Fractal

Διήγημα: «The exit»

Του Δημήτρη Σούκουλη //

 

f12

 

Πετάχτηκε σαν ελατήριο απ’ την καρέκλα. Από το μισοανοιγμένο παράθυρο που έβλεπε νότια, προς τη θάλασσα, μαζί με τη φθινοπωρινή αύρα, ακούστηκε επίμονος ο κουδουνισμός της σιδηροδρομικής φύλαξης. Τέντωσε το λαιμό του και σχεδόν κρατώντας την αναπνοή του, περίμενε να σημάνει, σαν πυροβολισμός εκκίνησης σε αγώνα δρόμου, το μεταλλικό κλείδωμα της μπάρας «κλαγκ, κλαγκ, κλαγκ», που θα εμπόδιζε τη διέλευση των ανύπαρκτων πια αυτοκινήτων για την εποχή, στον επαρχιακό δρόμο, συχνή αιτία συνωστισμού και εκνευρισμού για τους παραθεριστές της παραλιακής κωμόπολης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Πέταξε βιαστικά τις τελευταίες σελίδες της αλληλογραφίας του στη θήκη με τα προς απάντηση έγγραφα, έριξε μια τελευταία ανιχνευτική ματιά στο φωτισμένο από μισοφθαρμένες νέον λάμπες θάλαμο, πέταξε το χάρτινο τριαντάφυλλο που του είχε χαρίσει η συνάδελφός του το προηγούμενο πρωί στο καλάθι απορριμμάτων, και αρπάζοντας τη σακούλα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Η διεύθυνση κρατήσεων, στην οποία εργαζόταν πάνω από δύο χρόνια και του εξασφάλιζε τα προς το ζην και μικρές κάθε τόσο πολυτέλειες, στεγαζόταν στον τρίτο όροφο ενός δύο αστέρων ξενοδοχείου, οικοδομημένο τη δεκαετία του εξήντα, το οποίο μέχρι και σήμερα, όταν αστειευόταν με τους συναδέλφους του, με ειρωνική διάθεση, είχε διατηρήσει τον παραδοσιακό του χαρακτήρα.

Ρίχτηκε με αποφασιστικότητα στη σκάλα, προσπέρασε το δωμάτιο υπηρεσίας στο ισόγειο και κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα χαιρέτισε μ’ ένα νεύμα τη μισονυσταγμένη ρεσεψιονίστ, η οποία, παρατήρησε αργότερα, αντάλλαξε το χαιρετισμό μ’ ένα «καληνύχτα σας κύριε Π.», σε μια πρωτοφανή ξενική προφορά που του ήταν εντελώς άγνωστη μέχρι τότε. «Θα χάσω το τρένο. Τα λέμε αύριο», απάντησε χωρίς καν να την κοιτάξει, ενώ προσπαθώντας ν’ ανοίξει την πόρτα συνέχισε: «Αφήνω ανοιχτά. Κλείδωσε μετά εσύ. Δε χρειάζεται να μείνεις μέχρι αργά. Σήμερα, ειδικά, δεν είχαμε καμία κράτηση. Πλάκωσαν αναδουλειές.», συνέχισε με διακοπές στη φωνή του. «Μα… τι … στο διάολο… Που να πάρει! Αυτή η καταραμένη πόρτα θα με κάνει να χάσω το τρένο…» Και βάζοντας όλη τη δύναμή του στα δυο του χέρια, αγκαλιάζοντας σφιχτά με τις παλάμες του το στρογγυλό μπρούτζινο πόμολο της πόρτας και κλωτσώντας τη χαμηλά, την έσπρωξε με τέτοια ορμή που άνοιξε διάπλατα και ο ίδιος πετάχτηκε έξω. «Μα τι διάολο, επιτέλους!», ξεφώνισε πανικόβλητος.

Ο άνεμος με το σούρουπο είχε αλλάξει διεύθυνση. Ο αέρας που είχε σηκωθεί, νοτιοανατολικός και εν τω μεταξύ είχε δυναμώσει παρέσερνε στο διάβα του τους τελευταίους περαστικούς, μικροσκοπικούς κόκκους άμμου, ξερά φύλλα και τους φυγάδευε δεξιά κι αριστερά του δρόμου.

Τέντωσε το λαιμό του ψηλά και έστρεψε το κεφάλι του, απότομα, με μια νευρική στιγμιαία κίνηση, για να προφυλαχθεί. Δίχως να το αντιληφθεί, ακούσια, έθεσε το σώμα του σε ροπή κίνησης, σαν να του είχαν μετατοπίσει βίαια τον άξονα της ύπαρξής του.

Στροβιλιζόταν γύρω από τον εαυτό του αμέτρητες φορές σαν να έψαχνε την πρωταρχική του ισορροπία, αντίσταση στην ορμή που τον φυγάδευε στο σταθμό με όλο και μεγαλύτερη δύναμη, κάνοντας τον να παραπατάει στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, εκσφενδονίζοντάς τον μέχρι το οδόστρωμα, γδέρνοντάς τον, ελαφρά ευτυχώς, στον αγκώνα, κάνοντάς τον να περάσει ξυστά από τον τσιμεντένιο φράχτη της διπλανής αυλής. Ήταν ένα σώμα εκτός ελέγχου, παραδομένο σ’ ένα πρωτόγονο χορό που τους βηματισμούς τους υπαγόρευαν περίεργες κοσμικές συνιστώσες δυνάμεις. Για μόνο μια στιγμή, του φάνηκε πως είχε υπερνικήσει τη βαρύτητα της γης και βρέθηκε για λίγα εκατοστά μετέωρος πάνω από το έδαφος.

Αν και εμφανώς είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, δε φάνηκε να ταράζεται. Ουδεμία αντίδραση. Η έκφραση του προσώπου του ήταν εντελώς φυσιολογική. Αντίθετα μάλιστα, στιγμές – στιγμές, διαγραφόταν στο πρόσωπό του μια συστολή ικανοποίησης. Ήταν ήρεμος. Φανερά καταβεβλημένος αλλά παρόλα αυτά ήρεμος. Υπήρχε, βέβαια, μια εξήγηση γι αυτό: Μπροστά του εκτυλισσόταν η ίδια ιστορία, ξεδιπλώνονταν, σαν σε φιλμ, οι ίδιες και απαράλλαχτες εικόνες, ένα οικείο σκηνικό, εδώ και δυο χρόνια τώρα, μονότονο, που άλλαζε από εποχή σε εποχή, σε κάποιες μόλις λεπτομέρειες, που και ο ίδιος δεν έδινε πια σημασία. Όλα τα στοιχεία, σαν από κάποια νομοτελειακή συμμετρία, ή επίμονη μεταφυσική συγκυρία, διατηρούσαν τη μονοτονία τους και κατ’ επέκταση, τη σιγουριά που προσφέρει η επανάληψη της αλληλοδιαδοχής τους.

Βρέθηκε στην τελική ευθεία. Ο κουδουνισμός της σιδηροδρομικής φύλαξης είχε μεταλλαχθεί σ’ ένα βαρύτονο υπόκωφο βόμβο που γινόταν περισσότερο αντιληπτός ως παλμός παρά ως ήχος στ’ αυτιά του. Το σώμα του συγκλονιζόταν από τις δονήσεις. Σε αργές εναλλαγές συνέχιζαν ν’ αναβοσβήνουν σταθερά τα δυο ζευγάρια του φωτεινού σηματοδότη, ο οποίος φαινόταν να είχε χάσει ύψος και του έφτανε τώρα πια στους ώμους. Κάρφωσε τη ματιά του στην ερυθρή ακτινοβολούμενη κόρη και υπνωτισμένος δρασκέλισε με ευκολία τις κατεβασμένες μπάρες, ως συνήθιζε να παρακάμπτει το δρομάκι που οδηγούσε στο κεντρικό σημείο του σταθμού. Είχε κερδίσει χρόνο. Την ώρα που ακουμπούσε και το άλλο του πόδι στο έδαφος, αφήνοντας πίσω του τη ξύλινη ράβδο της σιδηροδρομικής φύλαξης, ακούστηκε σε μια μεταλλική άψυχη γυναικεία φωνή η ανακοίνωση της άφιξης του τρένου, σ’ ένα ιδιαίτερο τόνο που ταίριαζε περισσότερο σε στρατιωτική προσταγή παρά σε ανακοίνωση: « Η υπ’ αριθμόν 62645 αμαξοστοιχία, της Εθνικής εταιρείας σιδηροδρόμων, προερχόμενη από το Μ. και με τελικό προορισμό τη Ρ., των 21 και 05 λεπτών, είναι σε άφιξη στη γραμμή ένα. Προσοχή! Απομακρυνθείτε από την κίτρινη διαχωριστική γραμμή. Θα πραγματοποιήσει στάσεις σε όλους τους σταθμούς εκτός από το σταθμό της Κ.».

Άρχισε να πέφτει μια λεπτή ομίχλη, ή περισσότερο, η υγρασία που μετέφερε ο κορεσμένος νυχτερινός αέρας συμπυκνωνόταν σε μικρά εκατομμύρια αιωρούμενα σταγονίδια που μούσκευαν τα πάντα στο πέρασμά τους, σαν να προσπαθούσαν να διαβρώσουν κάθε τι αντικείμενο ή ζωντανή ύπαρξη που τους παραδιδόταν με τους πόρους του απροστάτευτους κι ανοιχτούς. Ένα θολό τοξικό υδάτινο παραπέτασμα τύλιγε τα πάντα, κατάπινε το λιγοστό φως του σταθμού κι απομόνωνε με τρόπο βίαιο: το τοπίο, έχανε τη συνεκτικότητά του κι όλα, στατικές μονάδες, ξαναέβρισκαν τη πρωταρχική τους υπόσταση, τον αρχέγονο προορισμό τους, η καθεμία μόνη της.

Ετοιμάστηκε. Ίσιωσε τη ζώνη του, ξεσκόνισε τα μπατζάκια του παντελονιού και προχώρησε με περιορισμένο οπτικό πεδίο απ’ την αχλή, στο βάθος της πλατφόρμας, ακολουθώντας την κίτρινη διαχωριστική γραμμή, βαδίζοντας στην αρχή στο πλάι, κι έπειτα πάνω της, σαν ακροβάτης σε τεντωμένο σκοινί, χωρίς δίχτυα και καλώδια ασφαλείας, που πασχίζει να κρατηθεί στην επιφάνεια, στον τεχνητό του ορίζοντα.

Στο ύψος του παραπήγματος που χρησίμευε για αποθήκη υλικών έστρεψε το κεφάλι του προς το κουτί ανακοινώσεων. Ο ηλεκτρονικός πίνακας με φωτεινές ενδείξεις προανήγγειλε πεντάλεπτη καθυστέρηση στη γραμμή ένα, τη μοναδική γραμμή που περνούσε από τον μικρό επαρχιακό σταθμό. Όλος ο χρόνος που είχε κερδίσει, μέχρι το τελευταίο δέκατο του δευτερολέπτου, αποδεικνυόταν μάταιος. Έπρεπε να περιμένει να περάσουν ακόμα τα πέντε λεπτά της προβλεπόμενης καθυστέρησης. Δεν το σπουδαιολόγησε. Πέντε λεπτά επιπλέον παράτασης θα περνούσαν γρήγορα, συλλογίστηκε, αν θεωρήσει κανείς ότι σήμερα, πράγμα όχι σπάνιο και τις προηγούμενες μέρες, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, περισσότερο από μία σειρά καθυστερήσεων εκτός προγράμματος, του είχαν παρατείνει κατά δύο ώρες το κανονικό του ωράριο. Ξαφνικά όμως ένα ρίγος του διαπέρασε το κορμί και τη σκέψη. Ένας οξύς μεταλλικός πόνος, ξεκινώντας από τον χαλασμένο τραπεζίτη, τον οποίο ανέβαλλε πεισματικά να φτιάξει και κάθε τόσο στούμπωνε με μασημένη τσίχλα την τερηδονιασμένη κουφάλα, ένα είδος σαδισμού και αυτοτιμωρίας, σαν ηλεκτροσόκ τον επανέφερε στην πραγματικότητα και τον οδήγησε σε μια στιγμιαία αναθεώρηση, σε μια καθοδική διαπίστωση: «Οι μέρες που περνούν ζουν με την απουσία μας. Είμαστε απόντες από την ίδια μας τη ζωή και από τις ζωές των άλλων. Λείπουμε κι εμείς και οι άλλοι. Ζούμε σαν σε έρημο.» Επανέλαβε πολλές φορές, σαν να προσπαθούσε ν’ αποστηθίσει κάποιο στίχο που του έκανε εντύπωση, χωρίς όμως να τον καταλαβαίνει απόλυτα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτά τα λεγόμενά του, που εκείνη τη στιγμή του φαίνονταν χωρίς ουσία, ξεκάρφωτες ξεστομισμένες λέξεις, ένα παιχνίδι του υποσυνείδητου και των κουρασμένων εγκεφαλικών του κυττάρων, κάτω από την επήρεια του πόνου. Ένιωσε όμως εύθραυστος και ευάλωτος. Τον εσωτερικό του μονόλογο έπνιξαν οι πληροφορίες που εξέπεμψε το μεγάφωνο, σφηνωμένο στο στύλο ηλεκτροδότησης, με απολογητικό ύφος και τρεμάμενη φωνή: «Ανακοίνωση! Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να μην αφήνουν αφύλαχτες τις αποσκευές τους. Οι αφύλαχτες αποσκευές θα τίθενται στον έλεγχο των οργάνων της τάξης.» Το μεγάφωνο σιώπησε για λίγο κι έπειτα ξέσπασε στη διαπασών, μικροφωνίζοντας, ουρλιάζοντας εκκωφαντικά με αυταρέσκεια και συνάμα με αδιαφορία για το ακροατήριο: « Α ν α κ ο ί ν ω σ η! Α ν α κ ο ί ν ω σ η Κ α θ υ σ τ έ ρ η σ ι ς! Η υπ’ αριθμόν 62645 αμαξοστοιχία της Εθνικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων, προερχόμενη από το Με. και με τελικό προορισμό τη Ρα., με προβλεπόμενη άφιξη στις 21 και 05 πρώτα λεπτά, θα έχει 180 λεπτά καθυστέρηση. Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να ενημερώνονται από τους ηλεκτρονικούς πίνακες κυκλοφορίας των συρμών στους κατά τόπους σταθμούς ή καλώντας τον χωρίς χρέωση αριθμό 800 300 800. Μας συγχωρείτε για το απρόοπτο.».

Ακούστηκε ένας γδούπος. Πριν σβήσει ακόμα η φωνή του μεγαφώνου και σωριαστεί ο ίδιος στο μαρμάρινο παγκάκι κρατώντας με τα χέρια τα μηνίγγια του που κόντευαν να σπάσουν απ’ τα ουρλιαχτά, βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατα, πρόλαβε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στον πίνακα ανακοινώσεων: 180 λεπτά καθυστέρηση.

Έμεινε ακίνητος σ’ αυτή την άβολη στάση για πολύ ώρα ακόμα, διπλωμένος στα δύο, με λυγισμένα τα γόνατα ν’ αγγίζουν σχεδόν το έδαφος. Ο χρόνος κυλούσε ακριβώς δίπλα του, τον προσπερνούσε σαν να τον απέφευγε και δεν ασκούσε καμία βιολογική επίδραση επάνω του. Γι αυτόν τα δευτερόλεπτα διαδέχονταν το ένα το άλλο με μία ασυνέχεια, σε μία πρωτοφανή αρρυθμία, όπως ο δείχτης χαλασμένου ρολογιού που χτυπάει δύο εμπρός, μία πίσω, πάλι τρεις εμπρός, παύση, δύο πίσω κι έπειτα παύση, παύση, ακόμα μεγαλύτερη παύση. Γύρω του όλα όμως συνέχιζαν να ακολουθούν τον ίδιο ρυθμό όπως από πάντα: άλλαζαν φορά, κατεύθυνση, μορφή, κινούνταν άλλα σε αστρονομικές ταχύτητες άλλα έπεφταν σε αδράνεια, εξελίσσονταν ή απλά χάνονταν και έσβηναν: τα φύλλα της δεντροστοιχίας συνέχιζαν να θροΐζουν στο πέρασμα του αέρα, η δημόσια βρύση στάλαζε με την ίδια συχνότητα και σκάλιζε το χάλκινο οξειδωμένο πάτο της γούρνας, μια νάιλον σακούλα πέταξε και προσγειώθηκε πάνω στις ράγες, κύλησε για δύο τρία μέτρα και αγκιστρώθηκε σ’ ένα μισοξεβιδωμένο μεταλλικό μπουλόνι, ένα σκαθάρι πασχίζοντας να σκαρφαλώσει ανάμεσα σε γιγάντια, για το μέγεθός του, γρανιτικά χαλίκια, γύρισε μεμιάς ανάσκελα, και κουβάριασε, ξεψυχώντας, τα τέσσερα ζευγάρια άκρα του. Ο φωτεινός πίνακας στα βουβά αυτή τη φορά είχε ανακοινώσει και νέα καθυστέρηση: 640 ολόκληρα λεπτά.

Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες που είχε αναμεταδώσει με εγκυρότητα η Εθνική Εταιρεία Σιδηροδρόμων ταυτόχρονα σε όλα τα ψηφιακά τερματικά των σταθμών από τους οποίους θα εκτελούνταν το τελευταίο δρομολόγιο, το βραδινό τρένο προβλεπόταν να φτάσει στις 04:00 το επόμενο πρωί, αν βέβαια, για κάποιο τεχνικό λόγο – τώρα πια έπρεπε να ληφθεί σοβαρά κι αυτή η εκδοχή – δεν ακυρωνόταν την τελευταία στιγμή εντελώς η διέλευσή του στην επαρχιακή γραμμή της Ρα. Ήδη τον προηγούμενο χρόνο είχαν γίνει εκτενείς συζητήσεις για τον περιορισμό των δρομολογίων ή ακόμα και για την οριστική διακοπή τους, καθώς η διατήρησή τους θεωρούνταν ιδιαίτερα δαπανηρή, άνευ λόγου.

Η εν λόγω καθυστέρηση, οπωσδήποτε, δεν ήταν προγραμματισμένη και ήταν εκτός του πλαισίου των γενικότερων περικοπών που είχε σκοπό να προβεί η Διεύθυνση της Εταιρείας, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ένα τυχαίο συμβάν. Όπως και να είχε πάντως, αυτό σήμαινε, πως αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχή, θα έφτανε στο σταθμό της Ρα στις 04:33, και φυσικά για να φτάσει στην εξώπορτα του σπιτιού του θα χρειαζόταν τουλάχιστον άλλα είκοσι λεπτά περίπου με τα πόδια. Ίσως, όμως, στο τέλος, να στεκόταν και τυχερός και ακριβώς τη στιγμή της εξόδου του από τη βαριά μαντεμένια καγκελωτή πόρτα του σταθμού να έβρισκε ελεύθερο και διαθέσιμο ταξί, που ο οδηγός του, λόγω της γενικής οικονομικής κρίσης, θα είχε αποφασίσει να παρατείνει τη νυχτερινή του βάρδια, πράγμα όμως απίθανο: ο δήμος της Ρα είχε με δημοτική παμψηφεί απόφαση απαγορεύσει την κυκλοφορία των ταξί μετά τις μία τα μεσάνυχτα, ύστερα από μία σειρά περιστατικών μικροεγληματικότητας σε βάρος των εργαζομένων οδηγών εν ώρα υπηρεσίας. Η απόφαση έχαιρε ιδιαίτερης αποδοχής, καθώς, όπως συμβαίνει στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, μετά από ένα συγκεκριμένο ωράριο, οι δρόμοι ερημώνουν, και λίγες ώρες αργότερα, ριγμένα και τα τελευταία στόρια στις πολυκατοικίες, κάθε νύχτα, η άλλοτε ανυπόφορα θορυβώδης πόλη κατά την ημέρα, οδηγούταν στην ανυπαρξία της, παρασέρνοντας μία – μία τις εργατικές της συνοικίες.

Στην αρχή, ακόμα νεομεταφερθείς στη Ρα, δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στο αίσθημα ταχυκαρδίας που τον έπιανε συνήθως αργά κάθε βράδυ, δυο ώρες αφότου είχε επιστρέψει στο σπίτι. Όταν όμως, οι κρίσεις άρχισαν να επιδεινώνονται αισθητά και ανησυχητικά πια να συνοδεύονται από μία ελαφρά μορφή δύσπνοιας θορυβήθηκε και αποφάσισε να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Ο γιατρός γνωμάτευσε μια υποβόσκουσα νευρική κόπωση και του συνταγογράφησε τη σχετική φαρμακευτική θεραπεία, που ποτέ, πεισματικά, δεν ακολούθησε. Για αυτόν όμως, η αιτία ήταν άλλη και αποδεικνυόταν πιο βασανιστική: ατσαλένιας κράσης, δεν είχε παραπονεθεί ποτέ μέχρι τότε ούτε για πονοκέφαλο, αλλά όταν, κάθε μέρα, σαν έπεφτε το σκοτάδι και απλωνόταν αυτή η ερημική αστική σιωπή, ξεπηδούσαν αυτές οι κρίσεις μ’ ένα αρχικό σύμπτωμα μακρόσυρτου συριστικού ήχου, που το εντόπιζε πιο μέσα στον ακουστικό πόρο, κάπου, του φαινόταν, στους κοχλίες και των δύο εσωτερικών αυτιών, έφτανε ν’ αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Ήταν πράγματι οδυνηρό να μπορεί ν’ ακούει όλους τους ήχους που παρήγαγε το κορμί του και η φαντασία του.

Είχε καταλήξει πως για όλα αυτά έφταιγε αυτή η πόλη και η σιωπή της, η οποία κατόρθωνε να τρυπώνει στο σπίτι κι από τη πιο μικρή χαραμάδα και να ουδετεροποιεί κάθε ήχο, να εξουδετερώνει τη μουσική από το ραδιόφωνο που άφηνε επίτηδες ανοιχτό, σαν σε υπόκρουση ή την οχλαγωγία των ενημερωτικών εκπομπών της τηλεόρασης. Ίσως μόνο αν έφευγε, αν τα εγκατέλειπε όλα και μετακόμιζε μακριά. Το ‘χε σκεφτεί αρκετές φορές και το ‘χε συζητήσει και με μια συνάδελφό του, η οποία πάντοτε, άλλες τόσες φορές, για να τον ευχαριστήσει και μόνο, κουνούσε καταφατικά το κεφάλι.

Τώρα όμως, αποτελούσε ένα αναπόσπαστο στοιχείο του σκηνικού. Προς το παρόν, βρισκόταν ακινητοποιημένος στον περιφερειακό σταθμό, σε ημιλυπόθημη κατάσταση, ένας περίεργος λήθαργος πίεζε τα βλέφαρά του, ακουμπισμένος ο μισός σχεδόν στο έδαφος και ο υπόλοιπος σφηνωμένος στο αυτόματο εκδοτήριο. Σ’ αυτή τη θέση, αμετακίνητο, θα τον έβρισκε το ξημέρωμα, εάν μια μυρωδιά μεταξύ ξινισμένου γάλακτος και τροφής σε σήψη, όπως όταν ξεχνούσε για μέρες ν’ αδειάσει από τα σκουπίδια τον κάδο που κρατούσε στη στενή κουζίνα του σπιτιού του, δεν του κέντριζε τα ρουθούνια.

Ως αντίδραση τα μάτια του έπαιξαν δεξιά αριστερά μέσα στα κλειστά του βλέφαρα και το πρόσωπό του μόρφασε με δυσφορία. Μη έχοντας ακόμα συνειδητοποιήσει τι του είχε συμβεί, λίγο από ένστικτο, λίγο περισσότερο ως αποτέλεσμα του αγχωτικού σοκ που είχε υποστεί λίγο πριν, έστρεψε, με μισόκλειστα μάτια, το κεφάλι του στο ηλεκτρονικό τερματικό, το οποίο συνόψιζε τις πληροφορίες σε δυο γραμμές με κεφαλαία κίτρινα γράμματα:

BGDDDF33NMTYR458NBBBVVVLLOLL BGDDDF33NMTYR458NBBBVVVLLOLL

4454NBBGQQWOPMHG555VVVGL858 4454NBBGQQWOPMHG555VVVGL858

Προσπάθησε ν’ αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα ψάχνοντας ν’ ανακαλύψει κάποιο σημείο αναφοράς, τα αρχικά μήπως της πόλης ή της επαρχίας, τον αριθμό της αμαξοστοιχίας, την ώρα αλλά οποιοσδήποτε συλλογισμός αποδεικνυόταν στείρος. Ένιωσε όμως έντονα μια παρουσία, σαν κάποιος να τον κοιτούσε μέσα στην ερημιά του σταθμού με τα γύρω σπίτια και ότι δεν ήταν μόνος, σαν να είχε γίνει αντικείμενο διερευνητικής παρατήρησης και εξονυχιστικής μελέτης. Με το ασπράδι του ματιού έριξε μια πρώτη αναγνωριστική ματιά, ενώ από φόβο, προτίμησε να σταθεί ακίνητος. Το μόνο που θα πρόδιδε την αμηχανία και τον τρόμο του θα ήταν σίγουρα οι στραμμένες κόρες, σε τέλεια διαστολή, προς το βάθος του ξεσκέπαστου διαδρόμου αναμονής, από τον οποίο, εάν δεν επρόκειτο για μια οπτική ψευδαίσθηση, ένα παίξιμο του ημίφωτος, πλησίαζε σταθερά προς το μέρος του μια λευκή κηλίδα, αιωρούμενη περίπου ένα μέτρο από το έδαφος. Και θα έπρεπε να κατευθυνόταν προς τα πάνω του με ιδιαίτερη βιασύνη, καθώς σε δέκατα του δευτερολέπτου το λευκό στίγμα απέκτησε τη μορφή μιας οδοντοστοιχίας με αραιά πεταχτά κατάλευκα δόντια πριν ξεπροβάλλει ακριβώς από πίσω της μια μαύρη πληθωρική ανθρώπινη φιγούρα.

Όταν πια η γυναικεία μορφή είχε φτάσει στα δύο μέτρα απόσταση και αισθανόταν μες το μεταμεσονύχτιο κρύο τη θερμοκρασία των χνώτων της – η βρώμα είχε γίνει ανυπόφορη και κάθε τόσο του ανέβαιναν στο λαιμό κόμποι κόμποι αναγούλας – όλα θα είχαν μετατοπιστεί πλέον σε άλλη διάσταση και τίποτε δεν θα θύμιζε τον επαρχιακό σταθμό του Γκα., εάν δεν υπήρχαν ακόμα οι ατσάλινες ράγες της γραμμής που του έφταναν επικίνδυνα κοντά στα πόδια και η αποβάθρα που είχε αποκτήσει το φάρδος ενός κοινού πεζοδρομίου. Κρατήθηκε για να μην πέσει προς τα πίσω καθώς απλωνόταν πίσω από τις πλάτες του ένα μαύρο παραπέτασμα, το απόλυτο κενό. Το ηλεκτρονικό τερματικό ανακοινώσεων δεν υπήρχε και την όλη σκηνή, σαν από εκείνες με μαύρο φόντο που στήνουν για παράσταση παντομίμας, την έλουζε από ψηλά ένα υποκίτρινο κουρασμένο φως, σαν από λάμπες ομίχλης σε νησίδα δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, πιο ανοιχτό όμως που έκανε τα πάντα να μοιάζουν εξασθενισμένα και άρρωστα.

Η γυναίκα, πιθανότατα αφρικανικής καταγωγής, πλησίασε ακόμα λίγο και του στάθηκε στο πλάι. Του χαμογέλασε κι άρθρωσε ένα ‘‘χα’’ που δεν είχε καμία σημασία κι έμοιαζε ως κελευστικό επίρρημα ή κάποιου είδους επιφώνημα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά και του έδειξε όλα της τα μπροστινά της δόντια, που ίσως σύμφωνα με την κουλτούρα της εξωτικής χώρας από την οποία προερχόταν να ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας για να δείξει τη φιλική της διάθεση και ν’ αποκτήσει οικειότητα. Έπειτα το πρόσωπό της σοβάρεψε και συνοφρύωσε τα σαρκώδη χείλη της και οι τεράστιοι κοπτήρες μαζεύτηκαν μέσα στο στόμα της. Με τα αδέξιά της χέρια έφερε μπροστά της μια υφασμάτινη τσάντα που την έφερνε μέχρι εκείνη τη στιγμή στους μηρούς της, ψαχούλεψε μέσα της χωρίς να κοιτάξει και αφού σιγουρεύτηκε με την αφή γι αυτό που αναζητούσε, τράβηξε ένα γυάλινο μπουκάλι με λερό λαιμό κι άρχισε να πίνει γουλιά – γουλιά ένα λευκό ξινισμένο υγρό, πιθανότατα γάλα περασμένης σχεδόν εβδομάδας. Τα πτητικά μόρια της ξινίλας ξεχύθηκαν παντού και εκείνη πλατάγισε με ευχαρίστηση τον ουρανίσκο.

Από την άκρη των χειλιών της ένα ρυάκι από τετηγμένα κατάλοιπα ανακατωμένα με γάλα κύλησε, ακολουθώντας τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου της, στο σαγόνι της και κατέβηκε βαθειά μέχρι το μπούστο της. Με μια κίνηση ηδονής σκούπισε με τ’ απομεινάρια το μαύρο της λαιμό, βυθίζοντας τη παλάμη της μέχρι το στήθος της. Μ’ ένα τικ, τινάζοντας το κεφάλι της νευρικά προς τα πίσω, του φανερώθηκε σ’ όλο της το μεγαλείο, παρά τη ρακένδυτη, πολύχρωμη, με γεωμετρικά μοτίβα, αμφίεσή της.

Ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα, γύρω στα πενήντα και πλέον χρόνια, πληθωρική, με σαρκώδη χείλη, βαμμένα στο χρώμα του μήλου, έντονα πεταχτά ζυγωματικά, με πύρινα κατσαρωτά μαλλιά σε σχήμα αφάνας. Αν και στις κινήσεις της υπήρχε μια έντονη εφηβική ζωτικότητα και σιγουριά και φαινόταν να ελέγχει κάθε κύτταρο του σώματός της σε σχέση με το περιβάλλον στο οποίο κάθε φορά περιφερόταν, εντούτοις, οι άδειες οφθαλμικές κοιλότητές της, έδιναν να συμπεράνει κανείς πως υπέφερε από γενετήσια τύφλωση ή τουλάχιστον επίκτητη πάθηση εξαιτίας κάποιου ατυχήματος που τα επουλωμένα πια τραύματα έφερναν στην μακρινή της πια παιδική ηλικία.

Στη θέση των ανύπαρκτων ματιών της, χωρίς κόρη και ίριδα, δυο κατάλευκοι βολβοί υψώνονταν προς τα πάνω, σαν να εστίαζαν στο χάος του ουράνιου στερεώματος και απέκρουαν κάθε προσπάθεια τυχαίου περαστικού που τη συναντούσε να συγκεντρώσει το βλέμμα του πάνω τους, διαθλάττοντάς το, όπως τα κρυστάλλινα κρεμαστά διακοσμητικά που καθρεφτίζουν κι αντανακλούν το καλοκαιρινό φως.

Στο ψιλόλιχνο λαιμό της είχε περάσει με τρίχινο ξεφτισμένο κορδόνι που έδενε χαμηλά στο στήθος της ένα άψυχο κουφάρι χελιδονιού με μια θηλιά γύρω από το κακοποιημένο του λαιμό, την οποία μόλις χαλάρωνε, ξεμπερδεύοντάς την, με τα δάχτυλά της με λεπτεπίλεπτες προσεχτικές κινήσεις, το πουλί ζωντάνευε, και τότε του έχυνε βίαια, με μεγάλες πνιχτές γουλιές, γυρίζοντας ρυθμικά τον πάτο του μπουκαλιού πάνω κάτω, από το γάλα που κράταγε στη τσάντα της. Το πουλί, τότε, άνοιγε το ράμφος του υπερφυσικά διάπλατα, κατάπινε αχόρταγα τους κόμπους της τροφής που κατέβαιναν σαν χάντρες στο ξεπουπουλιασμένο του οισοφάγο, και γυάλιζαν τα μικροσκοπικά του μαύρα μάτια. Αμέσως μόλις εκείνη το απομάκρυνε από το στόμιο του μπουκαλιού, το φιλούσε στοργικά στο κεφάλι και του έσφιγγε ξανά τη θηλιά γύρω από το λαιμό του – λίγο μεγαλύτερη δύναμη θα μπορούσε ν’ αποβεί μοιραία για να το ξεκολλήσει από το υπόλοιπο εξασθενισμένο σώμα του – το πτηνό έχανε ακαριαία τις αισθήσεις του και κειτόταν ξανά νεκρό στα στήθη της.

Ξαναέχωσε , ψηλαφίζοντας, τα χέρια της μέσα στη τσάντα της και βάλθηκε να στρίβει ένα τσιγάρο κι έπειτα ένα άλλο το οποίο του το πρόσφερε αναμμένο, καρφώνοντάς του το στα χείλη , χωρίς την παραμικρή αβρότητα ή διακριτικότητα. Κι ενώ εκείνος είχε συγκεντρωθεί να ρουφά το φίλτρο του τσιγάρου και να μπουκώνει μιας κακής ποιότητας καπνό, με τα πρώτα κατεβάσματα στους πνεύμονές του, που του άφηναν μια συνθετική γεύση καμένου πλαστικού, άκουσε τη γυναίκα να του απευθύνεται σε σπαστά αποικιακά αγγλικά: «Are you waiting the train?», ρώτησε, επικεντρώνοντας όλη την απορία της, με ιδιαίτερη έμφαση, τονίζοντας τη λέξη που συνήθιζε να συμπληρώνει κάθε της κουβέντα, καταφατική ή όχι: «Χα»; «Are you waiting the train? Χα;» ξαναρώτησε, σκουντώντας τον με τον δείχτη στο μπράτσο του, αναζητώντας μια γρήγορη απόκριση στην ερώτηση που του έκανε. «Χααα» πρόφερε καταφατικά και με τη διάχυτη ματιά της, νεύοντας με το κεφάλι, τον προέτρεψε να κοιτάξει τον πίνακα ανακοινώσεων: «Train will never pass. Ya know? Train will never pass. You’ve already missed it.»

Πέρασαν κάποια λεπτά να τον κοιτάζει, όπως κοιτάζει κανείς ένα παλιό γνώριμο που γνωρίζει καλά τις αντιδράσεις του, τις κινήσεις του, τόσο επιδερμικός και προβλέψιμος

άλλο τόσο ρηχός και ουδέτερος, σχεδόν εκνευριστικά συγκαταβατικός σε οποιαδήποτε κατάσταση. Θα έλεγε κανείς πως γνωρίζονταν από καιρό, ίσως και να είχαν μία φιλική σχέση παλιότερα, να μοιράζονταν κοινά μυστικά – ποιος ξέρει – ίσως να έιχαν παραστεί από κοινού, κατά τύχη, σε ένα γεγονός που είχε συμβεί σε χρόνο υπερσυντέλικο, που η επαναφορά του στην ανάμνηση να ήταν ιδιαίτερα επίπονη συγκεχυμένη και θολή. Κινήθηκε προς το μέρος του με αργά και σταθερά βήματα, που απέπνεαν μια σιγουριά και κάτι το τελεσίδικο. Τον πλησίασε και έριξε τη φαρδιά της λεκάνη κάτω, αφήνοντάς την να πέσει με θόρυβο στο παγκάκι, ίσως από την κούραση της μάταιης προσμονής για οποιαδήποτε αντίδρασή του. Ανασήκωσε το φουστάνι της, κάνοντας μια φαρδιά πτυχή στα μπούτια της, αφήνοντας να φανεί με τρόπο απροκάλυπτο και προκλητικό μέρος από τους μαύρους μηρούς και τεντώνοντας τα πόδια της ανοιχτά βάλθηκε να ατενίζει το βάθος, το σκοτεινό ορίζοντα. Κάθε τόσο, επαναλάμβανε ένα μουγκρητό ικανοποίησης, το οποίο έσβηνε ρυθμικά και το ακολουθούσε το σμίξιμο των φρυδιών, όπως κάνει κανείς για να οξύνει την όρασή του, καθώς αντιλαμβάνεται μια παρουσία ανάμεσα σε καπνοφυτείες, ή σε ξεραμένα καλάμια καλαμποκιού, έτοιμα για την συγκομιδή, κάποιου κλέφτη, περαστικού ή ζώου, που δεν αφήνει να διαγραφεί καθαρά ούτε η μορφή του αλλά ούτε και οι προθέσεις του. Άπλωσε το μπράτσο της και το τύλιξε στους ώμους του. Τον κούνησε σχεδόν φιλικά. Φυσικά δεν περίμενε να αντιδράσει ούτε και τώρα, ιδιαίτερα κάτω από το βάρος των δουλεμένων χεριών της η κάθε κίνηση απεγκλωβισμού ήταν αδύνατη. Γυρνώντας τα χνώτα της πάνω του, του μίλησε με καθησυχαστικό και ήρεμο τόνο: «Don’t worry my friend. Don’t worry. No worries no troubles. That’s it. You’re damned right. No worries, no troubles! You’re damned right, ya know? No need for troubles.»

Εκείνος έγνεψε καταφατικά, κι άφησε να του ξεφύγει ένα μειδίαμα συγκατάβασης το οποίο διατηρούσε με ιδιαίτερη ευκολία. Συμφώνησε απόλυτα μαζί της, όπως όταν, σε μία ανώδυνη συζήτηση συνδαιτυμόνων που χωρίς λόγο έχει άσκοπα παραταθεί μέχρι τις μικρές πρωινές ώρες, συμφωνούν όλοι στα από κοινού συμπεράσματα και στην ανυπαρξία αντιλόγου νιώθουν πιο σίγουροι για τον εαυτό τους και για τη πορεία της ζωής τους, επισφραγίζοντας με επιδοκιμασία ο ένας τον άλλον τον παροξυσμό της ταυτοποίησης των ιδεών τους. «No worries, no troubles! No need for troubles.» Έτσι είναι. Εξάλλου το απόφθεγμα ήταν δικό του, ιδιαίτερα οικείο. Η σύλληψή του, απλή αλλά συγχρόνως φιλοσοφική και όπως υποστήριζε στην εκάστοτε ομήγυρη, ευφυής. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής του πιστοποιημένα. «No worries, no troubles.»

Στη ζωή του είχε προτιμήσει την ίδια του την ανυπαρξία. Δεν είχε διατηρήσει ιδιαίτερες φιλικές σχέσεις με κανέναν, ούτε με συμμαθητές ούτε με συναδέλφους. Ήταν σίγουρος πως ποτέ κανείς δεν επρόκειτο να τον θυμάται. Η ανάμνησή του ρηχή και για να αποφεύγει ακόμα και τις πιο τυπικές συνευρέσεις που τον έφερναν σε φανερή αμηχανία είχε μελετήσει τεχνικές διαφυγής. Στην αρχή όλοι τον θεωρούσαν περίεργο και εκκεντρικό. Η υποχονδρία του είχε ανασταλτικές δράσεις σε όλες τις επικείμενες σχέσεις που πήγαιναν να δημιουργηθούν. Αργότερα, είχε παρατηρήσει ότι η ύπαρξή του είχε γίνει τόσο ρηχή και επίπεδη που του είχε επιφέρει ακόμα και αλλαγές στην εμφάνισή του. Το πρόσωπό του είχε αποκτήσει ένα χλωμό χρώμα και μια έκφραση απάθειας του ζωγράφιζε το πρόσωπο. Χειρότερη ήταν ακόμα η ερωτική ζωή του. Η οποιαδήποτε σαρκική επαφή, ακόμα και το πιο αθώο άγγιγμα, τον απωθούσαν. Είχε μάθει πια να πνίγει τα ερωτικά σκιρτήματα και, όταν ακόμα τον φλέρταραν επειδή ήταν αρκετά ελκυστικός, έκοβε κάθε ανταπόκριση. «No worries, no troubles.» συνήθιζε να λέει, μετατοπίζοντας σε μία αναβλητικότητα δίχως τέλος, χωρίς να μπορεί να εκδηλωθεί οποιοδήποτε συναίσθημα. Ούτε και η εργασία που έκανε του άρεσε. Την έβρισκε ανιαρή αλλά την ακολουθούσε πιστά, κρατώντας σημειώσεις σε κάθε εταιρική συνέλευση. Όχι από επαγγελματική δεινότητα ή από ενδιαφέρον. Από απλή συνήθεια, από στεγνό εθιμοτυπικό. Την τελευταία φορά, παρατήρησε, είχε καταγράψει στα πρακτικά του με πιστότητα ακόμα και τις ατάκες των συναδέλφων και μια συνταγή. Ούτε και στις προηγούμενες δουλειές από τις οποίες είχε περάσει, σε διαφορετικό τομέα κάθε φορά, είχε δείξει μία ιδιαίτερη προτίμηση, ένα ιδιαίτερο πάθος.

Τώρα βρισκόταν σε αυτό τον έρημο σταθμό. Σε αυτή τη νεκρή γραμμή, του είπε. Ο ίδιος το είχε διαλέξει. Μέρα με τη μέρα έσπρωχνε τον μηχανισμό αλλαγής της σιδηροτροχιάς σε αυτή την αδιέξοδη γραμμή, που δε φέρνει πουθενά. Χωρίς αφετηρία και χωρίς προορισμό. Δεν περνάει πια καμία αμαξοστοιχία από εδώ. Μπορεί πια να θεωρεί τον εαυτό του ασφαλή. Μόνο αλλά ασφαλή. Ο ίδιος είχε διαλέξει την απομόνωση. Στη θύμηση των άλλων, ένας οποιοσδήποτε χλιαρός τύπος, μια γνωριμία απόμακρη σε κάποια ευκαιριακή κατάσταση, σε ένα καθημερινό συμβάν, σε μια συγκέντρωση, ίσως σε μια γιορτή. Αυτός ο ξεροκέφαλος δισταγμός του, η αναβλητικότητά του, ίσως από φόβο και μόνο, ίσως το μοναδικό ελαφρυντικό που του αναγνώριζε, τον είχαν στερήσει από την πραγματική ουσία της ζωής.

Του είπε πως ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε. Θα χανόταν και αυτή μαζί του, αν το αποφάσιζε. Δεν ήταν η πρώτη συνάντηση τους. Να μην απορεί. Άλλες φορές του είχε εμφανιστεί στον ύπνο του και δρομαίως σε άλλες περιπτώσεις ακόμα και στο ξύπνιο του αλλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να κάνουν μια τόσο εκτενή συζήτηση. Εξάλλου πάντα τον έβλεπε ποτισμένο από αυτή την πεποίθησή του και τον είχε αφήσει να προδιαγράψει μόνος του την πορεία της ζωής του. Χρόνια τώρα είχε κάνει αυτή την πικρή διαπίστωση. Την τελευταία φορά ήταν πριν από 15 χρόνια. Δεκέμβρης, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Στο συνοικιακό μπαρ. ‘Ηταν κι οι τρεις τους τότε. Αυτή, ο Λ. κι εκείνος. Αυτοί κάθονταν και ρουφούσαν ζεστό μηλίτη ο ένας πλάι στον άλλον. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει εκνευριστικά στατική. Προσποιήθηκε, κουβαλώντας τρεις τέσσερις τεράστιες σακούλες ότι θέλει να περάσει από πίσω τους. Επίτηδες του έσπρωξε την καρέκλα κάνοντάς τον να γύρει πάνω του. Ήταν μια κίνηση που ο Λ. την δέχθηκε με ανακούφιση. Εκείνος αποτραβήχτηκε ζητώντας συγγνώμη και πέταξε μια πύρινη ματιά στην αλλοδαπή γυναίκα. «No worries, no troubles.»

Όταν η γυναίκα, με ελιγμούς πηδώντας σαν σε αόρατα σχεδιασμένο με κιμωλία κουτσό στη πλατφόρμα, έσβησε στη νύχτα, εκείνος βρέθηκε σε γονατιστή στάση στις γραμμές του τρένου, αμετακίνητος και αποφασισμένος. Για πρώτη φορά ίσως από καιρό, ως έκλαμψη διαύγειας, συνειδητοποίησε αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Σήκωσε το κεφάλι του και το κράτησε σταθερό στους ώμους, σε ευθεία γραμμή. Στο βάθος, καταπάνω του άστραψε ο φανός πορείας του νυχτερινού συρμού στο κανονικό ωράριο των 09 και 05 ακριβώς.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top