Fractal

Δημήτρης Σωτάκης «Κανένα “μοίρασμα”, λίγες ανοιχτές πόρτες, λίγες ανοιχτές αγκαλιές. Αυτή είναι η κρίση».

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

Sotakis

 

Με την προτροπή «Ακυρώστε όσους θανάτους μπορείτε…», την παραδοχή ότι  «η εσωτερική συνοχή είναι ένα διαχρονικό ζητούμενο και δεν ακουμπάει μόνο στη σύγχρονη ζωή» και την αποδοχή ότι  «Οι καταθλιπτικοί ήρωές  μου δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε νικητές, ούτε ηττημένοι, αρνούνται πεισματικά να πάρουν μέρος στον ανθρώπινο θίασο, που πασχίζει να τους εντάξει στους κόλπους του», ο Δημήτρης Σωτάκης, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς αυτής της εποχής, μιλά για το καινούργιο βιβλίο του την «Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» και, φυσικά, για την εποχή: την παραφωνία και την κατάθλιψή της, τη μοναξιά της, την εσωστρέφεια και τον κατακερματισμό της. Τοποθετώντας στην ακύρωση του θεσμού της κοινότητας την καρδιά της κρίσης. Διαπιστώνοντας «εδώ και καιρό ότι οι Έλληνες  ζουν σχεδόν απομονωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον, βουλιάζουν στο βούρκο της προσωπικής τους και μόνο προοπτικής».«Κανένα “μοίρασμα”, λίγες ανοιχτές πόρτες, λίγες ανοιχτές αγκαλιές. Αυτή είναι η κρίση».

 

-Γιατί επιλέξατε να αναστήσετε τον Μάικλ Τζάκσον;

Η απόφαση ήταν σχεδόν αντανακλαστική. Ο Τζάκσον, ως μία φιγούρα σχεδόν γραφική, διέθετε το σωστό εκτόπισμα για να χαρτογραφηθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια το παράδοξο της ιστορίας, δηλαδή η ασύμβατη συνάντηση ενός καθημερινού ανθρώπου με ένα δημοφιλές σύμβολο. Στην ουσία, η παρουσία του και μόνο είναι αρκετή για να δυναμιτίσει, ακόμη-θα έλεγα-να σαμποτάρει την πλοκή του μυθιστορήματος.

 

-Με το καινούργιο βιβλίο επιστρέφουμε στις παλιές μας αγάπες, στη μουσική;

Μάλλον όχι, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Σαφώς και ο Μάικλ Τζάκσον λειτουργεί συνειρμικά ως μια μουσική νότα στο μυαλό όλων, όμως το βιβλίο είναι μάλλον μια σιωπηρή κραυγή για την κατάθλιψη, την ανάγκη της φιλίας, τον αυτισμό του σύγχρονου ανθρώπου. Ή ακόμη και μια ανθρωποκεντρική ματιά προς τις συνθήκες που γεννούν την κατάθλιψη και την ψυχική δυσφορία εκ προοιμίου.

 

MichaelJackson-Από «Το σπίτι» ως την «Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» τι έχει αλλάξει στις εμμονές, στα βιβλία, στη ζωή και στη δική σας ζωή;

Μέσα μου έχουν αλλάξει πολλά, στους ήρωές μου επίσης, ωστόσο η υγιής, θα έλεγα, αγωνία ενός συγγραφέα να ακούσει την ηχώ της φωνής του όσο το δυνατόν μακρύτερα, τον αναγκάζει, κατά κάποιο τρόπο, να επανέρχεται στις ίδιες θεματικές παραμέτρους, περιγράφοντας ή «φωνάζοντας» τις ίδιες ανησυχίες, με απώτερο στόχο την επικοινωνία με τους αναγνώστες. Στη δική μου περίπτωση, οι εμμονές, οι οποίες δίχως αμφιβολία έχουν υπάρξει μια ισχυρή παράμετρος στη δουλειά μου, έχουν με τα χρόνια υποχωρήσει και μάλλον έχω απαλλαγεί απ’ αυτές και στην προσωπική μου ζωή. Τα βιβλία μου έχουν μάλλον αποκτήσει μια χειροπιαστή αγωνία για τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τη ζωή μας, που πηγαίνει τελικά αυτό το προσωπικό όχημα που ονομάζουμε «Εαυτό».

 

-Τι έχει η μουσική που δεν το έχει η λογοτεχνία;

Την εξωστρέφεια και συχνά έναν αυθορμητισμό που επιτρέπει σε κάποιον να κάνει λάθη και να μην έχει ενοχές γι’ αυτό. Η λογοτεχνία είναι συχνά ένα μαρτύριο, μια ηδονική αγγαρεία, μια αυνανιστική σχεδόν εκδοχή του εαυτού μας. Έτσι, γράφοντας, θέλουμε να είμαστε σαφείς, εύστοχοι και εμείς, ενώ η μουσική έχει χώρο για μια ανάσα, ένα κρυφοκοίταγμα, ακόμη και για μια «φτηνότερη» εκδοχή της προσωπικότητάς μας.

 

-Και τι διαθέτουν οι καταθλιπτικοί ήρωες για να τους έχετε αδυναμία;

Μου αρκεί που δεν είναι νικητές. Δεν αντέχω την εμμονή και την ανόητη επιθυμία για συνεχείς νίκες, έχουμε ξεχάσει την ηδονή της ήττας. Οι καταθλιπτικοί ήρωές μου, λοιπόν, δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε νικητές, ούτε ηττημένοι, αρνούνται πεισματικά να πάρουν μέρος στον ανθρώπινο θίασο, που πασχίζει να τους εντάξει στους κόλπους του. Και στην «αληθινή» μου ζωή, με ελκύουν οι προβληματικοί άνθρωποι, εκείνοι που δεν έχουν το παραμικρό σύμπλεγμα να δεχτούν την ταπεινότητά τους, αλλά την ίδια στιγμή μπορούν να χαρούν τη ζωή με χίλιους τρόπους.

 

-Η εποχή μας είναι μια καταθλιπτική εποχή;

Εν δυνάμει ναι, αφού η μοναξιά έχει απλωθεί σε ό,τι ακουμπάμε. Οι περισσότεροι, κλεισμένοι στο καβούκι τους, μηρυκάζουν μια ηλεκτρονική, παράξενη ζωή, γεμάτη επίπλαστες απολαύσεις και μεγάλες δόσεις ακύρωσης της πραγματικότητας. Αν σε όλα αυτά, προσθέσουμε και κάποια σημαντικά, περισσότερο «λειτουργικά» προβλήματα, το οικονομικό, τους φασίστες που (νομίζουν ότι) μάς έχουν περικυκλώσει, τότε ναι, διανύουμε μια καταθλιπτική εποχή.

 

-Μια κατακερματισμένη εποχή; Πόσο μπορεί κάποιος να διατηρήσει την εσωτερική συνοχή του στη δική μας εποχή;

Θεωρώ ότι η εσωτερική συνοχή είναι ένα διαχρονικό ζητούμενο και δεν ακουμπάει μόνο στη σύγχρονη ζωή. Κατά κάποιο τρόπο, η εσωτερική συνοχή μπορεί να είναι και το ίδιο το νόημα της ζωής, του αυτοσεβασμού και της πληρότητας. Αλλά πώς να διατηρήσεις έναν εαυτό, ο οποίος πνίγεται μέσα στο μάταιο κυνήγι της ευτυχίας, στη ματαιοδοξία και στην αυταπάτη;

 

-Είναι «παράφωνη» εποχή;

Είναι παράφωνη, αλλά ευτυχώς ακόμα γεννιούνται καλλίφωνοι άνθρωποι και μπορούμε να ελπίζουμε. Η ζωή η ίδια είναι παράφωνη, συχνά μάλιστα ουρλιάζει εκκωφαντικά στ’ αυτιά μας, όμως εμείς οφείλουμε να περιμένουμε τα πιο γλυκά της τραγούδια.

 

-Όταν ξαναθυμάμαι «Το θαύμα της αναπνοής» μου κόβεται η ανάσα. Είναι τόσο προφητικό! Η καταναλωτική μανία που μας κόβει κυριολεκτικά την αναπνοή, κύριε Σωτάκη από πότε είχε αρχίσει η κρίση;

Η κρίση ξεκινάει από τότε που ακυρώνεται ο θεσμός της κοινότητας και δυστυχώς στην Ελλάδα αυτό συμβαίνει εδώ και καιρό. Εγώ διαπιστώνω εδώ και καιρό ότι οι Έλληνες ζουν σχεδόν απομονωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον, βουλιάζουν στο βούρκο της προσωπικής τους και μόνο προοπτικής. Δε σας κρύβω ότι και εγώ δοκιμάζω έντονα αυτό το συναίσθημα, αισθάνομαι να μην ανήκω πουθενά, ζω μόνος ή έστω με μερικούς αγαπημένους ανθρώπους, αλλά μετά τίποτα. Κανένα «μοίρασμα», λίγες ανοιχτές πόρτες, λίγες ανοιχτές αγκαλιές. Αυτή είναι η κρίση.

 

-Η ατμόσφαιρα των βιβλίων σας είναι Η κρίση, κατά πόσο έχει να κάνει με την εποχή;

Όσο και να θέλω να απέχω από την εποχή, όσο κι αν θέλω να δραπετεύω από οτιδήποτε αντιλαμβάνομαι ως αστικό ή πολύ πραγματικό από την πλευρά που «στέκομαι», δε θα τα καταφέρω ποτέ. Κι αυτό διότι κι αν κανείς ακόμα κλειστεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι δεν ανήκει πουθενά και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως έναν καλλιτέχνη αντι-ήρωα, ακόμη και τότε, αποτελεί μέρος αυτού του παζλ, αυτού του ψηφιδωτού που ονομάζεται σύγχρονος κόσμος. Άρα, όσο και να έχω την εντύπωση-ψευδαίσθηση ότι τα βιβλία μου δεν ανήκουν σε καμία εποχή, ανήκουν πανηγυρικά σε αυτή που ζούμε, συνεπώς και στην κρίση.

 

-Τι επιδιώκετε με αυτή την «ανάσταση» και τι από την παλιά μας ζωή μπορεί να αναστηθεί;

Τίποτα δεν πεθαίνει. Οι αισθήσεις μας, η αναπνοή μας, εμείς οι ίδιοι είμαστε ο θάνατος και η ζωή. Δεν είμαι σίγουρος, βέβαια, ότι επιθυμούμε να αναστήσουμε το παρελθόν, πάντως πιστεύω δυνατά στην ακύρωση του τέλους, της ψευδαίσθησης του τέλους, όπως πιστεύω την ίδια στιγμή και στην ψευδαίσθηση της ίδιας της ζωής.

 

-Εσείς; Είστε αισιόδοξος η απαισιόδοξος στη ζωή;

Είμαι αισιόδοξος. Μέσα μου είναι εγκατεστημένη μια δυνατή λάμψη χαράς και ευδαιμονίας, όμως οι ρωγμές είναι πολλές και συχνές, το σκοτάδι με επισκέπτεται συχνά, προσπαθεί να με διαλύσει αλλά επανέρχομαι.

 

-Ποιο βιβλίο και ποιο μουσικό κομμάτι αντιπροσωπεύει καλύτερα αυτήν εδώ την εποχή;

«Το βιβλίο της άμμου» του Μπόρχες και το «Across the universe» των Beatles.

 

-Ουδέν κακό, αμιγές καλού, λένε. Υπάρχει καλό που θα βγει απ’ αυτή την εποχή;

Ναι, η δυσκολία πάντα κρύβει νοσταλγία. Και οι Τέχνες, ήδη πολλές παράμετροι της κρίσης έχουν αποτυπωθεί σε διάφορες μορφές Τέχνης, και φυσικά και στη λογοτεχνία.

 

-Το πιο απαισιόδοξο και αισιόδοξο σενάριο έκβασης;

Το πιο απαισιόδοξο θα έλεγα ότι είναι η παθητική αποδοχή. Σήμερα είναι Παρασκευή, Σάββατο, δεν έχω ιδέα, ήρθε αυτή η δύσκολη περίοδος, έφυγε, εγώ δε θυμάμαι καν που ήμουν. Έχω την εντύπωση ότι θα είναι πιο ευτυχείς όσοι «κατάλαβαν» τι συνέβη. Δε βλέπω κάτι άλλο απαισιόδοξο, γιατί η κρίση θα περάσει, κι αυτό θα γίνει με μαθηματική ακρίβεια, όπως με μαθηματική ακρίβεια θα αποχωρήσουμε κι εμείς από τη ζωή μας. Το αισιόδοξο σενάριο, είναι η άμεση αλλαγή ατμόσφαιρας, δεν αντέχω άλλο σκοτεινιά και ταξιτζήδες προφήτες της καταστροφής.

 

-Τί θεωρείτε γενναιότητα και τί επανάσταση στις μέρες μας;

Γενναιότητα, χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι να αποδεχτούμε ποιοι είμαστε, να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να υποψιαστούμε, έστω, για λίγο, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που αντικρίζουμε. Το ίδιο αποτελεί και την επανάσταση.

 

-«Παραφυλάει το απόγευμα της Κυριακής, μας βλέπει από μακριά και τρίβει τα χέρια του». Γιατί ειδικά «το απόγευμα της Κυριακής»;

Το απόγευμα της Κυριακής, ναι…ποιος θα αρνηθεί ότι πρόκειται μάλλον για ένα παιδικό κατάλοιπο, παραμονεύει η Δευτέρα, το σχολείο, οι υποχρεώσεις. Το συγκεκριμένο κομμάτι του βιβλίου, στην ουσία, ρίχνει φως σε αυτό ακριβώς, την ασθένεια της τυραννικής επανάληψης της κάθε μέρας, της κάθε ζωής.

 

-Βρίσκετε ότι υπάρχει λογική στο ανθρώπινο δράμα; Κάπου ένα κάποιο σχέδιο, έστω πέρα στο βάθος, σαν προοπτική;

Μου αρέσει αυτή η ερώτηση. Δεν έχω ιδέα, πραγματικά. Στ’ αλήθεια, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει την πηγή και τη λογική στο ανθρώπινο δράμα; Μήπως ο πόνος των ανθρώπων δεν είναι μια αυτονόητη συνθήκη για όσα ζούμε; Αν θα ‘πρεπε να απαντήσω με την καρδιά μου, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, καμία στρατηγική κίνηση, όμως κάπου στα σπλάχνα της ανθρώπινης φύσης, κρύβεται σαν αόρατο νήμα, μια καρδιά που δε θα σταματήσει να χτυπάει.

 

-«Ο θάνατος των ανθρώπων» πώς θα μπορούσε, έστω συμβολικά, να ανασταλεί;

Με αυτή την προτροπή θα κλείσω «Ακυρώστε όσους θανάτους μπορείτε…»

 

* Μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top