Fractal

Διήγημα: “Το κεχριμπαρένιο βότσαλο”

της Τίνας Σερβετά // *

 

counter-writers-blockΤην πρώτη φορά που είδε κεχριμπάρι ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Ήταν εκείνα τα κεχριμπαρένια σκουλαρίκια που είχε φέρει ο θείος Κοκκός από τη Μόσχα αλλά ήταν πολύ μικρή για να τα φορέσει, κι έτσι για αρκετά χρόνια είχαν μείνει στο μικροσκοπικό κουτί τους, μέχρι που αποφάσισε να τα χαρίσει στη μάνα της. Μην πάνε και χαμένα εντελώς! της είχε πει, Παρ’ τα εσύ να τα χαρείς, επέμενε, κι ας έλεγε η μητέρα ότι το δώρο δε χαρίζεται παραπέρα. Ε τότε παρ’ τα δανεικά και μου τα ξαναδίνεις όταν μεγαλώσω!

Αυτό το «όταν μεγαλώσω» ακουγόταν τώρα παρωχημένο!

Ήταν η εποχή που όλες οι μανάδες φορούσαν εκείνα τα τεράστια πρόσθετα στους ώμους, ώστε όταν σε έπαιρναν στην αγκαλιά τους, διαπίστωνες ότι ήταν σαν να σε παίρνει αγκαλιά ο πατέρας σου. Γινόταν η αγκαλιά τους πιο μεγάλη και σχεδόν δεν μπορούσες να κοιτάξεις πίσω από τους ώμους τους, ο λαιμός τους χανόταν κάπου ανάμεσα, αλλά ήξερες ότι ήταν εκεί από το άρωμα που αναδυόταν. Ήταν η εποχή που οι μανάδες ψεκαζόταν με κολόνια μόνο στο λαιμό και μόνο με έναν ψεκασμό. Τα ακριβά αρώματα σπάνιζαν τότε και όσες τα είχαν, τα κρατούσαν για τις σημαντικές περιστάσεις, για τις επισκέψεις σε συγγενικά σπίτια, για τα ρεβεγιόν και τις επετείους, τους επίσημους αρραβώνες και τα σημαντικά δείπνα.

Ο θείος Κοκκός ήταν ο αδερφός του μπαμπά. Στα δώδεκά της χρόνια δεν μπορούσε να τον περιγράψει. Ήξερε ότι ο θείος είχε κάτι το διαφορετικό αλλά αργότερα μόνο διαπίστωσε ότι αυτό το διαφορετικό το έλεγαν μποέμ. Ο θείος Κοκκός είναι ένας μποέμ τύπος. Είναι ένας μποέμ τύπος σήμερα που έχει τα γένια ασπρισμένα, όπως ήταν και τότε που κάπνιζε πίπα κι ας ήταν αμούστακο παιδί ακόμα. Ήταν ένας τύπος που αφού ρούφαγε βαθιά μες τα πνευμόνια τον καπνό για να τα γανώσει για τα καλά, ύστερα τον έβγαζε από τη γαμψή του μύτη σε δόσεις, και μετά μασουλούσε μέντες για να διαλύσει την πίκρα που άφηνε ο καπνός, όπως επαναλάμβανε ο ίδιος σοβαρά. Σοβαρά ή μηχανικά δεν είχε σημασία.

Τον είχε μάθει να μασουλάει μέντες η Ιρίνα που ήταν η αδυναμία του. Στην αρχή μιλούσε μαζί της μόνο στα ρώσικα. Η γιαγιά Ευθαλία γκρίνιαζε γιατί την πρώτη φορά που την κουβάλησε μαζί του στην Ελλάδα δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί της, κι έπρεπε η γιαγιά να σκαρφιστεί ένα σωρό χειρονομίες για να της δώσει να καταλάβει πώς είχαν τα πράγματα. Ο μπαμπάς έλεγε ότι ποτέ δεν είχε ξαναδεί τη μάνα του να κουνάει τα χέρια της πιο πολύ από όσο τα κουνούσε όταν προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την αρραβωνιαστικιά του θείου Κοκκού. Ιρίνα δεν μπορούσε να την πει. Όλο Ειρήνη και Ειρηνούλα και Ειρηνάκι. Όμως δεν υπάρχει δε μπορώ! Έτσι δε λένε; Έτσι και η γιαγιά Ευθαλία δεν ήθελε να την πει Ιρίνα.

Όταν ο θείος Κοκκός ξανάφερε την Ιρίνα στο σπίτι της γιαγιάς, είχε φροντίσει να της μάθει τα βασικά ελληνικά, κι έτσι η γιαγιά είχε σταματήσει προσωρινά τη γκρίνια και προπαντός τις χειρονομίες. Ξίνιζε όμως κάθε φορά που ο Κοκκός μιλούσε στα ρώσικα με τη γυναίκα του. Εκείνη δεν είχε γεννηθεί ακόμη, αλλά όπως έλεγε ο μπαμπάς στις ιστορίες που διηγούταν καμιά φορά τα βράδια με την αναμμένη πίπα του να εξέχει από τα πλαϊνά των χειλιών του, την περίμεναν. Γεννήθηκε μια μέρα μετά τους επίσημους αρραβώνες του θείου με τη ρωσίδα, τη ρωσίδα που έλεγε ότι δεν είχε ξαναδεί ποτέ πιο όμορφο μωρό.

Ο θείος Κοκκός δούλευε στο αστεροσκοπείο. Ήξερε όλους τους πλανήτες απ’ έξω κι ανακατωτά και είχε τέτοιο πάθος με τη δουλειά του που πάντοτε καθόταν παραπίσω, και η γιαγιά ύστερα γκρίνιαζε πάλι επειδή κρύωνε το φαγητό όση ώρα τον περίμεναν με την Ιρίνα να επιστρέψει. Του Κοκκού του άρεσε να ξεναγεί τα σχολικά τμήματα που επισκεπτόταν το αστεροσκοπείο τις Τρίτες κι ας μην ήταν αυτή η δουλειά του. Όλα κι όλα! Ο Κοκκός δεν ήταν ξεναγός, ήταν επιστήμονας! Αστρονόμος! έλεγε η γιαγιά Ευθαλία και γέμιζε το στόμα της. Του άρεσε όμως να ανακατεύεται με τα πιτσιρίκια, να τα εντυπωσιάζει με τα τηλεσκόπια, να τους εξηγεί τα χαρακτηριστικά των πλανητών και να τους λέει την ιστορία της δημιουργίας του σύμπαντος. Και ανάμεσα σε όλα αυτά εμπλούτιζε την αφήγησή του με ιστορίες από τη Μόσχα και από τα πανεπιστημιακά του χρόνια. Το πώς βρέθηκε ο θείος Κοκκός να σπουδάζει στη Μόσχα δεν το είχε καταλάβει ποτέ, αλλά δεν την ενδιέφερε κιόλας, αφού οι ιστορίες του πατέρα της πάντα ξεκινούσαν από τη Μόσχα και κατέληγαν στην Ελλάδα και ποτέ δεν ξεκινούσαν από την Ελλάδα για να καταλήξουν στη Μόσχα, κι έτσι, οι λεπτομέρειες του πριν της διέφευγαν. Μόνον η γιαγιά Ευθαλία θυμόταν, αλλά με μνήμη επιλεκτική. Εκείνο δε που θυμόταν καλύτερα από όλα, ήταν τα δύο τρένα. Το πρώτο που της πήρε μακριά τον Κοκκό της, εκείνος ο καρβουνιάρης που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη με ανταπόκριση για Μόσχα, και το άλλο, η ταχεία, που της τον έφερε πίσω ζευγαρωμένο.

Ο θείος Κοκκός πήγαινε στο αστεροσκοπείο και τα Σάββατα και μερικά Σάββατα την έπαιρνε κι εκείνη μαζί του. Κατηφόριζαν με τα πόδια από το σπίτι και στο δρόμο της αγόραζε πάντα καραμέλες με γεύση κεράσι, εκείνες με το διάφανο περιτύλιγμα. Μετά κατασκήνωναν στο γραφείο του για ώρες, και όσο ο θείος ανακάτευε τα χαρτιά του και φυλλογύριζε τα βιβλία του, εκείνη εξερευνούσε τους διαδρόμους του αστεροσκοπείου. Εκείνα τα σαββατιάτικα πρωινά που ο ήλιος χόρευε ταγκό με τις σκιές των διαδρόμων και τα πατήματα του φύλακα γιγαντώνονταν μες την απόλυτη σιωπή που την οριοθετούσαν οι ογκώδεις τοίχοι του αστεροσκοπείου, ο χρόνος κυλούσε πιο γρήγορα από ό,τι τις άλλες μέρες, τις καθημερινές. Ο φύλακας κουβαλούσε πολλές φορές και το γιό του μαζί που ήταν σχεδόν συνομήλικός της, και τότε περπατούσαν μαζί στους διαδρόμους κι έλεγαν κουβέντες ή έπαιζαν κρυφτό. Στην πραγματικότητα έπαιζαν κρυφτό εδώ και πάρα πολλά χρόνια και πότε βρισκόταν και πότε χανόταν ξανά και κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει αν τελικά θα βρεθούν ή θα χαθούν οριστικά. Ο θείος Κοκκός πάντα πίστευε το πρώτο και της το έλεγε κι ας μην τον πίστευε εκείνη.

Ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι επτά οκτώ εννιά δέκα έντεκα δώδεκα δεκατρία δεκατέσσερα δεκαπέντε δεκαέξι δεκαεπτά δεκαοχτώ δεκαεννιά είκοσι, και άλλα είκοσι, και μετά άλλα τόσα, και ύστερα μέχρι το εκατό, και φτου και βγαίνω! Μετρούσε γρήγορα με κοφτές τις ανάσες, να τον προλάβει, να τον βρει. Μερικές φορές προσπαθούσε να κλέψει μια ματιά, να δει προς τα πού πήγε τουλάχιστον να κρυφτεί ο Νικόλας, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνε. Δεν ήταν καλή στο κλέψιμο. Ήξερε όμως να του κρύβεται καλά. Αλλά κι εκείνος, όταν περνούσε η ώρα και δεν μπορούσε να τη βρει, παράταγε το παιχνίδι και γύρναγε στον πατέρα του, στο μικρό γραφειάκι του φύλακα δίπλα στην μικρή αποθήκη. Στενοχωριόταν που παραιτούταν. Βέβαια! Αλλά του το συγχωρούσε, γιατί ειδικά με το Νικόλα το κρυφτό είχε περισσότερη πλάκα.

Γιατί σταματάς να με ψάχνεις; του έλεγε πάντα με νάζι.

Είσαι δύσκολη να σε βρω, απαντούσε τότε εκείνος δήθεν βαριεστημένα, χαμήλωνε το κοντοκουρεμένο του κεφάλι, κάρφωνε τα μάτια στο πάτωμα αδιάφορα, κι έδινε υπόσχεση ότι θα συνεχίσουν το παιχνίδι το επόμενο Σάββατο. Και τα Σάββατα περνούσαν.

Στο πρώτο συρτάρι του γραφείου του που παρέμενε πάντα κλειδωμένο, ο θείος διατηρούσε μια μικρή συλλογή από πέτρες. Έτσι έκανε στα ταξίδια του, έπαιρνε ένα κομμάτι γης από κάθε χώμα που πατούσε. Το πιο ωραίο ήταν ένα ροζ βότσαλο από την Παντελλερία, όμως το αγαπημένο του Κοκκού ήταν μια μαύρη λεία πέτρα από τη θάλασσα της Κορνουάλλης. Για κάθε βότσαλο ο θείος είχε να πει και μια ιστορία, ένα ταξίδι να διηγηθεί. Το ίδιο έκανε κι αυτή τώρα που μεγάλωσε. Το δικό της αγαπημένο βότσαλο ήταν ένα μαύρο πορώδες και τραχύ από τη Θήρα και ήταν της φαινόταν η μόνη πέτρα που όταν την άγγιζες έβγαζε από μέσα της τη φωτιά. Ίσως να έφταιγε το ηφαίστειο, ίσως πάλι να ήταν και ιδέα της.

Σε αυτό το πρώτο συρτάρι, ο θείος φυλούσε και τις μέντες. Τις μέντες τις έστελνε από τη Μόσχα ο πατέρας της Ιρίνας σε κάτι μεταλλικά κουτάκια που θα είχαν μέσα καμιά εκατοστή παστίλιες το καθένα, και απ’ έξω υπήρχαν κάτι ακαταλαβίστικα γράμματα που μόνο ο θείος και η γυναίκα του καταλάβαιναν. Ήταν περίεργο πώς το Ν διαβαζόταν Η και το Η διαβαζόταν Ν στη γλώσσα της Ιρίνας. Αυτές τις μέντες ο θείος δεν τις μοιραζόταν με κανέναν, τις κρατούσε όλες για τον εαυτό του. Δε θυμόταν να έχει δει ποτέ τον Κοκκό να προσφέρει μέντες. Μόνο σε εκείνη έδινε, ίσως γιατί με την Ιρίνα δεν έκαναν ποτέ δικά τους παιδιά και ο μπαμπάς πάντα έλεγε ότι είχαν εκείνη σαν παιδί τους.

Τη δεύτερη φορά που είδε κεχριμπάρι, ήταν εκείνο το καλοκαίρι που ο θείος την είχε πάρει μαζί του στη Μόσχα γιατί θα έδινε μια διάλεξη στο πανεπιστήμιο. Είχαν πάει με το αυτοκίνητο του Κοκκού, εκείνη, ο θείος και η Ιρίνα και ένα πορτ-μπαγκάζ γεμάτο βαλίτσες και πράγματα. Ο δρόμος έμοιαζε ατελείωτος, τα χιλιόμετρα δεν σταματούσαν στο κοντέρ του αυτοκινήτου να γράφουν, εκείνου του κόκκινου σιτροέν με το γυαλιστερό σήμα – δυο περισπωμένες της γαλλικής σε παράλληλη σύνταξη – και τα γκρίζα καθίσματα που δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις από το γκρίζο της ασφάλτου. Η Ιρίνα έβαζε τα πόδια της στο ταμπλό για να τα ξεκουράσει κι ο θείος της γκρίνιαζε γιατί δεν ήταν αυτός ο τρόπος να κάνει το αίμα να γυρίζει προς τα πάνω για να ξεπρηστούν. Της εξηγούσε ξανά και ξανά από την αρχή τις ασκήσεις που έπρεπε να κάνει, ακόμη και καθισμένη, για να αποφεύγει το λιμνάζον αίμα στα δάχτυλα των ποδιών της, όμως μάταια. Η Ιρίνα σε κάθε ευκαιρία πετούσε τα παπούτσια της στο πίσω κάθισμα, έβγαζε τις κάλτσες της, έτριβε με τα ντελικάτα δάχτυλά της το κου-ντε-πιέ κι ευθύς ανέβαζε τα πέλματά της στο μολυβένιο ταμπλό λες και χαιρετούσε με τις πατούσες της τα αυτοκίνητα που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα. Ο θείος Κοκκός που ήταν πολύ μποέμ τύπος, ντρεπόταν πολύ, κι έλεγε ότι αν μπορούσε, θα οδηγούσε με το κεφάλι κάτω από το τιμόνι για να μην τον βλέπουν οι άλλοι οδηγοί. Και τότε εκείνη και η Ιρίνα βάζαν τα γέλια γιατί τα μάγουλα του Κοκκού έπαιρναν το χρώμα της ντροπής – τον παρατηρούσε από τον κεντρικό καθρέφτη, και ίσως λίγο του θυμού γιατί δεν του άρεσε να τον παρακούν, ειδικά όταν ήξερε ότι είχε απόλυτο δίκιο.

Τότε φοιτούσε στο τελευταίο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών – είχε κοπιάσει να μπει – κι εκείνο το καλοκαίρι αναζητούσε νέα θέματα για τις εργασίες της και καινούριους προσανατολισμούς για την τέχνη της. Δεν ήταν βλέπεις και πολύ συνηθισμένο να επιλέγει μια γυναίκα τη γλυπτική και αυτό την πείσμωνε πολύ όταν το άκουγε. Αρτίστα! έλεγε η γιαγιά Ευθαλία και καμάρωνε όπως ψήλωνε και με το Αστρονόμος! Όπως όμως έλεγε εκείνη, η τέχνη σε διαλέγει, δεν τη διαλέγεις εσύ. Είναι η μοίρα του ανταμώματος μαζί της προαποφασισμένη από τη σύλληψη του καθενός. Το έλεγε και ο Κοκκός.

Λες να είχε να κάνει αυτό με την πρώτη επίσκεψη της Ιρίνας στο σπίτι της γιαγιάς; Τότε που η ρωσίδα δεν ήξερε ούτε το καλημέρα να πει καλά καλά στην ελληνική; Γιατί από ό,τι έλεγε επίσης ο μπαμπάς, τα βράδια που με την πίπα του να καπνίζει καθόταν δίπλα στο αναμμένο τζάκι – που παρεμπιπτόντως κι αυτό κάπνιζε γιατί κανείς δεν είχε ποτέ σκεφτεί να το καθαρίσει στην αρχή της σεζόν – ήταν εκείνο το βράδυ που εκείνη άρχισε να υπάρχει. Ο ερχομός της ρωσίδας συνέπεσε με τη δική της σύλληψη, λες και οι μοίρες τους έπρεπε με κάποιο τρόπο να δεθούν, λες και από εκείνο το σημείο και μετά οι τροχιές τους έπρεπε να συναντηθούν με μια παράξενη μοίρα, τόσο παράξενη που έβρισκε ότι έμοιαζε με την Ιρίνα περισσότερο από ό,τι με τη μάνα της που την είχε γεννήσει. Και από τότε που ο μπαμπάς το είχε πει αυτό, εκείνη έλεγε ότι όχι μόνο η τέχνη αλλά και οι άνθρωποι σε διαλέγουν, εκείνοι οι άνθρωποι που σου χαράσσουν μια άλλη πορεία στη ζωή, διαφορετική από εκείνη που θα είχες αν δεν είχες βρεθεί στο δρόμο τους κι αυτοί στον δικό σου. Σε διαλέγουν χωρίς απαραίτητα να τους διαλέγεις εσύ, όπως ίσως γίνεται με τους φύλακες αγγέλους.

Α ναι! Σε αυτούς πίστευε! Πίστευε στην ύπαρξή τους, στην επιρροή τους, στα μαγικά φτερά τους και προπάντων στην άγρυπνη ματιά τους. Και πίστευε ότι ο καθένας από εμάς τους θνητούς έχει μόνο έναν. Έναν που μας ακολουθεί σαν άγρυπνος φρουρός, σαν αποτύπωμα στον ώμο μας, σαν χέρι που χαϊδεύει ανεπαίσθητα το σβέρκο μας και σαν ανάσα που φυσάει αχνά στα ματοτσίνορά μας όταν πέφτουμε σε ύπνο βαθύ. Τότε είναι που έρχονται έλεγε τα καλύτερα όνειρα, εκείνα που ενώ δεν είμαστε σίγουροι ότι τα θυμόμαστε το πρωί, ξέρουμε ότι τα ονειρευτήκαμε. Όπως τους πόθους της νιότης όταν γίνουμε μεγάλοι ένα πράγμα.

Για όλα αυτά μίλαγε πάντα με την Ιρίνα. Με κανέναν άλλον. Σε εκείνο το ταξίδι όμως δεν είχαν πει πολλά, γιατί ο θείος Κοκκός δεν άφηνε χρόνο για χαλάρωση στις δεκαπέντε μέρες της περιήγησής τους. «Αν υπάρχει ένα πράγμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ από το ταξίδι μου στη Μόσχα» έλεγε συχνά στις φίλες της, «είναι εκείνη η σταγόνα η κεχριμπαρένια που είχε φυλακίσει για πάντα μέσα της, στην αιωνιότητα θαρρείς, ένα μυρμηγκάκι τόσο δα μικρό». Τι εικόνα κι αυτή! Από εκείνες που σου μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού και σου καθορίζουν υποσυνείδητα το μετά. Πού να φανταζόταν εκείνο το μυρμήγκι ότι, εκεί που πήγαινε αμέριμνο να συλλέξει τροφή για ένα τσούρμο άλλα μυρμήγκια, θα του τύχαινε στο διάβα του η σταγόνα του κεχριμπαριού; Αλλά μήπως και αυτό το ατύχημα, όσο μοναδικό και να ήταν και όσο κι αν λάξευσε η φύση μια μοναδική δημιουργία, δεν ήταν στην τελική δυστύχημα για το ίδιο το μυρμήγκι; Αν μπορούσε να μιλήσει μέσα από το κεχριμπαρένιο βότσαλο που το διατήρησε στην αθανασία, θα έδινε τα πάντα για ένα μικρογραμμάριο αέρα.

Εκείνος ο Σεπτέμβρης ήταν πολύ δημιουργικός. Ο Κοκκός έπρεπε να είναι πίσω στο πόστο του στο αστεροσκοπείο τέλη Αυγούστου, η Ιρίνα δεν είχε τέτοιους περιορισμούς, η μόνη της υποχρέωση ήταν να κρατάει συντροφιά στη γιαγιά Ευθαλία τα πρωινά, κι όσο για την ίδια, η Σχολή δε θα άνοιγε πριν από τα τέλη του μήνα. Στο ισόγειο του πατρικού της σπιτιού στην Πλάκα, από την πίσω μεριά της αυλής, εκεί που παλιά στοίβαζαν τα λάδια και τα όσπρια για το χειμώνα, τα σαπούνια και τα ροδόνερα και λογής λογής άλλα πράγματα, εκεί που αποθήκευαν τα χαλιά και τις κουβέρτες και τα κεντίδια στα βαριά ξύλινα μπαούλα, μετά από προτροπή του πατέρα είχε μετατρέψει το χώρο σε εργαστήριο γλυπτικής. Και είχε αραδιασμένα ένα σωρό σκαρπέλα και τροχούς και μάρμαρα και πηλούς και σίδερα και γυαλιά χρωματιστά. Μες τη βουβή ζέστη του Σεπτέμβρη εκείνου, χανόταν με τις ώρες στο ισόγειο και σκάλιζε ένας Θεός ήξερε τι. Από το πίσω μέρος της αυλής έβγαιναν περίεργοι ήχοι, μόνο αυτό μπορούσε να πει κανείς με απόλυτη σιγουριά, γιατί οι τροχοί και τα σκαρπέλα είχαν πάρει φωτιά. Τα ζέσταινε το χέρι της, που επηρεασμένο από τον οίστρο του νου της, έδινε μορφή στα άμορφα όνειρά της. Ήθελε σώνει και καλά να παντρέψει τα όνειρα με τους φύλακες Αγγέλους, τα μυρμήγκια με τις φούσκες του μυαλού, το ήλεκτρο με τη γη. Και πήρε πρώτη από το χέρι την Ιρίνα για να της δείξει το πώς το είχε καταφέρει. Και η Ιρίνα είχε μείνει με το στόμα ολάνοιχτο να χαζεύει τα γλυπτά μέχρι που την πιάσαν λυγμοί και τα πνευμόνια της φούσκωσαν από περηφάνια γιατί το κορίτσι εκείνο το ’νιωθε δικό της, πιο δικό της από οποιοδήποτε άλλο παιδί του κόσμου. Ήταν η Ηλέκτρα της.

Τα μισά περίπου από εκείνα τα έργα, τα χρησιμοποίησε στην τελική εργασία για να πάρει το δίπλωμά της. Και στην ορκωμοσία της ήταν όλοι εκεί, ο μπαμπάς, η μητέρα, ο θείος Κοκκός και η Ιρίνα, και φυσικά η γιαγιά Ευθαλία που καμάρωνε την αρτίστα της και από τη συγκίνηση μαρμάρωσε και ξέχασε για λίγο να κουνάει τα χέρια της. Και ξέχασε για λίγο και να γκρινιάζει. Είχε έρθει και ο Νικόλας, ο γιός του φύλακα από το αστεροσκοπείο. Κάπου τον είχε εντοπίσει το μάτι της να στέκεται όρθιος πίσω από την τελευταία σειρά καθισμάτων της αίθουσας και μετά τον έχασε πάλι. Ίσως να ήταν και ιδέα της ή απλά κάποιος που του έμοιαζε.

Με το Νικόλα είχαν πάει μαζί κρυφά στη Σαντορίνη. Δεν το ήξερε κανείς. Το σχεδίαζαν από το σχολείο ακόμα, και με το πρόσχημα ότι πάει ο καθένας διακοπές με τους φίλους του, λίγες μέρες αφού πήραν το απολυτήριο, ανταμώθηκαν μέσα στο καράβι με προορισμό τα Φυρά. Ίσως γι’ αυτό, το αγαπημένο της βότσαλο να ήταν εκείνο το μαύρο και πορώδες του ηφαιστείου – ο Κοκκός το υποψιαζόταν! Και μετά χωρίστηκαν, γιατί εκείνος έφυγε στην Ιταλία και γυρνούσε μόνο τα καλοκαίρια, και όταν γυρνούσε την έπαιρνε με το κόκκινο μηχανάκι του και τρέχαν σαν τους τρελούς όλη την πόλη, κατέβαιναν τη Συγγρού με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ξεχνιόταν για ώρες στο Μικρολίμανο να λιάζουν τα κεφάλια τους. Διέσχιζαν όλη την παραλιακή, πότιζαν τα μυαλά τους από τις μυρωδιές του Σαρωνικού, μαστίγωνε ο Νικόλας το κόκκινο μηχανάκι, μαστίγωναν και τις καρδιές τους, τρέχαν σαν τους παλαβούς επιταχύνοντας στις στροφές, ζαλιζόταν από τη λαχτάρα του ενός για τον άλλον, μέχρι το Σούνιο έφταναν συχνά και ατένιζαν από το ναό του Ποσειδώνα τα μενεξεδιά χρώματα του ορίζοντα. Όμως ύστερα έφτανε ο χειμώνας και χάνονταν ξανά, και με τον καιρό το μόνο που είχε μείνει από εκείνον ήταν εκείνο το μαύρο βότσαλο. Η φωτιά.

Ένα καυτό καλοκαιρινό πρωινό που το ραγισμένο τσιμέντο του κέντρου έβγαζε φλόγα από μέσα από τη γη, η γιαγιά κατέβαινε βιαστικά τη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο. Τη ζητούσαν στο τηλέφωνο, η Ευθαλία δεν είχε καταλάβει καλά ποιός και τι, αλλά μάλλον ήταν για κάτι σημαντικό. Να αφήσει αμέσως τους τροχούς, τις ηλεκτροσυγκολλήσεις και τα γυαλιά και την άμμο τη χρωματιστή και να τρέξει αμέσως επάνω της είπε. Με τα παλαβά μαλλιά της να ανεμίζουν πίσω από ένα πρόχειρο τσεμπέρι και με τα χέρια ακόμη λερωμένα από την άμμο, έπιασε το ακουστικό. Ήθελαν λέει να έρθουν στο εργαστήριό της να δουν τη δουλειά της. Η Ηλέκτρα ένιωθε τους κόμπους του κορμιού της όλους να λύνονται στο άκουσμα αυτής της δήλωσης. Αν τους άρεσε, συνέχισε η αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, υπήρχε προοπτική να τα εκθέσουν σε μια νέα γκαλερί στην Κηφισιά. Τους είχε δώσει το τηλέφωνο του σπιτιού της ο κύριος Μαραθάκης από τη Σχολή. Κάτι λέει τους είχε πει για τις μορφές που έπλαθε τώρα τελευταία με τα εργαλεία της, για το ήλεκτρο και για το σπάσιμο των δεσμών που αντικατόπτριζαν τα έργα της και είχαν μεγάλη περιέργεια να τα αξιολογήσουν από κοντά. Αν ήθελε μάλιστα μπορούσαν να κανονίσουν να την επισκεφθούν στο χώρο δουλειάς της μαζί και με τον κύριο Μαραθάκη.

Αν ήθελε; Φυσικά και ήθελε!!! Αυτή ήταν ευκαιρία που παρουσιάζεται μία φορά το πολύ στη ζωή. Και την άρπαξε από τα μαλλιά. Ζήτησε από τον υπεύθυνο της γκαλερί να της δώσει λίγους μήνες περιθώριο ακόμη πριν εκθέσει τη δουλειά της, γιατί ήθελε λέει να παντρέψει το ήλεκτρο με την ηφαιστειακή λάβα. Της το είχε προτείνει και ο Νικόλας, τότε που το ’σκασαν για τη Σαντορίνη, δεν το είχε ξεχάσει ποτέ, το είχε απλά αποθέσει για λίγο στο πίσω μέρος του μυαλού της και εκεί το δούλευε μέχρι να ωριμάσει η σκέψη, μέχρι να μπορέσει να την κάνει ύλη. Της το είχε πει, ότι εκείνη – διάολος ή άγγελος – μπορούσε να λαξεύσει ακόμη και το ηφαίστειο. Και θα το τολμούσε.

Μόνον η Ιρίνα μπορούσε να καταλάβει τις ανησυχίες της. Και ο θείος Κοκκός φυσικά, που αποφάσισε να της χαρίσει τη συλλογή του από τα βότσαλα μόλις βγήκε στη σύνταξη και έπρεπε να αδειάσει το πρώτο συρτάρι του γραφείου του στο αστεροσκοπείο. Όσο περνούσε ο καιρός, το ισόγειο στο πίσω μέρος του σπιτιού τους γέμιζε με έργα, με τόσα πολλά γλυπτά που άλλα δε χωρούσαν και έπρεπε σιγά σιγά να αρχίσει να οργανώνει τις λεπτομέρειες της έκθεσης. Του Κοκκού του άρεσε να περνάει την ώρα του εκεί κάτω, να χαζεύει τα παντρέματα που έκανε στα υλικά και να προσπαθεί να καταλάβει πώς κατάφερνε να ταιριάξει τα αταίριαστα. Αλλά κι αυτός με την Ιρίνα αταίριαστοι δεν ήταν; Και συχνά τη ρωτούσε, και αρχινούσαν κάτι απίθανες συζητήσεις από αυτές που μόνο με τον Κοκκό και την Ιρίνα μπορούσες να κάνεις γιατί φορούσαν και οι δύο φτερά, σε αντίθεση με τους γονείς της που φορούσαν βαρίδια στους αστραγάλους για να τους κρατάνε κολλημένους στη γη.

Η μητέρα ήθελε κατά βάθος να τη δει να στεριώνει κάπου, σε κάτι, σε κάποιον, ενώ η Ιρίνα ήθελε να δει τα έργα της να ταξιδεύουν, να εκθέτονται στις μεγαλύτερες γκαλερί του κόσμου και να αποκτά φήμη, μεγάλη φήμη, αλλά δεν τολμούσε να το εκδηλώσει. Κι όσο η μητέρα της έκανε απόπειρες να την προσγειώνει, τόσο η Ιρίνα της φούσκωνε το μυαλό με ιδέες και απίθανες προτάσεις. Να κάνει ένα μυρμήγκι από ηφαίστειο της είχε πει, κλεισμένο μες το ήλεκτρο, καταδικασμένο σε ισόβια δεσμά σαν εκείνο που είχαν δει στη Ρουσία στο μουσείο, κι ένα δεύτερο μυρμήγκι από λάβα απ’ έξω, να προσπαθεί με ένα σκαρπέλο κι ένα καρφί να του λύσει τα δεσμά, να σπάσει τη φυλακή του, να καταφέρει να ανοίξει μια χαραμάδα και να του δώσει οξυγόνο, μια ανάσα που θα του χαρίσει επιτέλους την ελευθερία του. Να είναι τα δύο μυρμηγκάκια δίδυμες ψυχές που από ένα τυχαίο γεγονός, μια σταγόνα από κεχριμπάρι, χωρίστηκαν για πάντα. Και να προσπαθήσει της είπε να το ξορκίσει με τον τροχό της αυτό το κακό, να είναι το ένα μυρμήγκι ο φύλακας άγγελος του άλλου που θα το λυτρώσει από τους περιορισμούς του. Και να είναι το ήλεκτρο θολό, όπως θολό είναι το μυαλό του ανθρώπου που δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις, που παραλύει μπροστά σε δύο μονοπάτια χωρίς να ξέρει ποιο να διαλέξει. Μπρος ή πίσω, μαζί ή χώρια; Και να δείξει ότι η επιλογή είναι υπόθεση του ενός από τους δύο, γιατί ο ένας είναι πάντα δέσμιος του μυαλού του, δέσμιος μέσα στο θολό κεχριμπάρι που του λιγοστεύει την όραση την καθαρή. Ο άλλος, ο δεύτερος, εκείνος που είναι απέξω από την κατάσταση μπορεί να τον τραβήξει από την ασφυξία του. Γιατί εκείνος που ασφυκτιά, έλεγε η Ιρίνα, δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά.

«Η γλύπτης έχει απαγορεύσει την πώληση αυτού του έργου, λυπάμαι. Μπορείτε όμως να επιλέξετε όποιο άλλο παρόμοιο σας ενδιαφέρει» πληροφόρησε ο ιδιοκτήτης της γκαλερί το ζευγάρι που επίμονα παρατηρούσε για ώρα το κεντρικό έκθεμα. Τα φώτα ήταν όλα αναμμένα για τα εγκαίνια της έκθεσης, οι προβολείς στραμμένοι επάνω στα έργα, δημοσιογράφοι και πλήθος φωτογράφων παντού σπαρμένοι στο χώρο, μουσική να παίζει υπόκωφα και αρκετός κόσμος μαζεμένος γύρω από το μπαρ και άλλοι που περιεργάζονταν με ενδιαφέρον τα γλυπτά. Ο Νικόλας βλέποντας τη σύζυγό του φανερά απογοητευμένη που δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στην αγορά, έψαξε με το βλέμμα την Ηλέκτρα σε όλη την αίθουσα. Την εντόπισε στο βάθος, μαζί με αρκετούς καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών, υποψήφιους αγοραστές και πλήθος κόσμου που την συνέχαιραν για την αυθεντικότητα των γλυπτών της και τις απίθανες εμπνεύσεις της. Η Ιρίνα στεκόταν παραδίπλα και χαμογελούσε τόσο, που φαινόταν όλα της τα δόντια. Η Ηλέκτρα αντιλήφθηκε αμέσως την παρουσία του από την αύρα του και από το άτσαλο περπάτημά του. Πάγωσε. Πιο πίσω ακολουθούσε δειλά η σύζυγός του, όπως έσπευσε να την πληροφορήσει, μια γυναίκα που η φωνή της ήταν ψιλότερη από το παράστημά της. Ναι… πράγματι… το κεντρικό έκθεμα δεν ήταν προς πώληση, ανήκε στον φύλακα άγγελό της. Ο Νικόλας έδειξε να παραξενεύεται, το ένα του φρύδι λοξοδρομούσε στο μέτωπό του κι ένας σπασμός στράβωσε το χείλι του. Απέφυγε να του προσδιορίσει την ταυτότητα του φύλακα αγγέλου της και διακριτικά, προσποιούμενη ότι την καλούν στη διπλανή αίθουσα, απομακρύνθηκε, για να τον δει ύστερα από λίγο να χάνεται ακόμη μια φορά, ίσως την τελευταία φορά που θα τον παρατηρούσε να χάνεται.

Κάπου στο βάθος της κεντρικής αίθουσας οι γονείς της έδειχναν σαστισμένοι, περήφανοι αλλά κυρίως σαστισμένοι με την επιτυχία της έκθεσης – περίεργοι που το κορίτσι τους έμοιαζε να μην είναι το δικό τους παιδί κι όμως ήταν – κι ούτε που πήραν χαμπάρι την επίσκεψη του Νικόλα. Δεν αντιλήφθηκαν γιατί τους έλειπαν τα φτερά. Η Ιρίνα την είδε που στεκόταν με τα μπράτσα κλειδωμένα το ένα μες το άλλο και την πλάτη κυρτωμένη έξω στον προαύλιο χώρο και έκανε νόημα του Κοκκού να πάει. Ο θείος έβγαλε κάτι μέντες από την τσέπη του και της πρόσφερε. Ίσως κι εκείνος τις μασουλούσε όταν το στόμα του πικραινόταν από τη λύπη. Τώρα η Ηλέκτρα υποψιαζόταν ότι η εξάρτησή του από τις παστίλιες μέντας είχε κάποια εξήγηση. Δεν ήθελε μέντες όμως. Της έδωσε την πίπα του και της έκανε νόημα να ρουφήξει. Η Ηλέκτρα πήρε όλον τον καπνό στα πνευμόνια της, πνίγηκε, ζαλίστηκε για δευτερόλεπτα, μα ύστερα ένιωσε ότι μες τη θολούρα του καπνού έβλεπε καλύτερα. Ο Κοκκός ψηλάφισε με τα χέρια του τα κεχριμπαρένια σκουλαρίκια που της είχε κάνει δώρο όταν ήταν δώδεκα χρονών, αυτά που φορούσε απόψε για πρώτη φορά. Πόσο μεγάλωσες! σκέφτηκε, και ακουμπώντας τις παλάμες του στα μάγουλά της, παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος. Με το Νικόλα θα χανόταν για πάντα.

Η Ηλέκτρα μέτρησε απόψε για τελευταία φορά μέχρι το εκατό, φτου και βγαίνω… μα εκείνος είχε χαθεί οριστικά. Ο ηλεκτρικός ακούστηκε που περνούσε, δονήθηκαν τα πορτοκαλιά βαγόνια πάνω στις ράγες, το παρόν ήταν χειροπιαστό, τόσο αληθινό που έμοιαζε με ψέμα. Καυτά δάκρυα κύλησαν και ο θείος Κοκκός ήταν εκεί για να τα στεγνώσει. Δάκρυα που δεν κυλούσαν για το «ποτέ ξανά». Ο θείος το ήξερε, το ψυχανεμιζόταν. Αυτά ήταν δάκρυα που ανέβλυζαν, γιατί το τέλος, το ότι θα χανόταν με το Νικόλα για πάντα, ήταν μια αλήθεια μετατοπισμένη στο παρόν.

 

* Η Τίνα Σερβετά είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Κατάγεται από τα Ιωάννινα, έχει ζήσει περιόδους τις ζωής της στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Δουβλίνο, πόλεις που την ενέπνευσαν να γράψει ιστορίες με αφορμή τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ανάλυσης και κριτικής του αμερικανικού διηγήματος και Ιρλανδική μυθολογία. Δηλώνει ερωτευμένη με τη μετάφραση. Αγαπά το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος για την ταχύτητά του αλλά και γιατί το νόημα είναι συνήθως καλά κρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις. Τα κείμενά της τα αναρτά στον ιστότοπο www.selidodeiktis.gr

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top