Fractal

Ο κόσμος φτιάχτηκε για να χωρέσει σε ένα βιβλίο, ίσως και να έχει δίκιο, τελικά, ο Μαλαρμέ.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

stefanakis2

 

Θα μπορούσε κανείς να το πει και «το βιβλίο των βιβλίων». Ένα δοκίμιο που διαβάζεται σαν λογοτεχνία ειλικρινής και απολαυστική. Το γραφείο και η κουζίνα, το υποσυνείδητο και η κρυφή βιβλιοθήκη του συγγραφέα που πια μας χαρίζεται και γίνεται φανερή. Τον Δημήτρη Στεφανάκη τον ξέρουμε από τις «Μέρες Αλεξανδρείας», το «Φιλμ Νουάρ», τα μυθιστορήματα «Άρια, Ο κόσμος απ’ την αρχή», «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» και «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι». Από τις μεταφράσεις τους, πράγμα και όχι τόσο αυτονόητο και σύνηθες για την ελληνική αγορά. Τον γνωρίζουμε, επίσης, και για τις βραβεύσεις του. Βραβείο Καβάφη, Ιππότης τιμών και γραμμάτων του γαλλικού κράτους, τον ξέρουμε ακόμα και από τις μεταφράσεις του, Μπέλλοου, Φόρστερ, Μπρόντσκι, Μπαλζάκ… Και φυσικά θα συγκινεί πάντα το ότι δεν στάθηκε ποτέ στην χρυσελεφάντινο συγγραφικό πύργο του, αλλά με την ιδιότητα του αναγνώστη, όχι του βιβλιοφάγου που κάπου ενέχει την κατανάλωση μέσα της και τρομάζει, αλλά του συστηματικού και ουσιαστικού αναγνώστη αναμετρήθηκε και συνεχίζει να αναμετράται με τα μεγάλα κείμενα, με τους σημαντικούς συγγραφείς. Και δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό. Την ώρα που οι περισσότεροι συγγραφείς μιλούν για την τέχνη ή την τεχνική της γραφής, ο Δημήτρης μιλά για την Μεγάλη Τέχνη της Ανάγνωσης. Για τον τρόπο του να ξεκλειδώνει κανείς τα μεγάλα κείμενα, για τον τρόπο να πλησιάζει κανείς τους μεγάλους συγγραφείς και την μεγάλη αφήγηση.

 

«Πώς η Λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή» του Δημήτρη Στεφανάκη, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 157

«Έχω κλείσει πια σαράντα αναγνωστικά χρόνια, συνηγορώντας στην αδιανόητη σύμβαση να διαβάζω φανταστικές ιστορίες που τις εκλαμβάνω ως μέρος της πραγματικότητας» γράφει ο συγγραφέας στο κεφάλαιο «Όσοι έπαιξαν με τη φαντασία μας» και επιμένει σε ήρωες, ηρωίδες και σκηνές:

«Η σκηνή του Αλιόσα Καραμάζοφ και τα παιδιά του που πετροβολούνται, τα μεγαλειώδη πάρτι του Γκάτσμπυ στην Αμερική του μεσοπολέμου, το αδιανόητο δράμα του Γκρέγκορ Σάμσα, η συνάντηση του Λέβιν με την Άννα Καρένινα, κι οι ερωτοτροπίες του Μερσώ με την Μαρί στη θάλασσα…»

«Για νύχτες, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ ξαναζώ τις μεγάλες σκηνές, προβάλλοντάς τες πάνω στο πανί της ναρκωμένης συνείδησής μου. Ο Ρασκόλνικοφ. Η Μαντάμ Μποβαρύ, η Κλαρίσσα Νταλογουέι και ο Χήθκλιφ εμφανίζονται μπρος μου ολοζώντανοι, με τη φυσικότητα των προσώπων που συνάντησα το πρωί της ίδιας μέρας στους καθημερινούς δρόμους. Κάθε τόσο μνημονεύω τους ήρωες των βιβλίων λες και πρόκειται για υπαρκτά πρόσωπα. Τους ανακατεύω στις συζητήσεις μου, τους υπερασπίζομαι ή τους απορρίπτω, ανοίγω διάλογο μαζί τους, κι είναι φορές που νομίζω πως θα πέσω επάνω τους στην επόμενη γωνία».

Αυτό ειδικά το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη είναι μια αποκάλυψη για κάθε βιβλιόφιλο και παθιασμένο ή έντιμο αναγνώστη αλλά και για κάθε έναν που θα θελε να διαβάζει και ο χρόνος του να πιάνει τόπο, να διαβάζει με σύστημα, ό,τι αξίζει, ό,τι μπορεί ως και να σε αλλάξει τον ίδιο τελικά. Γιατί μπορεί η λογοτεχνία να μην μπορεί να αλλάξει ή να σώσει τον κόσμο αλλά σίγουρα μπορεί να αλλάξει τον αναγνώστη της, να του αλλάξει οπτική, να του φανερώσει τα χίλια τόσα κομματάκια της άγνωστής του ψυχής.

Το σίγουρο είναι ότι μπορεί να αλλάξει και τον συγγραφέα. Τον γεννημένο ή επίδοξο συγγραφέα. Εφόσον μπορεί να διαβάζουμε με ό,τι είμαστε, αλλά σίγουρα γράφουμε και με ό,τι έχουμε διαβάσει. Κάτω από τις ιστορίες μας, στις προθέσεις μας τουλάχιστον, κρύβεται η αναγνωστική μας υποδομή. Ο πήχης ανεβοκατεβαίνει αναλόγως μ’ αυτήν.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ένα τέτοιο βιβλίο αποτελεί όσον αφορά τον συγγραφέα και το κλειδί για την δική του δουλειά.

pos-h-logotexniaα

Επιστρέφοντας τώρα στις σελίδες του δοκιμίου θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε τα βασικά: ο συγγραφέας πρωτοπρόσωπα και εξομολογητικά μιλά για την διαδρομή του στην διαδικασία ή τελετουργία της ανάγνωσης σα να απευθύνεται στην ίδια την ανάγνωση, στην λογοτεχνία αυτοπροσώπως, ή στον ίδιο του τον εαυτό τελικά. Με έναν ξεκάθαρα δομημένο όμως και αποκρυσταλλωμένο τρόπο σε τέτοιο σημείο ώστε αυτό το βιβλίο να αποτελεί ταυτοχρόνως και σημείο αναφοράς. Σημείο αναφοράς όσον αφορά: Την πίστη του και την απιστία του καθενός και την δική του φυσικά στη λογοτεχνία. Τον κόσμο με ή δίχως λογοτεχνία. Την χαρτογράφηση του Χάους που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να επιτύχει, αποδεικνύοντας κι εκείνο το ντοστογιεφσκικό πως «είμαστε καταδικασμένοι ν’ ακροβατούμε σ’ αυτό». Την ύπαρξη των ηρώων στη ζωή του αναγνώστη αλλά και στην όντως ζωή. Τον αληθινό κόσμο των ηρώων, ναι πολλοί ισχυρίζονται ότι υπάρχει και έκτη ήπειρος και όλοι αυτοί κατοικούν εκεί. Το ότι η Ποίηση και η Μεγάλη Λογοτεχνία είναι τελικά χρησμική. Από την άποψη ότι στον θεϊκό ενεστώτα των συγγραφέων που διασώζει και όλο τον χαμένο μας χρόνο, εμφυλοχωρεί αποκαλυπτικό το μέλλον. Δηλαδή, στο συγγραφικό παρόν, όλα είναι εδώ.

Μεγάλη βαρύτητα δίνει ο συγγραφέας στον συγγραφέα- αναγνώστη, αποδεχόμενος ότι «γεννιόμαστε απλώς αναγνώστες» και αφήνοντας να διαφανεί ότι φτάνουμε τελικά από την δίψα ανάγνωσης, στην δίψα γραφής. Για να διαβάσουμε την δική μας άγραφη ιστορία στην τελική.

Αναφέρεται σε μια λογοτεχνία- κιβωτό και στα βιβλία που αποτελούνται από δεκάδες άλλα βιβλία. Για τα βιβλία που μας κολακεύουν, για τα βιβλία που μας αντιστέκονται, για τα βιβλία που μας αποκαλύπτονται, τολμώντας να θίξει ακόμα και τα κακώς κείμενα, τα βιβλία που χαρίζονται στον αναγνώστη τους, στα βιβλία- καταναλωτικό προϊόν.

Σημαντικό κεφάλαιο είναι εκείνο που απευθύνεται στον χορό των προθέσεων. Υπενθυμίζοντας εκείνο το κατά Έκο: πρόθεση του συγγραφέα, πρόθεση του αναγνώστη και πρόθεση του ίδιου του κειμένου που θα πρέπει να εξετάζει, υποτίθεται, ο κριτικός.

Δεν θα αφήσει καμία πτυχή του θέματος ανεξερεύνητη: από την δυναμική της αρχής [η πρώτη πρόταση μπορεί και να έχει την άκρη του μίτου της ιστορίας, να διαθέτει το ύφος, το τέμπο, το τέλος ακόμα εκεί μαζί με την αρχή, όπως στην άμμο στο στρίφωμα του φουστανιού της Μποβαρύ κρύβεται ολόκληρη η Σαχάρα], μέχρι τις βασικές αρχές και τους χαρακτήρες – κλειδί.

Θα αναφερθεί στη Φιλοσοφία, στον Κινηματογράφο, την Ποίηση, την Πολιτική μέσα στο Μυθιστόρημα, στην Ιστορία που αποτελεί πρόφαση, έτσι ή αλλιώς κάθε μυθιστόρημα διασώζει την ιστορία, αυτή των απλών ανθρώπων και της καθημερινής ζωής που είναι και το πιο σημαντικό.

Στις σελίδες του, επίσης, ο Χρόνος, ο Θάνατος και ο Έρωτας. Οι Ήρωες και οι Αντιήρωες, το μυστήριο της Ύπαρξης, το άλυτο Αίνιγμα και η κατάλυση της απόλυτης Αλήθειας εφόσον συνεχώς καταλύονται τα σύνορα Καλού και Κακού.

 

O συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης

 

Ακόμα, η Ειρωνεία, το Χιούμορ, η Παρωδία και τα Ανοχύρωτα έργα, το Τέλος που τελικά δεν υπάρχει όπως τέλος δεν έχει αυτή καθ’ εαυτή η ζωή. Το μεγάλο ερωτηματικό «Όμηρος ή Πλάτωνας», η αφήγηση ως παρηγοριά, η Νεωτερικότητα, η χρησμικότητα και το μέλλον του Μυθιστορήματος.

Επιλέξαμε για το τέλος δυο αποσπάσματα του βιβλίου που αφορούν αυτήν καθ’ εαυτή τη ζωή:

«Από την άλλη, οι μεταμφιεσμένες σε αναμνήσεις εμπειρίες είναι η μοναδική μας παρηγοριά, αλλιώς δε θα έφτανε ο Καμύ να γράψει στον Ξένο του: «Έστω και μια μέρα να έχει ζήσει κανείς, θα μπορούσε, χωρίς πρόβλημα, να περάσει εκατό χρόνια μες στη φυλακή. Θα είχε ένα σωρό αναμνήσεις για να μη βαρεθεί». Κάπως έτσι ο χρόνος γίνεται μια αγαπημένη συνήθεια, αυτό που υπονοεί και ο Προυστ ξεκινώντας με τη φράση: «Από χρόνια πλάγιαζα νωρίς». Και ακόμα:

«Η αφήγηση είναι παρηγοριά» γράφω στην αρχή ενός μυθιστορήματος». Σήμερα θα πρόσθετα πως η αφήγηση είναι φυσική ανάγκη. Υπήρχε προτού σχηματιστεί το παγκόσμιο σώμα της λογοτεχνίας και θα συνεχίσει να υπάρχει, αν κάποια μέρα η λογοτεχνία κλείσει οριστικά τον κύκλο της σε αυτό τον κόσμο. Θα συνεχίζουμε να αφηγούμαστε ιστορίες, ίσως γιατί ακόμη και η πραγματικότητα στην οποία ζούμε δεν είναι παρά ένα πολυσέλιδο παραμύθι που διηγούμαστε ο ένας στον άλλο».

Υπενθυμίζοντας μας αυτό που έχει πει ο Μαλαρμέ ότι ο κόσμος φτιάχτηκε για να χωρέσει σε ένα βιβλίο.

 

Δημοσιεύθηκε στο ethnos.gr

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top