Fractal

Διήγημα: “Η μεταμφίεση”

Της Δήμητρας Δημητροπούλου // *

 

5634207-czs-2-553_199

 

Το χώμα κάτω από τα πόδια του είχε ένα χρώμα σκούρο, ζωηρό και ανέδυε την καθησυχαστική μυρωδιά φρεσκο-σκαμμένου κήπου. Του θύμισε τη μυρωδιά στο εργαστήριο εκείνης, εκεί που παίδευε καμιά φορά κι αυτός τον πηλό προς αγανάκτησή της. Του τον έπαιρνε από τα χέρια μισο-γελώντας, μισο-θυμωμένη. Πρέπει να του δίνεις αγάπη, για να σου δίνει κι αυτό, του έλεγε. Αυτή του έμαθε, χωρίς ο ίδιος να το υποπτευθεί, την αμφίδρομη αλληλεπίδραση με τα αντικείμενα και με τους ανθρώπους. Του το έμαθε και μετά αφαιρέθηκε από τη ζωή του, παίρνοντας μαζί τα μαθήματά της.

Στάθηκε σε ένα ύψωμα του μονοπατιού λίγο πριν τα πυκνά δέντρα με λαιμό ξεραμένο από την απότομη ανηφόρα. Τα πρώτα λίγα χιλιόμετρα ήξερε ότι ήταν πάντα τα πιο κουραστικά. Τα πιο βασανιστικά, ήταν πάντα τα λίγα τελευταία. Ήπιε το νερό του με ικανοποίηση, αλλά όχι με βουλιμία γιατί είχε μπροστά του πολύ δρόμο ακόμη. Ήπιε, και ανέπνευσε με ξαλάφρωμα τη μαγική ησυχία των ήχων της φύσης.

Το προηγούμενο βράδυ, είχε δει πάλι το ίδιο όνειρο. Ήταν σκαρφαλωμένος στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, φορώντας τον αναρριχητικό εξοπλισμό του, αλλά χωρίς σκοινί. Ήταν βράδυ και στον ουρανό φαινόταν η πανσέληνος, τόσο υπερφυσικά μεγάλη, που νόμιζε ότι θα μπορούσε να την αγγίξει τεντώνοντας απλά το χέρι. Εκεί πάνω, στην κορυφή του ουρανοξύστη επικρατούσε μια άπνοια αφύσικη και νοσηρή ενώ στα πόδια του μια πόλη έσφυζε στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της προκαλώντας μία αρρωστημένη βοή.

Τον βασάνιζε η προηγούμενη ζωή του, αυτή που έζησε κλειδωμένος σε γραφεία, ντυμένος με ασουλούπωτα κουστούμια, ενώ από μέσα, κολλημένη αμετάκλητα στο πετσί του, φορούσε τη ζώνη της αναρρίχησης. Τα χέρια του ήταν πάντα λερωμένα από χώμα και μαγνησία, τα πόδια του πάντα χωμένα σε μποτάκια πεζοπορίας, τα ρουθούνια του μύριζαν πάντα το νωπό χώμα, ακόμη και μέσα στις αίθουσες συνεδριάσεων και στα κουβούκλια των γραφείων.

Τον βασάνιζε η προηγούμενη ζωή του και ερχόταν στον ύπνο να του θυμίσει τη μεταμφίεσή του που την είχε πετάξει για να μείνει, έτσι, με τα ταλαιπωρημένα του ρούχα πάνω στο μονοπάτι. Μαζί με τη μεταμφίεση, για να απογυμνωθεί εντελώς, είχε ξεφορτωθεί άθελά του και άλλα πράγματα, που τα περισσότερα είχαν να κάνουν με εκείνη. Τα μακριά της δάχτυλα, τις καμπύλες του σώματός της πάνω στο στρώμα, τα βράδια μέσα στο πάπλωμα και τα μεγάλα της ερωτηματικά που τον έφερναν σε αμηχανία. Προπάντων όλων, το χαμόγελό της, που εκείνη το είχε εύκολο και που τον έκανε να της χαμογελά κι αυτός, δράση-αντίδραση. Μέχρι που κι αυτό χάθηκε. Δράση-αντίδραση.

Είχε μπροστά του μία απότομη ανηφόρα μέχρι να βγει έξω από τις σκιές του φαραγγιού και να χαθεί μέσα στα πυκνά δέντρα. Από κει, θα πήγαινε ακόμη πιο ψηλά, ακόμη πιο μακριά, στις κορφές που υπόσχονταν πανοραμική θέα στην κοιλάδα, μέχρι να αποφασίσει να γυρίσει. Το βράδυ, μετά το δείπνο του από ζεσταμένα φασόλια κονσέρβα, θα κοιμόταν στο νοικιασμένο του βανάκι. Θα συναντούσε ίσως πιο πριν για μπύρες τις παρέες που κατασκήνωναν εκεί κάτω και που μιλούσαν για το τώρα, ποτέ για το πριν ούτε για το μετά.

Τα αιώνια παιδιά του Yosemite Park, αυτά που κατοικούν στα βράχια και που έχουν στις τσέπες μονοδόλλαρα, τόσα όσα για το σημερινό τσιγαριλίκι και με την επόμενη περιπέτεια πάντοτε ένα βήμα μακριά. Θα λούφαζε μετά μέσα στα σκεπάσματά του, στον παλιό του υπνόσακο που μύριζε χώμα και ιδρώτα. Τώρα πια η νύχτα ήταν μοναχική, αλλά και ήσυχη, πολύ ήσυχη.

Αν της έγραφε ποτέ, αυτό θα της έγραφε, ότι από τη μέρα που γνωρίστηκαν ήδη είχε ξεκινήσει να ταξιδεύει προς την ήσυχη νύχτα που τον καλούσε και τον περίμενε να κάνει το σάλτο από τον ουρανοξύστη, έτσι όπως στο όνειρο, χωρίς ασφάλεια, χωρίς σκοινί. Και να γκρεμιστεί ή να πετάξει, πάνω από τα αυτοκίνητα, πάνω από τους ουρανοξύστες, πάνω από τα φαράγγια, πάνω, πάνω, πάνω, πάνω…

 

 

* H Δήμητρα Δημητροπούλου γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται ως οικονομολόγος.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top