Fractal

Για τον Γιάννη Ξανθούλη

Γράφει ο Δημήτρης Τσολάκης // *

 

78817

 

Ο εθισμός ξεκίνησε ήδη με την πρώτη χρήση, ή μάλλον με την πρώτη επαφή καλύτερα. Ο τίτλος «Το πεθαμένο λικέρ» και μία εύλογη απορία που δημιουργείται ευθύς και μεγαλώνει σαν συννεφάκι πάνω απ’το κεφάλι μου: Γιατί πεθαμένο; Ποιος το σκότωσε; Προχωρώντας αντιλαμβάνομαι ότι ο φόνος δεν είναι παρά ηθικός. Οι απορίες μου λύνονται. Η Ραλλού σκοτώνει τα αδέρφια της και τα αδέρφια της τη Ραλλού. Στο τέλος όλοι πεθαίνουν και δεν πεθαίνει κανένας. Ο θάνατος, είπαμε, είναι ψυχολογικός.

Η μαγεία αναζωπυρώνεται με «Το ροζ που δεν ξέχασα». Εκεί μαθαίνω για το παιδί του έρωτα, υιοθετώ για λίγο αυτή την ιδιότητα, μυρίζω κάμπους από εσπεριδοειδή που φυτρώνουν στο μυαλό ενός ταξιτζή- που τυγχάνει να είναι και ο πρωταγωνιστής- σφραγίζοντας τα μάτια μου, μην τύχει και μπεί ο καπνός από τα τσιγάρα της μικρής Μαλίνας. Η Μαλίνα, πάλι, εξακολουθεί να καπνίζει ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη πεντάχρονη ζωή της, την άδικη, τη στερημένη, την πολλά και την καθόλου.

Περιμένω να ξημερώσει. Ξημερώνει. Ντύνομαι και φτάνω στο πιο κοντινό βιβλιοπωλείο. Ο,τι έχετε από Ξανθούλη, όλα, τους λέω. Μου δίνουν δυο- τρία. Φτάνουν για σήμερα. Χαμογελάω, πληρώνω, φεύγω.

Διαβάζω, «Ο Τούρκος στον κήπο», «…Υστερα ήρθαν οι μέλισσες», « Η Δευτερα των αθώων», «Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα», «Του φιδιού το γάλα». Σελίδες επί σελίδων. Λέξεις διαυγείς, βιταμινούχες, κλίμα καταθλιπτικό, με αέρα νοσταλγίας. Νοτισμένο με λίγο καλοκαίρι από εκείνα τα παλιά καλοκαίρια στο χωριό. Γλυσίνες, αγιοκλήματα, φόνοι, φαντάσματα, άνθρωποι, υπεράνθρωποι και ντομάτες, πολλές μυρωδάτες ντομάτες.

Πλέον η αναζήτηση μου γίνεται πιο επίμονη, αλλά και πιο συγκεκριμένη. Αποδίδει όμως. Φτάνουν στα χέρια μου « Η οικογένεια μπες-βγες», «Ο θείος Τάκης», «Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας», «Ο σόουμαν δεν θα ‘ρθει απόψε», «Το τανγκό των Χριστουγέννων», «Το μενού των φαντασμάτων», «Το τρένο με τις φράουλες», «Η εκδίκηση της Σιλάνας», «Ο μεγάλος θανατικός», «Χρήστος Κοντοχρήστος».

ae2Ήρωες που τους μισείς και τους λατρεύεις. Άνθρωποι διόλου συνηθισμένοι. Τραγικοί, καταραμένοι, άδειοι και άλλοι πλασμένοι για να γίνουν φίλοι σου. Άγνωστοι κι όμως τόσο γνώριμοι, σαν να πέρασαν απ’ τη ζωή σου φευγαλέα, σαν να άφησαν μια γεύση που τη ξανασυναντάς στα βιβλία πια και λες ότι δεν μπορεί κάπου την έχεις ξαναζήσει. Έρχομαι σε επαφή με τον Γιάννη, τον λατρεύω και επί χάρτου, με ευχαριστεί πολύ. Με αφήνει για λίγες μέρες δύο εκατοστά πάνω από το έδαφος. «Η δεσποινίς Πελαγία» και «Ο γιος του δάσκαλου». Απογειώνομαι. Πετάω πάνω από τα Χριστούγεννα, χωρίς σαφή χρονολογία. Μυρίζω πλαστικό από μία βιοτεχνία με χριστουγεννιάτικες φιγούρες. Προσγειώνομαι για να θαυμάσω τα σχέδια από τα πουκάμισα φιδιών πάνω στους τάφους από ένα νεκροταφείο και παρατηρώ έναν που κρατάει ένα βιβλίο μια γνώριμης συγγραφέως, αλλά και που δεν είναι καθόλου γνώριμη. Το βιβλίο γράφει για τον αυτόχειρα γιο ενός δάσκαλου και για τη ζωή του άλλου γιου.

Έχω φτάσει πια σε σημείο, όπου κανείς και τίποτα δεν μπορεί να μου αφαιρέσει τις γλυκόπικρες τοξίνες που κυλούν στο αίμα μου από την ανάγνωση των απάντων του Γιάννη Ξανθούλη. Ο γιατρός λέει να τις αφήσω, αφού δεν με βλάπτουν καλά κάθονται εκεί που κάθονται (στο αίμα μου δηλαδή). Το καρέ ολοκληρώνεται με την «Κωνσταντινούπολη, των ασεβών μου φόβων». Ένα οδοιπορικό, που σε γραπώνει από τα μαλλιά και σε εναποθέτει στα σοκάκια αυτής της κοσμοπολίτικης πόλης.

Με το πέρασμα των χρόνων, τα ξαναδιαβάζω κατά καιρούς. Μερικά και όλα. Ξανά και ξανά, όταν είμαι καλά και όταν δεν είμαι, αξιόπιστη παρηγοριά ή ως τονωτική ένεση στην ήδη ευκατάστατη ψυχολογική μου διαύγεια. Παρατηρώ πως και τα βιβλία μεγαλώνουν όπως οι άνθρωποι. Τα στοίβαξα σε μία ευάερη, ευήλια και εξέχουσα θέση στη βιβλιοθήκη. Βγάζουν φύλλα, άνθη, ανθρώπους, μυρωδιές, πόλεις, έρωτες, μοναξιές, νοσταλγία, πόνο, αναλγησία, λύτρωση και σπαραγμό. Αναλογικά με το πώς θα τα διαβάσεις και πού θα σε βρουν αυτά αργότερα, ως μνήμες πια. Κάποια στιγμή θα βάλω και μια μεγάλη ετικέτα κάτω από το ράφι. Μια ετικέτα, όπου με περίτεχνα φωσφορούχα γράμματα θα αναγράφεται «Ο χάρτινος Γιάννης της καρδιάς μας».

Της καρδιάς μου, και τον ευχαριστώ.

 

* Ο Δημήτρης Τσολάκης  γεννήθηκε στην Έδεσσα τον Μάρτιο του ’95. Διαβάζει- αν όχι από την κοιλιά της μάνας του- τότε σίγουρα από κούνια. Σπουδάζει στην φιλοσοφική σχολή Ιωαννίνων, λίγη ιστορία και λίγη αρχαιολογία για να μην βαριέται. Γράφει μέρα- νύχτα με μεγάλη μανία ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, προσπαθώντας -μεταξύ άλλων-να προσδιορίσει από πού κατεβαίνει αυτό το κάτι. Έχει ένα όνειρο, όταν μεγαλώσει να γίνει άνθρωπος και όταν πεθάνει να παραμείνει ζωντανός.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top