Fractal

Διήγημα: “Η δημιουργία”

Της Αρετής Καμπίτση // *

 

 

f11

 

Στα πολύ παλιά χρόνια, τότε που οι θεοί διαφέντευαν τους ουρανούς και τις θάλασσες, τις πεδιάδες και τις ερήμους και ήταν οι άρχοντες της πλάσης όλης, είχαν αρχίσει να βαριούνται αφόρητα. Αποφάσισαν λοιπόν να συσκεφθούν και να αποφασίσουν τι μέλλει γενέσθαι. Μαζεύτηκαν όλοι, από όλες τις μεριές των ουρανών και κάθισαν γύρω από το στρογγυλό τραπέζι που είχε χρόνια να χρησιμοποιηθεί και η απραγία είχε εισχωρήσει σε κάθε του σχισμή.

Κάποιος είπε να ταρακουνήσουν τη γη, μα και πάλι δεν ήταν αρκετό. Κάποιος άλλος πρότεινε να φουσκώσουν τις θάλασσες και τους ωκεανούς, να τα καταπιούν όλα με μιας, μα αυτό φάνηκε καταστροφικό. Ένας άλλος σκέφτηκε να βάψουν τα νερά κόκκινα, τα δέντρα μπλε, τον ουρανό πράσινο, μα τι αλλόκοτη ιδέα ήταν αυτή;

Ακούστηκαν πολλές γνώμες, κάποιες ενδιαφέρουσες, κάποιες άλλες άνευ ουσίας. Έστυβαν το μυαλό τους, ακόμα και οι θεές που το μυαλό τους ήταν πιο κοφτερό από εκείνο των ανδροειδών θεών δεν έβγαζαν άκρη. Και τότε σηκώθηκε από την μαρμάρινη σκαλιστή λαμπερή καρέκλα του, ο πιο μικρός, ο πιο ασήμαντος από όλους. Όλοι θορυβήθηκαν, κάποια αχνά γελάκια σκέπασαν την δυσφορία της κατάστασης, κάποιοι έκρυψαν το βλέμμα με τα χέρια τους, ενώ άλλοι έξυσαν αμήχανα το κεφάλι τους.

-Να φτιάξουμε τον άνθρωπο, είπε ο ανόητος.

-Βλασφημία! Απάντησε ένας άλλος.

-Τι είναι άνθρωπος; Ρώτησε κάποιος.

-Θα τον πλάσουμε με πηλό, είπε, να σαν κι εμάς, δυο χέρια, δυο πόδια, ένα κεφάλι.

-Ανοησίες. Φώναξε κάποιος και σηκώθηκε όρθιος. Αν τον φτιάξουμε σαν εμάς, εμείς τότε θα πάψουμε να είμαστε οι άρχοντες, οι μέγιστοι όλων.

-Έχει δίκιο ο προλαλήσας, συμφώνησαν όλοι με μια φωνή.

-Θα του δώσουμε μυαλό να σκέφτεται, είπε ο πρώτος, μα όχι πολύ, θα του δώσουμε καρδιά να αισθάνεται, μεγαλύτερη από το μυαλό. Θα του φυτέψουμε τον φόβο στο αίμα του και την υπακοή στην ψυχή του.

Όλοι τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή αυτή τη φορά, παροτρύνοντάς τον να συνεχίσει.

-Με την καρδιά του θα μας αγαπά και η αγάπη του θα είναι μεγάλη και θα μας υπακούει τυφλά, αλλά κι αν θελήσει να μας αψηφήσει με το λιγοστό μυαλό του θα γεννιέται ο φόβος που θα τον επαναφέρει στην υπακοή. Τίποτα δεν θα έχουμε να φοβηθούμε από δαύτον. Θα είμαστε εμείς οι θεοί μπροστά του και θα απολαμβάνουμε την λατρεία του.

Πήγε παράμερα και γέμισε την χούφτα του με χώμα, έπειτα έλιωσε έναν σταλαχτίτη, τα έπλασε στα χέρια του και άφησε το μικρό κομμάτι από πηλό πάνω στο τραπέζι. Φύσηξε με μιας ο αρχηγός των θεών κι ένας σωρός από πηλό σωριάστηκε καταγής.

-Εμπρός λοιπόν, είπε ο πρώτος των θεών με τρανταχτή φωνή και τότε όλοι βάλθηκαν να πλάθουν τον άνθρωπο.

Τον έκαναν όχι πολύ ψηλό, μα ούτε πολύ κοντό, όμορφο, με σώμα σμιλευμένο, μάτια λαμπερά, δάχτυλα επιτηδευμένα, πόδια γερά και δυνατά. Του έδωσαν όραση και ακοή και όσφρηση και γεύση, μυαλό, καρδιά, αγάπη, μίσος, φόβο, καχυποψία, θέληση, πάθος και πόθο.

Τον εξέτασαν μια, τον εξέτασαν δυο και αφού βεβαιώθηκαν πως όλα ήσαν καλά, αποφάσισαν να τον πετάξουν στη γη.

-Σταθείτε, φώναξε τότε ο αρχηγός. Κι αν αποδειχτεί πιο ικανός στο μυαλό απ’ όσο τον φτιάξαμε, τότε δεν είμαστε προστατευμένοι. Όχι, όχι δεν τα σκεφτήκαμε σωστά.

Όλοι έπεσαν σε βαθειά περισυλλογή. Είχε δίκιο ο αρχηγός. Οπωσδήποτε κάτι μπορούσε να πάει στραβά. Έμειναν κάμποσα λεπτά έτσι σκεπτόμενοι χωρίς να τους κατεβαίνει μια ιδέα στο μυαλό.

-Μα τι θεοί είστε εσείς; φώναξε η θεά, η πιο ικανή απ’ όλες. Ξεχάσατε το πιο δυνατό απ’ όλα. Την πιο μεγάλη του αδυναμία δεν του την δώσατε. Τον θάνατο. Αυτό θα είναι το όπλο σας. Με αυτό θα τον τρομάζετε και θα τον εκμεταλλεύεστε.

-Τον θάνατο; Ακούστηκε ένα έντονο βουητό.

-Ναι λοιπόν, τον θάνατο, είπε εκείνη και πλησίασε τον άνθρωπο.

Ακούμπησε τα δυο της χέρια στο μέτωπό του, ψιθυρίζοντας λόγια ακαταλαβίστικα και τότε οι ουρανοί σείστηκαν και μαύρισαν, άνεμος δυνατός φύσηξε από παντού και οι κεραυνοί πλημμύρισαν την πλάση. Όλοι νόμισαν πως ήρθε το τέλος και άρχισαν να ωρύονται, αλλά σαν εκείνη τον φίλησε στο μάγουλο όλα σταμάτησαν με μιας.

-Αυτή είναι η δύναμή σας, είπε γυρίζοντας το πρόσωπό της προς τους υπόλοιπους. Όλα θα ξεκινούν και θα τελειώνουν με τον θάνατο. Αυτός θα είναι ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου, η αρχή και το τέλος του κι εσείς δεν έχετε τίποτα να φοβάστε γιατί όσο ζει θα σας ικετεύει να τον γλιτώσετε απ’ αυτόν.

Έτσι ο άνθρωπος έπεσε στη γη μισός, ατελής, γυμνός από θάρρος, πασχίζοντας για τη ζωή.

 

 

* Η Αρετή Καμπίτση ζει και εργάζεται στα Χανιά. Έχει γράψει δύο μυθιστορήματα («Δύο κουταλιές ζάχαρη» και «Μικροί θεοί»). Είναι ερωτευμένη με το αδοκίμαστο και το αντιδραστικό και δεν παύει να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Στο facebook θα την συναντήσετε με το όνομα areti kampitsi.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top