Fractal

Διήγημα: “Το ασφαλές καταφύγιο”

της Κάτιας Γκούζου //

 

pennΑπό την μέρα που ήρθα στον κόσμο ζούσα στο σπίτι της ευτυχίας του πατέρα μου. Δεν χρειαζόταν να τον κοιτάξεις για να καταλάβεις τη δύναμη που το γιγάντιο κορμί του έκλεινε. Η φωνή του, στεντόρεια και βαθιά, αρκούσε για να φανταστεί κανείς βράχους πελώριους, που ακλόνητοι στέκονται στη θέση τους καθώς γεννιούνται και σβήνουν τα χρόνια και οι εποχές. Η αγκαλιά του ήταν πάντα το ασφαλέστερο καταφύγιο. Εκεί παλλόταν ηχηρά μία καρδιά. Και τίποτε άλλο… Ο Θεός του είχε χαρίσει αυτά που είχε θελήσει και στη ματιά του έβλεπες πάντα την ικανοποίηση για αυτή την ευλογία. Και μάντευες εύκολα πως από το νου του δεν είχε ποτέ περάσει η σκέψη πως η δική του ευτυχία μπορεί να μην ισοδυναμούσε με την ευτυχία των ανθρώπων του σπιτιού του. Στη σκέψη του τα νήματα που έδεναν τη ζωή του με τις δικές μας δεν είχαν κόμπους. “Αρχόντισσα και ρήγισσα” στο σπίτι του πατέρα μου ήταν η μητέρα, η αερική φιγούρα της που πάντα χάριζε στον χώρο μιαν ευωδία από άνθη εξωτικών φυτών, που φύονταν σε μέρη μακρινά. Είχε κι άλλα κοσμητικά με τα οποία απευθυνόταν σε κείνη. Ήταν το «φως του», η «ηλιαχτίδα του», η «πέρδικα του», η «νεράιδα του». Αυτός ο ογκώδης άνδρας, που το πέρασμά του από δίπλα σου σε γέμιζε σεβασμό και φόβο, αγαπούσε να υποτάσσεται θεληματικά στην ύπαρξη της γυναίκας του με τρόπο λατρευτικό. Και τις φορές που από τα χείλη του ακούγαμε το όνομά της, ξέραμε πως εκείνος, που ποτέ του δεν παρακαλούσε κανέναν, μπορεί και να ήθελε να την παρακαλέσει για κάτι. Αγγελική.. Απόλυτα ταιριαστό της ήταν. Ήμουν μικρή όταν, βυθισμένη στον αγαπημένο της κόρφο, άκουσα για πρώτη φορά αυτό το κάτι άλλο που πάλλονταν μέσα στο στήθος της. Βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στα ζωτικά όργανα, χτυπούσε μ’ έναν ρυθμό που ξεχώριζε από τον καρδιακό, ήμερο και σιγανό. Μια δύναμη, ένα όνειρο, μια επιθυμία, δεν ήξερα τι ήταν αυτό το κάτι που συγκατοικούσε με την καρδιά της. Συχνά χωνόμουν στον κόρφο της, μόνο και μόνο για να αφουγκραστώ αν ήταν ακόμη εκεί. Αν και ήξερα πως δεν έφευγε ποτέ. Πως ζούσε εκεί από πάντα, πως υπήρχε στη φωνή της, στη ματιά της, στο γέλιο της. Δεν το φοβόμουν. Πώς μπορούσα να φοβηθώ κάτι δικό της; Βυθιζόμουν, όμως, μέσα στην αγκαλιά και του ψιθύριζα με το νου μου «Μην μου την πάρεις. Άστη σε μένα. Κι αν είσαι κάτι που το θέλει πολύ, κι έρθει κάποτε να σε βρει, κάνε την να με πάρει μαζί της.» Αφέντρα του σπιτιού του πατέρα μου, όμως, ήταν η θεία- Δέσπω. Τα πάντα περνούσαν από τα χέρια και την επίβλεψή της. Στη μνήμη μου τριγυρνά παντού μέσα στο σπίτι με μανίκια σηκωμένα και ζωσμένη με ποδιές, αυστηρή και λιγομίλητη. Ηγέτιδα που η απλή παρουσία της στο χώρο αρκούσε πολλές φορές για να γίνουν όσα έπρεπε σωστά. Από το σοβαρό πρόσωπό και τα δουλεμένα χέρια της, όμως, πάντα ξεπετάγονταν μητρικά γέλια και λόγια και χάδια και φιλιά για μας τα παιδιά σε δόσεις που μας έκαναν να νιώθουμε πως αγαπιόμαστε χωρίς να μας κακομαθαίνουν. Μια δεύτερη, γήινη μάνα, δίπλα στην αέρινη ύπαρξη της γυναίκας που μας είχε γεννήσει. Στάθηκε αφοσιωμένη στην οικογένειά μας, δίχως ποτέ να παντρευτεί, μα και δίχως ποτέ να αφήσει να αιωρούνται φήμες και εντυπώσεις δυσαρέσκειας και κακοτυχίας. Γιατί η θεία Δέσπω ήταν όμορφη και νέα γυναίκα- μερικά μόνον χρόνια μεγαλύτερη από τη μητέρα- και ο πατέρας επιφύλασσε γενναία προίκα για τον μέλλοντα γαμπρό, που εκείνη ποτέ της δεν επέλεξε. Με τη δική της θέληση και χωρίς καμιά πικρία και μεταμέλεια αποφάσισε πώς θα ζήσει τη ζωή της, γνωρίζοντας πάντα πως είχε στη διάθεσή της διάφορες επιλογές. Εκείνη, όμως, είχε διαλέξει σιωπηρά να αφιερωθεί στην οικογένεια του αδερφού, όπως μία άλλη γυναίκα της ηλικίας της θα είχε αποφασίσει να αφιερωθεί στο Θεό. Εμείς τα παιδιά, σαν μεγαλώσαμε λίγο, αναρωτιόμασταν στις συζητήσεις μας τι είχε εμποδίσει τη θεία Δέσπω να φτιάξει το δικό της σπιτικό και να μας χαρίσει μερικά ξαδέρφια αντί να στέκεται παραστάτης ένα βήμα πίσω από τη μητέρα και να μας αναθρέφει. Το μυαλό μας ύφαινε διάφορες ιστορίες. Πότε ο ήρωας ήταν ένας νέος ασθενικός, που ο Χάρος τον στέρησε από την αγκαλιά της, αφήνοντάς την αιώνια ερωτευμένη με την ανάμνηση του νεκρού, πότε ένας ναυτικός που ταξίδευε στις θάλασσες της γης, αφού πρώτα την είχε ορκίσει να τον περιμένει, κι άλλες πάλι ήταν ένας νέος που δεν την αγαπούσε και τυφλός για την ομορφιά, τις χάρες της και την προίκα της παντρεύτηκε μιαν άλλη, ραγίζοντας για πάντα την καρδιά της. Κι εγώ προσωπικά- ένα κορίτσι ανάμεσα σε τρία αγόρια- κάποια από τα λυπημένα βράδια της εφηβείας μου αναρωτιόμουν με φόβο στην νεανική μου καρδιά αν όμοια θα κατέληγα να διαφεντεύω κι εγώ το σπίτι κάποιου από τους αδερφούς μου. Ποτέ δεν μάθαμε τι από όλα αυτά που βάζαμε με τη φαντασία μας ή τι άλλο τής είχε πραγματικά συμβεί, η αλήθεια ωστόσο παρέμενε πως στάθηκε για το σπίτι μας μία ευλογημένη παρουσία για όλους μας και κυρίως για εμάς τα παιδιά. Εγώ ήμουν το πρώτο παιδί και η χαρά που ανοιχτά επέτρεψε στον εαυτό του ο πατέρας, που κατείχε παράλληλα τη σιγουριά πως σύντομα θα ακολουθούσε ένας ή πολλοί άξιοι συνεχιστές της γενιάς του. Και, επιθυμώντας να δείξει πως η οικογένειά μας ξεχώριζε σε όλα της, την ίδια μέρα της γέννησής μου ανακοίνωσε την απόφασή του να πάρω το όνομα του μητρικού μου παππού και όχι εκείνο κάποιας από τις δύο γιαγιάδες. Η απόφαση αυτή έκανε τον παππού Βασίλη να κυκλοφορεί κορδωμένος στους δρόμους για μέρες , στρίβοντας με υπερηφάνεια το μουστάκι του και γέννησε ψιθύρους και σχόλια στις γειτονιές , που διασκέδαζαν τον πατέρα μου, όταν έφταναν στ’ αυτιά του από κάποιον καλοθελητή. Είχε και για μένα φυλαγμένα τα κοσμητικά του ο πατέρας. Ήμουν το «αστεράκι» του, η «ηλιαχτίδα» του, το «ζαρκαδάκι» του, η «πουλουδιά» του, η «λελούδω» του. Θυμάμαι πως, πολλές φορές καθώς μεγάλωνα, τον έπιανα να με παρατηρεί με προσήλωση ερευνητή. Νομίζω πως έψαχνε να εντοπίσει σημάδια στην εμφάνιση και στην συμπεριφορά μου που θα τον καθησύχαζαν πως έμοιαζα στη μητέρα μου, μία αέρινη παρουσία που κάποτε θα γέμιζε την ζωή κάποιου άλλου άνδρα. Μα όσο ο καιρός περνούσε και όλοι γινόμασταν μεγαλύτεροι, ίσως να ικανοποιήθηκε με τη διαπίστωση ότι ήμουν περισσότερο το άθροισμα των πλευρών του γονεϊκού μου τριγώνου, το κράμα που προέκυψε από τους τρεις τους. Ο πόλη μας απλωνόταν σε τόπο ένδοξο από την αρχαιότητα. Τόπος που γεννούσε ανθρώπους σκληροτράχηλους κι αγέρωχους. Όχι πολύ μακριά κείτονταν τα απομεινάρια μιας ακρόπολης , με τα διπλά της τείχη και τους τετράγωνους πύργους της, όπου – όπως υπερήφανοι μας δίδαξαν οι δάσκαλοί μας- είχε μεγαλώσει η αρχαία πριγκίπισσα Μυρτάλη, πριν γίνει βασίλισσα της Μακεδονίας, πάρει το όνομα Ολυμπιάδα και γεννήσει τον Μέγα Αλέξανδρο. Μα η περιοχή μας ήταν και τόπος ευλογημένος μέχρις και τις ημέρες μας, χάρμα οφθαλμών κατοίκων κι επισκεπτών αντάμα. Όπου κι αν απλωνόταν το μάτι μας εύφορη γης. Δέντρα κάθε λογής και καλλιέργειες αναπτύσσονταν σε χώμα γόνιμο. Και πώς να μην γεννά και να καρπίζει το χώμα μας με τόσα νερά. Και λίμνη και ποτάμι είχαμε. Όλα τα χαρίσματα της φύσης, δοσμένα απλόχερα. Το όνομα της πόλης μας μαρτυρούσε την αγάπη των κατοίκων της για τα άλογα. Κι όμως, παρόλο που ήμασταν άνθρωποι της γης, η πόλη ήταν περισσότερο γνωστή για τους ιπτάμενους επισκέπτες της, τους πελαργούς .. Μας έρχονταν το Μάρτη και έφευγαν στα τέλη του καλοκαιριού για να ξεχειμωνιάσουν σε νοτιότερους, πιο ζεστούς προορισμούς. Τους προσμέναμε και τους καλοδεχόμασταν πάντα. Επίτιμοι κάτοικοι της πόλης, ήταν ευπρόσδεκτοι να φτιάξουν τις φωλιές τους όπου εκείνοι ήθελαν. Στα καμπαναριά και στους τρούλους των εκκλησιών, στις στέγες των σπιτιών και των μαγαζιών , στους στύλους ρεύματος, στα μεγάλα δέντρα της πόλης, πάντα κοντά στους ανθρώπους . Πολλοί ήταν εκείνοι που επέστρεφαν και επισκεύαζαν τις περυσινές τους φωλιές. Επέστρεφαν στον τόπο μας για να φτιάξουν οικογένεια και να αναθρέψουν με ασφάλεια τα μικρά τους, μέχρι να δυναμώσουν αρκετά για να ανταπεξέλθουν στο ταξίδι προς το νότο. Οι κάτοικοι θεωρούσαν την άφιξη και την συνύπαρξη με τα πουλιά αυτά γεγονός μεγάλης καλοτυχίας για την πόλη και τα πρόσεχαν όσο μπορούσαν. Άνοιξη και καλοκαίρι βιώναμε μία αγαστή συνύπαρξη με τα λελέκια . Πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας και περπατούσαν με τον αρχοντικό τους τρόπο στα χωράφια του κάμπου ή στις όχθες του ποταμού και της λίμνης για να βρουν φαγητό. Σε αυτόν τον τόπο η ζωή κυλούσε ήρεμη για τους κατοίκους, άλλοι με τα πολλά και άλλοι με τα λίγα τους. Στις κουβέντες των ανθρώπων της το όνομα της οικογένειάς μου αναφερόταν πάντοτε με το σεβασμό και την εκτίμηση που ενέπνεε η παρουσία, η περιουσία και ο χαρακτήρας του πατέρα μου. Υπήρχαν, βέβαια, και τα χαμηλόφωνα σχόλια που αφορούσαν την ανάερη παρουσία της μητέρας. Ποτέ κάποιος καταφατικός ψόγος δεν ξεστομίζονταν εναντίον της. Ποτέ κάποια κατηγορία δεν περνούσε από στόμα σε στόμα. Μόνον ερωτήσεις διατυπώνονταν και αιωρούνταν. «Δεν είναι λίγο αφηρημένη;». «Δεν σας φαίνεται πως ο νους της όλο κάπου τρέχει;». «Δεν είναι κάπως διαφορετική;». Η εγγενής βασική αδυναμία των περισσότερων όντων να αποδεχτούν και να αγκαλιάσουν το διαφορετικό. Έτσι γεννιόταν η απορία και η διακριτική απομόνωση. Αυτές οι απορίες έφταναν και στα αυτιά του πατέρα, που αντί να δυσανασχετεί, ικανοποιούνταν απόλυτα από τη διαφορετικότητα της συμβίας του. Η Αγγελική του ήταν πλάσμα ξεχωριστό από κάθε άποψη κι εκείνος ήταν υπερήφανος που ήταν δική του. Από την πρώτη στιγμή που την είδε είχε κι εκείνος εντοπίσει πως το κορίτσι εκείνο είχε μίαν αύρα μυστηριακή. Και ήταν αρκετή μία ματιά από τα πράσινα, υγρά μάτια της για να μην σταματήσει πουθενά μέχρι να την κάνει γυναίκα του. ‘Όμορφες υπήρχαν πολλές στην πόλη, δεύτερο τέτοιο πλάσμα, όμως, όχι. Τρελός από έρωτα, δεν πάσχισε καν να την καταλάβει. Την λάτρευε έτσι όπως ήταν.

Οι δυο τους ήταν σίγουρα διαφορετικοί. Ο ήλιος και η σελήνη. Το πλάτος του ποταμού που κυλούσε ανάμεσα τους ήταν τέτοιο που αν έπρεπε να γεφυρωθεί με ένα από τα γεφύρια που βρίθουν στον τόπο μας, ο πρωτομάστορας θα έπρεπε να σχεδιάσει πολλά τόξα για να το στερεώσει. Κι όμως, αυτός ο ποταμός κυλούσε πάντα σιγανός και οι δυο τους μοιράζονταν μιαν ήμερη αγάπη. Πρέπει να πω, βέβαια, πως η μητέρα δεν υστερούσε ούτε κατά διάνοια στις τυπικές ικανότητες που μία παντρεμένη γυναίκα έπρεπε να διαθέτει. Ήταν καταπληκτική μαγείρισσα, εξαιρετική νοικοκυρά και στοργική σύζυγος και μάνα. Η παρουσία της θείας Δέσπως στο σπίτι μας, όμως, της χάριζε αρκετό χρόνο για να ασχολείται και με άλλα πράγματα, “ τα δικά της”, όπως λέγαμε τα παιδιά μεταξύ μας. Τα “δικά της” ήξερα ότι τα υπαγόρευε ό,τι ήταν αυτό που πάλλονταν δίπλα στην καρδιά της. Τη γνώση μου αυτή δεν την μοιραζόμουν με κανένα από τα αδέρφια μου, καθώς φρόντιζα διακριτικά να εξακριβώνω ότι το μόνο που άκουγαν στον μητρικό κόρφο ήταν η καρδιά. Δεν έσκυβαν πάνω από αυτά που εκείνη αγαπούσε. Ο πατέρας ήταν ευτυχής ότι μετά από εμένα είχε γεννήσει τρεις γιους άξια αντίγραφά του. Μόνον εγώ έβλεπα αυτά για τα οποία σκιρτούσε και πάσχιζα να καταλάβω. Άλλες μανάδες στις ελεύθερες ώρες τους κεντούσαν κι έπλεκαν με μαεστρία και χάρη, για να προικίσουν πολύ περισσότερα παιδιά από όσα καθεμία είχε γεννήσει. Η δική μου μητέρα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είχε πάντα κάπου κοντά της ένα βιβλίο. Την παρακολουθούσα να διαβάζει καθισμένη σε μία πολυθρόνα ή ξαπλωμένη στο κρεββάτι της και έλεγα πως τα χέρια των ηρώων του βιβλίου έβγαιναν μυστικά και αθόρυβα μέσα από τις σελίδες κι έπαιρναν μαζί τους την ψυχή της μέσα στην ιστορία και το μόνο που έμενε πίσω ήταν το αδειανό της σώμα. Τόσο απορροφούνταν, όταν διάβαζε. Δέκα δέκα τα παράγγελνε τα βιβλία της από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους των Αθηνών ο πατέρας. Η βιβλιοθήκη που είχε φτιάξει στο υπνοδωμάτιό τους δεν μπορούσε να αντέξει τον αριθμό των βιβλίων που διάβαζε αυτή η γυναίκα. Τα περισσότερα από τα διαβασμένα κλείνονταν προσεκτικά από την ίδια σε κούτες και στοιβάζονταν με επιμέλεια στην αποθήκη. Δεν ήταν όμως καθόλου λίγα και τα βιβλία που χάριζε δεξιά κι αριστερά, με τεράστια μάλιστα ευχαρίστηση. Το γεγονός αυτό μου προξενούσε μεγάλη απορία, γνωρίζοντας πόσο τα αγαπούσε. Θυμάμαι πως ,όταν κάποτε εξέφρασα την απορία μου αυτή, είχε ακουμπήσει το βελουδένιο της χέρι με τα μακριά δάχτυλα στο στήθος μου και είπε: “ Αυτό που ζούσε στις σελίδες του βιβλίου, αν το αγάπησες, κατοικεί πλέον μέσα εδώ. Το βιβλίο δεν το χρειάζεσαι πια. Σου έδωσε ό,τι ήταν να σου δώσει.” Υπήρχαν όμως και τα βιβλία που σπάνια αποχωριζόταν και ήταν τα ταξιδιωτικά. Αυτά δεν έπαιρναν την άγουσα για την αποθήκη και τα στρίμωχνε στα ράφια της βιβλιοθήκης της, βρίσκοντας χώρο από το πουθενά. Ρουφούσε στην κυριολεξία σχεδόν τα βιβλία αυτά και σήκωνε το κεφάλι της μόνο για να κοιτάξει κάπου πέρα σε έναν ορίζοντα μακρινό και άγνωστο. Ήταν οι στιγμές που τα μάτια της υγραίνονταν περισσότερο από ότι συνήθως και κάθε φορά έβαζα στοίχημα πως θα κλάψει. Δεν έκλαιγε όμως ποτέ. Διέθετε μία απύθμενη αγάπη για τη φύση. Οι βόλτες και οι περίπατοι της διαρκούσαν ώρες ολόκληρες. Το χειμώνα οι καιρικές συνθήκες την περιόριζαν στο σπίτι και εμείς την χαιρόμασταν περισσότερο. Σαν προσεκτική παρατηρήτρια που ήμουν, όμως, έβλεπα πως εκείνη μαραινόταν. Αναστέναζε βαθύτερα και κοιτούσε μελαγχολικά μέσα από τα παράθυρα του σπιτιού κάπου πέρα. Δεν ακούγαμε συχνά το χαμόγελό της και ακόμη και η φωνή της γινόταν ψιθυριστή. Ήταν η εποχή που ο παλμός δίπλα στην καρδιά της γινόταν πιο έντονος. Όταν με έπαιρνε στην αγκαλιά της νόμιζα πως κάτι θα ξεπηδήσει από το στήθος της, αλλά μόνο αναστεναγμοί έβγαιναν από εκείνα τα βάθη. Σαν ερχόταν η άνοιξη όμως… Από τα πρώτα ανοιξιάτικα πρωινά, όταν ακόμη κρατούσε το κρύο, μου θύμιζε άλογο έτοιμο να ξεχυθεί με φρενήρη καλπασμό προς τη πεδιάδα και τα τοπία που είχε στερηθεί έναν ολόκληρο χειμώνα. Το χρώμα επέστρεφε στο πρόσωπό της και γελούσε ξανά. Όταν άνοιγε και άλλο ο καιρός μάς έπαιρνε συχνά μαζί της σε κοντινές ή μακρινές εκδρομές. Αναγκαζόμουν να συμμετέχω στα παιχνίδια των αγοριών μέχρι να κουραστώ από τους πολέμους και τα ποδοβολητά και, εισπράττοντας κοροϊδευτικά σχόλια, να καθίσω δίπλα στη μητέρα για να ξαποστάσω. Εκείνη διάβαζε κάτω από ίσκιους και κατά την προσφιλή της συνήθεια σήκωνε πού και πού το κεφάλι της για να κοιτάξει κάπου στον ορίζοντα. Ήταν η εποχή που ο παλμός δίπλα στην καρδιά της ησύχαζε και ημέρευε. Καταλάβαινα πως κάτι ποθούσε, κάτι ονειρευόταν. Δεν τολμούσα να ρωτήσω και εκείνη ποτέ δεν μοιράστηκε μαζί μου το παραμικρό. Πολλές φορές, όμως, με έπαιρνε αγκαλιά και σφίγγοντας με στον κόρφο της μου τραγουδούσε. Έλεγα μέσα μου πως κι αυτό μου έφτανε.. Έτσι περνούσαν τα χρόνια και η μητέρα μου υπήρχε παρούσα στη ζωή μας αλλά και πάντα κάπου απούσα. Μόνο μία και μοναδική φορά στάθηκε δίπλα μου πιο γήινη από ποτέ. Ήταν τότε που προετοιμαζόμουν για την εισαγωγή μου στο Πανεπιστήμιο και επηρεασμένη από την εφηβεία είχα διάφορους ενδοιασμούς. Μπήκε στο δωμάτιο μου ένα χειμωνιάτικο βράδυ, καθώς ήμουν σκυμμένη πάνω από τα βιβλία μου, μου χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι και μου είπε: – Βασιλική , αγάπη μου, να μην αφήσεις εσύ την ευκαιρία. Να φύγεις και να μην σκεφτείς εμάς που θα μείνουμε πίσω. Να κυνηγήσεις τα όνειρα που γεμίζουν την καρδιά σου. Εσύ να φύγεις.. Δεν χρειάστηκε ποτέ να μου πει τίποτε άλλο γι αυτό το θέμα. Και όταν με το καλό πέρασα στο Πανεπιστήμιο και έπρεπε να φύγω για την Αθήνα όλοι έκλαιγαν την ώρα του αποχαιρετισμού. Εκείνη γελούσε. Το γέλιο εκείνο δεν το είχα δει ποτέ ξανά στο πρόσωπό της. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Και όλα αυτά τα συλλογίζομαι συχνά, όποτε έχω λίγο χρόνο ανάμεσα στις εφημερίες. Καρδιολόγος σπούδασα. Tόσον χρόνο που αφιέρωσα να αφουγκράζομαι την καρδιά της μητέρας και αυτό το κάτι άλλο που συντροφικά πάλλονταν δίπλα της.. Τι άλλο από καρδιολόγος; Αφουγκράζομαι και τους ασθενείς μου με προσοχή. Και σκύβοντας πάνω από τον άνθρωπο τις περισσότερες φορές ακούω μόνο τον χτύπο του οργάνου, έτσι όπως η πιθανή αρρώστια τον διαμορφώνει και μόνον αυτόν. Ακριβώς όπως όταν χωνόμουν παιδί στην αγκαλιά του πατέρα ή της θείας Δέσπως. Υπήρξαν, όμως, και δύο τρεις φορές που δίπλα στην καρδιά του ασθενούς μου άκουσα και κάποιον άλλο γνώριμο μου παλμό. Λυπόμουν για τους ασθενείς αυτούς όχι μόνον για την ασθένεια που τους ταλαιπωρούσε αλλά και γιατί μάντευα ότι στη διάρκεια της ζωής του δεν είχε καταφέρει να εκπληρώσει αυτό που, εκτός από την καρδιά, κινούσε την ύπαρξή του. Αυτό το ήξερα, γιατί μέχρι το τέλος της ζωής της μητέρας μου ο μυστικός παλμός ακουγόταν σταθερά μέσα στο στήθος της. Εγώ βρισκόμουν από πάνω της τις στιγμές, που κοιτώντας για μία τελευταία φορά κάπου μακριά, άφησε την τελευταία της πνοή. Η απέραντη θλίψη που ένιωσα, έγειρε το κεφάλι μου προς το μητρικό στέρνο σε ύστατο αποχαιρετισμό. Εκεί και ενώ ο παλμός της καρδιάς είχε σταματήσει άκουσα τον μυστικό της πόθο να σβήνει κι εκείνος σιγά -σιγά. Μόνον τότε κατάλαβα. Φτερά ήταν..Να πετάξει μακριά ποθούσε, να ταξιδέψει σε μέρη μακρινά. Ούτε αερικό ούτε νεράιδα ήταν η μητέρα μου. Ένας πελαργός ήταν. Ένας πελαργός με το ένα πόδι μετέωρο και τα φτερά να ετοιμάζονται για μία πτήση που δεν έκανε ποτέ. Το άλλο πόδι πατούσε στη γη, εκεί που ήταν ριζωμένη η οικογένεια που έκανε…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top