Fractal

Δημήτρης Στεφανάκης: «Είμαστε παιδιά της λογοτεχνίας»

Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο //

 

Αν αρχίσει να βρέχει βιβλία; Αν γίνει πράξη το δυστοπικό μέλλον του Φαρενάιτ 451; Αν τίποτα ακραίο δεν συμβεί κι όλα κυλήσουν ομαλά, θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε; Και αν, ναι, ποιοι; Και για ποιο λόγο; Ωσαύτως, ο αριθμός των δημιουργών θα αυξηθεί, θα μειωθεί ή θα μείνει αναλλοίωτος; Τι υπάρχει πίσω από την τυπωμένη σελίδα και γιατί θέλουμε –κάποιοι- να την ξεκοκαλίζουμε με ζέση;

«Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή». Αν είσαι ζηλωτής το ξέρεις, το αντιλαμβάνεσαι. Αλλιώς, η κατάφαση της πρότασης ακούγεται περισσότερο ως αξίωμα. Η αλλαγή προϋποθέτει τον αδάμαστο δέκτη που δεν σταματάει να διαβάζει και να αναμετράται με το γραπτό κείμενο• οι άλλοι, έτσι και αλλιώς, θα προσπεράσουν τη «θέση». Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης θέτει εξαρχής το πεδίο και στη συνέχεια μέσω μικρών, ευσύνοπτων παραδειγμάτων γράφει για τον βαθύ και καίριο τρόπο που η λογοτεχνία καταφέρνει να εισχωρήσει στον πυρήνα της βιωτής ενός εκάστου και να της αλλάξει συντεταγμένες και κατεύθυνση. Έστω, να την νοηματοδοτήσει μέσα από ένα πλήθος αναφορών, ηρώων, δράσεων και μύθων. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε εξηγεί τους λόγους που κάνουν τη λογοτεχνία οργανικό κομμάτι της ανθρώπινης περίπτωσης.

 

stef2

 

Γιατί γράφουμε; Ισχύει αυτό που έλεγε ο Αργύρης Χιόνης «ό,τι περιγράφω με περιγράφει»;

Ισχύει μάλλον αυτό που έλεγε ο Γκομπρόβιτς: «Νομίζουμε ότι δημιουργούμε∙ πλάνη! Στην πραγματικότητα αναβαπτιζόμαστε από το δημιούργημά μας». Θέλω να πω ότι συχνά ή σχεδόν πάντα γυρεύουμε να εξελιχθούμε οι ίδιοι μέσα από τα γραπτά μας.

 

Κατ’ αντιστοιχία, γιατί διαβάζουμε; Αν είναι μια καταδηλωτική ανθρώπινη ενέργεια, τότε πώς ζουν κάποιοι δίχως να έχουν διαβάσει έστω ένα βιβλίο;

Διαβάζουμε για να γυμνάσουμε τη δική μας σκέψη. Αν δεν το κάνουμε αυτό, δεν ξέρω πόση σημασία έχει πραγματικά η ανάγνωση. Υπάρχουν άνθρωποι που επιτυγχάνουν το ίδιο αποτέλεσμα με άλλους τρόπους. Γι αυτό και δεν χρειάζεται να διαβάσουν κανένα βιβλίο.

 

Τι είναι ένα μυθιστόρημα; Το ύφος; Οι χαρακτήρες; Η πλοκή;

Πρωτίστως είναι χαρακτήρες. Σκεφθείτε τι θα ήταν ο Ξένος χωρίς τον Μερσό ή το Μηδέν και το άπειρο  χωρίς τον Ρουμπάσοφ. Κατά δεύτερον είναι ιδέες. Χωρίς μια γενναία δόση φιλοσοφίας δεν υφίσταται μυθιστόρημα. Αυτό μας διδάσκουν τα μεγάλα βιβλία.  Στον εικοστό αιώνα το ύφος απέκτησε, και συνεχίζει να έχει, κεφαλαιώδη σημασία. Απολύτως κατανοητό, αφού η πεζογραφία αναζωογονήθηκε με το αίμα της ποιητικής γλώσσας. Οι κορυφαίοι σύγχρονοι συγγραφείς αναγνωρίζουν ως  προγόνους τους περισσότερο τον Γκόγκολ, τον Φλομπέρ ή τον Κάφκα από ό,τι τον Μπαλζάκ και τον Ντοστογιέφσκι.

 

Το βιβλίο σας είναι ένα εγκώμιο του μυθιστορήματος έναντι άλλων λογοτεχνικών ειδών. Μάλλον θα σας αντικρούσουν πλείστοι όσοι διηγηματογράφοι (Έλληνες και ξένοι).

Έχετε δίκιο.  Στην Νεοελληνική λογοτεχνία άλλωστε οι διηγηματογράφοι είναι αυτοί που μεγαλουργούν. Διαθέτουμε, πάντοτε διαθέταμε, εξαιρετικούς τεχνίτες στη μικρή φόρμα από τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη μέχρι τους σημερινούς νέους διηγηματογράφους οι οποίοι αποδεικνύονται έτοιμοι να πάνε την πεζογραφία μας λίγο πιο μακριά. 

 

Επίσης, είναι φανερή η αναγνωστική πρόσδεσή σας στα «κλασικά» βιβλία. Να επιστρέψουμε στις πηγές, λοιπόν;

Όχι απαραίτητα. Ένας λογοτέχνης οφείλει να γνωρίζει τι γράφεται στην εποχή του. Θα συμφωνήσετε όμως ότι δεν υπήρξε μεγάλος ποιητής ή πεζογράφος στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό που δεν είχε μια στέρεα γνώση του τι προηγήθηκε.

 

Γίνεται ελάχιστη μνεία σε ελληνικά μυθιστορήματα; Υπάρχει εξήγηση;

Ευκαιρία, λοιπόν, να αναφερθώ εδώ σε έλληνες μυθιστοριογράφους που αγαπώ, αρχίζοντας από τον Ροΐδη, τον Καραγάτση, τον Τσίρκα, μνημονεύοντας τον Αλεξάνδρου για το αριστουργηματικό του «Κιβώτιο» και εποδοκιμάζοντας τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του Καζαντζάκη…

 

Είμαστε καταναλωτές της λογοτεχνίας ή θεράποντες;

Είμαστε παιδιά της, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

 

Η μετανεωτερική κοινωνία διαστέλλει τους όρους «προσωπικότητα», «εγώ», «κοινωνική οντότητα». Η λογοτεχνία, μια κατεξοχήν δράση ανθρώπων, μπορεί να αντισταθεί;

Ασφαλώς! Η λογοτεχνία αντιστέκεται σε κάθε εποχή, γιατί δημιουργεί μια δική της επικαιρότητα μέσα από την οποία προσπαθεί να «διορθώσει» τον κόσμο της πραγματικότητας.

 

Η λογοτεχνία οφείλει να «σχολιάζει» τα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα ή έχει άλλους χρόνους δράσης και ανάλυσης;

Σημασία έχει πάντα ο τρόπος  με τον οποίο σχολιάζει κανείς την εποχή του.  Σας θυμίζω τα αντανακλαστικά του Ντοστογιέφσκι στο μυθιστόρημά του Δαιμονισμένοι. Με αφορμή τη δολοφονία του φοιτητή Ιβάνοφ κατόπιν εντολής του Νετσάγιεφ έφτιαξε ένα αριστούργημα. Αν μπορεί κανείς να ανδραγαθήσει με τόσο μικρό χρονικό ορίζοντα, πιστέψτε με, δεν θα είχα καμία μα καμία αντίρρηση.

 

Τα ροζ φληναφήματα που καμώνονται ότι είναι οργανικό κομμάτι της λογοτεχνίας κάνουν κακό; Αλλάζουν την αισθητική μας απόδοση;

Ό,τι  δεν με αφορά, δεν υπάρχει ή αλλιώς δεν κινδυνεύω από ό,τι δεν με αφορά.

 

Συμβαίνει πολλές φορές –κυρίως στους βιβλιοφάγους- να μπερδεύουν βιβλία, ήρωες, να χάνουν εντέλει το ξάφνιασμα του «ερασιτέχνη» αναγνώστη. Υπάρχει αντίδοτο σε αυτή την ασθένεια;

Χρειάζεται ίσως να ιεραρχήσει κανείς τις λογοτεχνικές του αγάπες.  Οι αναγνώσεις  είναι μικροί και μεγάλοι έρωτες. Ο καθένας μας ξέρει, ή πρέπει να ξέρει, σε ποια βιβλία θα δοθεί με πάθος και  ποια θα προσπεράσει αδιάφορος.

 

Υπάρχουν συγγραφείς που επαίρονται ότι δεν έχουν διαβάσει πολλά βιβλία (συνήθως λένε «λίγα και καλά») ή ό,τι δεν τους αφορούν (φερ’ ειπείν) οι ξένοι συγγραφείς. Τι μπορούμε να πούμε γι’ αυτούς τους δημιουργούς;

Να επαναλάβω εδώ πως σήμερα κανείς δεν γίνεται μεγάλος συγγραφέας από τύχη.  Χρειάζεται μια βαθιά, καθολική γνώση της λογοτεχνικής παράδοσης.  Αν παρομοιάζαμε τον λογοτέχνη, ποιητή ή πεζογράφο, με αυτοκίνητο, θεωρείστε πως το διάβασμα είναι η βενζίνη.

 

Το λέτε κι εσείς, δεν έχουν γραφτεί τα πάντα. Ωστόσο, μπορούν να διαβαστούν τόσα πολλά βιβλία; Στην Ελλάδα εκδίδονται περισσότερα βιβλία από όσοι είναι οι αναγνώστες.

Είναι πράγματι πολύ σοβαρό αυτό το ζήτημα που θίγετε.  Δεν συμμερίζομαι την αγρονομική αντίληψη ορισμένων για τη λογοτεχνία και δεν περιμένω από τη σοδιά κάθε χρονιάς πληθώρα αριστουργημάτων.  Χρειάζεται φειδώ και περίσκεψη στις αναγνωστικές μας επιλογές.  Ο χρόνος μας δεν είναι απεριόριστος.

 

Συναφές με το προηγούμενο ερώτημα: μήπως η πλησμονή εκδοτικής δραστηριότητας ακυρώνει κάποια πραγματικά καλά βιβλία που χάνονται στο σωρό;

Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως είναι δυνατόν να χαθεί ένα καλό βιβλίο. Σίγουρα ο εκδοτικός πληθωρισμός «σκεπάζει» συχνά μια σημαντική στιγμή της λογοτεχνίας αλλά αυτό συμβαίνει προσωρινά. Ευτυχώς, θα υπάρχουν πάντα οι μεγάλοι αναγνώστες που απονέμουν την λογοτεχνική δικαιοσύνη.

 

Αν η λογοτεχνία αλλάζει τη ζωή μας, η ζωή μας αλλάζει τη λογοτεχνία;

Σαφέστατα! Η ζωή είναι ένα πολύ ισχυρό φίλτρο για να αφήνει αδιάφορους τους δημιουργούς. Νομίζω μάλιστα ότι η κάθε εποχή υπαγορεύει στη λογοτεχνία την κατεύθυνση που θα πάρει.

 

stef1

 

Τόσες λέσχες ανάγνωσης, μαθήματα δημιουργικής γραφής, κείμενα επί κειμένων στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα; Υπάρχουν πολλοί που γράφουν ή θέλουν να γράψουν. Γιατί δεν υπάρχουν τόσοι που θέλουν να διαβάσουν;

Ιδού μια απορία που συμμερίζομαι απόλυτα! Γι αυτό και στα δικά μου εργαστήρια προσπαθώ να προάγω κυρίως την τέχνη της ανάγνωσης. Υποθέτω και άλλοι ομότεχνοι κάνουν ή θα κάνουν στο μέλλον, το ίδιο πράγμα.

 

Η τεχνολογία μπορεί να γίνει ο «δολοφόνος» της τυπωμένης σελίδας και της ανάγνωσης;

Μου φαίνεται απίθανο. Η λογοτεχνία είναι ακριβό άρωμα και δεν απευθύνεται στους πολλούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι αιχμαλωτίζονται σήμερα σαν τα έντομα στον ιστό της τεχνολογίας. Δεν νοιάζονται για τη λογοτεχνία αλλά και η λογοτεχνία δεν  νοιάζεται για αυτούς.

 

Υπάρχει κάποια «χρησιμοθηρική» διάσταση στην ανάγνωση ή το κάνουμε για την αισθητική του πράγματος;

Θα έλεγα ότι υπάρχει μια «χρησιμοθηρική» διάσταση στην ίδια την αισθητική.  Γιατί πιστεύουμε αλήθεια ότι η αισθητική είναι πολυτέλεια;  Χωρίς αυτήν είναι δύσκολο να ορίσουμε τι σημαίνει ομορφιά, ελευθερία, δικαιοσύνη και ελπίδα σε αυτό τον κόσμο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top