Fractal

Διήγημα: Βόρεια και αρκετά χιλιόμετρα μακριά

της Λίνας Βαλετοπούλου // *

 

shortΗ θάλασσα, όσο περνάει η ώρα, βγαίνει παραέξω, παρασέρνει βότσαλα, άμμο, σκουπίδια, τ’ ανακατεύει, τα γυρίζει προς τα πίσω, παίρνει φόρα πεισματικά να φτάσει την καρέκλα. Τα πόδια μου βρέχονται απ’ το θολό νερό, ακίνητη, κοιτάζω το κύμα και το ρυθμικό του σούρσιμο με γαληνεύει.

Σε μια φευγαλέα μου ματιά, βλέπω φιγούρες δελφινιών, το ένα πίσω απ’ το άλλο. Κάνουν άλματα, βουτιές και παλεύουν πάνω απ’ το νερό. Μετά χάνονται για να φανούν λίγο πιο μακριά κι ακόμα λίγο, ως εκεί που η θάλασσα καταλήγει μια άσπρη γραμμή. Ξεχνάω και κάνω να σηκωθώ, μα τα πόδια μου δεν υπακούν, μένουν κολλημένα στη λασπωμένη άμμο. Ο ορίζοντας μόλις που ξεχωρίζει, θάλασσα κι ουρανός γίνονται ένα.

Έφυγα στην αρχή της Άνοιξης. Άφησα πίσω το καναρίνι μου, αφού πρώτα το έκλαψα γιατί δεν ήξερα αν θα το ξαναδώ, μια γλάστρα με πανσέδες που φύτεψα πρόωρα, το κινητό, τα βιβλία μου και τα γυαλιά της πρεσβυωπίας. Μακριά από ’κει μπορούσα ν’ αναπνέω καλύτερα. Ένιωσα τον αέρα της απόλυτης ελευθερίας να με δροσίζει κι αφέθηκα άπληστα στην μυρωδιά του. Τη λάτρεψα αυτή την εσάνς ελευθερίας. Θα ήθελα να την κλείσω σε ένα μπουκάλι και να την έχω μαζί μου, αν επέστρεφα κάποια στιγμή.

Ταξίδεψα βόρεια, πάνω από πεντακόσια χιλιόμετρα, χωρίς στάση κι απόρησα κι εγώ με τον εαυτό μου. Όταν όμως πέρασα τα σύνορα, αισθάνθηκα ένα βάρος στα βλέφαρα. Κοντά στα εννιακόσια χιλιόμετρα σταμάτησα μέχρι να δω το φως της ημέρας. Δεν μ’ ενδιέφερε το δωμάτιο και η φιλοξενία. Μετρούσα τις ώρες μέχρι να ξημερώσει. Έφυγα χωρίς πρωινό. Η Σέρβα, στην υποδοχή, τύλιξε λίγο κέικ για μένα και μ’ αποχαιρέτησε στη γλώσσα της.

Ξεκίνησα με το παράθυρο ανοιχτό. Ο αέρας μοσχοβολούσε θυμάρι. Δεν θυμάμαι να θαύμασα το τοπίο παρά μόνο την άσφαλτο, τις λακκούβες και τις ατέλειωτες στροφές. Είχα την ανάγκη οι μνήμες και οι σκέψεις μου να περιοριστούν σε κάτι ανώδυνο. Κατά διαστήματα προσπαθούσα να λύσω το γρίφο της κατεύθυνσης, γραμμένη πολλές φορές σλαβική διάλεκτο.

Το στοίχημα ήταν να ξεπεράσω τα εννιακόσια χιλιόμετρα. Η Ευρώπη αποδείχτηκε πολύ μικρή. Θα μπορούσα ίσως να ταξιδέψω με αεροπλάνο. Το σχέδιο όμως ήταν να μπω στο Φίατ και να εξαφανιστώ. Άμεσα. Ακόμα κι αν έκανα κύκλους γύρω απ’ το ίδιο σημείο.

Η Νυρεμβέργη με υποδέχτηκε με βροχή. Μόνο όταν κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο κατάλαβα πως είχα κουραστεί και πόσο διαφορετικά πέφτει η βροχή στην πόλη αυτή. Η πόρτα που βρήκα καταφύγιο ήταν ενός μικρού ξενοδοχείου. Πρέπει να έδειχνα χάλια γιατί ο υπεύθυνος με κοίταξε καχύποπτα. Έβγαλα ταυτότητα και χρήματα και τότε μου έδωσε ένα κλειδί δωματίου. Ευχήθηκα για πρώτη φορά να είναι της προκοπής.

Το κορμί μου ευθυγραμμίστηκε με το στρώμα. Ένιωθα ότι δύσκολα θα μπορούσα να αλλάξω θέση. Έμεινα λοιπόν ακίνητη και κάποτε βυθίστηκα σ’ έναν λυτρωτικό ύπνο, με μουσική υπόκρουση τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει ως το πρωί. Σκέφτηκα το καναρίνι μου, αν έχει ακόμα απόθεμα νερού και τροφής. Με ρώτησαν αν θα μείνω και δεύτερο βράδυ. Απάντησα αρνητικά και τους παρέδωσα το κλειδί.

Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν στο δρόμο κάνοντας κάτι μεγάλες φουσκάλες. Έριξα το μπουφάν πάνω στο κεφάλι. Είδα τότε τους πανσέδες μου, ελαφρώς μαραμένους, να γέρνουν το δικό τους κεφάλι στο πλάι μ’ απορία γιατί τους άφησα απότιστους. Βγήκα με δυσκολία απ’ το κέντρο της πόλης. Το Φίατ ήταν επίφοβο να μείνει μέσα στα νερά. Σκέφτηκα με ικανοποίηση το κινητό να χτυπάει ακατάπαυστα και να κλείνει από έλλειψη μπαταρίας. Χάιδεψα με την σκέψη μου τις στοίβες των βιβλίων στο μικρό μου διαμέρισμα κι έκανα μια κίνηση ν’ ανασηκώσω τα γυαλιά στη μύτη, μα δεν τα φορούσα.

Ήταν η τρίτη μέρα φυγής κι όμως είχα χάσει κάθε διάθεση για περιπέτεια. Ευχήθηκα να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο και να βρεθώ πίσω στο σπίτι μου με τα βιβλία, το καναρίνι και τους πανσέδες. Αμέσως μετά θύμωσα με τον εαυτό μου και πάτησα το γκάζι. «Ας κάνω τα μισά χιλιόμετρα, αρκεί να μην αλλάξω την απόφασή μου», σκέφτηκα.

Καμιά υποψία άνοιξης όσο πλησίαζα το Βέλγιο. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει και το τζάμι θόλωνε. Κοίταζα λοξά και λίγο πλάγια το δρόμο, τα μπροστινά οχήματα πετούσαν νερό με τις πίσω ρόδες τους στο Φίατ, που έτρεχε μανιασμένα. Έχασα τις γραμμές του δρόμου, δεν ξεχώριζα λωρίδα να την ακολουθήσω.

Η πορεία μου σταμάτησε αναπάντεχα. Ένιωθα το πόδι μου να πατάει ακόμα το πεντάλ του αυτοκινήτου ενώ καταλάβαινα ότι αυτοκίνητο δεν υπήρχε. Έμεινα αρκετή ώρα κάτω από καπνισμένα εξαρτήματα και νεροποντή. Μετά κοιμήθηκα αν και κάποιοι προσπάθησαν να με ξυπνήσουν αρκετές φορές. Είχα μια αφόρητη αίσθηση μουδιάσματος που αργότερα μετατράπηκε σε έντονο πόνο. Φώναζα, παραμιλούσα και σα να γύρισα πίσω. Είδα τους πανσέδες ανθισμένους σε μεγαλύτερη γλάστρα, το καναρίνι κελαηδούσε χορτάτο και σκόρπιζε με το μικρό του ράμφος σπόρους τριγύρω. Οι στοίβες των βιβλίων ήταν τώρα τοποθετημένες σε μια κομψή βιβλιοθήκη στη ράχη του καναπέ και στο τραπέζι μπροστά του τα γυαλιά της πρεσβυωπίας. Ξανακοιμήθηκα.

Η βόλτα στην παραλία, όσο το επιτρέπει ο καιρός, είναι η μοναδική μου διασκέδαση. Πολλές φορές μου κάνουν παρέα τα δελφίνια. Ένας νοσοκόμος με μεταφέρει εδώ και μ’ αφήνει μέχρι να σκοτεινιάσει. Η κλινική παίρνει ένα ποσό κάθε μήνα απ’ την τράπεζα. Θα μείνω για όσον καιρό φτάσουν τα χρήματα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους είπα ότι δεν υπάρχει κανείς που να ενδιαφέρεται για μένα. Ποιος ξέρει αν τους έπεισα; Έπεισα όμως τον εαυτό μου. Δεν ήταν αυτή η νέα αρχή που ήθελα να κάνω, αλλά βολεύτηκα κι έτσι. Στο μικρό μου δωμάτιο, χωρίς τα βιβλία, ξέχασα την πρεσβυωπία. Τα πουλιά κελαηδούν την ελευθερία τους έξω απ’ το παράθυρο και δεν χρειάζεται να τα φυλακίσω για να το κάνουν. Διάλεξα το Νόκε Χάιστ από ένα φυλλάδιο, τον καιρό της νοσηλείας μου μετά το ατύχημα. Είναι ένα μέρος για μένα χωρίς αναμνήσεις. Βόρεια και αρκετά χιλιόμετρα μακριά.

 

* Η Λίνα Βαλετοπούλου γεννήθηκε στο Βόλο. Ζει στη Λάρισα κι έχει τρία παιδιά. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι διπλωματούχος πιάνου. Εργάστηκε πάνω από εικοσαετία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ως καθηγήτρια μουσικής. Έχει κάνει σπουδές στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Διηγήματά της δημοσιεύτηκαν στη συλλογική έκδοση «Οδός Δημιουργικής Γραφής 2» (εκδ. Οσελότος, Αθήνα 2013), στο λογοτεχνικό περιοδικό Μανδραγόρας και σε διαδικτυακούς τόπους (dimiourgikigrafionline.com και bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com). Διήγημά της διακρίθηκε στον 4ο πανελλήνιο ηλεκτρονικό διαγωνισμό διηγήματος «Λόγω τέχνης». Το πρώτο της βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης με τον τίτλο «Ζωές σε αναδίπλωση».

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top