Fractal

Διήγημα: “Τα στιβάνια”

της Ελένης Δραμητινού // *

 

dancing

 

-Γιώργη! Ε! Γιώργη!

-Ηντάνε πατέρα. Εδώ ‘μαι. Ηντάχεις;

-Όχι εσένα μπρε! Τον Γιώργη θέλω.

-Καλά θα ‘ρθει του μίσεψα. Την ταχινή θα ‘ρθει το βαπόρι από τον Πειραιά. Θα ‘ναι εδώ αύριο.

Ο Γιάννης γύρισε να φύγει από το κρεβάτι του κατάκοιτου πατέρα του περίλυπος. Ο μπάρμπα-Μαθιός ήντονε στα υστερνά του και όλο το μικρό γιό του τον Γιώργη ζήταγε. Εκείνος του στάθηκε πάντα δίπλα του σαν φαμέγιος μα αυτός ούτε που τον κοίταζε στα μάτια ποτέ. Με το βαρύ στίγμα της ατεκνίας σαν τιμωρία και ενοχή, έμελε να είναι το πασπαρτού κλειδί όλης της φαμίλιας και ο πατέρας όλο Γιωργή και Γιωργή μήναγε.

Ο μπάρμπα-Μαθιός ήντονε ένας κρητίκαρος κοντά στα δύο μέτρα. Θηρίο άντρας.

Πόδια κολονάτα και χέρια κουπιά. Τα μαλλιά του αραιωμένα μπροστά σαν ξεχερσωμένο χωράφι. Το σταυρωτό μεϊντάνι σφιχτό στο στήθος του και το παχύ μουστάκι πάνω στο χείλος του έκρυβε το ίχνος του αδιόρατου μειδιάματος, που ίσως είχε μέσα στο μυαλό του και δεν άφηνε να βγει.

Χρόνια πολεμιστής. Έντεκα χρόνια στα βουνά. Από το Μπιζάνι στο Αφιόν Καραχισάρ της Μικράς Ασίας και ύστερα ξανά πίσω σκαρφαλώνοντας σε όλα τα κακοτράχαλα βουνά της Κρήτης, αγκυροβόλησε στα πλευρά του Ψηλορείτη.

Καλοπαντρεύτηκε την κυρά Ελένη. Γερή γυναίκα, σκληρή και δυνατή σαν το βράχο που ‘στησε το κονάκι του εκεί στα ριζά του. Ένα σπίτι σαν αετοφωλιά, να βλέπουν ένα πέρα μακριά τον κάμπο του οροπεδίου στα πόδια τους. Πράσινα και χρυσά τετράγωνα, τα περιβόλια και τα χρυσά σπαρτά, να κεντοβολούν τον κάμπο και ανάμεσά του 10.000 ανεμόμυλοι να ασπρίζουν σαν κύμα στη χρυσοπράσινη θάλασσα.

Γύρω-γύρω τα λασιθιώτικα βουνά, σκοτεινοί φρουροί, ήντονε μια πέτρινη αγκαλιά που τα χιόνα στις κορφές έλιωναν στα μέσα του καλοκαιριού, όταν πια η ζέστα στη μέση του κάμπου βούλιαζε ένα γύρω μέσα στα χωράφια και τους ανθρώπους.

Εκειδά, σε αυτήν την κουκίδα του κόσμου η Δοξανία Δοξαστάκη γέννησε τέσσερα παιδιά. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ο Μαθιός Δοξαστάκης ήρθε ξωμερίτης στο χωριό της γυναίκας και στέριωσε γερά στο χώμα. Το πάτησε, το όργωσε, έφαγε το ψωμί του, ήπιε το νερό που έβγαινε από τα σπλάχνα του, το αγάπησε. Χτύπαγε δυνατά τα μαύρα στιβάνια του στο χώμα και φώναζε στους γιούς του.

-Να το ρε, γερό είναι. Αυτή είναι η βάση μας. Από κει ήρθαμε, και κει θα πάμε. Το τελευταίο μας σπίτι. Γερό σπίτι. Ζωή γίνεται. Ζωή δίνει. Ζωή του δίνουμε. Όλα κύκλο κάνουν.

Τα στιβάνια του τα έκαμε στο Μανώλη Πετράκη μεγάλο τσαγκάρη στον Άγιο. Ήτανε τα πρώτα στιβάνια που έφτιαχνε. Νυφιάτικα. Ο τσαγκάρης του μέτρησε σωστά το φάρδος της γάμπας του και την περίμετρο του ποδιού του με ακρίβεια και ευλάβεια αγιομένου. Όταν τα πρώτο έβαλε ένοιωσε σαν να ψηλώνει 20 πόντους, σαν να βρισκόταν στο αέρα πουλί εκεί πάνω στους ζάλους του νυφιάτικου πεντοζάλη, και ύστερα πάλι στον αέρα. Και ξανά στη γη να πετάει η πατουχιά του σαν σφραγίδα.

Σαν να έγινε πιο αγριμοπόδαρος και έτσι πήρε τη ζωή του ντρέτα και τα στιβάνια έγιναν σύντροφός στους κύκλους της ζήσης του.

Ο μπάρμπα-Μαθιός σε όλη τη διαδρομή ήτανε πολύ στο γέλιο, πολύ στο κλάμα, πολύ στην αγάπη την για πάντα, πολύ στο μίσος το για πάντα, πολύ στα χωρατά, στη ξιπασιά, στη φιλία, στο πόνο, όλα στο πολύ. Μέση δεν έχει.

-Γιατί σε αυτή τη ζωή, έλεγε, πρέπει να ζεις δυνατά, τα χλιαρά πράγματα είναι για τη ζωή των παπάδων που ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος αν λένε αλήθεια αυτοί οι δαίμονοι, μαπαταξίδες είναι, όλο ψέματα λένε, μόνο για τα λεφτά το κάνουνε για να βγάζουν παράδες από τα τρισάγια και τα πρόσφορα και από τις ψευτολειτουργιές που κάνουν οι φοβισμένοι.

-Πολιτικοί, παπάδες, χωροφυλάκοι ένα σινάφι. Άμα υπάρχει παράδεισος, θα τον έχουν να τον πουλάνε κομμάτι-κομμάτι.

Κάθε καλοκαίρι πήγαινε τις ομάδες των ορειβατών πάνω στη κορυφή του Ψηλορείτη τη Μαδάρα. Δύο μέρες δρόμος.

Μόνος αυτός τον ήξερε. Κοιτούσε το έδαφος και ανάλογα όπως έκρινε οδηγούσε την ομάδα. Γιατί το βουνό έσβηνε το χειμώνα τα περπατήματα και τους δρόμους, ανακάτευε τα σημάδια, κατρακυλούσε τις πέτρες, έριχνε δέντρα από τους κεραυνούς. Ερχόντουσαν όλοι πάνοπλοι με sleeping-bag και πανάκριβα ορειβατικά μποτάκια και ελόγου του με μια παλιά πατατούκα και τα γερά περπατημένα στιβάνια του.

-Άιντε ‘στε γρήγορα, τους φώναζε. Πριν βγει ο ήλιος να ‘μαστε στη Χαλέπα. Γοργά.

Πέρναγαν ανάμεσα από γέρικους πρίνους, αστιβίδες και ασπάλαθους πάνω κάτω στο δρομαλάκι όσο το βράδυ να φτάσουν πάνω σε ένα μεγάλο χαράκι, δίπλα στο ερειπωμένο κλησίδι να περάσουν τη νύχτα. Το κλησίδι ήταν ταμένο στον Αφέντη-Χριστό και ήταν κτισμένο πάνω στις πέτρες αρχαίου ναού που μερικές κείτονταν πέρα-δώθε ένα γύρω από το περίβολό του.

Εκεί γύρω έπιασε τους πρωτευουσιάνους ο μπάρμπα-Μαθιός να κάμουν την ανάγκη τους. Θηρίο έγινε. Να τους βγάλει τα μάτια πήγε. Τους άρχισε τις κλωτσιές και τις φωνάρες.

-Ήντα κάματε μωρέ. Τις βρωμιές σας στα Άγια των ανθρώπων; Δεν γροικάτε τις λειτουργίες και τα θυμιάματα των ανθρώπων; Ήντα άνθρωποι είστε; Αγρίμια είστε; Άιντε να kάμετε τα γίβενά σας στη βάγκα.

Και σταυροκοπιόταν. – Μνήστητι μου Κύριε, έλεγε.

Πουρνό-πουρνό πριν ακόμη ανέβει στον ουρανό το άρμα του ήλιου έπαιρνε την ομήγυρη και τους ανέβαζε πάνω στη Μαδάρα.

Εκοίταζε ένα πέρα μακριά και ησύχαζε. Είχε μια ησυχία Θεού. Σαν να πέρασε η ανασεμιά Του από δω και όλα γαλήνευαν. Έβλεπες πέρα ως πέρα τις άκρες της Κρήτης να βρέχονται από το απέραντο γαλάζιο πέλαγο. Και πέρα μακριά, όσο φτάνει ο νους σου μπλάβιζαν οι ακτές της Λιβύης. Χτύπαγε δυνατά τα στιβάνια στο χώμα, άπλωνε τα χέρια του, φτερούγες, δείχνοντας μακριά-μακριά στο δίχως τέλος σύνορο.

-Γροικάτε; Εδώ είναι.

-Ποιός κυρ-Μαθιό;

Τους κοίταζε απορώντας και τους απαντούσε με τη γαλήνη φωλιασμένη στα φυλλοκάρδια του

-Ο Θεός!

Την ταχινή έπιασε μια ψιχαλίδα, άρχισε να ψιχνιάζει. Όλα ένα γύρω τα κατάβρεξε. Σπίτια, αυλόγυροι, τοιχογύρια. Το καλντερίμι έγινε γλιστερό. Τα ριφάκια, σαν μια αγκαλιά κάτω από το μεγάλο γέρικο πρίνο που ‘ταν δεμένα. Το μεγάλο σιδερένιο κλειδί γύρισε ένα γύρω μέσα στα σπλάχνα της ξύλινης πόρτας.

-Γιωργή! Ε! Γιωργή! Ήρθες;

-Ήρθα πατέρα. Να ‘μαι, εδώ ‘μαι όπως μου μήνυσες.

-Το κοπέλι το ‘φερες;

-Ναίσκε πατέρα.

Ο Γιώργης έσπρωξε μπροστά του το γιό του το Μαθιό.

-Έλα, του ‘πε απαλά.

Ο Μαθιός μόλις που είχε μπει στα 15. Ντουμάνι ήντονε. Ψηλός κοντά στα δύο μέτρα σαν τον κύρη του και τον παππού του.

Θηρίο άντρας.

Ένα ψηλόλιγνο κλαράκι ήτανε ακόμα, με ένα σκούρο χνάρι στο πάνω χείλος του. Ένα κρύο τον έπιασε και τα δόντια του χτύπαγαν σαν κροταλά το ένα πάνω στο άλλο, από ένα αλλόκοτο φόβο έτσι που τον βούτηξε ο πατέρας του από το σχολείο και τον φόρτωσε στο βαπόρι για τη Κρήτη

-Πρέπει να παραλάβεις, του ‘πε ο πατέρας του. Ο παππούς είναι στα ύστερνά του.

Ο παππούς κοίταξε το δροσερό κλαδάκι που έτρεμε και πήρε η μούρη του μια ηρεμία χιλιάδων Χερουβείμ. Έλαμψε σαν να μπήκε μέσα του ο ήλιος

-Κοίτα, του είπε γλυκά, Μαθιό πάρε τα στιβάνια μου. Δικά σου. Εδώ είσαι τώρα. Εγώ μπορώ να φύγω, γιατί τώρα ξαναγεννήθηκα.

-Την ευχή μου να ‘χεις γιε μου! Καλή ζήση!

Ο Μαθιός πήρε τα κακοπατημένα μαύρα στιβάνια. Τα έσφιξε στην αγκαλιά του φοβισμένα, φίλησε τα χέρια του παππού του και αφέθηκε στο ελαφρύ σπρώξιμο του πατέρα του που τον έβγαζε έξω από το δωμάτιο.

Βγήκε στο αυλίδι του σπιτιού, κοίταξε τα βαριά στιβάνια που ‘χε στην αγκαλιά του. Ένοιωθε πως είχε τον πάππο του αγκαλιά, έτσι όπως τα στιβάνια είχαν πάρει το σχήμα των ποδιών του, το στραβοπάτημα της πατουχιάς του και τις ζάρες του δέρματος πάνω στον αστράγαλο.

Ύστερα σήκωσε το βλέμμα του μπροστά.

Ο πεισματάρης ήλιος είχε βγει για τα καλά.

Έλαμπε με το βλέμμα του ένα γύρω το πρασινοκίτρινο κάμπο.

 

* Η Ελένη Δραμητινού γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από την Κρήτη. Ζει μεταξύ Αθήνας και Βόλου. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Διηγήματά της έχουν εκδοθεί σε εφημερίδες (Θεσσαλία, Αναγνώστης Πελοποννήσου) και περιοδικά. Το μυθιστόρημα «Γκιουζέλ Ανθή» (εκδόσεις Αλδε) είναι το πρώτο της. Το διήγημά της «Αβύδου 75.Ανω Ιλίσια» έχει επιλεγεί από τις εκδόσεις Πατάκη στα πλαίσια του διαγωνισμού HOTEL Παπαδιαμάντης για την έκδοση του βιβλίου με τίτλο «Το άγγιγμα του Σκιαθίτη».

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top