχε μπροστά του έναν άνθρωπο να τον ακούει και να καταλαβαίνει όσα της καταμαρτυρούσε.

«Πάει το ‘χασε, ο γέρο Γκόμεζ», σκέφτονταν όσοι τον έβλεπαν.

Είχε μεγάλη λαχτάρα, ήταν σαν να περίμενε να συμβεί ένα θαύμα που θα του ομόρφαινε τη ζωή, θα εύρισκε πάλι το κέφι του και τη χαμένη αισιοδοξία του. Ένα θαύμα. Ένα ταλέντο. Αυτό έψαχνε να ανακαλύψει, ένα ταλέντο.

Κι έτσι ήταν, το κέφι και η ενεργητικότητα του θέριευαν κάθε απογεύματα που χαλάρωνε η ζέστη και λίγο – λίγο γέμιζε η αλάνα με παιδιά που έπαιζαν μπάλα.

Οι μέρες περνούσαν, ο ήλιος ζέσταινε τα σπλάχνα της γης και η αλάνα σκλήραινε το χώμα της, έτοιμη να την πατήσουν από άκρη σε άκρη.

Είχε φτάσει η γιορτή του αγίου Αντωνίου για να πατιέται επιτέλους.

«Άργησε φέτος να στεγνώσει», μουρμούριζε κι αναθεμάτιζε τις βροχές για πολλοστή φορά.

Οι πρώτες φωνές στην αλάνα ακούστηκαν ανήμερα του Αγίου Αντωνίου και η χαρά του Γκόμεζ δεν περιγραφότανε. Είχε φορέσει την καλή του, μια λευκή καμίσα με κόκκινη κορδέλα στο λαιμό και το πλατύγυρο μαύρο καπέλο του κι έκοβε βόλτες πέρα δώθε στη βεράντα χτυπώντας το μπαστούνι του με μανία και ρυθμό σαν να έδινε σε κάποιους το σύνθημα.

Πράγματι σύνθημα έδινε. Εκείνη την ημέρα θα ξεκινούσαν τα παιχνίδια των γειτονιών. Έπρεπε να προλάβει να φτιάξει, ένα καλό σύνολο, μια καλή ομάδα με όλους τους κανόνες του ποδοσφαίρου μήπως και κάποιο από τα παιδιά που θα προπονούσε να το προωθούσε σε μεσάζοντα ταλέντων και να ‘κανε την τύχη του.

 

Τ’ απόγευμα έβγαλε μια καρέκλα σκηνοθέτη στο βεραντάκι, στην πλάτη της είχε γράψει, COATS. Άπλωσε μια σειρά ποτήρια στο τραπέζι με μια κανάτα δροσερό νερό.

Τα παιδιά που έρχονταν να παίξουν μαζεύονταν πρώτα στον γέρο Γκόμεζ να τον χαιρετίσουν. Η Χαρά του δεν περιγραφότανε, ετούτη η παρέα ήταν η νιρβάνα του. Ρωτούσε σε πια θέση ήθελε να παίξει ο καθένας και τους έδινε οδηγίες στο χαρτί

δείχνοντας τους στη θεωρεία για τον τρόπο παιχνιδιού και τα όρια που πρέπει κινείται ο καθένας. Ανάμεσα τους ήταν κι ένα ψηλό παιδί. Μόλις είχε έρθει με τη μητέρα του και την αδελφή του από τη Μπαϊα στη Ρέστινγκα για να δουλέψουν στη φυτεία καφέ. Ήταν γύρω στα δεκάξι και ήθελε πολύ να παίξει μπάλα.

-Εσύ ποιος είσαι, δε σε θυμάμαι…

-Πρώτη φορά έρχομαι κύριε…

-Coats! Coats, θα με λες.

-Πως σε λένε;

-Χούλιο Καετάνο Βελόζο.

-Τι θέση παίζεις;

-Επίθεση στο κέντρο της αντίπαλης άμυνας

Δεν μίλησε άλλο, τους κοίταξε μέσα στα μάτια και χτύπησε το μπαστούνι του με δύναμη. Όλα τα παιδιά, όσα ήξεραν τους κανόνες του έτρεξαν και πήραν θέση στην αλάνα. Μέχρι να καταλάβει ο Χούλιο και να ακολουθήσει τους άλλους που ξεχύθηκαν με φωνές, έμεινε να κοιτάζει τον Γκόμεζ και κάθε στιγμή που περνούσε φούντωνε μια λάμψη στα μάτια σαν να ανακάλυπτε έναν θησαυρό. Έναν ήρωα μέσα στη μορφή του γέρου.

-Coats, εσύ είσαι ο μεγάλος μπαλαδόρος, Γκόμεζ ντα Σίλβα Μινέϊρο; ρώτησε με δέος.

-Θα σου απαντήσω μόλις δω το παιχνίδι σου. Πήγαινε τώρα, ξεκινάμε.

 

Ο Χούλιο, έπαιξε υπέροχα, έδειξε ότι γνωρίζει το ποδόσφαιρο κι έχει ακόρεστο πάθος μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Κάθε φορά που έπαιρνε την μπάλα στα πόδια του ήταν σαν να χόρευε σάμπα τους αντιπάλους του. Ενώ από μέσα του είχε την αίσθηση ότι έπρεπε σε αυτό τον θρύλο που άφησε στην εποχή του σχολή στο ποδόσφαιρο και τον παρακολουθούσε να αποδείξει πόσο καλή μπάλα ήξερε. Κι αυτό έκανε, τα έδινε όλα, όπως του είχε τονίσει ο πατέρας του πριν πεθάνει:

«Σε κάθε αγώνα να τα δίνεις όλα. Αυτά θέλουν το ποδόσφαιρο και ο έρωτας».

Έβαλε έξι γκολ και δύο από αυτά πέρασε και τον τερματοφύλακα με ένα απλό σπάσιμο της μέσης του. Ενθουσίασε τους συμπαίκτες του που τον αγκάλιαζαν και τον επευφημούσαν. Η σημερινή του απόδοση αρκούσε να τους κάνει όλους φίλους του και να δείχνει από το πρώτο παιχνίδι, πως ήταν ο ηγέτης που χρειάζεται κάθε ομάδα.

Μέρα τη μέρα μαθευότανε το φινετσάτο παιχνίδι του Χούλιο και μαζεύονταν αρκετοί άντρες να παρακολουθούν κάνοντας ευμενή σχόλια για τον μικρό.

Ο Χούλιο ένιωθε να πετάει στα σύννεφα, είχε αναγνωρίσει στον γέρο Γκόμεζ τη μεγάλη μορφή του ποδοσφαίρου κι έπαιζε μπροστά του με περίσσιο πάθος για να τον έκρινε θετικά.

Κάθε φορά που έβαζε γκολ σήκωνε τα μάτια του και κοίταζε τον Γέρο να καταλάβει τις αντιδράσεις του. Μα τίποτα δεν ξεχώριζε πίσω από τα πυκνά γένια ενός ατσάλινου παρουσιαστικού. Αλλά, ο ατσάλινος γέρος μέσα από τα πυκνά γένια του χαμογελούσε με τη σκέψη:

«Αυτό το παιδί είναι μεγάλος παίχτης. Πρέπει να δούμε τώρα πόση διάρκεια έχει το μυαλό του.»

 

Ο Γκόμεζ, κάθε φορά που ήθελε να δώσει οδηγία χτυπούσε το μπαστούνι του και την πρώτη μέρα το χτύπησε πολλές φορές. Σε όλους έδωσε οδηγίες και εξηγήσεις για τον τρόπο που έπαιζε επισημαίνοντας τα λάθη που έκανε, σε όλους ανεξαιρέτως εκτός απ’ τον Χούλιο που δεν του μίλησε καθόλου. Τον άφησε να ξεδιπλώσει το παιχνίδι του ανεμπόδιστος για να ανακαλύψει το ύφος του παιχνιδιού του.

Έδειχνε καλή πάστα ανθρώπου και μόνο στο παιχνίδι έδειχνε αρκετά πεισματάρης αλλά και ατομιστής για ομαδικό άθλημα. Ήταν η φλόγα που έκαιγε και ζωντάνευε το πάθος του για τη νίκη. Φαινότανε στο πρόσωπό του η αποφασιστικότητα και η επιμονή. Ήξερε τη μπάλα, είχε την ικανότητα να την χειρίζεται στα πόδια του δίχως να την κοιτάζει. Ήξερε που και πως την ακουμπούσε, με πόσα φάλτσα και δύναμη χρειαζότανε σε κάθε επαφή μαζί της, σουτ ή πάσα.

Όμως του έλειπε η εμπειρία στο να καταναλώνει σωστά δυνάμεις και τεχνική για να χρησιμοποιεί ωφέλημα την ομαδικότητα.

 

Μετά μιάμιση ώρα ο Γκόμεζ σηκώθηκε όρθιος. Ήξεραν όταν σηκώνεται αγώνας είχε τελειώσει. Μαζεύτηκαν όλοι κοντά του, ήπιαν νερό και γεμάτοι ενθουσιασμό ρωτούσαν πως του φάνηκε η ομάδα σαν σύνολο.

Γέλασε με ένα γέλιο πλούσιο που σπάνια του έβγαινε.

-Μιλάτε για σύνολο; Έχετε ψωμί ακόμα να φάτε. Να κάνετε κάθε μέρα για μία ώρα ασκήσεις γυμναστικής και τρέξιμο στην αμμουδιά να δυναμώσετε. Πηγαίνετε τώρα κι αύριο να σας δω πιο έτοιμους.

Φύγανε όλοι εκτός από τον Χούλιο που έστεκε να τον εξερευνεί με απορία και δέος. Ο γέρο Γκόμεζ με αργό βήμα που προετοίμαζε τις κουβέντες του πήγαινε προς την παράγκα του χτυπώντας επιβλητικά το μπαστούνι του. Στάθηκε για μια στιγμή και με στραμμένη πλάτη, δίχως να κοιτάξει τον Χούλιο του είπε.

-Την ξέρεις τη μπάλα, αλλά είσαι ατομιστής κι αυτό θα σου στοιχίσει, και μπήκε στην Παράγκα του.

 

Ο Χούλιο έμεινε άναυδος, άλλα περίμενε να ακούσει. Λόγια σπουδαία και μπράβο κι άκουγε τα αντίθετα. Στο δρόμο για το σπίτι του σκεφτότανε τα λόγια του Γκόμεζ και δεν μπορούσε να τα δικαιολογήσει. «Και ποιος θα έβαζε γκολ αν έδινε πάσα; Ποιο σιγουριά ένιωθε να τελειώνει μόνος του τις φάσεις. Στο κάτω-κάτω βάζει γκολ και η ομάδα του πάντα κερδίζει και με μεγάλη μάλιστα διαφορά.»

Με τέτοιες αναλύσεις για το παιχνίδι του έφτασε στη δική του παράγκα κι έμεινε άφωνος όταν ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισε τη μάνα του ημίγυμνη να φιλιέται με πάθος με έναν μεγαλόσωμο άντρα.

-Πάλι! ούρλιαξε με οργή κι έφυγε τρέχοντας γεμάτος εκνευρισμό.

Κατέβηκε στη θάλασσα να τον χτυπήσει ο παγερός αγέρας του Ατλαντικού. Κλώτσαγε με μανία ότι έβρισκαν τα πόδια του. Άρχισε να τρέχει κατοστάρια για να ξεσπάσει την παραφορά του αλυχτώντας σαν σκυλί.

«Δεν είναι ζωή αυτή. Δεν την αντέχω.»

Πήγε και ήρθε τρέχοντας την απέραντη ακτή αρκετές φορές μέχρι που τα πόδια και το στήθος του βάρυναν. Ξέπνοος έπεσε στην άμμο κι ανασαίνοντας λαχανιασμένα μονολογούσε δυνατά.

«Πρέπει να φύγω να γλιτώσω. Πρέπει να πετύχω, να κερδίσω χιλιάδες ρεάλια να την πάρω να φύγουμε από τη μιζέρια.»

 

Μεσάνυχτα επέστρεψε στο σπίτι. Η μητέρα του τον περίμενε καθισμένη στο κρεβάτι με τα τσαλακωμένα σεντόνια που μαρτυρούσαν πως είχε προηγηθεί πάλη σωμάτων. Το μαρτυρούσε η ατμόσφαιρα που μύριζε ηδονή. Μια αναγούλα του έπνιξε το λαρύγγι.

Εκείνη κάπνιζε μόνο η καύτρα του τσιγάρου δυνάμωνε σε κάθε ρουφηξιά.

-Να πας να δουλέψεις στη φυτεία, ακούστηκε ψυχρή και παραπαίουσα από το πιοτό η φωνή της.

-Γιατί πίνεις;

-Να φέρεις λεφτά στο σπίτι. Μέχρι πότε θα τα τραβάω όλα μόνη μου; Δυνάμωσε τη φωνή της.

-Εντάξει! Μη φωνάζεις, θα ξυπνήσει η Τερεζίνα.

Ο Χούλιο, εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί κι ας ήταν κομμάτια στην κούραση. Το βαθύ σκοτάδι του έφερνε στ’ αφτιά ψίθυρους ερωτικούς και λόγια πρόστυχα. Λόγια που μάλλον είχαν ειπωθεί προηγούμενα από τη μάνα και τον εραστή της και έμεναν στο χώρο για να τον τρελάνουν.

Την επόμενη που πήγε στην προπόνηση δεν είχε όρεξη μα ούτε και κουράγιο να παίξει. Ο Γκόμεζ κατάλαβε ότι δεν ήταν απλή σωματική κούραση που έκανε τον Χούλιο να σέρνεται. Δεν είχε τη φλόγα της προηγούμενης μέρας. Το πρόσωπό του μαρτυρούσε θλίψη, κάτι βασάνιζε τη ψυχή του.

 

Ο ήλιος πύρωνε τις μέρες κι ο γέρο Γκόμεζ είχε εντείνει την προπόνηση στην ομάδα του. Μέσα σε είκοσι μέρες τα παιδιά παίζανε ένα εξαίρετο ποδόσφαιρο. Αλλά ο Χούλιο έπαψε να έχει ενθουσιασμό και να παίζει τη μπάλα που ήξερε, δεν είχε καλή απόδοση. Φαινόταν στο θλιμμένο του πρόσωπο πως κάποιο πρόβλημα τον απασχολούσε.

Μέρα τη μέρα γινόταν χειρότερος, έμοιαζε σαν αφηρημένος σαν κάτι άλλο να βασάνιζε το μυαλό του. Καμία συγκέντρωση δεν είχε στο παιχνίδι. Ούτε ένα γκολ δεν έβαλε τις επόμενες μέρες, συνεχώς αστοχούσε. Μα, το κυριότερο ήταν που δεν τον ένοιαζε. Ούτε το μπαστούνι του Coats που σηκωνόταν απειλητικό να του δείχνει, δεν τον τρόμαζε.

 

Πλησίαζε η μέρα που θα δίνανε τον πρώτο τους αγώνα κι αν δεν είχε σκόρερ η ομάδα δεν θα κατάφερναν τίποτα. Ο γέρο Γκόμεζ, αποφάσισε να του μιλήσει. Κάθισαν αντικριστά στη βεράντα. Τον κοίταξε στα μάτια κι άρχισε να του μιλάει:

-Ο άνθρωπος, όσο όμορφος, έξυπνος και ταλαντούχος κι αν είναι δεν αξίζει τίποτα αν δεν έχει τον άλλον να τον θαυμάζει. Οι άλλοι είναι ο καθρέφτης μας και μας θαυμάζουν, όταν κάτι που κάνουμε τους ευχαριστεί. Αλλιώς, σε αφήνουνε να αισθάνεσαι μέτριος ή απαρατήρητος. Γιατί δεν παίζεις μπάλα; Μέρες σε βλέπω και δεν σου μιλάω… λέω, θα του περάσει, μα εσύ γίνεσαι χειρότερος θα ξεχάσεις κι αυτά που ξέρεις. Θέλεις να μου μιλήσεις; Έχεις κάτι να μου πεις;

Ο Χούλιο έδειχνε αμηχανία, η ντροπή κοκκίνιζε τα μάγουλά του. Τι να του έλεγε, για τη μάνα του;

-Coats, μη ρωτάς για τα δύσκολα, θέλω να με βοηθήσεις να μπω σε μια ομάδα, πρέπει να βγάλω ρεάλια.

-Είναι κανείς άρρωστος;

Ο Χούλιο έκλεισε το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. Απόγνωση και απογοήτευση τον είχαν κυριεύσει.

-Να κάνω ότι μου ζητάς, να σε πάω σε ομάδα, αλλά πως θα παίξεις. Θέλεις δουλειά το γήπεδο έχει άλλες απαιτήσεις δεν είναι όπως η αλάνα. Αν θες να σε βοηθήσω πρέπει να τα ξέρω όλα για σένα. Όταν θα είσαι έτοιμος μου μιλάς, τόνισε και χτύπησε το μπαστούνι του.

-Εσύ δεν είχες περάσει στεναχώριες;

-Υπάρχει πρόβλημα στο σπίτι;

Ο Χούλιο τον κοίταξε στα μάτια και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

-Συνηθισμένα πράγματα, έχεις την εντύπωση ότι είσαι ο μόνος; Όλες οι οικογένειες έχουν ένοχα μυστικά, η δική σου γιατί να διαφέρει; Όλη η κοινωνία περνάει δράματα… Τους αγαπάς;

-Ο πατέρας μου έχει πεθάνει, η μάνα μου, η δωδεκάχρονη Τερεζίνα, η αδελφή μου κι εγώ είμαστε.

-Γίνεται κάτι που δεν σ’ αρέσει;

-Ο Χούλιο κούνησε πάλι το κεφάλι του καταφατικά.

-Δεν θες να σου φέρονται καλά; Να σ’ αγαπούν, να σου δίνουν ελευθερία να κάνεις αυτά που επιθυμείς και να σε σέβονται;

-Που κολλάει αυτό, Coats;

-Όσο θα μεγαλώνεις να αποδέχεσαι τις συνθήκες που χαράζουν τη ζωή μας. Πρέπει να μάθεις ν’ αντέχεις. Κάνε συνείδηση σου την ελευθερία, τα πρέπει και οι κατά συνθήκη καταστάσεις την στερούν. Χούλιο, οι άλλοι είναι ένα ωραίο άλλοθι, στην πραγματικότητα εχθρός μας είναι ο ίδιος ο εαυτός μας. Αυτόν πρέπει να πολεμήσεις. Δε λέω, θα κάνεις συμβιβασμούς, η ζωή είναι σαν ένας αγώνας ποδοσφαιρικός, γεμάτος αγωνία χαρές, πίκρες, νίκες, ήττες. Όσο είσαι εντάξει όμως με τον εαυτό σου όλοι θα σε θέλουν. Όλοι θα σε λατρεύουν, αν μείνεις αδιάφορος, κανείς δε θα σε θυμάται. Άσε τις επιλογές του καθενός να τις ορίζει μόνος του, να έχει την ευθύνη για τη δική του ζωή. Εσύ κοίτα τη δική σου. Κοίτα μπροστά. Αυτή θα είναι η νίκη σου. Αν τους αγαπάς άφησε τους να έχουν ελεύθερη βούληση. Αγαπώ σημαίνει, αφήνω τον άλλο ελεύθερο. Τον αγαπώ όπως είναι, με γενναιοδωρία όχι με κτητικότατα. Σέβομαι τα θέλω του. Κατάλαβες; ρώτησε ο Γκόμεζ και χτύπησε το μπαστούνι του με σθένος.

Ο Χούλιο δεν είχε ξανακούσει τέτοιες συμβουλές. Αυτός ο γέρος κατεύναζε τα νεύρα του, είχε τον τρόπο του. Τα μάτια του φωτίστηκαν από αισιοδοξία.

-Οκέυ, coats.

Ο Γκόμεζ βολεύτηκε στην καρέκλα του, κοίταξε για λίγο προς τον ωκεανό και άρχισε να μιλάει αργά αναπολώντας τα νιάτα του.

-Είχα την ηλικία σου όταν πήγα στη Σάο Πάολο. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά μου. Έκλαιγα, είχα καταφέρει να ξεφύγω από την αλάνα, από τη μιζέρια. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν να χόρευε “Σάλσα”. Προσευχόμουνα στον Κύριο για τη μοίρα που μου είχε επιφυλάξει και τον παρακαλούσα κάθε μέρα να συνεχίσει να βρίσκεται πλάι μου.

»Έφυγα κρυφά από τους γονείς μου, δεν πίστευαν σε μένα, προτιμούσαν να δουλεύω μαζί τους. Ο πατέρας μου είχε ένα μικρό παγοποιείο, σιχαίνομαι τον πάγο. Του έκλεψα λίγα χρήματα για να μπορέσω να φύγω, ίσα – ίσα τα εισιτήρια, μη φανταστείς.

»Ήξερα πως θα πετύχαινα και θα του τα επέστρεφα με το πάρα πάνω και θα με συγχωρούσε. Όμως δεν πρόλαβα, ένα μήνα μετά πέθανε. Η μάνα μου ακόμη μου λέει, πως πέθανε από τον καημό του για μένα. Με θεωρούσε κλέφτη. Φόρτωσαν τη ψυχή μου με τις δικές τους ελλείψεις

»Δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει, να μου ανοίξει μια πόρτα. Μόνος μου, ξαφνικά από ένα χωριό σε μια μεγάλη πόλη, δεν ήξερα κανέναν και τι ήταν σωστό να κάνω για να πλησιάσω τον προπονητή και να του ζητήσω να με δοκιμάσει για ένα τέταρτο; Μόνο για ένα τέταρτο, σε μια προπόνηση.

»Άρχισα να πηγαίνω κάθε μέρα στο γήπεδο, να παρακολουθώ την προπόνηση και να μαθαίνω μυστικά της ομάδας και ανθρώπους. Τα λιγοστά ρεάλ, ρέστα από τα εισιτήρια είχαν τελειώσει. Κοιμόμουνα σε μια πλατεία, αν εύρισκα έτρωγα αλλιώς την έβγαζα νηστικός.

»Εγώ όμως ακλόνητος κάθε μέρα στο γήπεδο. Λίγο-λίγο αρχίσανε να με γνωρίζουνε και μια μέρα, για καλή μου τύχη, είχε πέσει επιδημία, κάτι είχανε φάει που τους πείραξε και απουσιάζανε αρκετοί παίχτες. Για να συμπληρώσουνε ζήτησα να παίξω στο εσωτερικό διπλό. Πόσο χτυπούσε η καρδιά μου, σκεφτόμουνα ότι δεν θα είχα άλλη ευκαιρία να αποδείξω στον πατέρα μου, αλλά και σε μένα τον ίδιο ότι αξίζω αληθινά και ότι δεν είμαι κλέφτης.

»Φόρεσα μια κόκκινη σαλιάρα κι επιτέλους παπούτσια ποδοσφαιρικά, με τάπες, καινούρια. Κάπως ένιωθα τα πόδια μου, κάπως σαν μουδιασμένα, μάλλον θα ήτανε μικρότερο νούμερο. Άλλωστε δεν είχα ξαναφορέσει και δεν ήξερα, δεν τα είχα συνηθίσει. Έτρεξα πάνω κάτω για ζέσταμα ώσπου να ετοιμαστούνε όλοι και κάπως συνήθισα το βάρος τους.

»Και μπήκα στον αγωνιστικό χώρο και είπα, “μην τρομάζεις, παίξε όπως στην αλάνα… τους έχεις όλους, μόνο απόδειξέ το”.

»Και βέβαια το απόδειξα. Έκανα τα τρελά μου, με άνεση τους περνούσα όλους με τις ντρίπλες μου. Μέχρι που ένας με κλάδεψε από πίσω για να με σταματήσει όταν τον πέρασα. Φαίνεται φοβήθηκε μήπως ο προπονητής του κάνει παρατηρήσεις που τον έκανα χωνί. Ίσως ντράπηκε να του συμβεί αυτό από ένα χαμίνι που το δοκιμάζανε. »Ωστόσο, από την επόμενη μέρα εντάχθηκα στην ομάδα και μετά ένα μήνα έπαιξα σε επίσημο αγώνα και θέλεις η τύχη, θέλεις και η τεχνική μου, έβαλα το μοναδικό γκολ. Από εκείνη τη στιγμή ήμουνα ο ήρωας της ομάδας, υπέγραψα συμβόλαιο. Μου νοικιάσανε διαμέρισμα να μένω. Κάθε βδομάδα που έπαιζα έκλεβα την παράσταση, γινόμουνα γνωστός στους φιλάθλους. Μια εταιρία μου έκανε δώρο ένα αυτοκίνητο και με δείχνανε στις διαφημίσεις τους.

»Στην πρενς κόφερανς αστράφτανε τα φλας βροχή. Ο πρόεδρος ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας εξηγούσε στους δημοσιογράφους με αρκετή ικανοποίηση την απόκτηση μου. Μετά μου έδωσε την ιστορική φανέλα με το νούμερο 10, αυτή που θα φορέσεις κι εσύ σαν έρθει η ώρα.

»Ο λόγος του ήταν αρκετά σοβαρός. “Σου δίνω αυτή τη φανέλα”, μου είπε, “που έχει τιμηθεί απ’ όσους τη φόρεσαν και είμαι σίγουρος και σου εύχομαι να τους ξεπεράσεις”. »Μετά οι δημοσιογράφοι αρχίσανε τις ερωτήσεις. Δεν με αφήσανε σε χλωρό κλαρί. Άσε που ντρεπόμουνα, ξαφνικά από τις αλάνες και τις παραλίες της Ρέστινγκα που έπαιζα να βρεθώ στη μεγάλη Santos. Αλλά δεν ντρεπόμουνα μόνο αυτούς όσο δυο μάτια που με κοιτάζανε κι όσο κι αν προσπαθούσα να τα αποφύγω τα ένιωθα να είναι επάνω μου καρφωμένα.

Ο γέρο Γκόμεζ αναστέναξε, χτύπησε το μπαστούνι στο πόδι της καρέκλας του και συνέχισε.

-Ήταν τα μάτια μιας όμορφης κοπέλας που μου χαμογελούσε και με χειροκροτούσε με μια αποδοχή μεγάλη κάθε φορά που η ματιά μου έπεφτε επάνω της. Στον καταιγισμό των ερωτήσεων για να ξεφύγω τις λεπτομέρειες τους είπα:

Μου αρέσει να νικάω! Ότι έχω να πω θα το πω στο γήπεδο”.

»Ενθουσιάστηκε ο πρόεδρος και η κοπέλα που μετά έμαθα πως ήταν κόρη του, με χειροκροτούσε ασταμάτητα.

»Στον αγωνιστικό χώρο όλα πήγαιναν καλά γιατί είχα πάθος και όρεξη και σε κάθε αγώνα γινόμουνα καλύτερος που έδενα με το σύνολο. Αλλά στάθηκα τυχερός και στα αποδυτήρια, οι παλαιότεροι με αποδεχτήκανε χωρίς ίντριγκες και ζήλιες.

»Όμως έξω από το γήπεδο δεν μπορούσα να διαχειριστώ τη ζωή μου. Νέος βλέπεις, ξαφνικά βρέθηκα να κρατάω στο ένα χέρι τη δόξα και στο άλλο το χρήμα. Δεν ήξερα τίποτα από τη ζωή και γεμάτος περιέργεια να την γνωρίσω παρασυρόμουνα από τους φιρμάτους αλαζόνες που μου λέγανε, “πάμε για διασκέδαση και γυναίκες” κι εγώ τους ακολουθούσα.

»Το μεγαλύτερο λάθος όμως το έκανα μετά από λίγο καιρό που ήμουνα πλέον ένας καταξιωμένος παίκτης. Μοίραζα αυτόγραφα, είχα γυναίκες, χρήμα πακτωλός και νόμιζα ότι είχα κατακτήσει όλο τον κόσμο. Φερόμουνα κι εγώ αλαζονικά, δεν υπολόγιζα τίποτα και βέβαια από τα ξενύχτια και τις γυναίκες άρχισε κάπως η

απόδοσή μου να πέφτει. Ο προπονητής μου είχε τρελαθεί και μου έλεγε: “Σταμάτα θα σε πάρει η κατηφόρα, είσαι καλή πάστα, μην αλλάξεις, μην γίνεσαι κάτι που δεν είσαι”. »Που να βάλω μυαλό εγώ. Ευτυχώς, τότε είχα στείλει κάτι εκατομμύρια ρεάλια και βάλανε ηλεκτρικό ρεύμα και σωλήνες νερού στην παραγκούπολη.

-Από σένα Coats γίνανε αυτά εδώ;

-Ναι από μένα κι άλλα θα έκανα αν είχα μυαλό.

-Πρέπει να αισθάνεσαι πολύ περήφανος.

-Αυτό που πρέπει εσύ να φροντίσεις, να μην το χάσεις, όταν θα γίνεις φίρμα.

-Θα γίνω, Coats, το πιστεύεις;

-Είναι σίγουρο, αρκεί να ακολουθήσεις τις οδηγίες μου.

-Και μετά τι έγινε;

-Μετά ο όλεθρος. Ότι καλό μου είχε δώσει η μοίρα το έπαιρνε πίσω Ένα βράδυ συνάντησα τη Λουτσία, την κόρη του προέδρου, μαζί με φίλες της σ’ ένα μπαρ. Δεν ήξερα τότε ότι ήταν βαλτή για να με αποτραβήξει από τα ξενύχτια. Κορταριζόμαστε έντονα. Πίναμε συνέχεια, χορεύαμε, μιλούσαμε, γελάγαμε, αγγιζόμαστε. Περασμένα μεσάνυχτα ζαλισμένοι και γοητευμένοι φύγαμε. Με πήγε σ’ ένα διαμέρισμα, κάναμε έρωτα σαν τρελοί.

»Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η πτώση στο σύντομο πέρασμα μου στο ποδόσφαιρο. Ερωτευτήκαμε. Ήταν κάτι που κι εκείνη δεν περίμενε ότι θα της τύχαινε κάτι τέτοιο. Ξεκίνησε η γνωριμία μας για ένα σκοπό και κατέληξε σε άλλον, σε ποιο δύσκολο.

»Αυτή η ιστορία με χίλια ζόρια κρατήθηκε μυστική για έξι μήνες περίπου, μέχρι που μια φωτογραφία μας σε αθλητική εφημερίδα μας έδειχνε να φιλιόμαστε. Ο πατέρας της με απόκλεισε από την ομάδα και απείλησε μέχρι και τη ζωή μου αν δεν έφευγα από την πόλη.

»Εμείς τίποτα, συναντιόμαστε κρυφά. Η απουσία μου έδειχνε να αποσυντονίζει το δέσιμο της ομάδας και οι αγώνες χάνονταν ο ένας πίσω από τον άλλο. Οι φίλαθλοι άρχιζαν να αντιδρούν και να τα σπάνε. Να απαιτούν από τον πρόεδρο την επιστροφή μου. Και επέστρεψα με την υπόσχεση να μην αναζητήσω τη Λουτσία την οποία είχε φυγαδεύσει στο Ρίο να μανατζάρει μια επιχείρηση τους.

»Όμως συναντηθήκαμε και στην πρώτη κιόλας φορά δυο μπράβοι του προέδρου με τσακίσανε στο ξύλο. Μου σπάσανε τα πόδια για να μην μπορώ να ξαναπαίξω, όπως και δεν ξανάπαιξα. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, με χρεώσανε με χρήματα που δεν είχα πάρει κι απαιτούσανε να επιστρέψω.

-Και τι έκανες;

-Δε με βλέπεις. Ένας γέρος σακάτης που θυμάται τα περασμένα.

-Η Λουτσία;

-Ευτυχώς αυτή κρυφά πλήρωσε το ποσό, αλλιώς θα με είχανε καθαρίσει.

-Η σχέση σας;

-Ένα βράδυ που είχε πιει κι επέστρεφε στο σπίτι της ανατράπηκε το αυτοκίνητο της και…

Ο Γκόμεζ αναστέναξε, κοίταξε σιωπηλός τον ορίζοντα που απλωνόταν ο Ατλαντικός.

-Την θυμάσαι;

-Λοιπόν, αν θέλεις να γίνεις αστέρι να αποφύγεις τούτες τις ανοησίες και τα σφάλματα που έκανα εγώ. Γι αυτό στα είπα, να ξέρεις ότι σε υπολογίζω για μεγάλη ομάδα. Είσαι σπουδαίος παίχτης, έχεις έμφυτο ταλέντο. Δεν πρέπει να πας χαμένος. »Μεσολαβεί το Σάββατο ξεκουράσου, κοιμήσου αρκετά. Την Κυριακή δίνουμε έναν σοβαρό αγώνα, όχι τόσο για την αντίπαλο ομάδα, αλλά γιατί έχω καλέσει μάνατζερ, ένα παλιόφιλο από τη Santos, να σε δει.

Το μπαστούνι του γέρο Γκόμεζ χτύπησε με απαίτηση τις σανίδες της βεράντας.

-Κατάλαβες;

Ο Χούλιο, τινάχτηκε επάνω από το απρόσμενο γεγονός που άκουσε και το μόνο που μπόρεσε να προφέρει ήταν.

-Coats.

 

Όταν γύρισε σπίτι η μάνα του τον περίμενε μέσα στον εκνευρισμό.

-Γιατί δεν πήγες στη φυτεία;

-Ετοιμάζομαι για τον αγώνα.

-Να μην πατήσεις το πόδι σου εδώ αν δεν πας να δουλέψεις.

-Μα αυτοί οι αγώνες είναι η ευκαιρία της ζωής μου.

-Που, στην αλάνα; τον ρωτάει ειρωνικά.

-Είμαι σίγουρος ότι θα πετύχω και θα έχουμε όσα χρήματα θέλουμε και θα πάρουμε κανονικό σπίτι στην πόλη, να ζήσουμε επιτέλους σαν άνθρωποι. Πίστεψε με. Μαμά μια φορά μόνο, πίστεψε με.

-Μια φορά πίστεψα και τον πατέρα σου και πήγε και σκοτώθηκε και τώρα τα τραβάω μόνη μου.

-Δώσε μου μια ευκαιρία; Σε παρακαλώ, το ποδόσφαιρο είναι το όνειρό μου.

-Έλα, μαμά, άστον, παρακάλεσε και η Τερεζίνα.

-Ναι, εσύ και η μισή Βραζιλία το ίδιο όνειρο έχετε.

-Ο Coats, πιστεύει σε μένα. Μου λέει ότι είμαι ταλέντο κι αν ακολουθήσω τις συμβουλές του τα όνειρά μου θα γίνουνε αληθινά.

-Ποιος είναι αυτός που σου φουσκώνει τα μυαλά; Πώς να κυνηγήσεις την αλήθεια μέσα από τα όνειρα; Να πας στη φυτεία αύριο, αν θέλεις να μείνεις εδώ.

 

Την ώρα που η νύχτα είχε βαθύνει κι από μακριά κατά διαστήματα ακουγόταν κάποιο αλύχτισμα σκύλου ή κάποια ριπή αγεριού που χτύπαγε τα ρούχα επάνω στους τσίγκους που ήταν και οι συνηθισμένοι ήχοι της κάθε νύχτας στην παραγκούπολη, ο Χούλιο εκείνη την ώρα ψαχούλευε στα σκοτάδια τα πράγματα του.

Έριξε σε μια τσάντα τα παπούτσια του, δυο σορτς, ένα σώβρακο και μια φανέλα. Ανασήκωσε την πόρτα να μην τρίξει ο σκουριασμένος μεντεσές και χάθηκε στο σκοτάδι.

«Θα γυρίσω, θα γυρίσω δικαιωμένος. Θα σε κάνω να με πιστέψεις», ψέλλιζε σε κάθε βήμα.

Βήματα που τον οδηγούσαν στη βεράντα του Γέρο Γκόμεζ. Δεν είχε που αλλού να πάει. Κουλουριάστηκε σε μια γωνία μαζί με έναν σκύλο και τον πήρε ο ύπνος.

Πριν φέξει ο Γκόμεζ, βγήκε στη βεράντα. Είδε τον Χούλιο και κατάλαβε ότι είχε φύγει από το σπίτι του. Ήταν καλό που ήθελε να παλέψει για να κερδίσει τη ζωή του, αλλά δεν ήταν εξ’ ίσου καλό να μην έχει καλή σχέση με την οικογένεια του. Με δυσκολία, αλλά δίχως να χτυπήσει το μπαστούνι του και τον ξυπνήσει χάθηκε μέσα στα στενά δαιδαλώδη δρομάκια της παραγκούπολης.

Δεν ήξερε πια ακριβώς παράγκα ήταν του Χούλιο, μα ρώτησε και τη βρήκε. Περίμενε πάνω από μια ώρα μέχρι να εμφανιστεί κάποιος ώσπου έτριξε η πόρτα και φάνηκε μια όμορφη γυναίκα που μόλις τον είδε τον κοίταξε με λάγνο ύφος και με κέφι τον ρώτησε;

-Αντέχεις ακόμη γέρο;

Ο γέρο Γκόμεζ επέστρεψε στη βεράντα του χτυπώντας δυνατά, με ευχαρίστηση το μπαστούνι του. Δύσκολη συναλλαγή αλλά κατάφερε στο τέλος να αγοράσει τον Χούλιο από τη μάνα του για τρεις αγώνες και συμφώνησαν, όχι μόνο να μην το μάθει αυτό ο γιος της, αλλά να έρθει και να παρακολουθήσει τους αγώνες.

 

Οι δυο αγώνες τελείωσαν με νίκη αλλά όχι με σκόρερ τον Χούλιο. Δεν είχε παίξει καλά, δεν είχε πάθος και φαντασία στο παιχνίδι του. Λίγες στιγμές που κατάφερε να παίξει η τύχη έδειξε να του γύρισε την πλάτη και η μπάλα χτύπησε στο δοκάρι.

Δύο φορές σαν να του αρνιόταν.

«Όχι τώρα, μη με αφήνεις τώρα που σ’ έχω ανάγκη», έλεγε κάνοντας με βιαστικές κινήσεις το σταυρό του ενώ ταυτόχρονα είχε το νου του να κοιτάζει τις κερκίδες να ξεχωρίσει τη μητέρα του που δεν είχε κρατήσει την υπόσχεσή της να βρίσκεται στους αγώνες.

Ο Γκόμεζ, προσπάθησε με τα λόγια να τον ξυπνήσει.

-Ήρθαν άνθρωποι απ’ τη Sao Paolo και τη Santos και ήσουνα ανύπαρκτος. Με ρεζίλεψες. Με κορόιδευαν και στοιχημάτισα την παράγκα μου για σένα. Κανόνισε να με αφήσεις στο δρόμο, με τις ανοησίες σου. Ξύπνα και παίξε το παιχνίδι της Κυριακής θα είναι καθοριστικό για όλη σου τη ζωή. Η Θα γίνεις φίρμα και θα ξεφύγεις ή θα παραμείνεις ένα χαμίνι που θα τρέχει από αλάνα σε αλάνα και στο τέλος θα καταλήξεις ένας ρεμάλι που θα πίνει για να ξεχάσει τη ζωή του.

Ο Χούλιο δεχόταν σιωπηλός τα λόγια του μέντορά του. Έσφιγγε τις παλάμες του κι ορκιζότανε να τον δικαιώσει. Το ίδιο βράδυ έφτασε μέχρι την παράγκα του, άκουσε τη μητέρα του να μιλάει και την αδελφή του να γελάει.

Πόσο ήθελε να ζήσει πάλι στιγμές ευτυχισμένες μαζί τους.

Έφυγε δίχως να εμφανιστεί. Κατέβηκε στην παραλία, έδεσε γύρω από τα πόδια του βάρη κι άρχισε να τρέχει κατά μήκος με ένα σταθερό ρυθμό και έλεγε για να πείσει τον εαυτό του. “Μπορώ να τα καταφέρω. Μπορώ!”.

 

Η Κυριακή είχε φτάσει. Ο ήλιος είχε πυρώσει για τα καλά τη μέρα. Το κοκκινόχωμα στέγνωνε αμέσως μετά το πότισμα που του έκανε το φορτηγό. Το μικρό γήπεδο στο αστικό κέντρο της Ρέστινγκα ήταν ασφυκτικά γεμάτο.

Οι δυο ομάδες, η Brazilero και η Sao Antonio η ομάδα της Ρεστίνγκα, κάθε χρόνο ήταν αντίπαλες και είχαν προηγούμενο από το παρελθόν κι έτσι ο φανατισμός ήταν μεγάλος.

Όποια ομάδα από τις δύο έχανε θα αποκλειόταν από το τουρνουά. Και συνήθως εκτός από μια φορά πάντα αποκλειόταν η ομάδα του Γκόμεζ ντα Σίλβα Μινέϊρο. Γι αυτό είχε επενδύσει επάνω στον Χούλιο, αν αυτός ο μικρός μπαλαδόρος έπαιζε τη μπάλα που ήξερε θα είχαν τη νίκη στο τσεπάκι τους.

Οι τελευταίες οδηγίες που έδωσε στ’ αποδυτήρια ο Γκόμεζ ήταν πολύ απλές και πολύτιμες για τη ψυχραιμία τους.

-Να μην δώσετε σημασία στον εκνευρισμό που θα θελήσουν να σας μεταδώσουν οι αντίπαλοι. Μπείτε δίχως φόβο στο γήπεδο, γλεντήστε το όπως το ζείτε στην αλάνα. Παίξτε αυτό που ξέρετε και δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Ακόμη και η ήττα θα είναι όμορφη αν έχεις πρώτα παλέψει για να νικήσεις.

Βγαίνοντας από τη στενή φυσούνα ο αντίπαλος που βρισκότανε δίπλα στον Χούλιο γύρισε τον κοίταξε μια στα πόδια και μια στα μάτια λέγοντας του.

-Τα έχει ασφαλισμένα τα ξυλοπόδαρά σου, και ξέσπασε στα γέλια

Τα νεύρα του Χούλιο τεντώθηκαν, για μια στιγμή σκέφτηκε να τον φτύσει, αλλά θυμήθηκε τα λόγια του Γκομέζ, μη δώσετε σημασία στα λόγια τους κι εκνευριστείτε. Χαμογέλασε και του είπε.

-Ετοιμάσου να κάνεις εμετό με τις ντρίπλες μου.

Μόλις εμφανίστηκαν οι ομάδες στον αγωνιστικό χώρο οι φίλαθλοι φώναζαν ρυθμικά συνθήματα. Για κάποια στιγμή του φάνηκε πως φώναζαν Χούλιο-Χούλιο, μα ήταν της φαντασίας του όπως στα όνειρά του. Αντί για το όνομά του ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν.

Ο Γκόμεζ του έκανε νόημα να πάει κοντά του.

-Σε βλέπουνε μάτια από δυο μεγάλες ομάδες. Ξύπνα και παίξε. Έχω στοιχηματίσει την παράγκα μου για σένα.

Του ρίχνει μια με την παλάμη του στην πλάτη για εμψύχωση.

-Κάνε ασκήσεις και τρέξιμο για ζέσταμα, όπως οι άλλοι.

Κούνησε το κεφάλι του και μπήκε πάλι στον αγωνιστικό χώρο.

Ένας συμπαίκτης του τον αγκάλιασε με τον βραχίονα του από τους ώμους και του ψιθύρισε.

-Είσαι να τα μαγκώσουμε;

Ο Χούλιο τον κοίταξε με απορία μέχρι να καταλάβει.

-Από τριακόσια ρεάλ ο καθένας μας να έχουμε μειωμένη απόδοση.

Ο Χούλιο του έπιασε το χέρι και το τίναξε από πάνω του λέγοντας του.

-Μη μου ξαναμιλήσεις, δεν θέλω ούτε να σε ξέρω και μην τολμήσεις να μην παίξεις μπάλα θα σε καρφώσω.

-Είσαι ηλίθιος, και τα λεφτά θα παίρναμε και θα νικούσαμε.

-Μη τολμήσεις, του είπε άγρια κι άρχισε κινήσεις να ζεστάνει τους μύες του ενώ τσαντισμένος δεν τον άφηνε από τα μάτια του έχοντας μια όρεξη να τον χτυπήσει.

 

Το κέρμα ήταν κορώνα, η Brazilero διάλεξαν να έχουν ευνοϊκά τον άνεμο. Η Sao Antonio, η ομάδα της Ρεστίνγκα, θα έκανε σέντρα.

Το σφύριγμα ακούστηκε δυνατό, σαν να πέρασε μέσα από το στήθος του Χούλιο που έδωσε την πρώτη πάσα κι ο αγώνας ξεκίνησε. Η μπάλα επέστρεψε στα πόδια του, την κολτρονάρισε μερικά βήματα για να τραβήξει αντιπάλους επάνω του και να ελευθερώσει τα εξτρέμ, μα εκείνος ο αντίπαλος στη φυσούνα που τον είχε ειρωνευτεί έπεσε στα πόδια του με δυνατό τακλιν.

Ο Χούλιο έπεσε κάτω κρατώντας το πόδι του και σφαδάζοντας στους πόνους. Η κερκίδα χούγιαξε σε βρισιές και φωνές. Το τύμπανο, οι κορνέτες και οι ροκάνες δυνάμωσαν την ένταση τους.

Ο διαιτητής έκανε παρατήρηση στον παίχτη ενώ συμπαίχτες του Χούλιο τον κύκλωσαν και ζητούσαν να δείξει κόκκινη κάρτα.

Ο Γκόμεζ χτύπησε το μπαστούνι του ενώ κοίταζε με κομμένη ανάσα τον Χούλιο. Κι όταν εκείνος σηκώθηκε κοίταξε αυθόρμητα στον ουρανό σαν να έλεγε, “ευχαριστώ”.

Ο αγώνας συνεχίστηκε, οι Brazilero, έδειχναν να έχουν πιο δεμένο σύνολο. Οι μπαλιές τους κοντινές, κοφτές γρήγορες και πολλές έκαναν τον αντίπαλο να μην προλαβαίνει να οργανωθεί. Τους το είχε επισημάνει αυτό ο Γκόμεζ, αλλά ήταν διαφορετική η θεωρεία από την πράξη. Και ξαφνικά εκεί που άλλαζαν μπαλιές κι έδειχνε το παιχνίδι αργό και μονότονο έκαναν προωθημένη μπαλιά σε φουνταριστό παίχτη και η επίθεση τους ήταν σκέτη φωτιά.

Πολλές φορές έγινε αυτό και πιο πολύ από την αριστερή πλευρά που ήταν ένας κοντός και ταχύτατος παίχτης που οι φίλαθλοι τον φώναζαν Liebre – Liebre {Λαγός – Λαγός}και δεν προλάβαιναν οι μπακ της Sao Antonio να τον ανακόψουν.

Στάθηκαν πολλές φορές τυχεροί κι αυτό χάρη στον τερματοφύλακα που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ο μοναδικός παίχτης του Γκόμεζ που κρατούσε την ομάδα του όρθια και δεν είχαν δεχτεί γκολ, αλλά προς το τέλος του ημιχρόνου από μια στημένη φάση τριάντα μέτρα έξω από την περιοχή χτυπιέται φάουλ, η μπάλα χτυπάει στην πλάτη του Χούλιο που βρισκόταν στο τείχος, αλλάζει πορεία και καταλήγει στα δίχτυα.

Όλα τα περίμενε ο Χούλιο αλλά όχι κι αυτό, να μπει γκολ στην ομάδα του από σπόντα στο σώμα του. Καλύτερα να τον πλάκωνε ο ουρανός.

 

Ο Γκόμεζ κάθε τόσο σφύριζε και με το μπαστούνι του έδειχνε στους παίχτες του να μην κλείνονται πίσω, να κρατήσουν το κέντρο και να ανέβουν στην αντίπαλη άμυνα, να την πιέσουν. Μα κανείς δεν μπορούσε να ακολουθήσει τις οδηγίες του. Δεν υπήρχε ένας ηγέτης μέσα στην ομάδα που θα την έπαιρνε στους ώμους του.

Κάτι προσπάθησε να κάνει ο Χούλιο αλλά δεν του βγήκε. Καλά πληροφορημένοι για το παιχνίδι του οι αντίπαλοι, αλλά και με την ανοχή του διαιτητή δεν τον άφηναν όρθιο μόλις έπιανε τη μπάλα στα πόδια του.

Ωρυόταν και χτυπούσε με οργή ο Γκόμεζ το μπαστούνι του κριτικάροντας το αντικανονικό μαρκάρισμα. Κι εκεί που η ομάδα του αμυνόταν όπως – όπως, ανοργάνωτα και φοβισμένα, δέχτηκαν και δεύτερο γκολ.

Μια φορά μόνο στα σαράντα πέντε λεπτά έφτασαν στην αντίπαλη άμυνα κι ένα χλιαρό σουτ πέρασε πάνω από τα δοκάρια του τερματοφύλακα που ούτε καν σήκωσε από αντανακλαστικά τα χέρια του.

Το σφύριγμα του ημιχρόνου ήταν λύτρωση για τους παίχτες της Sao Antonio, που τους είχε βγει η γλώσσα να αμύνονται. Μόνο να αμύνονται από τα σφυροκοπήματα των αντιπάλων τους που τους πέταγαν βρισιές και ειρωνικά σχόλια σε κάθε τετ α τετ μαρκάρισμα.

Ο Χούλιο κάθισε στον πάγκο. Πήρε ένα μπουκάλι νερό να πιει κοιτάζοντας στις κερκίδες μήπως και δει την μητέρα και την αδελφή του. Τη λύτρωση θα ήταν γι αυτόν να τις έβλεπε εκεί να του χαμογελάνε και να τον παροτρύνουν να παίξει. Μα τι τον είχε πιάσει και τις αναζητούσε; Απορούσε και ο ίδιος χωρίς να μπορεί να εξηγήσει.

Ο Γέρο Γκόμεζ, έφτασε μπροστά του, χτύπησε το μπαστούνι στο κουτσό πόδι του και είπε.

-Τι έχεις πάθει; Γιατί δεν παίζεις μπάλα;

Ο Χούλιο τον κοίταξε και του απάντησε.

-Δεν ήρθε. Καμιά τους δεν ήρθε.

-Το γήπεδο δεν είναι αλάνα. Εδώ υπάρχουν κανόνες. Πρέπει να έχεις σεβασμό στον φίλαθλο που πληρώνει για να σε δει. Πρέπει να ιδρώσει, να ματώσει η φανέλα σου αλλιώς πας χαμένος κι εγώ δεν βγάζω μετριότητες. Είπα θα σου βρω μεγάλη ομάδα… αλλά παίξε, μη με εκθέτεις άλλο. Μη με κάνεις να χάσω το στοίχημα.

Ο Γέρο Γκόμεζ, κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά σαν με απόγνωση και στράφηκε στους υπόλοιπους, σήκωσε το μπαστούνι του να σωπάσουν για να δώσει οδηγίες.

 

Την στιγμή που ακούστηκε το σφύριγμα κι άρχιζε το δεύτερο ημίχρονο ο Γκόμεζ με βιαστικό βήμα έφευγε από το γήπεδο. Όταν το αντιλήφθηκαν οι παίχτες του μια ανησυχία τους έκανε να χάσουν την αυτοσυγκέντρωση τους που νόμισαν πως τους παράτησε και η ψυχολογία τους έπεσε κατακόρυφα.

Με χίλια ζόρια κράτησαν το σκορ να μην πάρει διαστάσεις τραγικές, όταν στα μέσα του αγώνα είδαν τον Γκόμεζ να κάθεται στον πάγκο φέρνοντας μαζί του δυο γυναίκες.

Όταν ο Χούλιο είδε την μητέρα και την αδελφή του ένα βάρος που τον κρατούσε δέσμιο ένιωσε να τον ελευθερώνει. Τα πόδια του ελάφρυναν. Αναθάρρεψε και φώναξε στους συμπαίκτες του να ξυπνήσουν και να παίξουν μπάλα.

-Το χρωστάμε στον Coats και στον κόσμο μας.

Από ένα αράουτ στη μέση της σέντρας πήρε τη μπάλα κι άρχισε να κατεβαίνει κάθετα προσπερνώντας όποιον έβρισκε μπροστά του. Τι περίεργο σαν να είχε φτερά στα πόδια του. Τι ελευθερία ήταν ετούτη που ένιωθε στη ψυχή του. Τώρα δεν του

κοβότανε η ανάσα και ο ιδρώτας δεν του έτσουζε τα μάτια. Οι φίλαθλοι είχαν ξεσηκωθεί στις κερκίδες κι έστησαν χορό.

Έφτασε έξω από την μεγάλη περιοχή και ξέφυγε από ένα αντίπαλο που ερχότανε με πρόθεση να τον κόψει ακόμη και με φαουλ. Έμπαινε σφήνα στην άμυνα, βρισκόταν πια μέσα από τη γραμμή της μεγάλης περιοχής και όλοι φοβούνταν να τον μαρκάρουν για να μην διακινδυνεύσουν ένα πέναλτι, όταν ένα πόδι απλώθηκε πίσω του και τον έριξε κάτω.

Το σφύριγμα του διαιτητή δεν χωρούσε αμφισβήτηση.

Πέναλτι.

Έντεκα μέτρα χώριζαν τον Χούλιο από το πρώτο του γκολ σε επίσημο αγώνα, με φανατικούς οπαδούς που παραληρούσαν.

Έστησε μόνος τη μπάλα στη λευκή βούλα. Πήρε μόλις δύο μέτρα απόσταση από την μπάλα και κλώτσησε. Ο τερματοφύλακας με υπερπροσπάθεια τινάχτηκε αριστερά να κλείσει τον χώρο, η μπάλα όμως πέρασε από δεξιά του.

Ο Χούλιο έτρεξε στον πάγκο αγκάλιασε τον Γκόμεζ που τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες φωνάζοντας.

-Το ‘ξερα, το ‘ξερα ότι είσαι μεγάλος παίχτης.

-Αυτό το γκολ στο αφιερώνω Coats. Σου ανήκει, όπως σου ανήκει και η νίκη του αγώνα και η παράγκα σου. Τώρα θα κερδίσουμε.

 

Όσες στιγμές βρισκόταν στην αγκαλιά του γέρου και του μιλούσε κοίταζε τη μάνα και την αδελφή του που χαρούμενες χειροκροτούσαν και του έστελναν φιλιά.

Τώρα είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Όλη η ομάδα είχε αναθαρρέψει και ήταν όλοι τους έτοιμοι να ανατρέψουν το σκορ. Ακόμη κι ο πουλημένος της ομάδας έπαιξε κι ας ήξερε ότι το βράδυ θα έτρωγε χοντρό ξύλο από τους άντρες που είχε αθετήσει τη συμφωνία του μαζί τους.

Πριν προλάβουν να καταλάβουν οι brazileros τον ενθουσιασμό των αντιπάλων τους με τρεις βαθιές μπαλιές και μια κεφαλιά στο κεφάλι του ψηλού χαφ της ομάδας του Γκόμεζ και η ισοπαλία ήταν γεγονός.

Στο επόμενο διάστημα το παιχνίδι ήταν ρώσικη ρουλέτα. Πότε η μία ομάδα και πότε η άλλη απεύφεγαν το τρίτο γκολ. Με ανάμικτα συναισθήματα άγχους και απογοήτευσης ήταν πλημμυρισμένος ο Χούλιο που προσπαθούσε να τα δώσει όλα για να καταφέρει να κερδίσει η ομάδα του.

 

Πέντε λεπτά απέμεναν μέχρι να λήξει ο αγώνας ισόπαλος και σε μια διεκδίκηση της μπάλας τρώει μια αγκωνιά και σκίζεται το φρύδι του. Δεν δέχτηκε να το ράψουνε για να μην χάσει χρόνο έξω από το γήπεδο. Τα δευτερόλεπτα τρέχανε σαν τρελά όπως το αίμα στους κροτάφους του. Του τύλιξαν πρόχειρα με επίδεσμο το κεφάλι και συνέχισε το παιχνίδι.

Το ρολόι έδειχνε τρία λεπτά μέχρι να λήξει ο αγώνας.

Με λύσσα έκλεψε τη μπάλα από έναν αντίπαλό του, την πέταξε μπροστά και με ταχύτητα έφτασε από τη δεξιά πλευρά κοντά στο κόρνερ. Δίνει πάσα στον διπλανό του και περνάει μπροστά από τον αντίπαλό του κλείνοντας προς το κέντρο της τέρματος ζητώντας την μπάλα για να παίζουν το ένα δύο.

Και πράγματι, του έρχεται η μπάλα στο δεξί πόδι, την πατάει, τη σταματάει σαν να σταματούσε εκείνη τη στιγμή το χρόνο. Απόλυτη σιωπή απλώθηκε στο κεφάλι του, τίποτα δεν ακουγόταν παρά μόνο ένιωθε κάτω από τις σκάρες των παπουτσιών του την επαφή με την μπάλα.

Την σπρώχνει και την περνάει κάτω από τα πόδια του κεντρικού αμυντικού που μη έχοντας τι άλλο να κάνει τον τραβάει από τη φανέλα δίχως να καταφέρει να τον ανακόψει.

Μόνος του τώρα ο Χούλιο με τον τερματοφύλακα, κάνει ένα πλασέ και τον αδειάζει στέλνοντας την μπάλα με έντεχνο τρόπο στα δίχτυα.

Ο χρόνος άρχισε πάλι να μετράει. Οι φωνές και η επευφημίες γέμισαν το χώρο και το κεφάλι του Χούλιο που έμοιαζε σαν να είχε ξυπνήσει από γλυκό όνειρο.

Το σφύριγμα του διαιτητή κατοχύρωνε το γκολ και τη λήξη του αγώνα.

Ο Γκόμεζ από τη χαρά του πέταξε το μπαστούνι του και έτρεξε μέσα στον αγωνιστικό χώρο σαν να είχε και τα δυο πόδια του. Οι παίχτες του τον σήκωσαν στα χέρια μέσα σε γέλια και χαρές. Οι φίλαθλοι με μια φωνή επευφημούσαν το νέο αστέρι που ανέτειλε: “Χούλιο-Χούλιο”.

 

Η Ρέστινγκα εκείνο το βράδυ ξενύχτησε στο γλέντι και στη σάμπα. Μέχρι και ο γέρο Γκόμεζ χόρεψε με τη μητέρα του Χούλιο αφήνοντας για πρώτη φορά μετά το θάνατο της Λουτσίας τον εαυτό του ελεύθερο.

Την επόμενη βδομάδα ο Χούλιο έκανε προπόνηση με τη Sao Paolo κι ένα μήνα αργότερα μπήκε στην δεκαεξάδα της ως αναπληρωματικός.

Τώρα δεν ζούσε πια στην παραγκούπολη αλλά σε κανονικό διαμέρισμα στη πόλη.

Το όνειρό του είχε πάρει σάρκα και οστά χάρη στο μπαστούνι του Γκόμεζ ντα Σίλβα Μινέϊρο.

 

 

 

 

* Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος γεννήθηκε στην Αθήνα. αποφοιτά από αγγλική σχολή λογοτεχνίας «awarded by the writing school» και γράφει σήριαλ για την τηλεόραση, θέατρο και λογοτεχνία. Το βιβλίο «Υπατία» παρουσιάστηκε στην κεντρική αίθουσα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο το 2007, γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Agora» και θεατρικό έργο από την θεατρική ομάδα «Ανάδρασις».Έχει εκδώσει συνολικά 18 μυθιστορήματα ενηλίκων, 7 παιδικά βιβλία και οκτώ θεατρικά έργα. Το βιβλίο «Λιπεσάνορες, τα χρόνια του φιδιού», εκδόσεις «Μπατσιούλας – Momentum». Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, είναι: Πολιτιστικός εκπρόσωπος της Unesco λόγου, τεχνών κι επιστημών για την Πετρούπολη. Μέλος των «Ιστορικών συγγραφέων». Στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού «Ρωγμές». Συντάκτης της εφημερίδας «Μορφωτικός της Πετρούπολης». Μέλος στο Διεθνές Πολιτιστικό Φόρουμ «Ανάδρασις». Οργανωτής Λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής στους Δήμους Πετρούπολης, Αμοργού, Πάρου, Αταλάντης, Στον Μορφωτικό Όμιλο Πετρούπολης, στους εκδοτικούς οίκους Άγκυρα και Έναστρον.

www.dvarvarigos.gr | http://dimitrisbarbarigos.blogspot.gr/

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top