Fractal

Η «θορυβώδης» ησυχία του Δημήτρη Παπαϊωάννου *

Από τον Γιάννη Παναγόπουλο //

 

DIM PAP

 

Δεν θα μείνει ήσυχος για πολύ ακόμα. Η υπομονή του εξαντλείται. Το γνωρίζει. Πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Είμαστε στο μπαρ του, κάπου στο Χαλάνδρι. Είναι Κυριακή απόγευμα. Στο τραπέζι απέναντι υπάρχει ένα μισογεμάτο ποτήρι με, νομίζω, Μαρτίνι και δίπλα του ένα πιάτο με λιαστές ντομάτες και μικρά κομμάτια από διαφορετικά είδη τυριών. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, όχι ο χορογράφος αλλά ένας άνθρωπος που κουμάντο στη ζωή του κάνει η μουσική, σηκώνει το κεφάλι ψηλά. Πίνει μία γουλιά από το ποτό του. Μένει για λίγο σιωπηλός και μετά λέει κάτι αναπάντεχο: «Ο θόρυβος με ηρεμεί, μου δίνει γαλήνη». Ο Παπαϊωάννου έχει περάσει σχεδόν από κάθε πόστο που μπορεί να απασχολήσει μία μουσική δραστηριότητα. Μουσικός παραγωγός, D.J., διοργανωτής συναυλιών. Ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Synch θεωρεί πως ο καιρός που θα μοιράσει μία νέα παρτίδα μουσικών πράξεων πλησιάζει. Δεν είναι πως έχει κάποιο business plan στο μυαλό του. Ποτέ δεν είχε. Ακόμα και την εποχή που το φεστιβάλ Synch ήταν στο καλλιτεχνικό του αποκορύφωμα αλλά ταμειακά έμπαζε από παντού, εκείνος έλιωνε στην ιδέα πως προσκαλούσε στο φεστιβάλ καλλιτέχνες που το έργο τους όριζε την αξία των λέξεων «πρωτοποριακό παρόν»…. ή κάτι σαν κι αυτό.

 

– Θυμάσαι το πρώτο σου D.J. σετ;

Πρέπει να ήμουν επτά ετών. Στο σπίτι κόλλαγα με τις ώρες μπροστά στο στερεοφωνικό. Έκανα αλλαγές τραγουδιών χωρίς μίκτη. Απλώς στριφογυρίζοντας το κουμπί του ενισχυτή, πότε στην ένδειξη «Phono» για να ακούγεται το πικ–απ και πότε στην ένδειξη «Tape» για να ακούγεται το κασετόφωνο. Μετά άρχισα να παίζω μουσική στα σχολικά πάρτυ. Είχε πολλή πλάκα εκείνη η φάση. Έκανα παρέα με μεγαλύτερα παιδιά από μένα. Ήμασταν απλώς πιτσιρίκια που ήθελαν να διασκεδάσουν. Όπως και να έχει, από τότε έμαθα πώς είναι να εκτίθεμαι σε άλλους. Έχω παίξει σε μεγάλα κλαμπ στο εξωτερικό. Έχω παίξει σε επιλεγμένους χώρους στην Ελλάδα. Αυτό που έμαθα όλα αυτά τα χρόνια είναι πως πρέπει να βγάζω την ίδια προσμονή, το ίδιο συναίσθημα σε όσους με ακούν. Δεν έχει σημασία αν είναι πέντε ή είναι δύο χιλιάδες άτομα. Τώρα που το σκέφτομαι, όταν παίζω για λίγους ανθρώπους αλλάζω τη ροή του προγράμματός μου. Τα καλά κομμάτια τα βάζω νωρίς. Τους τιμώ με τον τρόπο μου έτσι. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να ξενυχτήσουν απλά και μόνο για να ακούσουν τα κομμάτια που «πιστεύω» περισσότερο.

 

– Από τα D.j. σετ των παιδικών σου χρόνων έφτασες στη φάση της οργάνωσης φεστιβάλ. Από το τότε στο σήμερα, όλο αυτό το πράγμα, πώς ωρίμαζε μέσα σου;

Εδώ και χρόνια έχω ξεκαθαρίσει ορισμένα πράγματα γύρω από τη σχέση που διατηρώ με τη μουσική. Μπορεί να είναι μία ραδιοφωνική εκπομπή ή η οργάνωση πάρτυ. Η οργάνωση φεστιβάλ ή ένα απλό D.J. σετ. Ό,τι κι αν είναι, βλέπω τα παραπάνω σαν μια ιδέα που η λέξη «εξωστρέφεια» την περιγράφει ιδανικά. Δεν θεωρώ πως είμαι ιδιοκτήτης της μουσικής που παίζω ή ακούω. Θεωρώ πως ίσως σε έναν βαθμό την κατέχω τεχνικά. Δεν πιστεύω πως όποιες γνώσεις και αν έχω γύρω από την μουσική είναι ένα μυστικό που πρέπει να διατηρήσω για πάρτη μου. Σε ένα D.J. σετ αν κάποιος ρωτήσει: «Ποιο είναι το κομμάτι αυτό;» θα του απαντήσω. Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που κρύβονται. Το αντίθετο. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που δεν κρύβονται. Είμαι ένας από αυτούς. Πάνω απ’ όλα θεωρώ πως η μουσική, το ψάξιμό της, διατηρεί σε ισορροπία τη ζωή μου. Και η διαρκής εξέλιξή της με κρατάει σε έλεγχο σαν άνθρωπο. Κάποιοι στιγμή, σε μία φάση που δεν αισθανόμουν καλά, που νόμιζα πως το κεφάλι μου θα έσπαγε, πήγα στον ψυχίατρό μου λέγοντας: «Νιώθω πως χάνομαι, πως σβήνω ρε παιδί μου». Απάντησε, ρωτώντας: «Πόσο καιρό έχεις να ακούσεις μουσική;». Του είπα: «Τι λες τώρα;;;;;» Φρίκαρα. Και αυτό γιατί συνειδητοποίησα πως είχα καιρώ να ακούσω κάτι.

 

– Θα ήθελα να επιστρέψουμε στη φάση της ζωής σου που η μουσική γίνεται επάγγελμα. Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή;

Μπήκα στα βαθιά του κόλπου παραγωγής μουσικών event στην Ιταλία. Έζησα δέκα χρόνια εκεί. Αρχικά στη Νάπολη, μετά στην Μπολόνια. Εκεί πήρα και το μεταπτυχιακό μου στην Ακουστική. Η περίοδος της Ιταλίας συνέπεσε με το «μπαμ» της ηλεκτρονικής μουσικής. Ήταν μέσα της δεκαετίας του ’90 και εγώ αισθάνθηκα λες και ήμουν στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή, για να αναπτύξω το πάθος μου μαζί της. Άρχισα να έρχομαι σε επαφή με κοινωνικούς χώρους και καταλήψεις που είχαν συγκλονιστικό πολιτιστικό υπόβαθρο. Ξημεροβραδιαζόμουν σε μία αριστερού χαρακτήρα κατάληψη που ονομαζόταν Link και στεγαζόταν σε παλιά φαρμακαποθήκη. Στις συναυλίες που γίνονταν εκεί, η τιμή εισόδου δεν ξεπερνούσε τα 5 ευρώ. Στις αίθουσες του κτιρίου γίνονταν απίστευτα πράγματα. Στον έναν όροφο μπορεί να έπαιζε ο Jeff Mills, στον άλλο ο Aphex Twin, στον άλλο οι Autechre. Ήταν μία φάση που την παρακολούθησα σε πρώτο πλάνο. Ήταν μία κατάληψη σαν εκείνες που υπάρχουν στην Ισπανία, τη Γερμανία ή άλλες χώρες της Ευρώπης. Εκεί είδα, άκουσα, γνωρίστηκα με ανθρώπους που τότε δεν είχα ιδέα για το αν και κατά πόσο θα γίνονταν μεγάλοι. Μιλάμε για καλλιτέχνες που ξεκίνησαν από το pure αντεργκράουντ και σήμερα έχουν επιτυχία. Μπράβο τους. Μπορεί σήμερα να παίζουν για 25.000 δολάρια αλλά θεωρώ πως δεν «πούλησαν» την καλλιτεχνική τους συνέπεια στο πέρασμα του χρόνου.

 

– Κάποια στιγμή έφυγες από την Ιταλία. Επέστρεψες στην Ελλάδα. Πότε έγινε αυτό;

To 2004. Και θυμάμαι πως, λίγο νωρίτερα, με τον φίλο και κουμπάρο μου, τον Γιώργο τον Καρναβά που δουλεύει στην «Steffi» (εταιρεία παραγωγής), συζητούσαμε για διάφορα πράγματα που είχαν σχέση με τη μουσική. Ήδη από τα χρόνια της Ιταλίας είχα μπει βαθιά στον χώρο των φεστιβάλ. Είχα τις επαφές, ήμουν μία καλή περίπτωση για κάποιον που θα ήθελε να κάνει πράγματα μαζί της στην Ελλάδα. Ίσως ήμουν λίγο αφελής γύρω από τον τρόπο που προσεγγίζουμε εδώ τα φεστιβάλ, τις συναυλίες, τις δράσεις πολιτισμού γενικότερα αλλά αυτό το βλέπω σήμερα. Τότε ήμουν παθιασμένος με την ιδέα δημιουργίας ενός φεστιβάλ που θα στέγαζε το παρόν της ηλεκτρονικής μουσικής σε όλες του τις διαστάσεις. Το πρώτο Synch έγινε το 2004 στο Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου. Έναν χώρο που όταν τον πρωτοαντίκρισα έμεινα έκθαμβος. Η ιστορία του πάρκου έδενε τέλεια με την αισθητική της μουσικής, των τεχνών γενικότερα, που θέλαμε να φιλοξενήσουμε. Θεώρησα το Λαύριο ιδανικό να στεγάσει τα όσα οραματιζόμουν. Και αυτό ίσως ήταν χαζό. Στη διάρκεια της ζωής μου, για τη μουσική, έχω ταξιδέψει μέχρι και στο πιο απίστευτο κωλοχώρι στην άκρη της γης για να δω–ακούσω κάτι που θα μου άρεσε. Θεωρούσα πως το Λαύριο ήταν διπλά από την Αθήνα. Έκανα λάθος. Δεν φανταζόμουν πως ένα ταξίδι μιας ώρας από την πόλη θα μπορούσε να είναι αποτρεπτικό για τον κόσμο. Ίσως, μέσα μου, ακόμα το ίδιο πιστεύω. Και τσαντίζομαι όταν σήμερα με βρίσκουν άτομα λέγοντας: «Ρε Δημήτρη χάσαμε το Λαύριο ρε γαμώτο….». Αν όλοι στήριζαν εκείνη την ιδέα, το Synch στο Λαύριο, θα ήταν μία υπέροχη φάση. Τι κρίμα. Τι κρίμα; Δεν ξέρω. Τo Synch ψηφίστηκε το καλύτερο φεστιβάλ της Ευρώπης το 2006 στα Electronic Quartz Music Awards. Και αυτό δεν το βγάλαμε προς τα έξω. Το φεστιβάλ τα τρία πρώτα χρόνια έγινε στο Λαύριο. Μετά μεταφέρθηκε στην «Τεχνόπολη» στο Γκάζι. Εντάχθηκε στο «Φεστιβάλ Αθηνών». Οι συνεννοήσεις με τους ανθρώπους του φεστιβάλ (σ.σ. Αθηνών) ήταν δύσκολες. Ο τρόπος αντίληψής τους γύρω από τον όρο «οργάνωση παραγωγής μουσικού φεστιβάλ» ήταν αστείος. Στην αρχή θεωρήσαμε πως η μεταφορά του Synch στην καρδιά της Αθήνας θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις τύπου «Το πάρτυ της πόλης». Κάναμε ξανά λάθος. Με μεγάλο ψυχικό κόστος κάποια στιγμή καταλάβαμε πως η προσπάθεια μας δεν είχε νόημα. Το Synch ήταν ένα φεστιβάλ που το αγάπησα πολύ. Πέντε χρόνια από την τελευταία του έκδοση ο κόσμος με ρωτά ακόμα γι’ αυτό.

 

– Χωρίς διάθεση νοσταλγίας, ποιο ήταν το gig του φεστιβάλ που οργάνωσες και δεν θα ξεχάσεις ποτέ;

Τα θυμάμαι όλα. Υπέροχη, για μένα, ήταν η εμφάνιση των Tortoise. Αυτή η μπάντα από το Σικάγο με μάγεψε. Θυμάμαι πως είχα καθίσει στην κονσόλα του ήχου και τους άκουγα εκστασιασμένος. Είχα ενημερώσει τα άλλα παιδιά της παραγωγής πως ό,τι και αν συμβεί στη διάρκεια εκείνου του λάιβ, δεν θα έπρεπε να με ενοχλήσουν. Ήμουν «καλωδιωμένος» και από την ενδοεπικοινωνία άκουγα τους άλλους να σκούζουν: «εεεεε πήγαινε εκεί! Κάνε αυτό!!!» αλλά εγώ είχα μείνει άφωνος με το μεγαλείο του ήχου τους. Θυμάμαι και το λάιβ των Tuxedo Moon με τη συμμετοχή του Γιώργου Μάγκα. Τότε, το 2005, η αστυνομία του Λαυρίου μας είχε ενημερώσει πως οι συναυλίες στους ανοιχτούς χώρους του Τεχνολογικού Πολιτιστικού Πάρκου έπρεπε να τελειώσουν αυστηρά στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Η κοινωνία της περιοχής βοούσε πως εμείς ήμασταν βαρόνοι ναρκωτικών και πως στο χώρο του φεστιβάλ γίνεται εμπόριο παράνομων ουσιών. Η εντολή του διοικητή της αστυνομίας ήταν ρητή. Και έπρεπε να γίνει σεβαστή πάση θυσία. Εκείνη τη βραδιά οι Tuxedo Moon ολοκλήρωσαν το λάιβ στο θέατρο του πάρκου την προκαθορισμένη ώρα, όμως ο Γιώργος Μάγκας δεν έλεγε να σταματήσει. Κάποια στιγμή σαλτάρισα στη σκηνή, πήγα δίπλα του και κόλλησα το στόμα μου στο αφτί του φωνάζοντας: «Γιώργο έχει περάσει η ώρα. Πρέπει να κατέβεις τώρα!!!» Eκείνος με χτύπησε στην πλάτη και άρπαξε το μικρόφωνο λέγοντας: «Ρε παιδιά ο Δημητράκης…. o Δημητράκης… πάμε ένα ακόμα κομμάτι για πάρτη του!!!!!» Εγώ είχα φρικάρει. Γνώριζα πως ασφαλίτες κυκλοφορούσαν μέσα στο φεστιβάλ κοιτώντας τα ρολόγια τους μπας και παραβούμε την εντολή του διοικητή τους.

 

– Τι είναι το Synch σήμερα για σένα;

Μέρος της ζωής μου. Μία πράξη που παρουσίαζε το παρόν της μουσικής έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του την ευεργεσία του παρελθόντος. Οι συμμετοχές των Tony Allen και Bill Laswell τίμησαν αυτό που λέω. Όπως και να έχει, όπως και να είχε, εγώ σήμερα συνεχίζω να κάνω πλάνα, να σκέφτομαι ιδέες γύρω από τη μουσική. Το μπαρ «Σπίτι» που στήσαμε στην γειτονιά που μεγάλωσα, το Χαλάνδρι, είναι ένα μεγάλο κουλ μέρος που άνθρωποι έρχονται, ακούνε μουσική και μετά φεύγουν με εκείνον ή εκείνη που θέλουν. Οι D.j.’s του μαγαζιού είναι δισκοθέτες που εμπιστεύομαι για το γούστο τους. Δεν ξέρω. Ίσως επειδή για μένα κόσμος χωρίς θόρυβο δεν νοείται, λέω πως σύντομα θα παρουσιάσω ξανά κάτι που θα είναι αρκετά μεγάλο. Ίσως μεγάλο όσο το Synch. Το έχω δουλέψει στο μυαλό μου. Θα γίνει κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια.

 

* Μερικά σκόρπια mix του Δημήτρη Παπαϊωάννου μπορείτε να ακούσετε εδώ:

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top