Fractal

Διήγημα: «Θυμάμαι…»

Της Αρετής Καμπίτση // *

 

f1

 

Μικρή όταν ήμουν, στο χωριό, θυμάμαι γύρω γύρω το σπίτι μας το περιέβαλλε μια τεράστια τσιμεντένια αυλή. Περιμετρικά αυτής της αυλής υπήρχαν λουλούδια κάθε λογής, κατηφέδες και γιασεμιά και μαργαρίτες και κάθε λογής χρώματος και σχήματος νυχτολούλουδα. Άλλα ήταν φυτεμένα κατάχαμα στο χώμα και άλλα αγκιστρωμένα μέσα σε μεταλλικούς τενεκέδες, οι οποίοι άβαφτοι καθώς ήταν, αφού κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να τους χαρίσει μια στάλα χρωματική πινελιά, έμοιαζαν αταίριαστοι με το υπόλοιπο σύνολο.

Παρόλο που ήταν εντυπωσιακά και τα χρώματά τους ζωγραφισμένα και κατανεμημένα, λες και ξεπηδούσαν από τον πίνακα κάποιου ζωγράφου που είχε σχεδιάσει τον πίνακα σε στιγμές έντονης έμπνευσης, η βουκαμβίλια που έστεκε στην πιο μακρινή γωνιά και παράμερα από τα υπόλοιπα, τα επισκίαζε με τέτοιο τρόπο ώστε όλα μπροστά της έμοιαζαν άτονα. Όσο άχαρο έμοιαζε αυτό το φυτό μες στο καταχείμωνο, με τα κλαδιά του να απλώνονται άχαρα και γυμνά από φύλλα, τείνοντας τα κοφτερά του αγκάθια έτοιμα να επιτεθούν σε όποιον τολμούσε να πλησιάσει, τόσο μεταμορφωνόταν τους καλοκαιρινούς μήνες σε μια πανδαισία ομορφιάς που έφτανε και περίσσευε να κολάσει ακόμα και τα πιο απαιτητικά βλέμματα.

Την αγαπούσα πολύ τη βουκαμβίλια, όχι τόσο για τις ομορφιές που μου χάριζε πρωί, μεσημέρι και βράδυ αλλά κυρίως επειδή ακριβώς δίπλα στη ρίζα της φιλοξενούσε ένα ράντζο σιδερένιο, από εκείνα τα παλιά και πράγματι έμοιαζε τόσο παλιό, θαρρείς και είχε τρυπώσει σε εκείνο το σημείο από την εποχή των παραμυθιών ακόμα. Το στρώμα του από την πολυκαιρία είχε γεμίσει με λακούβες και κάθε λογής τρύπες κι όταν καθόσουν δεν ήξερες αν θα πέσεις στα μαλακά ή θα βρεθείς με μιας χάμω.

Σε αυτό το ράντζο περνούσα ώρες ατελείωτες, που ξεκινούσαν από νωρίς το μεσημέρι, τότε που η θέρμη της ζέστης έλιωνε το κορμί σχηματίζοντας μικρές στάλες από ιδρώτα, που άλλες έστεκαν μετέωρες και άλλες κυλούσαν μέσα από τα ρούχα ψάχνοντας μανιωδώς μια διέξοδο προς πάσα κατεύθυνση, μέχρι την ώρα που η πρώτη σκοτεινιά της νύχτας έκανε την εμφάνισή της και η δροσιά της κατατρόπωνε τα υπολείμματα της υγρασίας, διαπερνώντας το σώμα με μια γλυκιά ανατριχίλα.

Όνειρα, όνειρα, γεμάτες από κάθε λογής προσδοκίες και φαντασιώσεις ήταν πλημμυρισμένες οι ώρες που κυλούσαν πάνω σε αυτό το ράντζο. Οι ώρες του χασομέρη όπως τόνιζε ανελλιπώς η μητέρα μου και δεν άργησε αυτή η γωνιά να πάρει το δικό της όνομα: “η γωνιά του χασομέρη” κι εγώ, η χασομερού, που άλλο πράγμα δεν έκανα παρά να ονειρεύομαι ξανά και ξανά.

Τώρα, μετά από πολλά χρόνια, όντας η ίδια χασομερού όπως και τότε, συνεχίζω να αναπολώ εκείνη την πρωτόγνωρη θέρμη στην ψυχή μου και τα παιχνιδίσματα με τις σκιάσεις που έφτιαχναν πάνω στο σώμα μου ο ήλιος με τα άνθη της βουκαμβίλιας. Όσο για τα όνειρα, αυτά πια κείτονται σαν μούμιες μέσα στο πολυγεμισμένο μου μυαλό, περιμένοντας την ώρα της μετενσάρκωσης επίμονα και αιώνια.

 

 

 

* Η Αρετή Καμπίτση ζει και εργάζεται στα Χανιά. Έχει γράψει δύο μυθιστορήματα («Δύο κουταλιές ζάχαρη» και «Μικροί θεοί»). Είναι ερωτευμένη με το αδοκίμαστο και το αντιδραστικό και δεν παύει να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Στο facebook θα την συναντήσετε με το όνομα areti kampitsi.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top