Fractal

Διήγημα: “Όσο υπάρχουν ελπίδες”

του Χαράλαμπου Νικόπουλου // *

 

Handwriting-007

 

 

Άνοιξε το γκαράζ με το τηλεκοντρόλ και πάρκαρε το πολυτελές της αυτοκίνητο. Στην είσοδο χαιρετήθηκε με τη Δώρα που της είπε ότι θέλει οπωσδήποτε το Σάββατο να βάψει τα μαλλιά της. «Ναι Δωράκι μου, αλλά μέχρι τις 10 να έχεις έρθει γιατί μετά όλα τα ραντεβού είναι κλεισμένα» αποκρίθηκε. «Και σταμάτα να με λες “κυρία”, αισθάνομαι σαν θεία» συμπλήρωσε. Η κυρία Ελπίδα ή σκέτο «Ελπίδα» όπως ζητούσε να την προσφωνούν, είχε περάσει προ καιρού τα 50 -«είμαι 35 ανάποδα» αστειευόταν-, αλλά παρέμενε ελκυστική. Ψηλή, ευθυτενής, αυθόρμητη, κοινωνική και πάντα με ένα τεράστιο χαμόγελο στα σαρκώδη της χείλη, έκρυβε τα χρόνια της σε κάτι παιδικά φερσίματα που έμοιαζαν άδολα και σε κάτι χαμηλοκάβαλα στενά παντελόνια που αναδείκνυαν την καμπυλένια σιλουέτα της. Έμενε στο διαμπερές ρετιρέ μιας σχετικά καινούριας πολυκατοικίας στο Παλαιό Φάληρο, που είχε καταπληκτική θέα στο Σαρωνικό, αλλά και εκείνη την αίσθηση του ασύχναστου, του ακατοίκητου, με όλα τα έπιπλα στη θέση τους, με τα κάδρα ευθυγραμμισμένα και με το πάτωμα να αστράφτει -χάρις στην οικιακή βοηθό που “έγλειφε” το σπίτι μέρα παρά μέρα. Τούτη την εικόνα του τακτοποιημένου τη λάτρευε και κάθε φορά που έβαζε το κλειδί στην πόρτα και άνοιγε, άνοιγε μαζί και η καρδιά της. Της άρεσε να είναι όλα σε τάξη, ίσως επειδή τη βοηθούσε να βάλει σε μια σειρά και τα δικά της, τα μέσα της, που ήταν αρκετά μπερδεμένα.

Το σπίτι ήταν διακοσμημένο με πεπαλαιωμένα έπιπλα, μαρμάρινες επιφάνειες, ξύλινα βάζα γεμάτα λουλούδια, γκραβούρες και πατιναρισμένα μεταλλικά πολύφωτα, που χάριζαν στο χώρο αριστοκρατική ατμόσφαιρα και μιαν αύρα ρομαντισμού σαν σκηνικό από ταινία εποχής. Πάντοτε με το που έμπαινε μέσα, η πρώτη της κίνηση ήταν να πατήσει το κουμπί του αυτόματου τηλεφωνητή και ύστερα, να βγάλει τα ψηλά τακούνια της και καθίσει αναπαυτικά στον καναπέ-γωνία για να ακούσει τα μηνύματα, καπνίζοντας τα ντελικάτα τσιγαράκια της. Έτσι και τώρα: Το πρώτο ήταν από τον γιο της: «Μάνα, μην ξεχάσεις να μου βάλεις χρήματα. Έχω ξεμείνει. Βάλε μου καμιά τετρακοσαριά. Και που ‘σαι, το πέρασα το Ναυτικό Δίκαιο, άλλα τρία μείνανε και αντίο Κομοτηνή». Το δεύτερο από τον πρώην σύζυγό της: «Ελπιδάκι, χρειάζομαι τρεις χιλιάδες. Τα σαλιγκάρια δεν μπορούν να πουληθούν ακόμα, πρέπει να παχύνουν κι άλλο μου είπαν οι Ιταλοί. Θα στα δώσω σε κάνα τρίμηνο. Σε παρακαλώ, τα χρειάζομαι. Έληξε κι η σύμβαση της Ιωάννας και καταλαβαίνεις πως είμαστε». Το επόμενο ήταν από μια φίλη της που τη ρώταγε πως πήγε η έξοδος με το νέο της μνηστήρα και αν μπορούσε να της δώσει τα κλειδιά του εξοχικού στον Ωρωπό για το Σαββατοκύριακο. Έκανε μία γκριμάτσα αμηχανίας και συνέχισε την ακρόαση. Ξανά ο γιος της: «Μάνα, κάνε τα πεντακόσια• έχω να πληρώσω και τη ΔΕΗ».

Η Ελπίδα δεν είχε κινητό, από άποψη, αλλά και γιατί τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις πέρναγε δίπλα σε ένα σταθερό τηλέφωνο. Αν δεν ήταν στο κομμωτήριό της, στη Γλυφάδα, θα ήταν στο σπίτι. Για τις υπόλοιπες, λίγες ώρες, που δεν βρισκόταν ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, όσοι την έψαχναν και δεν την έβρισκαν ήταν υποχρεωμένοι να αφήσουν μήνυμα. Το προτιμούσε αυτό, διότι τη βοηθούσε να διατηρεί τον έλεγχο στη ζωή της και να έχει ψυχική ηρεμία. Ηρεμία, που ένιωσε να διασπάται από το τελευταίο μήνυμα. Σηκώθηκε και έβαλε να το ξανακούσει: «Κορίτσι μου, σου τα βρήκα τα 300 ευρώ. Θα τους καθυστερήσω λίγο ακόμη τη δόση και βλέπουμε. Αχ, τι κακό μας έχει βρει με τις τράπεζες. Αν ήταν εδώ ο πατέρας σου…». Ήταν μια γέρικη γυναικεία φωνή γεμάτη έγνοιες, αγχωμένη, απηυδισμένη, σπασμένη -προφανέστατα από την κρίση και τις δυσκολίες. Σηκώθηκε και πάτησε το κουμπί για να ακούσει το μήνυμα τρίτη φορά: «Κορίτσι μου [μικρή παύση], σου τα βρήκα τα 300 ευρώ [καθησυχαστικά]. Θα τους καθυστερήσω λίγο ακόμα τη δόση [μεγάλη παύση, βαθιά ανάσα] και βλέπουμε. Αχ, τι κακό μας έχει βρει με τις τράπεζες [με απόγνωση]. Αν ήταν εδώ ο πατέρας σου [δάκρυα, τσάκισμα φωνής]».

Η Ελπίδα σαν να ταράχτηκε. Κοντοστάθηκε μια στιγμή και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο χώρο. Λάθος ήταν το αφημένο μήνυμα, όπως και το τηλεφώνημα ήταν λάθος. Ήταν από κάποια άγνωστή της μητέρα, προς μια άγνωστή της κόρη, με τα γνωστά, όμως, βάσανα της εποχής. Άφησε έναν αναστεναγμό να βγει από μέσα της, πήρε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τεράστια επιτοίχια τηλεόραση για να δει τις Ειδήσεις των 20.00. Συντάξεις κόβονταν, μισθοί μειώνονταν, χιλιάδες οι άστεγοι, στρατιές οι άνεργοι, μιλιούνια οι μετανάστες -Έλληνες αυτή τη φορά-, δολοφονίες για το παραμικρό, αυτοκτονίες κάθε μέρα, καρκινοπαθείς χωρίς φάρμακα, άνθρωποι δίχως αύριο και η ζωή τους να γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο φτηνή, τόσο φτηνή όσο και το νερό. Εκείνη, πάλι, δεν είχε τέτοια προβλήματα. Είχε το διαμέρισμά της, το καλό της το αμάξι, το εξοχικό της και κάμποσα μετρητά στην τράπεζα. Ένας σωστός σύντροφος της έλειπε, ήταν ωστόσο συνειδητοποιημένη ότι σε αυτήν την ηλικία ο έρωτας δεν είναι κάτι που συμβαίνει εύκολα. Συνέχισε να παρακολουθεί τα νέα, αλλά όχι, δεν είπε «Δόξα τω Θεώ», ούτε και «μη χειρότερα». Και πώς να ξεστομίσει κάτι τέτοιο, αφού θα ήταν να σαν να παραδέχεται ότι ο Θεός κάνει διακρίσεις και για κάποιον ανεξήγητο λόγο της έκανε τη χάρη, ενώ αυτή δεν πήγαινε στην εκκλησία ούτε στην Ανάσταση. Γιατί εκείνη να έχει τόσα πολλά και οι άλλοι τόσα λίγα, αναρωτήθηκε. Σαν να τη χτύπησε ηλεκτρισμός, σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε στη συσκευή• πάτησε το κουμπί για να ξανακούσει τα μηνύματα. «Ο γιος μου κάνει ντόλτσε βίτα στην Κομοτηνή και άλλοι δεν έχουν να φάνε…Ο άντρας μου εξακολουθεί να μου τα τρώει μια δεκαετία μετά το διαζύγιο και εγώ το παίζω καλή Σαμαρείτισσα», μουρμούριζε ενόσω έψαχνε να βρει το νούμερο του ορφανού μηνύματος. Μόλις το κατάφερε, σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε. Απάντησε η ίδια βαρύθυμη γυναικεία φωνή:

-Ορίστε.

-Συγνώμη, μου αφήσατε κατά λάθος ένα μήνυμα στο τηλέφωνο, είπε η Ελπίδα. Λέγατε για κάποια χρήματα, κάτι για τη δόση του δανείου. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να σας ενημερώσω… η κόρη σας, υποθέτω, δεν έχει ενημερωθεί.

-Τι μου λέτε, τα έχω χάσει κυρία μου, αλήθεια;

-Να με συγχωρείτε, έκανε έκπληκτη η γηραιά κυρία από την άλλη μεριά. Τα προβλήματα βλέπετε! Ούτε να κοιμηθώ δεν μπορώ πια, συνέχισε.

-Εύχομαι τα βάσανά σας να είναι παροδικά, έκανε συμπονετικά η Ελπίδα.

-Δεν νομίζω, έτσι όπως μας καταντήσανε. Κοιμηθήκαμε άρχοντες και ξυπνήσαμε διακονιάρηδες. Ευχαριστώ πάντως που με πήρατε και συγνώμη για την αναστάτωση, είπε η ηλικιωμένη και έκλεισε απότομα.

Η Ελπίδα συνέχισε να παρακολουθεί το δελτίο, με ένα μούδιασμα στο στήθος. Τι θα μπορούσε να κάνει άλλωστε; Δεν ήταν δικό της το πρόβλημα. Αλίμονο! Σπούδαζε το γιο της, τσόνταρε τον πρώην σύζυγό της, ήταν ανάδοχος ενός παιδιού της Αφρικής. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει μια γυναίκα μόνη, σκληρά εργαζόμενη και χωρίς να έχει κανέναν να τη βοηθήσει; Αυτά σκεφτόταν ενόσω έβλεπε τις Ειδήσεις, που η μία ήταν χειρότερη από την άλλη. «Κοιμηθήκαμε άρχοντες και ξυπνήσαμε διακονιάρηδες». Της είχε κάνει τόση εντύπωση αυτή η φράση διότι ήταν γνήσια, αυθεντικά. Σηκώθηκε ξανά από τον καναπέ. Τηλεφώνησε.

-Ναι, συγνώμη, είμαι εγώ που σας πήρα και πριν. Θα σας δώσω εγώ τα 300 ευρώ, είπε κοφτά.

-Μα, πώς; Από που και ως που; Ούτε που γνωριζόμαστε, έκανε απορημένη η ηλικιωμένη.

-Δεν πειράζει, μιας και ήρθαν έτσι τα πράγματα… Με λένε Ελπίδα, μη φανταστείτε ότι είμαι πλούσια, απλά δεν θα μου λείψουν.

-Χίλια ευχαριστώ, αλλά δεν μπορώ να τα δεχτώ. Δεν είναι σωστό.

-Σας παρακαλώ πολύ να τα πάρετε. Είμαι και εγώ μάνα και καταλαβαίνω! είπε η Ελπίδα κάπως πιεστικά.

-Δεν μπορώ να σας απαντήσω. Θα ρωτήσω την κόρη μου και θα σας πω. Για εκείνη είναι τα χρήματα άλλωστε.

-Όπως νομίζετε. Περιμένω να μου τηλεφωνήσετε.

Είπαν «καληνύχτα» και έκλεισαν. Η Ελπίδα έμεινε να σκέφτεται. Ένιωθε περίεργα: ικανοποίηση αναμεμειγμένη με μιαν αίσθηση ματαιότητας, μια ψευδαίσθηση προσφοράς. Σαν να έδινε κέρμα σε ζητιάνο, που όμως πάλι εκεί θα ήταν αύριο. Δώρον άδωρον. Όπως και να είχε, ό,τι μπορούσε να κάνει, θα το έκανε. Τίποτε παραπάνω, τίποτε λιγότερο. Το είχε μάθει από τη δουλειά αυτό. Δεν κουρεύεις λίγο από ‘δώ και λίγο από ‘κει: κουρεύεις ακριβώς, χωρίς να αφήνεις τρίχες να πετούν. Και το κάνεις τέλεια, με ακρίβεια, σαν να χειρουργείς καρδιοπαθή και να κρέμεται η ζωή του από ένα χιλιοστό, από μιαν ανάσα, και να τον σώζεις παρατρίχα.

Την επόμενη μέρα είχε έναν ακόμη λόγο για να μην παρεκκλίνει ούτε εκατοστό από την καθημερινή τελετουργία της επιστροφής στο σπίτι. Ήταν κατάκοπη, αλλά της άρεσε η δουλειά της: αφαιρούσε τα περιττά, ανανέωνε, καθάριζε, άλλαζε εικόνες, μορφές, βλέμματα, διαθέσεις. Αληθινή τέχνη! Έβαλε σβέλτα το κλειδί στην πόρτα και την έκλεισε βιαστικά πίσω της. Πάτησε αμέσως το κουμπί για να ακούσει τα μηνύματα.

«Έλα μαμά, τα έβαλες τα λεφτά;»…

«Ελπιδάκι, το κανόνισες το θέμα;»…

«Δεν μου απάντησες, φιλενάδα!»…

«Κυρία Ελπίδα, θα σας τηλεφωνήσει η κόρη μου αργότερα»…

«Ναι, χαίρετε, είμαι η κόρη της κυρίας Σοφίας, που μιλήσατε στο τηλέφωνο χθες -λόγω εκείνου του μπερδέματος. Σας ευχαριστούμε πολύ, αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε τα χρήματα. Δεν έχουμε ακόμη τόσο πρόβλημα. Είστε αξιέπαινη πάντως. Σπανίζουν οι άνθρωποι όπως εσείς. Η μητέρα μου θα ήθελε να σας κάνει το τραπέζι την Κυριακή το μεσημέρι για να γνωριστούμε. Να σας πούμε ευχαριστώ κι από κοντά -είναι σαν να μας τα δώσατε. Με λένε Ζωή και το τηλέφωνό μου είναι 697798787. Πάρτε με να μιλήσουμε. Ευχαριστώ πολύ». Η Ελπίδα συγκατάνευσε. Ναι, το ίδιο θα έκανε και εκείνη σε μια παρόμοια περίπτωση. Αυτό σημαίνει αξιοπρέπεια, να κάνεις κάθε φορά αυτό που σου πρέπει.

Το Κυριακάτικο τραπέζι της κυρίας Σοφίας, σε ένα συμπαθητικό διαμέρισμα στην Αργυρούπολη, είχε μπόλικους ελληνικούς μεζέδες και ένα δροσερό λευκό κρασί. Ντολμαδάκια, μελιτζανοσαλάτα, χταποδάκι βραστό, φάβα, στρογγυλές τηγανιτές πατάτες, ένα ωραίο σαγανάκι με ντοματίνια, μανιτάρια και μύδια και μια πολύχρωμη σαλάτα, καταμεσής της Σαρακοστής. Για επιδόρπιο υπήρχε χαλβάς σιμιγδαλένιος. Οι τρεις τους απόλαυσαν το φαγητό και μίλησαν σαν γυναίκες μόνες, που γνωρίζονταν χρόνια και καταλάβαιναν βαθιά η μία την άλλη. Η Σοφία χήρα, πλησίαζε τα 70 και ανησυχούσε για την κόρη της που δεν μπορούσε να βρει δουλειά, αλλά ούτε και ένα καλό παιδί για να παντρευτεί. Η Ζωή, άνεργη κοινωνιολόγος ετών 35, ανησυχούσε μην πάθει τίποτε η μάνα της από τη στεναχώρια και τα φέσια που είχε αφήσει στις τράπεζες ο μακαρίτης ο πατέρας της. Η Ελπίδα, πάλι, ούτε είχε χρέη ούτε ένοιωθε ότι η ζωή της χρωστάει. Ίσα-ίσα, αισθανόταν ότι εκείνη χρώσταγε, ότι μπορούσε να δώσει κάτι ακόμη, από το περίσσευμά της. Σήκωσε το κεφάλι, χαμογέλασε και είπε στη Ζωή: «Ψάχνω μια κοπέλα για την υποδοχή. Αυτή που είχα μου έφυγε την περασμένη εβδομάδα, γιατί γεννάει σε λίγο καιρό. Εσύ Ζωίτσα είσαι χαριτωμένη, είσαι και μορφωμένη• ξέρεις να φερθείς. Απλά θα τους προσφέρεις καφέ, θα κρατάς τα ραντεβού και θα είσαι ευχάριστη. Δεν θα ανακατεύεσαι με τρίχες και νύχια. Κανένα σκούπισμα μόνο. Τι λες;». Στο άκουσμα της πρότασης η κυρία Σοφία χαμογέλασε με κάποια ικανοποίηση. Η Ζωή, ωστόσο, απάντησε συγκρατημένα, με ένα χλιαρό «εντάξει» μέσα από τα δόντια της. «Καταλαβαίνω, δεν είναι το όνειρό σου να δουλεύεις σε κομμωτήριο και να κάνεις πεντικιούρ. Ούτε και εμένα ήταν, αλλά χάρη σε αυτό τα κατάφερα. Μη φοβάσαι, δεν είμαι απαιτητική. Μπορώ να σου δίνω 900 ευρώ το μήνα και ΙΚΑ, για αρχή. Δεν θα κουράζεσαι. Θα περνάμε καλά κοριτσάκι. Πολύ κουτσομπολιό και πολύ δουλειά! Θα σου φτιάχνω και τα μαλλιά. Σαν σταρ θα σε κάνω! Θέλεις;» ρώτησε η Ελπίδα. «Μπορούμε να το δοκιμάσουμε», αποκρίθηκε η Ζωή, πιο θαρρετά αυτή τη φορά. «Οπότε ξεκινάμε. Έλα και από αύριο αν μπορείς. Στάσου, να σου δώσω μια προκαταβολή» έκανε η Ελπίδα και με μια κίνηση, έβγαλε από το πορτοφόλι της τρία κατοστάρικα και τα ακούμπησε στο τραπέζι. Η Ζωή τα κοίταξε απορημένη. Την ευχαρίστησε με ένα ύφος σαν να τη ρώταγε «κάνεις πάντα αυτό που βάζεις στο μυαλό σου;» και πήγε να πει κάτι. Η Ελπίδα, όμως, την απέτρεψε και άλλαξε κουβέντα εκθειάζοντας τη μαγειρική της κυρίας Σοφίας. Τη ρώτησε κάτι για μια συνταγή.

Λίγο μετά σηκώθηκε, φρεσκαρίστηκε στο μπάνιο και ετοιμάστηκε να φύγει. Την ασπάστηκαν και την ξεπροβόδισαν αγγίζοντάς τη στοργικά στην πλάτη. Τα υπόλοιπα θα τα έλεγαν την επομένη στο κομμωτήριο, όπως είχαν συνεννοηθεί. Η Ελπίδα κατευθύνθηκε στο σπορ αυτοκίνητό της, αγέρωχα, περήφανα, αυτάρεσκα. Ξεκλείδωσε, φόρεσε ζώνη, έβαλε μπρος και κατέβασε το παράθυρο για να χαιρετίσει. Άξαφνα, η Ζωή που τόση ώρα την παρατηρούσε σκεφτική από την πυλωτή, της έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσει. Έτρεξε γρήγορα, χαμήλωσε το σώμα της, ακούμπησε τα χέρια της στο παράθυρο του αυτοκινήτου και είπε ασθμαίνοντας:

-Δεν μπορώ να έρθω αύριο. Θα έρθω όμως την Τρίτη! Έχω κάτι εκκρεμότητες.

-Έλα και την Τετάρτη, έλα και την άλλη εβδομάδα, δεν υπάρχει πρόβλημα, την καθησύχασε η Ελπίδα.

-Όχι, ό,τι και να γίνει την Τρίτη θα έρθω.

-Εντάξει λοιπόν.

-Είναι και κάτι άλλο που θέλω να σου πω… δίστασε η Ζωή

-Τι συμβαίνει; έκανε η Ελπίδα και έσβησε τη μηχανή.

-Τίποτε το σπουδαίο, μου φάνηκε κάπως οξύμωρο και ήθελα να στο πω: Λένε ότι όσο υπάρχει ζωή υπάρχει ελπίδα, αλλά από σήμερα είμαι πεπεισμένη ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

-Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά, είμαι πτυχιούχος έκτης δημοτικού, σάρκασε και έβαλε ξανά μπρος το αμάξι.

-Καταλαβαίνω εγώ, πρόλαβε να προφέρει χαμηλόφωνα η Ζωή, προτού η Ελπίδα πατήσει το γκάζι και απομακρυνθεί βιαστικά.

 

* Ο Χαράλαμπος Νικόπουλος είναι δημοσιογράφος.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top