Fractal

Διήγημα: «Τζάιβ»

του Κωνσταντίνου Δομηνίκου // *

 

Typewriter_keysΤην Έλλη, την ήξερα από παλιά. Νομίζω πως πάντα ήμουν καψούρης μαζί της. Από τότε, που ήμασταν ακόμα όλοι μια παρέα. Η Έλλη, Ο Μπίλης, ο Νίκος, εγώ και φυσικά ο Μάο.

Τα πράγματα άλλαξαν όμως. Εκείνοι κόλλησαν στην πρέζα, κι εγώ, αφού δε σκάμπαζα από τέτοια, είπα να πάω να σπουδάσω.

Όσο καιρό έλειπα, εκείνοι συνέχιζαν να τακιμιάζουν. Nοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην Βύρωνος, κι όλη μέρα βάραγαν ενέσεις, άκουγαν μουσική, ψάχνανε τον ρόλο τους στα πράγματα.

Τους είχα πει, ότι θα ερχόμουν το σαββατοκύριακο. Κι έτσι έκανα.

Έφτασα βράδυ. Χτύπησα, και μου άνοιξε ο Μάο.

«Καλώς τον άσωτο! Έλα φίλε, πέρασε».

«Γειά σου Μάο, ίδιος είσαι πάντα ρε συ».

«Ε, με ξέρεις τώρα εμένα», είπε και μου `κλεισε το μάτι. «Έλα, είναι και τα παιδιά εδώ».

Μπήκα και προχώρησα στο χωλ.

Στο σαλόνι, ανάμεσα σε φάτσες που δεν ήξερα, αναγνώρισα τον Μπίλη και τον Νίκο. Κάθονταν στους καναπέδες.

«Μπαγάσα γύρισες;»

«Γεια σου Μπίλη».

«Έλα φίλε, κάθησε».

«Νίκο, τι λέει;»

Πήγα κι έκατσα ανάμεσα στον Νίκο κι έναν άλλο τύπο που τον ήξερα μόνο φατσικά. Στην πιάτσα τον φωνάζαν «Ολλανδό». Κρατούσε δυο-τρία τσιγάρα στο χέρι του και τα έκοβε μ`ένα ψαλίδι στη μέση. Με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι και ξαναγύρισε στη δουλειά του.

«Θα πιεις τίποτα;» ρώτησε ο Μάο.

«Τι πίνουν τα παιδιά;»

«Αψέντι».

«Αψέντι;»

«Ναι, κι όχι το πράσινο. Θες;»

«Βάλε».

«Θες κουτάλι;»

«Μόνο πάγο».

Άφησε το ποτό μου στο τραπέζι, κι ύστερα έφυγε βιαστικά.

«Για πες, τα νέα σου. Πως τα περνάς;» με ρώτησε ο Νίκος.

Δεν πρόλαβα να του πω. Ένα παιδί μας πλησίασε.

«Φίλος, θες κανένα γυαλί, έχω πολλά. Ρίξε μια ματιά», μου είπε. Έκανε να ανοίξει το τζάκετ του. Ο Ολλανδός ακόμη με το ψαλίδι στο χέρι, ύψωσε το βλέμμα του.

«Δίνε του, σπόρε».

Το παιδί μουρμούρισε κάτι, και εξαφανίστηκε.

Σε λίγο ήρθε πάλι ο Μάο. Με κοίταξε, χαμογέλασε και ένεψε μετά στον Νίκο. Εκείνος σηκώθηκε και φύγανε μαζί στα πίσω δωμάτια. Πήγα να ανοίξω κουβέντα με τον Μπίλη. Μα η Χώρα του Ποτέ, δεν τον άφηνε στα εγκόσμια. Ήταν καλό παιδί όμως.

«Καμιά πίτσα θα παραγγείλουμε;» είπε μόνο.

Τον άφησα και ασχολήθηκα με το ποτό μου. Το ρουφούσα σε μικρές, γρήγορες δόσεις. Ήταν καλύτερα έτσι.

Γύρω μου επικρατούσε πανικός. Άνθρωποι έμπαιναν, άνθρωποι έβγαιναν, άλλοι τρέκλιζαν, άλλοι ξάπλωναν στο πάτωμα, άλλοι γελούσαν μόνοι τους, ο Μπίλης φώναζε για πίτσα. Όμορφα πράγματα.

Δεν γούσταρα να γίνομαι. Όμως δεν είχα θέμα με άλλους που το κάνανε. Στο κάτω-κάτω τα πρεζόνια, είχαν πιο πολύ ρεαλισμό πάνω τους απ`ότι όλοι οι άνθρωποι της καλής κοινωνίας μαζί. Ήξεραν ένα μυστικό που δεν το `ξερε κανείς άλλος. Ήταν κι αυτό βέβαια, μια αποχαύνωση, αλλά ήταν ωμή, γεμάτη θάνατο κι εκπλήξεις.

Για κάμποση ώρα καθόμουν εκεί μόνος μ`ένα σωρό αγνώστους να με περιτριγυρίζουν. Κάποια στιγμή, ο Νικός επέστρεψε. Ο Μάο δεν ήταν μαζί του. ‘Ήταν όμως η Έλλη.

Μόλις με είδε, χαμογέλασε.

«Γύρισες; Επιτέλους!» είπε και με φίλησε στο μάγουλο. «Πως τα περνάς μακριά μας;»

«Όχι όπως θα `θελα».

Εκείνη χαμογέλασε πάλι, κι έκατσε δίπλα μου. Φορούσε μια τζιν φούστα που άφηνε τα μπούτια της να κραυγάζουν τον Θεό. Η Έλλη είχε πανέμορφα μπούτια.

Κατέβασα μια γερή γουλιά από το αψέντι, πήρα πόζα, κι ετοιμάστηκα να της μιλήσω. Αλλά ήταν αργά. Είχε απλωθεί πάνω στα πόδια του Ολλανδού και τον φιλούσε στο στόμα με μανία. Εκείνος κρατούσε ακόμα το ψαλίδι. Δεν φαινόταν να δυσκολεύται στο πασπάτεμα.

«Έχεις κανένα τσιγάρο;»

«Να, πάρε. Δε μου λες ρε συ Νίκο, τι παίζει εδώ;»

«Α, άστο, τα έχουνε».

«Σώπα».

«Ναι, εδώ και κανέναν μήνα περίπου».

«Είναι σοβαρό;»

«Δύσκολο να πεις για την Έλλη, αλλά για τον Ολλανδό μάλλον είναι. Τις προάλλες, την είδε που μιλούσε με κάποιον τύπο, έξω στο δρόμο. Δεν ξέρω τι λέγανε αλλά ο Ολλανδός αφήνιασε. Μόνο που δεν το σκότωσε το παλικάρι».

Κοίταξα το ποτήρι μου. Είχε αδειάσει.

«Πάω να φέρω κι άλλο», είπα. «Προς τα που πέφτει η κουζίνα;»

«Όλο ευθεία τον διάδρομο».

Έκανα να σηκωθώ αλλά κάποιος μου κράτησε το χέρι. Ήταν η Έλλη.

«Θα μου φέρεις και μένα ένα ποτήρι;»

Στο χωλ επικρατούσε το χάος. Βρωμιά. Σκοτεινές φάτσες. Κορμιά και στυλ. Μέσα στην κουζίνα, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Βρήκα την γωνιά με τα μπουκάλια, κι επέστρεψα γρήγορα στο σαλόνι. Κάπου είδα τον Μάο να βρίζει στο τηλέφωνο.

Στο σαλόνι κάθονταν τώρα ο Μπίλης, ο Νίκος κι η Έλλη. Ο Ολλανδός είχε φύγει.

«Είπες για πίτσα;»

«Μετά Μπίλη, μετά».

Πήγα έκατσα πάλι δίπλα στην Έλλη.

«Ορίστε το ποτό σου».

«Είσαι γλύκας».

Το μπουκάλι που πριν λίγο ήταν γεμάτο, τώρα ήταν σχεδόν άδειο. Λέω «πριν λίγο», γιατί δεν πήρα χαμπάρι πώς πέρασε η ώρα. Ό Μπίλης στην μια άκρη μαζί με τον Νίκο να προσπαθούν να βγάλουν άκρη με μια ιστορία που είχαν ακούσει. Για ένα τύπο τάχα, που ζούσε σαν ινδιάνος και καλιεργούσε μανιτάρια στα βουνά. Στην άλλη, η Έλλη είχε σκαλώσει πάνω μου, κι εγώ τύφλα στο μεθύσι, χάζευα τα μπούτια της.

«Ο δικός σου που πήγε;»

«Δεν ξέρω. Χεσ`τον».

«Με τρελαίνουν τα πόδια σου».

«Σ`αρέσουν;»

«Πολύ».

«Μπορείς να τα πιάσεις αν θες».

Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο Μάο.

«Όλοι έξω».

«Πάλι;» είπε ο Μπίλης.

«Ναι, πάλι. Δως του ένα χέρι ρε συ Νίκο να σηκωθεί. Πάω να διώξω τους υπόλοιπους».

«Ρε Μάο, δεν κουράστηκες;»

Κοίταξα την Έλλη.

«Έλα», είπε και σηκώθηκε.

Με έπιασε αγκαζέ και βγήκαμε από το σαλόνι. Ο Νίκος κι ο Μπίλης ακολουθούσαν. Λίγο πριν την εξώπορτα, είδα πάλι το Μάο. Προσπαθούσε να διώξει τους τελευταίους.

«Ρε συ, τι συμβαίνει;» του είπα.

«Κατεβείτε και θα σου πω μετά», είπε. «Δεν θα φύγεις έτσι;»

«Είσαι τρελός;»

Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο, κι έτσι κατεβήκαμε από τις σκάλες. Οι πάντες τρέχανε σαν να τους δάγκωσε ο διάολος την κωλοτρυπίδα. Κι εγώ τα`βλεπα όλα να γυρνάνε. Με το ζόρι κρατιόμουν, μην πέσω. Μια από την κουπαστή, μια από την Έλλη. Δεν με χάλασε. Πάλι καλά, το διαμέρισμα ήταν στο πρώτο όροφο.

Βγήκαμε έξω, στο δρόμο. Νύχτα. Κρύο. Σκοτάδι. Αφού ηρέμησε κάπως το πράγμα, απομείναμε οι τέσσερείς μας. Ο Μπίλης, ο Νίκος η Έλλη κι εγώ. Ο Μάο έπρεπε να μείνει επάνω.

Ανάψαμε τσιγάρο και προχωρήσαμε. Αισθάνθηκα καλύτερα, ο παγωμένος αέρας βοηθούσε.

«Λοιπόν; Θα μου πει κανείς τι συμβαίνει;« ρώτησα.

«Παίδες, εγώ την κάνω. Βαρέθηκα», είπε ο Νίκος.

«Έλα ρε Νίκο, σιγά. Σε λίγο θα μας φωνάξει πάλι ο Μάο».

«Άστο Έλλη. Δουλεύω νωρίς αύριο».

«Έρχομαι κι εγώ φίλε», είπε ο Μπίλης.

«Εσύ τώρα που πας;» είπα.

«Να πάρω καμιά πίτσα στο χέρι και ξανάρχομαι. Σου βρίσκονται μήπως πενήντα λεπτά, να κλείσω;»

«Κάτσε να δω».

Έψαξα τις τσέπες μου, βρήκα τα κέρματα, του τα `δωσα.

Μείναμε οι δυο μας. Η Έλλη κι εγώ.

«Έχεις τσιγάρο;» είπε.

Έβγαλα δυο από το πακέτο, τα έβαλα στο στόμα μου και τα άναψα. Της έδωσα το ένα.

Για μερικά λεπτά δεν μιλήσαμε. Μόνο καπνίζαμε, ο καθένας χωμένος στα δικά του σκατά.

«Πως άλλαξανε τα πράγματα; Πώς καταντήσαμε έτσι;» είπε εκείνη μετά και κοντοστάθηκε.

Εγώ συνέχιζα να καπνίζω.

«Αλλά εσύ», είπε πάλι, «εσύ, πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δεν θα μπλέξεις έτσι».

Ήθελα να της πω: «Και τι θα γίνει με σας ρε παιδιά;» Αλλά το βούλωσα.

«Κι αν δω κανέναν να σου πασάρει, θα τον γαμήσω τ`ακούς;»

Ένεψα, κι εκείνη τότε, έσκυψε και με φίλησε στο στόμα.

Συνεχίσαμε αμίλητοι να περπατάμε. Στρίψαμε σ`ενα στενό και κάναμε το γύρο του τετραγώνου.

Κάποια στιγμή, σταματήσαμε πάλι.

«Θα μου πείς τι κάνει ο Μάο εκεί πάνω μόνος του;»

«Τίποτα μωρέ. Περιμένει τον Μεγάλο. Ξέρεις, για το νταραβέρι».

«Α, εντάξει. Θέλεις άλλο τσιγάρο;»

«Ναι».

Γυρίσαμε πίσω. Ο Μπίλης μας περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας.

«Ελάτε παιδιά. Με πήρε ο Μάο. Είπε ν`ανέβουμε».

«Εντάξει; Χόρτασες;»

Στο σαλόνι, ο Μάο ήταν σε άσχημη κατάσταση. Περπατούσε πέρα-δώθε και κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.

«Δεν ήρθε ο παλιοπούστης! Δεν ήρθε!»

«Ηρέμησε Μάο».

«Χαλάρωσε, δεν τρέχει τίποτα».

«Θα `ρθει, θα δεις».

Εγώ με την Έλλη κάτσαμε στους καναπέδες, ο Μπίλης κάτω στο πάτωμα, κι ο Μάο μπαινόβγαινε στα δωμάτια, μιλώντας στο τηλέφωνο.

«Μπίλη, φέρε τίποτα να πιούμε ρε συ», είπα.

«Μόνο μπύρες μείνανε».

«Φέρτες».

Ήπιαμε τις μπύρες και μετά ήπιαμε κι άλλες. Βρήκαμε κι ένα μπουκάλι ρακή στο μπάνιο και το ήπιαμε κι αυτό.

Η Έλλη από ένα σημείο και μετά, κοιτούσε συνέχεια το κινητό της.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα.

«Ό δικός μου. Δεν πειράζει όμως. Θα τον σχολάσω μια και καλή. Δεν τον αντέχω άλλο. Μου φέρεται λες και είμαι καμιά πουτάνα».

«Χαίρομαι. Που θα τον σχολάσεις εννοώ».

«Γιατί;»

«Γιατί θέλω να σε γαμήσω εγώ».

«Έίσαι μαλάκας».

Έκανε να φύγει, αλλά την κράτησα. Άρχισα να την χουφτώνω. Στην αρχή τραβήχτηκε, μετά όμως είδε ότι δεν γλίτωνε, κι έκατσε ήσυχα.

Και να σου πάλι ο Μάο. Καλό παιδί, αλλά πολύ χαλάστρας τελικά.

«Γρήγορα σηκωθείτε! Μόλις με πήρε. Ανεβαίνει τις σκάλες».

«Και πως θα κατέβουμε χωρίς να μας δει;» ρώτησε η Έλλη.

«Δεν θα κατεβείτε» είπε.

«Δεν θα κατεβούμε;»

«Όχι. Βγείτε στο μπαλκόνι».

Ξεφύσηξα και σηκώθηκα.

«Πω, ψοφόκρυο έχει», είπε ο Μπίλης μόλις βγήκαμε έξω. Γονάτισε ύστερα σε μια γωνιά και άρχισε να περιεργάζεται ένα καλαθάκι που βρήκε.

Κοίταξα την Έλλη. Είχε ακουμπήσει τα χέρια της πάνω στα κάγκελα και κοιτούσε τον έρημο δρόμο από κάτω μας.

Την πλησίασα από πίσω. Της έπιασα την μέση και χαμήλωσα τα χέρια μου. Το κορμί της ανταποκρίθηκε, αλλά εκείνη άρχισε τα «μη» της και τα «όχι» της. Ναι καλά. Την χούφτωσα να μπούτια και άρχισα να την χαιδεύω κάτω από την φούστα. Για μια στιγμή πήγε να φύγει, αλλά την κράτησα σφιχτά, και πίεσα το σώμα της πάνω στα κάγκελα. Άρχισε να αναστενάζει. Δεν άντεξα άλλο. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου, κατέβασα το καλσόν της και της τον έβαλα.

Πηγαινοέφερνα την λεκάνη μου πάνω της με δύναμη. Ωραία είναι να γαμάς έξω, στο κρύο σκέφτηκα. Γύρισα κοίταξα τον Μπίλη. Είχε βγάλει κάτι μανταλάκια από το καλαθάκι και τα είχε φορέσει όλα στα δάχτυλα του. Τα κοιτούσε και τα ανοιγόκλεινε, σαν να πρόκειτο για το πιο σημαντικό πράγμα πάνω στον πλανήτη.

Συνέχισα να πηδάω την Έλλη. Με περισσότερο δύναμη αυτήν την φορά. Εκείνη κρατιόταν από τα κάγκελα, κι εκείνα τράνταζαν μαζί της. Κόντευα να τελειώσω. Την έσπρωχνα γρήγορα. Όλο και πιο γρήγορα. Κι εκεί που πήγαινα να τελείωσω, βλέπω την Έλλη στο αέρα μαζί με τα κάγκελα. Έβγαλε μια μακρόσυρτη τσιρίδα και μετά τίποτα.

«ΕΛΛΗ!»

Τότε τα χρειάστηκα. Ό Μπίλης ακόμα με τα μανταλάκια στα δάχτυλα, κοίταζε μια εμένα, μια κάτω, τον δρόμο.

«Την γαμήσαμε φίλε. Την γαμήσαμε», είπε.

«Σκάσε, και πάμε να κατέβουμε».

«Πώς; Αφού είναι ο Μεγάλος μέσα».

«Χέστηκα. Δεν μπορούμε να την αφήσουμε εκει κάτω».

«Σκατά φίλε. Σκατά».

Δοκίμασα να σύρω την πόρτα. Ευτυχώς ο Μάο, δεν την είχε κλειδώσει. Πεταχτήκαμε μέσα και βρεθήκαμε φάτσα κάρτα με τον Ολλανδό.

«Καλώς τα παλικάρια».

«Ρε τσογλάνια, εδώ ήσασταν; Δεν το πιστεύω», είπε ο Μάο.

«Έφυγε ο Μεγάλος;» ρώτησα.

Ο Ολλανδός γέλασε και γονάτισε πάνω από το τραπέζι. Το μύρισε από την μια άκρη στην άλλη.

«Δεν έχει “Μεγάλο” σήμερα», είπε και σκούπισε τις μύτες του. «Έστειλε εμένα για την δουλειά. Η δικιά μου που είναι;»

«Δεν ξέρω», είπα αμέσως. «Έλεγε πως θα πήγαινε σπίτι».

Ο Μπίλης άρχισε να κλαίει.

«Το τσουλί. Σιγά μην πήγε σπίτι», είπε ο Ολλανδός. «Αυτός τι έπαθε;»

«Είναι κόκκαλο».

Έκανε δυο βήματα και με πλησίασε. Η καρδιά μου χόρευε.

«Ξέρείς τι είναι το καλύτερο πράγμα μετά το φτιάξιμο;

«Τι;»

«Το χέσιμο».

«Συμφωνώ».

Τράβηξε ένα τσιγάρο και το άναψε.

«Είσαι εντάξει τύπος εσύ», είπε και φύσηξε τον καπνό στα μούτρα μου. «Φαίνεται από τα μάτια σου».

Ύστερα έκανε μεταβολή και πήγε να βγει από το σαλόνι.

«Δε σε πειράζει να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα σου ε;» είπε στο Μάο και γέλασε.

Ο Μάο δεν είπε τίποτα. Περίμενε να μπει ο Ολλανδός στην τουαλέτα κι έπειτα ξέσπασε.

«Ρε μαλάκες, θέλετε να τα διαλύσετε όλα; Δηλαδή για το Θεό… Που είναι η Έλλη;»

«Άστο, σου εξηγώ σε λίγο», του είπα. «Μπίλη έλα».

Κατεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες και βγήκαμε στο δρόμο. Πάλι καλά, δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Ήμασταν κωλόφαρδοι.

Σκύψαμε κι οι δυο πάνω από το σώμα της Έλλης. Ο Μπίλης έτρεμε.

«Θέε μου. Λες να είναι νεκρή;» είπε.

«Σου φαίνεται να χορεύει; Έλα, πρέπει να την πάμε πάνω».

«Είσαι τρελός; Ο Ολλανδός θα μας σκοτώσει. Δηλαδή, εσένα θα σκοτώσει. Καημένη Έλλη. Θέε μου πως μπλέξαμε έτσι;»

«Έχω μια ιδέα», είπα, «αλλά πρέπει να κάνουμε γρήγορα».

«Όχι, πρέπει να πάμε στην αστυνομία. Αν τους εξηγήσουμε θα καταλάβουν».

«Μπίλη βούλωστο κι έλα!»

Ο Μπίλης την έπιασε από τα πόδια κι εγώ από το κεφάλι. Τη σηκώσαμε κουτσά-στραβά και κάναμε να ανέβουμε τις σκάλες. Το κορμί της ήταν βαρύ όμως και δυσκολευτήκαμε. Ο Μπίλης έκλαιγε όλη την ώρα. Ήταν στα χαμένα. Παρ`όλα αυτά, ήξερα πως κάθε τόσο, έπαιρνε μάτι το βρακάκι της Έλλης.

Κάποτε ανεβήκαμε. Ο Μάο μας περίμενε στην πόρτα.

«Ο άλλος ακόμα χέζει;» ρώτησα.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με ανοιχτό το στόμα.

«Έγινε μαλακία», του είπα, «πρέπει να την πάμε στο σαλόνι».

Ο Μάο έκανε χώρο και μπήκαμε μέσα. Στο σαλόνι, πήγαμε και σταθήκαμε μπροστά από τους δυο καναπέδες. Ο ένας, ήταν από εκείνους τους παλιούς καναπέδες που το εσωτερικό τους ήταν κοίλο και χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος.

«Μάο! Έλα, κράτα την», είπα.

Ο Μάο την έπιασε, κι εγώ σήκωσα το κάθισμα. Πέρα από δυο-τρεις, παλιές κουβέρτες, ο καναπές μέσα ήταν άδειος.

«Άντε, τι κάθεστε, βάλτε την», είπα και πήρα τις κουβέρτες στην αγκαλιά μου.

Την ξάπλωσαν μέσα, κι έκλεισαν από πάνω το κάθισμα.

Την ώρα που ακούστηκε το καζανάκι, ο Μπίλλης επέστρεφε από το μπαλκόνι. Του είχα πει να πετάξει τις κουβέρτες εκεί.

Ο Ολλανδός εμφανίστηκε μετά από λίγο χαρωπός, χαρωπός.

«Αν θέλετε τη ζωή σας, για το επόμενο δίωρο, μην μπείτε εκεί μέσα» είπε.

Γελάσαμε. Δεν θυμάμαι των αλλονών, αλλά το δικό μου γέλιο, το ένιωσα σαν κλάμα.

«Θα το αντέξω», είπα και σηκώθηκα. Το στομάχι μου μ`εβριζε.

«Μην πεις πως δεν σε προειδοποίησα», είπε ο Ολλανδός.

Ξανά γέλια. Όρμησα στο μπάνιο κι έχωσα το κεφάλι μου στη λεκάνη της τουαλέτας. Όντως. Η βρώμα δεν είχε όριο, πράγμα όμως που με βοήθησε να ξεράσω εύκολα. Ξανά και ξανά.

Ναι. Έκανα μαλακία. Η Έλλη, μπορεί να είχε προβλήματα, αλλά ήταν εντάξει άτομο. Σκέφτηκα τους γονείς της. Τι θα λέγαμε τώρα στους γονείς της;

Βγήκα από το μπάνιο και επέστρεψα στο σαλόνι. Ο Μπίλης κάθονταν στο καναπέ που φιλοξενούσε το σώμα της Έλλης. Πήγα έκατσα δίπλα του. Τον κοίταξα. Ο καημένος ο Μπίλης. Έμοιαζε λες και του τον έγλυψε τραβέλι. Όχι ότι εγώ ήμουν σε καλύτερη κατάσταση. Έβγαλα το πακέτο και τράβηξα τσιγάρα και για τους τρείς μας.

«Που είναι ο Μάο;» ρώτησα.

«Να πάει να βρει καμιά μπύρα», είπε ο Μπίλης.

«Ρε σεις, τι πάθατε; Καπνίσατε τίποτα πρεζόφυλλα;» είπε ο Ολλανδός. «Ακούστε με λίγο. Μη μαθευτεί τίποτα πως ήρθα για λογαριασμό του Μεγάλου, εντάξει; Θέλω να πω, έχουμε κι ένα όνομα στη πιάτσα».

«Όχι ρε συ».

«Πλάκα κάνεις;»

Κι εκεί που άρχισα κάπως να ηρεμώ, ένιωσα ένα γδούπο κάτω από τον πισινό μου. Κρύος ιδρώτας με έλουσε. Κοίταξα τον Μπίλη. Τον ένιωσε και αυτός. Ξεκίνησα τότε, να λέω φωναχτά μια ιστορία για έναν ασφαλίτη, που το έπαιζε διπλό ταμπλό. Ο γδούπος όμως δυνάμωνε περισσότερο. Νομίζω πως άκουσα και μουγκρητά αλλά δεν σταμάτησα να μιλάω.

Ο Ολλανδός δεν άργησε να με διακόψει.

«Σκάσε λίγο. Δεν το ακούτε;»

«Ποιο;» ρώτησα.

«Δεν ακούω τίποτα», είπε ο Μπίλης.

«Αυτό! Αυτό! Ακούστε σας λέω!»

Και τότε ναι, τι να κάνουμε, το ακούσαμε. Δεν ήταν μόνο οι γδούποι. Ήταν και τα μουγκρητά της Έλλης. Ακριβώς από κάτω μας.

«Απο κει έρχεται!» είπε ο Ολλανδός κι έδειξε ανάμεσα στα πόδια μας.

Εμείς, να ανοίξει η γη να μας καταπιεί.

«Σηκωθείτε!»

Υπακούσαμε και τον αφήσαμε να πλησιάσει. Τη στιγμή που έσκυβε, εμφανίστηκε ο Μάο. Κρατούσε ένα μπουκάλι. Του έδωσε μια στο κεφάλι και τον ξάπλωσε κάτω. Έπειτα, γύρισε και με κοίταξε.

«Βλέπεις τι τραβάμε εξαιτίας σου;»

Ανοίξαμε τον καναπέ. Η Έλλη ήταν σε άθλια κατάσταση. Όμως ήταν ζωντανή.

«Γρήγορα, πρέπει να καλέσουμε ασθενοφόρο» είπα.

Ο Μάο ήδη έπαιρνε τον αριθμό.

«Μ`αυτόν τώρα τι θα κάνουμε;» είπε ο Μπίλης, κι έδειξε τον Ολλανδό.

«Θα το κανονίσω εγώ», είπε ο Μάο.

Που λέτε, το ασθενοφόρο ήρθε γρήγορα. Τα παιδιά με τα λευκά, πήρανε την Έλλη. Κι εγώ μη θέλοντας να την αφήσω μόνη, πήγα μαζί τους. Για τον Ολλανδό δεν έχω να πω πολλά. Μόνο πως όταν ξύπνησε, δεν βρήκε κανέναν μας να τον περιμένει. Αργότερα, έμαθα πως οργάνωσε ολόκληρο ανθρωποκυνηγητό για να μας βρει. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η Έλλη έζησε, κι εγώ είπα να ελαττώσω κάπως το ποτό.

 

* O Κωνσταντίνος Δομηνίκος γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988. Έχει σπουδάσει Tourism & Hospitality Management. Ασχολείται με το γράψιμο σχεδόν από πάντα. Ωστόσο εντατικά, ξεκίνησε να γράφει εδώ κι έναν χρόνο. Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Ζει και γράφει στην Κατερίνη.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top