Fractal

Διηγήματα Fractal: “Τρεις ναυτικές ιστορίες”

Του Απόστολου Θηβαίου // *

 

 

Αουρέλια

 

Πίσω απ’ τα κλεισμένα παράθυρα, στην όχθη της παλιάς γέφυρας, μια ανάσα από τον Σαν Ισίντρο που τρεμοπαίζει βαθιά στην αμαρτία του κόσμου, ο Σιμόνε γερνά. Τ’ όμορφο πρόσωπό του, βγαλμένο απ’ τους πιο ιδεαλιστές ζωγράφους, σπάει μέρα τη μέρα. Το δωμάτιό του είναι μικρό, πολύ μικρό. Ένα αστέρι πάνω απ’ την Νάπολη και τίποτε άλλο. Ο καθρέφτης στον αντικρινό τοίχο, το παλιό τραπέζι που πάνω του αγγίχτηκαν χέρια ερωτικά, το μεσημέρι που μπορεί να καταστρέψει μια ζωή, το μεσημέρι και τα νεκρά, γέρικα πράγματά του. Γυάλινα όνειρα να δοκιμάζουν την καρδιά του. Τ’ άδειο βλέμμα, μες στους καπνούς και οι κραυγές του ήλιου που χτυπούν ίσια στο στήθος του. Ο Σιμόνε σχεδιάζει ένα μπάρκο. Κάθε πρωί επιθεωρεί τον σάκο του. Έπειτα διαβάζει στις εφημερίδες τις αναγγελίες των πλοίων. Σιγκαπούρη, Κεϋλάνη, Βαρκελώνη, Μπουένος Άιρες. Είναι ένα θαύμα πώς μες σ’ αυτό το άθλιο δωμάτιο χωρά ο κόσμος. Είναι ένα θαύμα πώς αντέχει όταν η καρδιά του σμίγει ξανά με τις ομορφότερες ιστορίες της πολιτείας του. Τότε διστάζει, κοιτάζει τον σάκο και προσεύχεται. Είναι μια αλλιώτικη στιγμή τότε, κάπως πιο προσωπική και αξεπέραστη.

Ο πόλεμος έπεσε σαν χειμώνας πάνω απ’ τ’ αλλοτινό λιμάνι. Τώρα τα πλοία δεν αναχωρούν. Σαπίζουν στην προκυμαία, κρεμασμένα απ’ το καμπαναριό του Αγίου, σαν πλούσια στολίδια στο λαιμό της αραγωνέζικης υδρίας. Οι θύσανοι στο φουστάνι της, ζωές μετέωρες που ξοδεύονται στις αποβάθρες, ο κόσμος που περνά φλεγόμενος μέσα απ’ την τέταρτη δεκαετία του, τα καραβάνια, σύνορα, λαοί που διανυκτερεύουν στις μεθορίους. Μαλλιά σταχτιά και κάρβουνο. Ο Σιμόνε θα τα καταφέρει. Το επόμενο γράμμα του θα ‘χει σφραγίδα Αργεντινής. Οι φίλοι σου εύχονται από καρδιάς, καλές θάλασσες.

Την 7η του τρέχοντος, το φορτηγό πλοίον Αουρέλια θα αποπλεύσει από το λιμένα. Οι φίλοι και οι συγγενείς των ταξιδιωτών οφείλουν να αναχωρήσουν μισή ώρα πριν την αναχώρηση. Το ταξίδι περιλαμβάνει διαδοχικούς σταθμούς, παραδόσεις χάλυβα και υγρού τσιμέντου. Οι ναυτικοί παρακαλούνται όπως δηλώσουν ειδικότητα και βαθμό κατά την αναφορά του πληρώματος. Το αρμόδιο γραφείο θα παραμείνει ανοιχτό ως και μία ώρα πριν την αναχώρηση.

Τα χρόνια είχαν πια περάσει. Ο Σιμόνε μοιάζει γερασμένος, ο σάκος του έχει καταστραφεί, η Νάπολη ζει πια μονάχα μες στην αίγλη της ιστορίας. Συλλογίστηκε για μια στιγμή τους γκρεμούς εκείνον τον καιρό. Ένιωσε που δεν μπορούσε πια να διασχίσει εκείνα τα λίγα βήματα που τον χωρίζουν απ’ την άβυσσο. Παλιός, σχεδόν αρχαίος, ο Σιμόνε υπήρξε ο άγγελος στα ερείπια της γιορτής.

 

 

Ο πιλότος

 

Τις νύχτες αναλαμβάνει το ρόλο του πιλότου. Αυτή η απασχόληση τον φέρνει κοντύτερα στην προσευχή. Η καρδιά του βαφτίζεται ξανά στους ωκεανούς. Στα ύφαλα του πλοίου του κοιμάται υγρός χάλυβας. Οι νύχτες γίνονται μοιραίες, αξέχαστες. Η μεγάλη του μοναξιά μοιάζει μ’ εκείνη των ποιητών όταν μιλούν για τον δρόμο που χάραξαν.

Το πλοίο του έχει ένα κοριτσίστικο όνομα. Νινόν, όπως το κορίτσι του τσίρκου ή τ’ άλλο του μύθου που κλείνει πάντα τις παραστάσεις με μια χαρωπή παρέλαση και ένα σμήνος εξωτικά πουλιά στο πλάι του. Θαύμασε κάποτε την ομορφιά του στην Βαρκελώνη πριν τον πόλεμο. Τώρα όλη του η ζωή είναι βυθισμένα εκμαγεία. Αύριο το πρωί πιάνουν λιμάνι. Μια αρρώστια της ψυχής και της φαντασίας τον εξαντλεί, μια αγάπη δίχως ανταπόκριση, αγγελική τον δοκιμάζει. Όμως ετούτη την ώρα οι ναύτες του φορτηγού πλοίου Νινόν βασίζονται στην αμέριστη προσοχή του. Ο ρόλος του είναι εκείνος του πιλότου. Πρόκειται για ένα καθήκον. Μες στις ομίχλες, μίλια μακριά απ’ τα γνωστά πορθμεία, μ’ υγρό χάλυβα στα πλευρικά του, στη σκιά των μουσώνων που γεννιούνται απ’ τα πιο πικρά μας μεσημέρια, ένα του λάθος μπορεί ν’ αποβεί μοιραίο. Άνθρωποι σαν τον πιλότο της μικρής μας ιστορίας σχηματίζουν τη μυθολογία της απλής ζωής. Χαρακτικά όπως εκείνος, κοσμούν τα καφενεία της Βρέστης και φτιάχνουν από το τίποτε στίχους.

 

 

Ο θίασος

 

Πριν από ένα περίπου μήνα ξεκίνησαν απ’ τη Μασσαλία. Οι άνθρωποι του θιάσου εξασφάλισαν ολόκληρο το κατάστρωμα του υπογείου. Η ζέστη είναι αφόρητη μα εδώ, σ’ αυτήν την μικρή έκταση, οι σχοινοβάτες μπορούν να δοκιμάσουν την ετοιμότητά τους. Μπορούν να βαδίσουν αποφασισμένοι, μα με απόλυτη προσοχή, αφού μια μικρή απροσεξία αρκεί για να καταστρέψει τη σπουδαία καριέρα τους. Τις νύχτες τους λιώνει ο πυρετός. Ρωτούν εξαντλημένοι για τις μέρες που μένουν, γράφουν γράμματα μ’ άγνωστους παραλήπτες, κατρακυλούν στα παλιά σώματα. Χθες αποχαιρέτησαν για πάντα το νεαρό λιοντάρι. Με τιμές, όπως αρμόζει σ’ ένα τέτοιο πλάσμα, βύθισαν για πάντα την σπάνια ομορφιά του και ντύθηκαν ξανά την κάτωχρη υπομονή.

Αυτοί οι άνθρωποι που τραβούν σ’ άγνωστες συντεταγμένες, προβάροντας έναν ρόλο, στολίζοντας τις νύχτες με τα χάλκινα φεγγάρια, ισορροπώντας σε μια αιώρηση, προβαίνοντας σ’ ένα μετέωρο βήμα, σε μια ομολογία, αυτοί είναι με τη θέλησή τους εξόριστοι. Τ’ όνειρό τους ζει πια μες στη σκιά, μέσα τους φέγγει η απειλή και ο θάνατος. Η βαθιά λαγνεία του προορισμού τους γεμίζει μ’ αντοχή. Κατοικούν λέει, την κόχη του καιρού.

 

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top