Fractal

Διήγημα: “Βασιλιάς του Κόσμου”

Του Κωνσταντίνου Δομηνίκου // *

 

46852King_of_the_world_remix

 

Είμαι πάλι εφτά χρονών όπως τότε, στο χωριό, πριν χιλιάδες χρόνια, πίσω από το παλιό το σπίτι και μαζί με το παρδαλό μυαλό μου, λερώνω τους ασβεστωμένους τοίχους του κόσμου τούτου.

Στην πραγματικότητα δεν μεγάλωσα ποτέ. Με μεγάλωσαν. Τα κουτά-βια δεν μεγαλώνουν μόνα τους.

Εφτά χρονών που λες, μικρός ινδιάνος, με το κοντό παντελονάκι μου και τις γαλότσες του παππού, σέρνω μια λαμαρίνα θεόρατη, που βρήκα πεταμένη στα χορτάρια. Είναι δυο φορές το μπόι μου και οι άκρες της μου έχουν πληγιάσει τις χούφτες. Ζέστη. Ακούω τον παππού από κάπου να μου ρίχνει κατάρες. Δεν δίνω σημασία. Σηκώνω τη λαμαρίνα και την βάζω να ακουμπάει στον ασβεστωμένο τοίχο. Πάει ο τοίχος.

Δεν χρειάζομαι πολλά για να φτιάξω το Βασίλειο μου.

Μια λαμαρίνα, η σκουριά της κι η αφέλεια μου.

Αυτά μόνο χρειάζομαι.

Σκύβω, χώνομαι κάτω από την λαμαρινένια στέγη κι αρχίζω καταστρώνω τα σχέδια μου. Λοιπόν, είμαι Βασιλιάς, δεν με έχρισε κανείς, ο κόσμος τούτος είναι μονα-δικός μου.

Χμ, πρώτα όμως θα πρέπει να βρω και μια βασίλισσα. Κάθε βασιλιάς έχει και από μια βασίλισσα. Γυρίζω –ωχ- να την η Βασίλισσα. Με κοιτάζει και χαμογελά. Νομίζω, είναι το πιο γλυκό πλάσμα που έχω δει ποτέ. Στο σχολείο, όποτε την συναντώ, τα γόνατα μου κόβονται και χαμογελώ λες και κληρονόμησα το εργοστάσιο της σοκολάτας. Δεν της μιλώ ποτέ. Εδώ όμως, στο λαμαρινένιο κάστρο μου, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σφίγγω το χέρι της κι ακουμπώ τα χείλη μου πάνω στα δικά της – οι μεγάλοι έτσι κάνουν στις ταινίες.

«Θέλεις να γίνεις η Βασίλισσα μου;» την ρωτάω.

Κουνάει το κεφάλι της. Από τα αυτιά μου πετάγονται πεταλούδες.

Κι εκεί, κάτω από την λαμαρίνα, στον ασβεστωμένο τοίχο, χωμένοι στα τρελά χορτάρια, με τα τζιτζίκια να υμνούν τη Βασιλεία μας, πιασμένοι χέρι-χέρι ξεκινάμε, η Βασίλισσα μου κι εγώ, να αλλάξουμε τον κόσμο.

Πρώτα, θα σταματήσουμε τον Θάνατο.

Βέβαια, κανείς από τους μεγάλους δεν μας εξήγησε ποτέ ικανοποιητικά τι ακριβώς είναι ο Θάνατος. Κι αυτό, γιατί μάλλον και οι ίδιοι δεν μπορούν να τον εξηγήσουν ικανοποιητικά – επειδή ο Θάνατος εκτός των άλλων είναι και Ταμπού-λας. Αυτό δεν είναι παράξενο. Παράξενο είναι πως μας υποχρεώνουν να κάνουμε τις ίδιες παιδικές υποθέσεις μ`αυτούς για το συγκεκριμένο θέμα. Το μόνο που γνωρίζουμε -δεν το φωνάζουμε όμως για να μην μας ακούσουν- είναι πως ο Θάνατος κάνει τους ανθρώπους που αγαπάμε να ζούνε μόνο τις νύχτες μέσα στα όνειρα μας.

Για να σταματήσουμε τον Θάνατο λοιπόν, θα βάλουμε όλους τους επιστήμονες του κόσμου να παρασκευάσουν το ελιξίριο της Ζωής. Κι επειδή ο Θάνατος απ`όσο ξέρουμε ξεπερνάει τις γνώσεις των επιστημόνων, θα μαζέψουμε κι όλους τους ιερείς του κόσμου να συνεργαστούν μαζί τους. Κι όταν επιτέλους το παρασκευάσουν, θα το μοιράσουμε σε όλους τους ναούς του κόσμου όπου κάθε Κυριακή, την ώρα της Λειτουργίας, οι ιερείς θα το προσφέρουν στον απλό λαό σε ένα χρυσωμένο κύπελλο μαζί με λίγο κρασί και λίγο ψωμί… Θα μείνουμε επιτέλους νέοι, κανείς δεν θα πεθαίνει, κανείς δε θα φεύγει μόνος του, θα φύγουμε όλοι μαζί, μια και καλή, στ`αστέρια, αφού ο πλανήτης μας δεν θα μπορεί να αντέξει πια τόσους ανθρώπους.

Ως τότε, τα φάρμακα και οι θεραπείες κάθε είδους θα παρέχονται δωρεάν στους αρρώστους. Που ακούστηκε να πληρώνει κανείς για το δικαίωμα του στη ζωή;

Ας ανοίξω εδώ μια παρένθεση: Η λέξη «drug» που στα αγγλικά εκτός από ναρκωτικό σημαίνει και φάρμακο, (εξού και το «drugstore» που είναι το φαρμακείο) είναι ομόηχη με το «drag», που με τη σειρά του σημαίνει, σέρνω κάποιον ή κάτι προς μια κατεύθυνση (π.χ. στον κατήφορο). Έχοντας αυτό κατά νου, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τα πρεζόνια, που κυριολεκτικά σέρνονται στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν ένα ακόμη φιξάκι που θα τους «φτιάξει» πάλι φυσιολογικούς ή αν θέλεις, που θα τους βοηθήσει «να γίνουν». Το ίδιο συμβαίνει και με τις γιαγιάδες που σέρνονται στις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και σκορπάνε τις συντάξεις τους στα φάρμακα, προκειμένου να παραμείνουν ή «να γίνουν», καλά. Λοιπόν, τα περισσότερα πρεζόνια που γνώρισα έχουν πια πεθάνει, η γιαγιά μου επίσης.

Τι; Κολλάω στις λέξεις;

Φίλε, οι λέξεις, είναι το μόνο αγαθό που μας έχει παραχωρηθεί δωρεάν, άσχετα αν γιαυτόν ακριβώς τον λόγο έχει συρρικνωθεί στη μορφή ενός περίχαρου yolo.

Κλείνει η παρένθεση. Στη συνέχεια θα καταπιαστούμε με εκείνα τα χαρτάκια που η μάνα μου λέει να μην τα βάζω στο στόμα μου γιατί είναι βρώμικα. Όμως ρε φίλε, δε ξέρω γιατί, όλοι οι μεγάλοι φαίνεται να δείχνουν μεγάλη συμπάθεια στη βρωμιά. Ο πατέρας μου εκτός των άλλων, τα ανταλλάσσει κάθε πρωί με ένα πακέτο τσιγάρα. Κι εγώ με τη σειρά μου με κρουασάν και τυρόπιτες, κι ένα πακέτο τσιγάρα. Κι αυτοί που έχουν πολλά τέτοια βρώμικα χαρτάκια, λέει ο πατέρας μου, λέγονται πλούσιοι. Δηλαδή είναι πολύ βρώμικοι και μπορούν να ανταλλάσουν την βρωμιά τους με όσα όμορφα πράγματα θέλουν, καθιστώντας κάποιους άλλους βρώμικους, κι εκείνοι με την σειρά τους, κάποιους άλλους και ούτω καθεξής. Ώσπου στο τέλος, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά που τελειώνει η βρωμιά και που αρχίζουν τα όμορφα πράγματα με τα οποία ανταλλάξαμε τη βρωμιά.

Στο Βασίλειο μας, εγώ και η πανέμορφη Βασίλισσα μου θα καταργούσαμε το χρήμα.

Οι πληρωμές θα γίνονταν με την παραχώρηση γνώσεων.

Όπου δεν θα είχε καμία αξία η ποιότητα ούτε η ποσότητα των γνώσεων, αλλά ο σωματικός και ψυχικός κόπος που καταβάλλει κανείς για να τις αποκτήσει. Έτσι, οι άνθρωποι θα ήταν αναγκασμένοι να φεύγουν από τα σπίτια τους και να ταξιδεύουν σε ολόκληρο τον πλανήτη, και -γιατί όχι;- ακόμη και σε άλλους πλανήτες μόνο και μόνο για να επιστρέψουν για λίγο πίσω και να ανταλλάξουν τις πολύτιμες γνώσεις τους με πολύτιμα αγαθά. Φυσικά, θα διαπιστώνουν πως πολλά κομμάτια γνώσης είναι ίδια με αυτά άλλων ανθρώπων. Αυτό όμως δεν θα έχει καμία σημασία διότι οι ερμηνείες που θα επιδέχονται οι γνώσεις τους και τα συμπεράσματα που θα εκπορεύονται από δαύτες, θα διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, όσο και οι άνθρωποι που τις διατυπώνουν, κι αυτό θα αποτελεί ένα κομμάτι γνώσης από μόνο του…

Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις και για να μην κάθομαι κοτζάμ Βασιλιάς να ακούω τι νομίζει ο καθένας, θα βάλω τους επιστήμονες μου να εφεύρουν τα λεγόμενα Νομίζματα – μικρές συσκευές που εκτός από τον σωματικό κόπο θα καταγράφουν και την ικανότητα των ανθρώπων να συλλογίζονται, να φαντάζονται, και να ακροβατούν αντιληπτικά.

Οι πολυθρόνες θα ήταν άχρηστες, οι τηλεοράσεις επίσης, δεν θα περιμέναμε τις ειδήσεις, θα γινόμασταν εμείς οι ίδιοι ειδήσεις. Η παχυσαρκία θα είχε χαθεί και οι μοναδικοί πόλεμοι θα γίνονταν μέσα στα κεφάλια μας. Τα σχολεία θα έπαυαν να λειτουργούν. Άλλωστε, γιατί να κλείσεις το παιδί μέσα σε τέσσερεις τοίχους και να του μάθεις τον κόσμο, όταν μπορείς να το πάρεις από το χέρι και να τον εξερευνήσετε μαζί;

Τώρα, εσύ ο έξυπνος θα μου πεις πως από τη στιγμή που είμαι Βασιλιάς, που θα βρω το χρόνο για να κάνω τα ταξίδια μου; Έχω να ασχοληθώ με τόσα πράγματα. Οπότε λες, θα βάλω κάποιους άλλους να μου παρέχουν την πολύτιμη γνώση όσο εγώ θα ασχολούμαι με τα ζητήματα του τόπου μου. Αυτό δεν είναι κακό. Βασιλιάς είμαι. Κακό είναι αν προσπαθήσω να τους υποδυναμώσω λέγοντας τους πως τα ταξίδια που θα κάνουν είναι για το «καλό τους», ενώ στην πραγματικότητα είναι για δικό μου. Επίσης, κακό είναι αν θελήσουν κάποιοι άλλοι να κάνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα εις βάρος κάποιων άλλων. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολλοί μικρότεροι βασιλιάδες ή και κλίκες βασιλιάδων που θα «τρέχουν» τους υποτακτικούς τους. Δεν θα είχε μεγάλη διαφορά με τον «δικό μας» κόσμο, τι λες;

Χμ… Ναι αλλά μην ξεχνάς, εσύ τα λες όλα αυτά, που σημαίνει πως κάτι ανάλογο έχεις παρατηρήσει να γίνεται και στον «δικό μας» κόσμο. Κι αφού μιλάμε ακόμη γιαυτό, σημαίνει πως δεν έχεις κάνει τίποτα για να το σταματήσεις, συνεπώς είτε σε βολεύει μια τέτοια κατάσταση και την εκμεταλλεύεσαι για δικούς σου σκοπούς οπότε είσαι άνθρωπος ύποπτων προθέσεων, είτε αυτοί που την εκμεταλλεύονται σου τάζουν διάφορα ή λένε πως το κάνουν για το καλό σου, που είναι το ίδιο πράγμα έτσι κι αλλιώς, άρα είσαι βλάκας. Τέλος, μπορεί να συμβαίνουν λίγο-πολύ και τα δυο. Εγώ δεν είμαι παρά ένα παιδί κι αυτός είναι ο κόσμος μου όπως τον φαντάζομαι. Και εδώ που τα λέμε, είναι ένας κόσμος γνώσης, ένας γνωστικός κόσμος κι εγώ ο γνωστικός Δημιουργός του.

Δεν θέλω πια να αλλάξω

τον κόσμο.

Με μια λαμαρίνα, την σκουριά της, και

την αφέλεια μου

θα φτιάξω

άλλον.

Είμαι πάλι έφηβος στο σκοτεινό δωμάτιο μου και προσπαθώ να διαβάσω το «The Hill of Dreams» του Arthur Machen στο αγγλικό πρωτότυπο – δεν θυμάμαι από ποιον το ψείρισα. Ψυχεδελικό, αυτοβιογραφικό, γεμάτο συμβολισμούς, το χαρακτήρισαν όσοι το διάβασαν. Γιατί εγώ και τα απαίσια αγγλικά μου μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Απ`ότι καταλαβαίνω τέλος πάντων, το βιβλίο εστιάζει κατά κύριο λόγο στα παράξενα οράματα που βιώνει ο μικρός πρωταγωνιστής του, στους αγρούς μιας επαρχιακής πόλης της Ουαλίας. (Αυτά, από την βικιπίντια, να `μαστε και σίγουροι). Κλείνω το βιβλίο και θυμάμαι με συγκίνηση τον ονειροπόλο εφτάχρονο εαυτό μου που βασίλευε τότε πριν χιλιάδες χρόνια στο χωριό και άθελα μου τον ταυτίζω με τον μικρό πρωταγωνιστή του Arthur Machen.

Τα χρόνια περνούν, ο εφτάχρονος βασιλιάς και η λαμαρίνα του έχουν πια χαθεί, το ίδιο και ο έφηβος μαζί με το The Hill of Dreams και το παλπ εξώφυλλο του. Ακόμη κι ο παππούς δεν είναι εδώ πια, μου λείπει, αυτός κι οι κατάρες του που τώρα πια γίνανε ευλογίες.

 

 

* O Κωνσταντίνος Δομηνίκος γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988. Έχει σπουδάσει Tourism & Hospitality Management. Ασχολείται με το γράψιμο σχεδόν από πάντα. Ωστόσο εντατικά, ξεκίνησε να γράφει εδώ κι έναν χρόνο. Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Ζει και γράφει στην Κατερίνη.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top