Fractal

Ο ξανακερδισμένος μας Χρόνος

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 «Εμένα μου λες», Δημήτρης Φύσσας, εκδ. ΑΩ, σελ. 40

 

 

«Μια και δεν πέθανα το ’13

Και συνεχίζω του γραφιά την πλεύση,

Αν του ’ρθει κανενός να με βραβεύσει

Δηλώνω από τώρα ασυμφωνία.

Βραχείες λίστες και βραβεία δε μου κάνουνε

Εκδότες, αναγνώστες, ίντερνετ μού φτάνουνε.»

[«Μια και δεν πέθανα το ΄13»]

Ειρωνικά τρυφερός, αυτοσαρκαστικός, άμεσος και πικρός, θυμίζοντας Καρυωτάκη στο πικρό χιούμορ, ο Δημήτρης Φύσσας στην καινούργια του ποιητική συλλογή «Εμένα μου λες», ξεκινά απ’ τα δύσκολα: ήτοι απ’ τον θάνατο. Ή μάλλον την επίγνωσή του. Την βεβαιότητά του που αποτελεί και το μέγιστο μάθημα ζωής, όπως ισχυριζόταν ο Σικελιανός.

Ε από κι ύστερα στην καθημερινότητα όλα είναι ποίηση.

«Αγύριστο κεφάλι» στα βασικά, «ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος» ταυτοχρόνως, καθαρός και ρομαντικός αλλ’ εν τούτοις ρεαλιστής στα βασικά, αναγνωρίζει τη δύναμη που, ούτως ή άλλως, διαθέτει, στο να αντικρίζει τα πράγματα αφ’ υψηλού και από μακριά:

 

«Θα μ’ εκτιμήσουν μετά θάνατο κάτι περίεργοι τύποι

Όσοι θ’ ανακαλύψουν τους συγκεκριμένους κυνισμούς

Και μιαν απόσταση απ’ τα πράματα» [«Εμένα μου λες»]

 

Πατώντας ωστόσο στη γη. Εξάλλου για τον Δημήτρη Φύσσα όλα είναι δρόμος. Περιπατητής από τους λίγους, εραστής των Αθηνών, των αυθεντικών και των ταπεινών, λειτουργεί –θέλοντας και μη- καθαρά ιδιοσυγκρασιακά, σαν Νώε. Η ποίησή του από παλιά μοιάζει με Κιβωτό, «Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους» μας λέει από το 1972.

Η Πόλη, εξάλλου, παραμένει και η μοναδική σταθερά:

 

«Η πόλη αυτή θα λιάζεται σα θα ’χουμε πεθάνει.

Πάντως τα τρόλεϊ, κίτρινα, τώρα κυριαρχούν

Μαζί με τα παλιά, κλειστά περίπτερα της κρίσης

Τα ταχυδρομικά κουτιά και τα ταξί.

Λοιπόν, στο Τέρμα του «11» οι οδηγοί καπνίζουν

Μιλάν στο κινητό και πίνουν κόκα κόλα περιμένοντας

Μετανάστες, γριές, νοικοκυρές, πρεζόνια

Και κάτι ξεχασμένους συνταξιούχους, κουστουμάτους

Που δεν παρέλειψαν καν τα γιλέκα τους— μα εντελώς ’50

Να πει ο σταθμάρχης «Φύγε» για την άλλη άκρη της πόλης

Κατά τα μελαγχολικά τα καφενεία Κουλών ή Κονοστάσι

Το Ντάνκαν, του Τζελέπη και το Λόφο Γερμανού

(Αχ Λαδομάτα Λαδομάτα, «δεν έβλεπα το νόημα τότε»).

Στα τρόλεϊ, στον ηλεκτρικό, στα λεωφορεία—

Ποτέ δε νοιάστηκα για καλοπέραση και λούσα.»

[«ΠΑΤΗΣΙΑ – ΝΕΑ ΕΛΒΕΤΙΑ»]

 

Στα μόλις 19 ποιήματα της συλλογής, όλο το απόσταγμα των τελευταίων δεκαετιών: άνθρωποι που πίστεψαν και προδόθηκαν, τόποι που δόθηκαν αντιπαροχή, κήποι που παρά ταύτα άνθισαν, κτήρια που γκρεμίστηκαν, λεωφόροι που ανοίχτηκαν, και άνθρωποι ταπεινοί και καθημερινοί που αποτελούν το άλας της γης. Γελασμένοι αλλά συνάμα σοφοί, ταπεινοί και γι’ αυτό ανθεκτικοί:

 

«Αυτός πέθανε νέος, σκασμένος κι άκληρος

Και ξέροντας ότι τον είχαν χρησιμοποιήσει».

 

                                                                                                                       Δημήτρης Φύσσας

 

Στις σελίδες του, «σκίουροι» ακόμα ζωντανοί [τα πράγματα όμως εμείς τα είδαμε, τα ζήσαμε κι αυτό είναι πολύ], αθλητικά παπούτσια, ζώνη, η μπλούζα με τις επωμίδες που κάποτε του χάρισε κι ας μην είμαι πια μαζί [δικό μας είναι μόνο εκείνο που χάθηκε, τα άλλα όλα υπόκεινται στην αέναη αλλαγή], παλιοί σύντροφοι που στην καλύτερη των περιπτώσεων απόμειναν φίλοι καλοί, αυτοβιογραφείται και μέσα απ’ αυτά την γενιά του βιογραφεί αναζητώντας εντούτοις ως περιπατητής το «τί υπάρχει»:

 

«Έπαιξα μπάλα σε οικόπεδα άχτιστα, στους δρόμους

Δούλεψα σ’ εργοστάσιο με σόμπες και καλοριφέρ

Πρόλαβα αυτά που κι αν κοιτάξετε, δε θα τα δείτε

Νερό απ’ το πηγάδι, στάμνες, λάμπες πετρελαίου

Γυφτάκια με ξύλα καρότσια σούπερ μάρκετ

Στην παράγκα από τζίγκο, χάρμποτ κι ανάπτυγμα του ντενεκέ

(Του ντενεκέ απ’ το λάδι — πού να καταλάβεις

Σου μιλάω για φτωχόσπιτα τα πήρ’ ο δρόμος

Το 2004, Κύμης και Λούη Σπύρου,

Και πού να τα προσέξεις, μες τα κλέη των πέντε κύκλων).

Ήμουνα αριστερός σα νέος ευκατάστατος

Μα έφυγα απ’ τα κόμματα νωρίς, φτωχότερος απ’ ό,τι μπήκα:

Σοφότερο σε κάνουν οι μη βεβαιότητες—

Η φτώχεια όμως να δεις πόσο σοφότερο σε κάνει».

[«Πρώιμη αυτοβιογραφία»]

 

Στους στίχους του «Ελεγεία και Σάτιρες» αλλά και «Νηπενθή», «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων», στην τελική:

 

«Άνθρωποι, σπίτια, φράγκα, δυνατότητες

Έκτοτε λείψανε, λιγόστεψαν, πεθάναν— δεν υπάρχουν.

Υπάρχει μόνο το γιουτιούμπ.» [«Τι υπάρχει»]

Συνομιλώντας με ποιητές κι ανθρώπους της εποχής του, φορώντας «κατάσαρκα» τα χρόνια που ζήσαμε,

«Ούτε περήφανος, ούτε και μη περήφανος

Είμαι επειδή γεννήθηκα και θα πεθάνω ως Έλλην

Ήταν οι μέρες μου πολύ, πολύ μακριά

Κι από τους «Επιτάφιους» κι απ’ τα «Ω ξείν’ αγγέλλειν»,

 

Αναγνωρίζει πως πια «ό,τι γράφει είναι γεμάτο καφενεία»:

 

«Ό,τι γράφω είναι γεμάτο καφενεία:

Μαρμάρινα τραπέζια, αρχαία ψυγεία, σκόνη, τσόχα,

Πατάρια όπου ποτέ κανείς δεν ανεβαίνει

Τηλεοράσεις ανοιχτές που ουδείς ποτέ προσέχει

(Εκτός κι αν είναι κάνα ματς, μάλιστα κάποιο ντέρμπι)

Και ραδιόφωνα ανοιχτά που ουδείς ποτέ ακούει.

Με γεροντάκια στις καρέκλες με καμπύλες πλάτες

Με τις απίθανες, τις πιο ετερόκλητες διακοσμήσεις

(Θα χρειαζόταν ένα ποίημα χωριστό μόνο για δαύτες)

Και —σπάνια πια— τ’ απολιθώματα: τζουκμπόξ και φλιπεράκια

Ένα μπιλιάρδο ξεχασμένο, ένα ποδοσφαιράκι χάρβαλο

«Στο βάθος κήπος» πια, παρατημένα.

ΙΙ

Δε λέω «καφετέριες», προσοχή, λέω «καφενεία»

Εκείνες είναι χώροι αλλιώτικοι, με τις γελοίες τους μουσικές

Δε λέω ««cafè», τα κομψεπίκοψα φλωράδικα,

Μα ούτε και «ρακάδικα» —μη χέσω— δεν αντέχω,

Κι ούτε βεβαίως —έσχατη πτώση— τα «ρακομελάδικα».

Εγώ γουστάρω κρότο των ζαριών στο τάβλι»

[«Ό,τι γράφω είναι γεμάτο καφενεία»»]

 

Διαβάζοντας Φύσσα τον ακούς τον κρότο των ζαριών στο τάβλι, διότι τρυφερός και πικρός, με σαρκασμό και σεβασμό ο ποιητής διασώζει τελικά και ιδεολογία και ανθρωπιά. Μπορεί ναι «η ποίηση (να είναι) το καταφύγιο που φθονούμε» αλλ’ είναι και ο μοναδικός εναπομείνας ξανακερδισμένος μας Χρόνος.

Σαράντα σελίδες που είναι, τελικά, ό,τι αντέχει σ’ αυτή τη ζωή.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top