Fractal

Ο κλωβός του καθενός

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Οι εγκλωβισμένοι» του Δημήτρη Οικονόμου, Εκδ. Ικαρος, σελ. 232

 

Μια πόλη ρημαγμένη, με μόνη ελπίδα το χαμό της κι ακόμη χειρότερα: τον εγκλωβισμό της μέσα σε τείχη αδιαπέραστα. Και μέσα της άνθρωποι• απλοί, καθημερινοί, δίχως τίποτα το σπουδαίο να έχουν να επιδείξουν πέραν της μικρής, ταπεινής ζωής τους. Άνθρωποι σαν όλους τους ανθρώπους: εσείς, εγώ, ο Βασίλης, η Μαίρη, ο Άκης, ο μικρός μετανάστης Καμάλ, ο σκύλος που τον φωνάζουν Κάλο.

Η ιστορία του Δημήτρη Οικονόμου είναι σαν ένα τραγούδι με νότες χαμηλές. Δίχως εξάρσεις ή τυμπανισμούς. Ακόμη και η μικρή χαρά ή λύπη ακούγονται σιγά, σχεδόν υπαινικτικά. Οι ήρωες του μυθιστορήματός του είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Ο Βασίλης μια ζωή έβγαζε φωτοτυπίες κάθε είδους. Μεσήλικας πλέον, έφτασε να συνομιλεί με το παλιό μηχάνημα (τη Θάλεια), να κρυφοδιαβάζει αυτά που του δίνουν να φωτοτυπήσει (ειδικά αν είναι κείμενα επίδοξων συγγραφέων) και να ζει με τη μοναξιά του. Από μικρός έχασε τον πατέρα του, η μητέρα του έγινε ο τύραννος της ευταξίας, ο αδελφός του ένα πρωί χάθηκε. Του έμεινε η δουλειά του που πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο και ένα ανυπόκριτο ενδιαφέρον, σε βαθμό συμπόνιας, για τον διπλανό του: όποιος κι αν είναι. Νοιάζεται για τον υπάλληλό του Άκη, βοηθάει ένα μικρό προσφυγόπουλο, τον Καμάλ, που μένει στην ίδια πολυκατοικία με αυτόν, ταΐζει ένα αδέσποτο σκυλί, τον Κάλο, και τον νιώθει σαν να είναι δικό του από κουτάβι. Είναι ένας άνδρας που προσπαθεί να αντισταθεί στο ζόφο των ημερών με μόνο όπλο την ανθρωπιά του. Μια ημέρα υπό βροχή (σε αυτή την πόλη σχεδόν πάντα βρέχει), θα γνωρίσει τυχαία την Μαίρη. Μια συμβολαιογράφο, επίσης μέσης ηλικίας, που κουβαλάει το δικό της σταυρό: παιδί δεν κατάφερε να κάνει, ο σύζυγός της την παράτησε, κι εκείνη άφησε τον εαυτό της να ρημάξει. Τίποτα δεν υπάρχει να της δώσει το ζωτικό φιλί της ζωής, τίποτα να την κρατήσει από την πτώση. Τούτοι οι δύο άνθρωποι θα έρθουν κοντά, κρατώντας πάντα αμοιβαίες αποστάσεις. Θα συνδεθούν σαν δύο ξένοι που βρέθηκαν τυχαία. Κι όσο πιο κοντά έρχονται, τόσο τα ρήγματα του ενός και του άλλου θα ανοίγουν. Τόσο θα έχουν να αντιπαλέψουν τις σιωπές τους (οι άνθρωποι έχουν κυριευτεί από σιωπόνια που λέει και ο Οικονόμου). Οι απώλειες δεν κρύβονται, ούτε και οι αμυχές του χρόνου. Μα, ούτε και η πόλη, η Αθήνα, μπορεί να κρύψει τα τραύματά της – δεν είναι και λίγα. Οι άνθρωπο φεύγουν, τα μαγαζιά κλείνουν, οι δρόμοι είναι αδιάβατοι. Και μέσα σε όλα εξυφαίνεται ένα σχέδιο απομόνωσής της με τείχη, έτσι ώστε να μην απλωθεί η φτώχεια στα ακριβά προάστια. Ο Καμάλ πάει σχολείο και εργάζεται στο εργοτάξιο που φτιάχνει τα τείχη. Έτσι ενημερώνει καταλλήλως τον Βασίλη και την Μαίρη, αλλά αυτοί έχουν άλλα ζητήματα να λύσουν. Η Μαίρη ζητάει από τον Βασίλη να πάρει στα χέρια του τη μοίρα της, να λύσει τον γόρδιο δεσμό που την τυλίγει, να δώσει το τελειωτικό χτύπημα του χαμού της. Η συμφωνία που κάνουν περιλαμβάνει τον Καμάλ σαν να είναι το τελευταίο ίχνος ελπίδας για το μέλλον.

 

egklovismenoi_cover

 

Η ιστορία είναι αυτή που είναι. Έχει κι άλλες εκβολές, δεν έχει νόημα να ειπωθεί ολόκληρη εδώ. Ας κρατήσουμε ότι είναι ένα βαθιά ανθρώπινο βιβλίο που ζει τους ήρωές του σαν να είναι αληθινοί: σίγουρα είναι. Ο τοπικός προσδιορισμός είναι εμφανής: έχουμε να κάνουμε με την Αθήνα της κρίσης. Ο χρονικός προσδιορισμός δεν δηλώνεται, αλλά δεν είναι δύσκολο να τον υποθέσει κανείς. Οι προθέσεις επίσης είναι ευδιάκριτες: η σημερινή οριακή κατάσταση της χώρας είναι το πρόπλασμα για να φτιαχτούν οι μικροιστορίες των ηρώων. Μέσα από μια κατάσταση απόλυτης κατάπτωσης, οι άνθρωποι του Οικονόμου προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους, να ξεφύγουν από τα τείχη που τους χτίζουν γύρω τους και τα άλλα που ορθώνουν οι ίδιοι μέσα τους. Είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο μέσα στην εκθετική σκοτεινιά των περιγραφών. Είναι ορθό άραγε να μιλάς για το σήμερα που δεν έχει τελειώσει; Να μια κουβέντα που δεν έχει τέλος και που αφορά στην αξία και της παγίδες της συγκαιρινής λογοτεχνίας. Όπως και να έχει, ο Οικονόμου μιλάει για το σήμερα και το κάνει τίμια. Δεν βγάζει πολιτικό λόγο, δεν κραυγάζει. Όταν, δε, αφήνει τους ήρωές του να μιλήσουν μόνοι τους, από καρδιάς, τότε το μυθιστόρημα αποκτάει σφρίγος και παλμό ανθρώπινο. Όταν παρεμβάλλει συγγραφικές επεξηγήσεις που υφολογικά παραπέμπουν στον Ζοζέ Σαραμάγκου (κάτι εντελώς αχρείαστο), τότε ο βηματισμός εκτρέπεται.

Συνολικά, πάντως, έχουμε να κάνουμε με ένα χαμηλόφωνο μυθιστόρημα που δεν προδίδει τις προθέσεις τους, που η επίγευσή του είναι γλυκόπικρη και η αλήθεια του είναι πρόδηλη και ευκρινής.

Ο Δημήτρης Οικονόμου

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top