Fractal

Διήγημα: “Το γράμμα”

του Δημήτρη Κολιδάκη // *

 

handdΚόντεψε να ζουρλαθεί, από τη χαρά της, στα πρώτα ακούσματα από του Προέδρου το στόμα, η κόρη και να μείνει ξερή στον τόπο η μάνα. Η μάνα και η κόρη. Η κυρά Αθανασία και η Μαργαρίτα.

– Έτσι όπως τ’ ακούτε. Αφού σας το λέω… Το ‘δα με τα μάτια μου!

– Δεν σου ‘χω εμπιστοσύνη, κυρ Πρόεδρε. Όχι σε σένα, στα μάτια σου δεν ρίχνω λόγο. Το ζερβό έχει καταρράχτη. Δεν έχει; Και σε θέλω εδώ κι αυτή τη στιγμή, να μου πεις την αλήθεια. Δεν έχει πάρει να θαμπώνει; Έχει ή δεν έχει;

– Έχει βρε Αθανασία, αλλά μόνο το ζερβό. Το καλό όμως…

– Το καλό ποδοβλέπει, τον έκοψε στα δυο η γυναίκα. Όπου ποδόγυρος από πίσω. Χειρότερο απ’ τ’ αριστερό.

– Εγώ πάντως το ‘δα… άμα θέλεις χώνεψε το. Τι άλλο να σου πω!

– Κάτσε ρε μάνα να ακούσουμε. Μια το ένα και μια το άλλο. Δεν αφήνεις κανένανε να πει αυτό που ξεκινάει. Συνεχίστε, συνεχίστε… σας παρακαλώ!

Μούτρωσε η κυρά Αθανασία. Σούφρωσε τα χείλια της, έτσι όπως τα ‘κανε κάθε φορά που την κοντράρανε. Ένα σούφρωμα σφιχτό και στριφτό, λες κι ήθελε να σφυρίξει.

 

Πάντα τα τσουγκρίζανε οι δυο τους. Και με ποιόν δε τα τσούγκριζε η Αθανασία! Γκρινιάζανε μάνα και κόρη και μετά μέλι-γάλα. Χρόνια αυτή η δουλειά. Χρόνια ολάκερα. Είκοσι καλοκαίρια στρόγγυλα ήτανε η Μαργαρίτα, πενηνταλίγο η Αθανασία.

Ο πατέρας, ο κυρ Μιχάλης, «ο Μιχαλάκης» όπως τον φώναζε η Αθανασία, άγιος άνθρωπος. Άγιος και αμίλητος. Ή στη δουλειά πήγαινε ή στο σπίτι γύριζε, πάντα με σκυφτό το κεφάλι. Και στη γυναίκα του μπροστά, ακόμα και σ’ αυτή, δε το σήκωνε ούτε για φτέρνισμα ούτε για βήξιμο. Ψυχούλα! Κι όμως, τόσο συνεσταλμένος αλλά το εμπόριο εμπόριο. Μάλιστα, έμπορας! Ψιλικατζής. Ψιλικά είδη «Η Σμύρνη». Η καταγωγή βλέπεις. Μόνο και μόνο στ’ αντίκρισμα της ταμπέλας, έσταζε δάκρυ η καρδιά του Μιχαλάκη. Του το ‘χε φυσήξει μέσα βαθιά, ο δικός του πατέρας. Όταν ζούσε, του ‘χε πει ίσαμε χίλιες είκοσι φορές, την ιστορία του ξεριζωμού. Πως ζήσανε το ξεκλήρισμα από ‘κει και το δύσκολο ρίζωμα στα ντόπια χώματα εδώ και πως βρέθηκε στον τόπο αυτό με «’κείνη», που βρήκε νια το δρόμο προς τους σταυρούς απ’ έξω απ’ το χωριό και δεν έσωσε να γίνει η «γριά του» γιατί έσβησε άκαιρη και δεν έζησε το «φεύγα» της ξενιτεμένης, της μεγάλης της, τής Στέλλας, που την κατάπιανε οι σπουδές κι απέμεινε στα «εξωτερικά». Βράστα! Μια ζωή βάσανα για τον παππού!
Λες και έζησε και ο Μιχάλης τις πετριές τις πρώτες μα και τις ύστερες. Αγέννητος στις «πρώτες», κούτσικος στις «ύστερες» για το πάλεμα της επιβίωσης! Μα σαν παιδί και νέος λίγα νοιώθεις… λίγα ένοιωσε. Και στη Σμύρνη μαζί είχανε πάει, πατέρας και γιος, για να δούνε… Τι να δούνε και τι να βρούνε! Και οι δρόμοι ακόμη, άλλα χαράγματα είχανε. Είδε κι έπαθε να προσανατολιστεί ο «γέρος»! Τίποτα δε θυμίζανε τα χρόνια τα παλιά και τα αλλιώτικα. Πλατεία έγινε το πατρικό τους και δρόμος κατάπιε τα παραδίπλα σπίτια των συγγενών. «Στάχτη και μπούρμπερι» όχι μοναχά στη γη και στα υπάρχοντα τα τοτινά, αλλά και στις θύμησες που ‘χανε ξεμείνει ίσαμε τα τώρα. Αφού στο γυρισμό δεν άντεξε ο πατέρας του κι έβαλε τα κλάματα.

«Ανάθεμα που ‘ρθαμε. Χίλια ανάθεμα! Πάνε οι θύμησες. Πάνε οι νοσταλγίες».

Αυτό ήτανε. Μετά το βούλωσε, μέχρι που πέθανε. Έφυγε ο «βασανισμένος» για να ανταμώσει «’κείνη» κι έμεινε ο γιος με όλα τα περπατήματα στη καρδιά μέσα. Κι όταν τον ρωτάγανε από που κράταγε η σκούφια του, «από τη Σμύρνη» έλεγε και το πίστευε!

Η γυναίκα του Μιχάλη, η Αθανασία, από προξενιό ταιριασμένη… και για τούτο το φτιαξίδι έφταιγε η Μαρίτσα, η μακροξαδέλφη. Ποιανού; Κανένας δεν ήξερε πως βρέθηκε στα σόγια. Τι σημασία είχε! Αυτή είχε λυσσάξει να τον ζευγαρώσει. Το καλό που βγήκε από την υπόθεση αυτή, ήτανε η Μαργαρώ. Όχι μοναχά η Μαργαρώ, γιατί η οικογένεια είναι μεγάλο πράγμα, αλλά και η Μαργαρώ. «Πέθαινε» για τη θυγατέρα του -του άρεσε να τη λέει έτσι- ο Μιχαλάκης. Πέθαινε, έσβηνε, αλλά δε το ‘δειχνε. Και για το κρύψιμο, έφταιγε και το ζώδιο. Παρθένος. Παρθένος και Σμυρνιός απ’ τη καταγωγή. Το ‘παμε το τελευταίο, «πως» και «γιατί». Πλεκόντουσαν τ’ άστρα με το χαρακτήρα και τη ρίζα. Σκέτος αχταρμάς. Η καλοσύνη, η πραότητα η κρυψομυαλιά, η δραστηριότητα και το στριφογύρισμα. Όλα μαζί στην ίδια κατσαρόλα, την ίδια σάρκα. Πως μπερδευτήκανε όλα τούτα αντάμα, ένας Θεός ξέρει!

Ψιλικά είδη «Η Σμύρνη», λοιπόν. Απ’ όλα είχε το μαγαζί. Και σιγαρέτα και περιοδικά και ζαχαρώδη και χυμούς. Και προφυλακτικά με τιμές –επίτηδες- γραμμένες απ’ έξω απ’ τα κουτιά. Παλιά, τότε που υπήρχαν οι προκαταλήψεις -τα ταμπού που λένε και οι ντροπές- και δεν υπήρχε ο θάνατος με το AIDS, όταν ήθελε κάποιος να αγοράσει προφυλακτικά, ο Μιχαλάκης το καταλάβαινε και έκανε ότι έψαχνε για κάτι που τάχατες του έπεσε. Παίρνανε στα κλεφτά το κουτί με τα… «φορετά», αφήνανε τα λεφτά, του πετάγανε και ένα «πήρα και κάτι ακόμη» και φεύγανε. Τώρα τα πράματα είναι πιο απλά. Το «κάτι ακόμη» έγινε απαραίτητο στον έρωτα… τουλάχιστον «θα πρέπει» να είναι! Το ζητάνε και το παίρνουνε στα φανερά. Πάντα με το κόσμο και τη πελατεία ο Μιχάλης ήτανε τόσο γλυκομίλητος και τόσο εξυπηρετικός, που ένας έβγαινε, τρεις μπαίνανε. Όλοι αυτόν περιμένανε για να ψωνίσουνε. Κρυφοκοιτάζανε απ’ έξω για να δούνε ποιος είναι μέσα. Όταν λάχαινε στο μαγαζί η Αθανασία -στη μεσημεριανή αλλαγή-, δεν πάταγε ψυχή. Περιμένανε τον Μιχάλη, να γυρίσει και πέφτανε μαζεμένοι.

– Το ‘δα το φάκελο στο Ταχυδρομείο, από τα προχτές, που κατέβηκα στη πόλη. Απορώ, πως δεν έφτασε ακόμη! Γι’ αυτό σας φώναξα. Και ‘δω που τα λέμε Αθανασία, τη Μαργαρίτα ήθελα κι όχι του λόγου σου. Δεν περίμενα να δω την αφεντιά σου!

– Και τι έγραφε ο φάκελος; Τον ανοίξατε; έκανε η Μαργαρίτα με αγωνία!

– Δεν μου τον δίνανε, κόρη μου, γιατί δεν ήτανε έτοιμος. Μόνο απ’ έξω τον είδα. Κίτρινος, μεγάλος και με δυο σφραγίδες στρόγγυλες. Και τα γραμματόσημα γαλλικά, είχανε τον πύργο.

– Και ποιος τον έστελνε; Μήπως προσέξατε από πού ερχότανε; Μήπως…;

– Ο Λωνίδας ο Λιάπουρας που ξέρει κάτι λίγα ξένα, μου ‘πε ότι είναι από κάποια σχολή…

Του ‘χε κάνει κουβέντα κάνα δυο χρόνια πίσω ο Μιχάλης για τ’ όνειρο της Μαργαρώς αλλά δεν θυμότανε και πολλά ο Στάθης. Τώρα του «γυρίζανε» στο μυαλό σιγά-σιγά με το «φερμένο».

– Αυτό είναι! Αυτό που περιμένω από τα πέρσι, μάνα. Από ‘κει πρέπει να ‘ναι. Δεν με ξεχάσανε, τους ενδιαφέρω. Με λογαριάσανε, μάνα, με δεχτήκανε στο πανεπιστήμιο! Με πήρανε! Μου ανοίξανε τη…

Μούτρωσε η κυρά Αθανασία.

– Σιγά, μωρή… πώς κάνεις έτσι! Σιγά! Κάτσε να δούμε πρώτα και μετά βλέπουμε.

– Τι «βλέπουμε» βρε μάνα; Δεν έχει «βλέπουμε». Εδώ και στον ύπνο μου γαλλικά μιλάω. Τι τα κάνω τόσα χρόνια; Γι’ αυτό δεν έχει «βλέπουμε». Τώρα θα δούμε… τώρα! Πάρτε ένα τηλέφωνο, κύριε Πρόεδρε, να δούμε που βρίσκεται ο φάκελος. Πάρτε, σας παρακαλώ. Εσείς με νοιώθετε… Έτσι δεν είναι;

Σήκωσε το ακουστικό, στο «πρόσταγμα» ο Πρόεδρος και πάτησε τον αριθμό.

– Τον Λωνίδα θέλω. Έλα ρε Λωνίδα, δε σε γνώρισα. Καλά είσαι; Κι εμείς… Τα ‘μαθες για τον Παναγή του Τρύφωνα…, ναι, του κουρέα; Μπήκε στο νοσοκομείο, απόψε στα καλά καθούμ…

Του ‘κανε νόημα η Μαργαρίτα για τον φάκελο.

– …γι’ άλλο σε πήρα, ρε Λωνίδα. Για το φάκελο της Μαργαρώς… ναι γεια σου, του Μιχάλη… Τί; Α, καλά ρε Λωνίδα, θα της το πω. Γεια και φχαριστώ.

– Τι έγινε; Πού είναι, πού; ιδρώσανε τα χέρια του κοριτσιού… πλεξίδα τα δάχτυλά της.

– Τί «τι έγινε»; έξυσε το κεφάλι του ο Στάθης. Έρχεται… σήμερα, αύριο το πολύ.

– Τι «σήμερα αύριο»; Μακριά είναι το Ταχυδρομείο; Για τη πόλη μιλάμε!

– Οι σφραγίδες και οι γραφειοκρατίες βλέπεις! Υπομονή, Μαργαρίτα… θα φτάσει.

Έσπρωξε τη μικρή, με τον αγκώνα η Αθανασία.

– Άντε, κουνήσου να φύγουμε τώρα και μεσημέριασε. Τελειώσαμε. Μας έφαγε τη μέρα η Κοινότητα. Μας υποχρέωσες Πρόεδρε με τα μαντάτα σου και τα φτασίματά σου!

Χαιρέτισε μόνο το παιδί κατά πρώτα ο Πρόεδρος κι ύστερα πήγε πήρε κατεβατό το μονόλογο παραμιλώντας όπως το συνήθιζε όταν τον διαολίζανε.

– Στο καλό Μαργαρίτα… στο καλό παιδί μου. Και συ Αθανασία, ας έμενες στο σπίτι σου. Μας έπρηξες, με τη μουρμούρα σου. Άκου «μας υποχρέωσες»! Αχάριστη! Άμυαλη! Φταίω εγώ που ‘θελα να σας πρωτοτρέξω το φτάσιμο. Αλλά έχε χάρη. Ας μην ήτανε το κορίτσι και θα περίμενες την αράδα σου όπως οι άλλοι. Στραβόμυαλη, ε, στραβόμυαλη. Μακάρι να τη πάρουνε στη σχολή τη κόρη σου, να γλιτώσει από ‘δω. Να φύγει από τα νύχια σου. Να πάει κοντά στη θεια της, να βρει την υγειά της. Μάλαμα είναι η Στέλλα. Κουνιάδα αλλά «μάλαμα»… άμα πια!

Σήκωσε πάλι το ακουστικό.

– Έλα, βρε Μιχάλη, ο Στάθης, είμαι. Ναι, εγώ… από την Κοινότητα σε παίρνω. Έχεις το γράμμα της κόρης σου; Έμαθα βρε Μιχάλη ότι στο ‘φερε ο ταχυδρόμος και τους τα «μάσησα». Δεν της το ‘δωσες ακόμη; Καλά έρχομαι από ‘κει σε πέντε λεπτά. Μη το κουνήσεις και σε ψάχνω. Θα τα πούμε. Ναι, εδώ ήτανε και οι δυο τους. Έρχομαι από ‘κει… έλα γεια.

Έβαλε ο «προύχοντας» το σακάκι κι ας έσκαγε έξω ο τζίτζικας, βλέπεις ο βαθμός και τα μεγαλεία το απαιτούσανε, έστρωσε τις λιγοστές τρίχες στο κεφάλι του, έχωσε μέσα στο καπέλο την μισοκαράφλα και τράβηξε τη πόρτα τη ξύλινη πίσω του. Ο τίτλος του «Προέδρου» ήτανε από περασμένες δόξες και έμεινε άσβηστος στα χείλη των συγχωριανών του μα και στη ψυχή του Στάθη. Και η κοινότητα… γραφείο της Δημαρχίας έγινε, αφού για το Δημαρχείο στη πόλη, έπρεπε να κατηφορίσεις δυο ώρες και «βάλε» στριφογυριστά το βουνό. Άσε το ανέβασμα μετά! Η ταμπέλλα πάνω απ’ τη ‘ξώπορτα έμεινε να θυμίζει εποχές. Δεν την κατεβάσανε από σεβασμό στους καιρούς που φύγανε! Στους καιρούς τους δοξασμένους και στους παλιούς «αγωνιστές-Προέδρους» του τόπου! Αυτός «κρατήθηκε» Δημοτικός υπάλληλος… ίσαμε τη σύνταξη.

Με το που ‘κλεισε η πόρτα άρχισε να βαράει μέσα το τηλέφωνο σαν δαιμονισμένο.

«Δεν πα’ να ‘ναι όποιος θέλει. Κι ο Νομάρχης να ‘ναι, ας πάρει τ’ απόγευμα. Γιατί δεν έπαιρνε ο βλογημένος τόση ώρα που ‘μουνα μέσα;»

Και πήρε το στρατί για τον Μιχάλη.

 

– Έτσι που λες Πρόεδρε, πάει η θυγατέρα μου. Τη χάνω.

– Μη κάνεις έτσι βρε Μιχάλη. Εσύ είσαι δυνατός άνθρωπος… τόσα και τόσα έχεις περάσει.

– Αυτό όμως, πρώτη φορά το περνάω και παρηγοριά δεν βρίσκεται καμιά.

– Και που τον έχεις κρυμμένο; Που τον καταχώνιασες;

– Εδώ από κάτω, σήκωσε κάποια τόπια από φόδρες και φάνηκε ο φάκελος κλειστός και τσαλακωμένος στην άκρη.

– Αυτά τι είναι; του ‘δειξε δυο ελαφροφουσκώματα δίπλα στη μια σφραγίδα, ο Πρόεδρος. Έκλαιγες μωρέ;

Κατέβασε ένοχα το κεφάλι ο Μιχάλης.

– Ναι, από τα προχτές που μου το ‘φερε ο Λιάπουρας. Δεν άντεξα. Κυλήσανε και δυο κόμποι, πάνω στο γράμμα… από απροσεξία. Το ‘χα από κάτω.

– Αν φύγει η θυγατέρα σου, για καλό θα είναι. Μη ξεχνάς, θα ‘ναι και η Στέλλα, η αδελφή σου από κοντά. Κι αυτή μόνη κι έρημη είναι εκεί… θα τη προσέχει σαν παιδί της.

– Έκατσε κι αυτή, με τα γράμματα αγκαλιά. Και τι έκανε Πρόεδρε; Πού ‘ναι η προκοπή της; Πες μου αλήθεια… τι έκανε;

– Όχι και «τι έκανε» Μιχάλη, όχι και «τι έκανε»! Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο… λίγο είναι; Και τα βιβλία της… άστα αυτά! Σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου έχουνε γραφτεί.

– Θα μου λείψει Στάθη! Με όποιον και να ‘ναι, θα μου λείψει!

– Κάτσε ρε Μιχάλη να το διαβάσουμε και μετά θα δούμε. Φέρ’ το τώρα να της το πάω. Βλέπεις ο Λιάπουρας σε λάθος άνθρωπο το ‘στειλε.

– «Λάθος άνθρωπος» εγώ βρε Στάθη; Ο πατέρας της, «λάθος άνθρωπος»;

– Αυτή έπρεπε να το πάρει πρώτα και μετά οι ρέστοι. Εσείς κλαίτε, πριν της ώρας σας.

Άπλωσε το χέρι διστακτικά, ο Μιχάλης, με το φάκελο στην άκρη. Τον πήρε ο Πρόεδρος και κίνησε να φύγει.

– Πρόσεξε Μιχάλη μη δείξεις στο κορίτσι ότι… καταλαβαίνεις! Θα περάσω αύριο να μου πεις τα νέα. Και θέλω να ‘σαι γελαστός. Τ’ άκουσες… γελαστός!

Έμεινε καταμεσής στο μαγαζί μοναχός, ο Μιχάλης, να χαζεύει από πίσω τον Πρόεδρο που ‘φευγε. Που ‘φευγε μαζί με τα μαντάτα από τα «εξωτερικά». Έμεινε αποχαυνωμένος, χαμένος! Ένα μάτσο συντρίμμια. Σκόρπιος κι έρημος. Με τη μοναξιά μέσα και έξω του δε μπορούσε να δει πως θα ‘τανε η ζωή χωρίς τη «θυγατέρα» του. Χωρίς τη «καλημέρα» και τη «καληνύχτα» της. Πως θα ‘τανε; Άδεια θα ‘τανε και ανούσια. Κι αυτά τα συναισθήματα γι’ αυτόνα μοναχά. Είχε δίκιο ο Στάθης ο Πρόεδρος. Δεν έπρεπε να δείξει τίποτα προς τα έξω και δεν θα ‘πρεπε να λιγοψυχήσει τη θυγατέρα του αφού ήτανε για καλό της!

Η δική τους «ερημιά»… το δικό της καλό.

 

* Ο Δημήτρης Κολιδάκης γεννήθηκε στην Αθήνα με καταβολές από την Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.

Έχει εκδώσει δύο βιβλία: «Η λάμψη μιας αλλιώτικης ζωής» (μυθιστόρημα), «Ο Ψίθυρος είναι ένα ατέλειωτο μυστικό…» (μυθιστόρημα) από τις εκδόσεις «Άπαρσις».

Έργα και αποσπάσματα πονημάτων του, εκδοθέντων ή μη, έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά εφημερίδες, σε ιστοσελίδες πολιτισμικού περιεχομένου και σε blogs με σχετική θεματογραφία ενώ έχει βραβευτεί σε πολλούς έγκριτους Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top