Fractal

Διήγημα: “Σαρακοστή”

της Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου // *

 

pennTι κοιτάς με μισό μάτι; Ξέρω τι λέω. Άμα δεν δοκιμάσεις με το κουταλάκι το γλυκό, δεν παίρνεις μυρωδιά. Σουλίτσα, νοικοκυρεμένο κορίτσι. Γλυκομίλητο και καθαρό. Άσε τους άλλους να λένε ότι θέλουν: ελαφρών ηθών, ιερόδουλος, εταίρα. Θες κι άλλα; Καλντεριμιτζού, παρδαλή, παστρικιά, χώνα, πουτάνα· ξέρω κι άλλα να σου πω, δυο τάξεις έβγαλα στο γυμνάσιο, αλλά σαν τη Σουλίτσα δε είναι καμιά. Και το σημαντικότερο: το φχαριστιέται, φίλε. Ανοίγουν οι ματάρες της και λέει και μερσί. Ακούς, άκου τα. Μερσί, λέει, η κοριτσάρα. Τ΄ άλλα που λένε για λεφτά, σχέσεις, ή τάχα μου ένα πιάτο φαί, άμα γεράσεις τι θα κάνεις, είναι για αυτούς που δεν ξέρουν. Τι να ξέρουν, ρε, για τα μπούτια της δικιάς μου, λάμπουν σαν αστραπές πριν τη βροχή. Της δικιάς τους τα μπούτια βρωμάνε, μυρίζουν κι ας μην το παραδέχονται. Πιες μια γουλιά να δροσιστείς. Η Σουλίτσα σε περιμένει καθαρή, με ασημένιο βρακάκι, βρέξει χιονίσει. Το φέρνεις με το νου σου; Ένα φεγγάρι τουρλωμένο, δικό σου, όση ώρα θες· καλά μη νυχτώσεις κιόλας, άρχισαν και οι Χαιρετισμοί. Αυτά τα τιμάει η κοπέλα.

Το άλλο δε στο ‘πα. Δικό μας κορίτσι, όχι ντα ντα και μούγκα μετά. Να ανθιζόμαστε σαν άντρες τι γίνεται. Το Σούλα είναι από το Κερασία. Ακόμα και το ονοματάκι της μοσχοβολάει. Ήξερε ο νουνός που το ‘βγαλε. Κάτι μου είχε πει για δαύτον. Σα να πήρε μεζέ. Τέλος, πάντων, οικογενειακά της πράγματα, δεν ανακατεύομαι. Σκέψου το, κι άμα είναι, μου λες. Το φχαριστιέται σου λέω. Εγώ προτιμώ να πηγαίνω όταν έχει αναδουλειές, κάνουμε κι ένα τσιγάρο. Βγαίνουμε και για φαί στα ρεπά της. Πάμε για πατσά στου Παπανδρέου, στην αγορά, μας ξέρουν τα γκαρσόνια. Τους προτιμάμε και μας προτιμούν. Αμέσως, το πιάτο αχνιστό μπροστά μας και το χειλάκι κόκκινο, βαμμένο, γυαλισμένο, κόκκινο, ρε, πάνω στο κουτάλι, μένει στο ποτήρι κι ανατριχιάζει κι αυτό. Αλήθεια σου λέω, ανατριχιάζει σαν το πράμα μου, μένει το κοκκινάδι της πάνω άμα δεν το πλύνεις καλά. Όχι σαπουνάδα απλή, τρίψιμο θέλει με την τζίβα.

Τις Κυριακές τις αφιερώνω στην οικογένεια, τρώω το μεσημέρι με την αδελφή μου και το απόγεμα πάω στη Σουλίστα, ανυπερθέτως. Κάνω το μπάνιο μου από το πρωί, τρίβομαι καλά, πιάσε μια μπύρα ακόμα, στεγνώσαμε, ξυρίζομαι γυαλί, μετά για γιουβέτσι στης αδελφής μου· αυτή είναι το πουταναριό ρε, ο δικός της, ο σύζυγος, δουλεύει, που δουλεύει ξέρω και ‘γω. Μου ‘πανε, νομίζω, στη Δράμα, ένα καινούργιο έργο, ναι, ρε φίλε, εργάτης, τάχα μου προϊστάμενος, της στέλνει οχτακόσια το μήνα και αυτή κοιτάει τα παιδιά. Τι κοιτάει θα σε γελάσω.

Έλα να γεμίσουμε πάλι. Εμένα μ’ αρέσει να κοιτάω τη Σουλίτσα, μπρούμυτα, ανάποδα, από πάνω, από όπου γουστάρω. Έτσι είναι και θα το δεις· ήρεμα, φίλε, μη βιάζεσαι, κάτσε να τελειώσουμε τη μπύρα και θα σε πάω εγώ από ‘κει. Ακομινάτου δέκα οχτώ, στον τρίτο. Μην περιμένεις να δεις λαμπάκια και τοιαύτα. Χτυπάς το κουδούνι, σαν καρδερίνα κάνει, δίπλα στο ασανσέρ. Σου λέω είναι καθαρή. Θα περιμένω απ’ έξω να μου πεις. Κράτα, ρε, το τάλιρο, μη βιάζεσαι, μου το δίνεις μετά, θα περιμένω.

 

* H Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως δικηγόρος. Διακρίθηκε στο διαγωνισμό του πανελλήνιου θεματικού διαγωνισμού «HOTEL ΧΑΟΣ» (2012 των εκδόσεων Πατάκη (τελική δεκάδα) και στο διαγωνισμό «IΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΙ» (2010)του περιοδικού «Πλανόδιον» (στις τριάντα οκτώ από τις τριακόσιες ογδόντα μία ιστορίες). Δημοσίευση στο Book’s Journal, τ.43, «ΕΝΟΙΚΟΙ».

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top