Fractal

Διήγημα: “Στον Παράδεισο των καταραμένων”

του Δημήτρη Τσολάκη // *

 

penn

 

Ενταφιάζομαι κάτω από αυτή την υδάτινη κατοικία της λύπης. Μου λείπεις. Τώρα έξω βρέχει, βρέχει και εντός μου. Κάθε που σπάω το παράθυρο να βγω από αυτό το υγρό σπίτι, ατσάλινες σταγόνες αναμειγνύονται με τα δάκρυα μου, δημιουργώντας έναν εκκωφαντικό κρότο, που τρομάζει τον Ρεμπώ, ο οποίος κρύβεται πίσω από ένα κέρινο πεύκο, κραδαίνοντας όπλο γυαλιστερό για να με πυροβολήσει.

Λίγο πιο πέρα, στον κήπο, η Σύλβια Πλαθ κυνηγάει μέλισσες και πεταλούδες μέσα στη βροχή και ο Μπωντλαίρ μετράει με τεράστια ακρίβεια τα πέταλα ενός άνθους απείρου κάλλους.

Η Σάρα Κειν κάνει σχοινάκι με τα πολύχρωμα κορδόνια της πάνω στο γκαζόν, εξαπολύοντας προς πάσα κατεύθυνση βρισιές σε δώδεκα γλώσσες και μασώντας μια μπλε τσιχλόφουσκα. Η Βιρτζίνια Γούλφ χώνει το κεφάλι της στο σιντριβάνι, δημιουργώντας μπουρμπουλήθρες και προκαλώντας στον Καρυωτάκη αστείρευτο γέλιο, αλλά και πόνο στο ματωμένο του στήθος. Η Κατερίνα Γώγου, πιο σνομπ αυτή, κάθεται στην άκρη του μπαλκονιού, μακριά από όλους και μου χαμογελάει μ’ένα τσιγάρο μονίμως σφηνωμένο στα χείλη της, τείνοντας μου το χέρι της για να πλησιάσω και να μου δώσει καραμέλες με άρωμα τριαντάφυλλο.

Η Κοραλία σμιλεύει τον σταυρό από έναν τάφο, ο Κέρουακ τραγουδάει πάνω στο κλαδί ενός δέντρου και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ κάνει κούνια φωνάζοντας μονίμως «μπαμ».

Στην άκρη της γλιστερής μας σκάλας, που οδηγεί στο μπαλκόνι, η Ανν Σέξτον φυτεύει μια κατακόκκινη τριανταφυλλιά για την ωραία κοιμωμένη και ο Μαγιακόφσκι κρατά το κομμένο πόδι ενός σκύλου, περιμένοντας το τρένο, που δεν θα ‘ρθει …

Εδώ που μένουμε δεν νυχτώνει ποτέ, αφού είναι πάντα νύχτα. Δεν έχουμε αστέρια και φεγγάρι, αλλά μας επιτρέπεται να τα φανταζόμαστε σε ο,τι χρώμα και σχήμα θέλουμε. Εδώ που μένουμε λέγεται λύπη. Είναι όλα υγρά, τα χαρτιά λιώνουν αμέσως, το μελάνι παγώνει και οι λέξεις πετούν για μέρη φωτός.

Εμείς είμαστε μόνοι μας και δεν θα πεθάνουμε, αφού όσο ζούσαμε πεθαίναμε κάθε μέρα. Αν τύχει κάποια στιγμή και βρεθεί κάτι δικό μας στα χέρια σας, ένα ποίημα ας πούμε ή ένα μυθιστόρημα, παρακαλούμε πολύ να μην το χρησιμοποιήσετε, αλλά να μας το επιστρέψετε ακέραιο γιατί θα σας βλάψει σοβαρά τη συνείδηση και θα σας ανοίξει την πόρτα για τον σκοτεινό παράδεισό μας. Αν μπείτε εκεί, δεν θα βγείτε ποτέ. Ευχαριστούμε.

 

* Ο Δημήτρης Τσολάκης γεννήθηκε στην Έδεσσα τον Μάρτιο του ’95. Διαβάζει- αν όχι από την κοιλιά της μάνας του- τότε σίγουρα από κούνια. Σπουδάζει στην φιλοσοφική σχολή Ιωαννίνων, λίγη ιστορία και λίγη αρχαιολογία για να μην βαριέται. Γράφει μέρα- νύχτα με μεγάλη μανία ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, προσπαθώντας -μεταξύ άλλων-να προσδιορίσει από πού κατεβαίνει αυτό το κάτι. Έχει ένα όνειρο, όταν μεγαλώσει να γίνει άνθρωπος και όταν πεθάνει να παραμείνει ζωντανός.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top