Fractal

Διήγημα : «Ζητάτε να σας πω»

του Δημήτρη Αρβανίτη // *

 

attik_zitate

 

Στα 1930 η Αθήνα, ήταν μια πόλη, που ζούσε τα συνήθη πολιτικά πάθη Βενιζελικών και Βασιλικών. Πρωθυπουργός είχε αναδειχτεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπουργός οικονομικών ο Παναγής Βουρλούμης κι υπουργός παιδείας ο Γεώργιος Παπανδρέου. Η μικρασιατική καταστροφή, είχε περάσει στο παρελθόν κι η Ελλάδα, ζούσε σε κανονικούς ρυθμούς. Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ Σαββάτου, στην οδό Μηθύμνης 20, στη πλατεία Αγάμων της Κυψέλης. Ο κόσμος συνέρρεε στο χώρο, που εδώ και λίγο καιρό, είχε μπει στη ζωή της νυχτερινής Αθήνας κι είχε φέρει έναν αέρα ευρωπαϊκό στην μουσική της. Και τι χώρος ήταν αυτός; Δεν ήταν θεατρική σκηνή, δεν ήταν καν μουσική σκηνή. Μα ούτε αίθουσα θα την έλεγες. Η πρόσοψη έφερνε σε παλιό διώροφο σπίτι, με ζωγραφισμένα παράθυρα αλλά πραγματικό μπαλκόνι, όπου δέσποζε ένα γλυπτό, πιστή αναπαράσταση του καλλιτέχνη, σε κίνηση υποδοχής του κοινού. Δεξιά κι αριστερά της εισόδου υπήρχαν ζαρντινιέρες, που αντί για πρασινάδες είχαν φυτεμένα μακαρόνια. Κάτω απ’ το μπαλκόνι, ήταν κρεμασμένο ένα κλουβί, που αντί για κάποιο πουλί είχε σαρδέλες. Ψηλά με ζωγραφισμένα μεγάλα γράμματα διαφόρων αποχρώσεων έγραφε: «Αγαπάτε τα ζώα, τους καλλιτέχνες και αλλήλους». Μπαίνοντας, έβλεπες μικρά μεταλλικά τραπεζάκια με ψάθινες καρέκλες, τοποθετημένα άτακτα, σε μια ευρύχωρη αυλή. Στο βάθος, στη πλάτη μιας παλιάς πολυκατοικίας, υπήρχε στημένο ένα πάλκο με σανίδες. Στο πίσω μέρος της σκηνής, φαινόταν μια ζωγραφιά με έντονα χρώματα, ανθρώπων σε ώρα χορού και διασκέδασης. Κι εκεί στην άκρη, ένα πιάνο περίμενε τον κύριο του, να του αποδώσει φωνή και ρόλο. Μάλλον σε φτωχή αντιγραφή των γαλλικών καφέ – σαντάν έφερνε. Οι άντρες φορούσαν ανοιχτόχρωμα κοστούμια και κρατούσαν μπαστούνια, οι γυναίκες μακριά φορέματα, καπελίνα και γάντια. Οι θεατές έπαιρναν τις θέσεις τους κι οι σερβιτόροι πήγαιναν κι ερχόντουσαν, με βυσσινάδες και πορτοκαλάδες. Σε λίγο μπιζαρίσματα και φωνές αντηχούσανστο χώρο, ζητώντας την εμφάνιση του οικοδεσπότη, αστέρα του κέντρου. Η ιστορία του μουσικοσυνθέτη τεράστια, είχε γραφτεί, κύρια στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ενώ στην Ελλάδα δεν ήταν ευρύτερα γνωστός. Στην Αθήνα, τον έφεραν τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας κι ο θάνατος της αδελφής του. Κι επειδή τότε δεν υπήρχαν οι τηλεοράσεις, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είχε δυσκολευτεί, αν και τα τραγούδια του ήταν γνωστά και τα τραγουδούσε ο κόσμος. Το ταλέντο του όμως περίσσευε και δεν μπορούσε να μείνει φυλακισμένο. Απ’ το τίποτα δημιούργησε αυτόν τον χώρο, στην Κυψέλη, μακριά απ’ τη πλατεία Συντάγματος, που βρίσκονταν όλα τα γνωστά θέατρα και τα κέντρα διασκέδασης της πρωτεύουσας. Ηθοποιοί, τραγουδιστές, μίμοι, ζογκλέρ, μπαλέτα, θεατές, που ήθελαν να τραγουδήσουν ή να πουν το μακρύ τους και το κοντό τους, έβρισκαν χώρο έκφρασης, υπό την καθοδήγηση του κονφερανσιέ μουσικοσυνθέτη. Πλέον αυτών έπαιζε πιάνο, τραγουδούσε, έκανε μιμήσεις, αυτοσαρκαζόταν, συνομιλούσε με το κοινό, προκαλούσε και πείραζε. Υπήρχε μια διαδραστικότητα ανάμεσα τους, πρωτόγνωρη για τα ήθη της μουσικής Αθήνας του τριάντα. Κι οι συνθέσεις του ρομαντικές, ερωτικές, πραγματικές κι οι περισσότερες αυτοβιογραφικές. Παρότι δεν είχαν στιλ ελληνικό, άρεσαν. Ήταν κάτι διαφορετικό σαν ηχόχρωμα, σαν ρυθμός, όμως οι στίχοι του ήταν καθαρά ελληνικοί κι άγγιζαν τις ψυχές όλων.

Βγήκε στο πάλκο, κάτω απ’ τον λαμπερό ουρανό της αθηναϊκής νύχτας. Μια μυρωδιά γιασεμιού κυριαρχούσε στον χώρο. Φορούσε τα συνηθισμένα του ρούχα, λευκό κουστούμι, λευκό πουκάμισο και μαύρο παπιγιόν. Στα σαράντα πέντε του ήταν, μικροκαμωμένος, με μαύρο μαλλί, που έπεφτε μπροστά και δεξιά, σ’ ένα πρόσωπο φωτεινό, που ακτινοβολούσε ενέργεια και ζωντάνια. Πήγε στο μικρόφωνο και καλησπέρισε, αρχίζοντας με τα συνηθισμένα του αστειάκια, σατιρίζοντας πότε την οικονομική κατάσταση, πότε τη κυβέρνηση κι άλλοτε τον ίδιο ή τους θεατές. Τη στιγμή εκείνη, ένα ζευγάρι μπήκε στο χώρο και κατευθύνθηκε στη πρώτη σειρά. Ολονών τα βλέμματα γύρισαν προς το μέρος τους. Όχι μόνον γιατί ήταν εντυπωσιακό ζευγάρι. Εκείνη, ψηλή κορμοστασιά, μελαχρινή με πλούσιο μαύρο μαλλί, χωρισμένο στη μέση και πιασμένο πίσω, προχωρούσε γεμάτη έπαρση και αυτοπεποίθηση. Ο άντρας ευθυτενής, αριστοκρατικός με περιποιημένο μουστάκι, μπεζ κοστούμι κι ίδιο χρώμα καπέλο με γείσο, συνόδευε τη θεά μένοντας δυο βήματα πίσω. Ο καλλιτέχνης χλόμιασε, αλλά ποιος να το προσέξει κάτω απ’ το φως των προβολέων που έλουζε τη σκηνή; Ήταν η γνωστή ηθοποιός Μαρίκα Φιλιππίδου κι ο ίλαρχος Σταμάτης Μερκούρης, γιος του Δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη. Είχαν έλθει να δουν τον αρτίστα Κλέωνα Τριανταφύλλου, τον Αττίκ.

 

αρχείο λήψης

 

Κι εκείνος; Ούτε ήξερε που βρισκόταν. Σε λίγο αποσύρθηκε, βγάζοντας στη σκηνή τη τραγουδίστρια, που είχε για το δεύτερο μέρος. Πήγε στο καμαρίνι του, άναψε τσιγάρο κι η ζωή του γύρισε είκοσι χρόνια πίσω. Τότε, στο Παρίσι του 1910, που η ζωή τον καταδίκασε, με τον θάνατο του ενός χρόνου γιού του και της γυναίκας του, έξι μήνες αργότερα. Ήταν απελπισμένος και προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, να συνεχίζει να ζει και να δημιουργεί. Γνώρισε αυτό το εκπληκτικό πλάσμα, τη Κωνσταντινοπολίτισσα ποιήτρια και ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου, με τα υπέροχα μεγάλα και καταγάλανα μάτια. Την ερωτεύτηκε, με όλη τη καλλιτεχνική του ψυχή και τη παντρεύτηκε. Για εκείνη είχε γράψει το θρυλικό τραγούδι, «Είδα μάτια πολλά», το οποίο αγαπήθηκε κι η ιστορία του είχε γίνει γνωστή, σε όλη την Αθήνα.

Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
και ν ανάβουν την ψυχή μου
μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιο γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά

Την επήρε και πήγαν στα ξένα
και ταξίδεψαν σ’ όλη τη γη
μ’ αυτή δεν αγαπούσε κανένα
και τον άφησε μίαν αυγή
Τότε αυτός που είχε χτίσει παλάτια
στις γωνιές της φτωχής γειτονιάς
Τραγουδούσε “τέτοια μάτια,
αν τα χάσω θα γίνω φονιάς”
Τραγουδούσε της όμορφης νιάς κι έκλαιγε ο ντουνιάς!

imagesΤο 1914, εκείνη τον εγκατέλειψε για άλλα μάτια πιο νέου και ωραίου. Του πολύφερνου νεαρού γόνου, του δήμαρχου Σπύρου Μερκούρη, τον οποίο μετά το διαζύγιο της, παντρεύτηκε. Μεγάλο το χτύπημα για τον Αττίκ, αλλά η ζωή συνεχίστηκε. Γνώρισε πολλές γυναίκες κι έκανε ένα τρίτο γάμο με τη Ρωσίδα Σούρα. Όμως η παλιά πληγή για τα γαλανά μάτια της Φιλιππίδου ήταν πάντα χαίνουσα, βαθιά μέσα του. Και τώρα ήταν μπροστά του. Να το έκαναν επίτηδες; Μα ποιο το όφελος, είχαν περάσει δεκαέξι χρόνια. Αλλά ο καλλιτέχνης, όφειλε να βγει και να συνεχίσει το πρόγραμμα του. Οι θεατές έπρεπε να ικανοποιηθούν, για τη προσέλευση τους, στην «Μάντρα» του Αττίκ. Βγήκε κάπως αμήχανα. Το ταλέντο του, τον βοηθούσε να ξεπεράσει τη θλίψη του. Κι ένοιωθε τα γαλανά της μάτια, καρφωμένα πάνω του. Προσπάθησε να τα δει, αλλά οι προβολείς τον τύφλωναν. Τότε κάποιος ενώ είχε αρχίσει τις συνήθεις συνομιλίες με τους θεατές, θέλοντας να τον πειράξει, φώναξε «είδα μάτια». Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Αμέσως δεκάδες χέρια άρχισαν να χτυπούν παλαμάκια, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά «εί-δα μά – τια, εί – δα μά – τια». Αμηχανία επικράτησε στο χώρο. Ο ίλαρχος με την ηθοποιό έμειναν ανέκφραστοι, αλλά σίγουρα, δεν μπορεί να αισθάνονταν άνετα. Εκείνος, κοίταξε το κοινό, που έμοιαζε να βρίσκονταν σε αρένα και ζητούσε το θάνατο του ηττημένου μονομάχου. Κι ο νικητής, ο αντίζηλος, να στέκεται εκεί, απέναντι του, με λάφυρα τα βαθυγάλανα μάτια, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε. Ζήτησε συγγνώμη πνιχτά κι αποσύρθηκε. Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με έναν μίμο. Πήγε στο καμαρίνι του. Ο πόνος, η ντροπή που ένοιωθε, η προσβολή, όλα αυτά τα απαίσια συναισθήματα, τον έπνιγαν. Πήρε ένα χαρτί και σιγομουρμουρίζοντας τον ρυθμό, μετουσίωσε τη ψυχική του κατάσταση, σε λόγια και ήχο. Έγραψε την απάντηση του στους θεατές, αλλά και στο υπερφίαλο ζευγάρι. Σε δέκα λεπτά, ήταν ξανά στη σκηνή. Χωρίς να σκάσει χαμόγελο, μελαγχολικός και θλιμμένος κάθισε στο πιάνο και παίζοντας τραγουδούσε:

Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε είδα μάτια
με σκίζετε κομμάτια

Νεκρική σιγή επικράτησε στον χώρο. Το ζευγάρι, δεν αισθανόταν καθόλου καλά πλέον. Ο Αττίκ συνέχιζε μαγευτικά:

Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει
Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις
Στο γλέντι σας αυτό
δε θα ’τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι

Οι θεατές συνεπαρμένοι, ρουφούσαν τη μελωδία και τα λόγια. Δάκρυα έτρεχαν, στα μάτια πολλών. Τα γαλανά μάτια, στη πρώτη σειρά, είχαν βουρκώσει

Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια
Γιατί βαρυγκομείς
δεν είδαμε και μείς
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες
Και μες στη συντροφιά
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά
που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι

Ο Αττίκ, έπαιξε τη τελευταία νότα στο πιάνο. Απόλυτη η σιγή στο ακροατήριο. Σήκωσε το κεφάλι του με περηφάνια πλέον, προσπαθώντας να δει τα μάτια των θεατών, των κατηγόρων. Ένας σεισμός από χειροκροτήματα δονούσε την ατμόσφαιρα. Σαν να ήθελαν να φωνάξουν, αθώος ο καλλιτέχνης, αθώος! Τα βαθιά γαλανά μάτια, είχαν αφήσει πλέον τα δάκρυα να τρέχουν. Σηκώθηκε με τη συνοδεία του Ίλαρχου και με σκυμμένο το κεφάλι, κινήθηκε προς την έξοδο. Εκείνος έκανε μια υπόκλιση στο κοινό του και αποχώρησε. Δεν ξαναβγήκε τη βραδιά εκείνη.

Η ζωή προχώρησε κι ο Αττίκ για πολλά χρόνια, συνέχισε να διασκεδάζει, το καλοκαίρι την Αθήνα και το χειμώνα την επαρχία και το εξωτερικό. Η Μαρίκα Φιλιππίδου με τα υπέροχα γαλανά μάτια, έφερε στον κόσμο ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, που στο πέρασμα των καιρών, έγινε η αξεπέραστη και το ίδιο με τη μητέρα της μοιραία, Μελίνα Μερκούρη. Ο Αττίκ, έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, με τη Ρωσίδα Σούρα και τον παντοτινό πόνο των γαλανών ματιών.

Ήταν ένα μελαγχολικό δείλι καλοκαιριού, στο κέντρο της Αθήνας, τον καιρό της κατοχής. Ο ποδηλάτης, χωρίς να το θέλει, έπεσε πάνω σ έναν Γερμανό στρατιώτη. Εκείνος, σήκωσε το κοντάκιο του όπλου του κι άρχισε να τον χτυπάει με μανία. Γεμάτος αίματα και με το πρόσωπο παραμορφωμένο, επέστρεψε σπίτι του. Συνήθιζε κάθε νύχτα να πίνει ένα υπνωτικό χάπι, για να μπορεί να κοιμηθεί. Εκείνη τη νύχτα, απ’ τη ντροπή και τον πόνο, δεν του έφτασε ένα. Πήρε και δεύτερο και τρίτο. Το πρωί ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο ιδιοφυής μουσικός Αττίκ, δεν ξύπνησε. Παρά μόνον, πέρασε απευθείας, στην αιωνιότητα. Κι ήταν, 29 Αυγούστου του ‘44. Ακριβώς 44 μέρες πριν την απελευθέρωση.

Κι εσείς βέβαια, δεν μου ζητήσατε να σας πω, αλλά εγώ εξ ιδίας πρωτοβουλίας, σας είπα, για έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, για έναν μεγάλο έρωτα και για την ιστορία ενός θρυλικού τραγουδιού.

Ζητάτε να σας πω έναν παλιό σκοπό, λαρί λαρί λαλάαα…

 

* Ο Δημήτρης Αρβανίτης γεννήθηκε το 1958 στη Παλαιομάνινα Ξηρομέρου. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Νομικά στο ΑΠΘ. Είναι Συνταγματάρχης ε.α. Διετέλεσε στρατιωτικός ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία Σόφιας και στέλεχος επιχειρήσεων στις χώρες των Βαλκανίων. Έχει γράψει το μυθιστόρημα «Ο έρωτας σκοτώνει και του πάει» και τη συλλογή διηγημάτων «Μικρές αλητείες». Έχει μεταφράσει και διασκευάσει το θεατρικό έργο του Sir Tom Stoppard «Heroes» με τίτλο «Αγριόπαπιες». Έχει μεταφράσει επίσης το θεατρικό «GLORIOUS» του Peter Quilter με τίτλο «Ένδοξη». Έχει γράψει τη μαύρη κωμωδία «Αχ κουνελάκι».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top