Fractal

Διήγημα Fractal: “Όλα μέλι-γάλα”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

Παντάνασσα το λένε το χωριό μου. Εδώ μένω όλη μου τη ζωή, που δεν είναι και πολλή, αφού είμαι μόνο οκτώ χρονών. Ίσως και να ‘ναι πολλή, αν ακούσω τη γιαγιά που λέει πως έχω γίνει ολόκληρο παλικάρι πια. Γρήγορα φεύγουμε τελικά από την παιδική ηλικία, όσο κι αν δεν βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε.

Όμορφο το χωριό μας αλλά μικρό, τόσο μικρό που αν πάρεις λάθος τηλέφωνο, γνωστός ή συγγενής θα βγει στην άκρη της γραμμής και θα το μάθεις αυτό που θέλεις. Έτσι λέει η μάνα όποτε προσπαθεί να πείσει τον πατέρα να φύγουμε για την μεγάλη πόλη με τις πολλές ευκαιρίες. Ο πατέρας δεν θέλει ν’ αφήσει τον τόπο του, τσακώνονται, φωνάζουν και την άλλη μέρα το πρωί έχουν ξεχαστεί και οι φωνές και τα κλάματα. Όλα μέλι-γάλα.

Ο πατέρας είναι καλός και αστείος. Κάθε μεσημέρι, γυρίζει από τα κτήματα που φροντίζει σαν σέμπρος, θυμάται γκριμάτσες του Αυλωνίτη και του Λογοθετίδη, τους μιμείται κι εμείς γελάμε. Κάθε απόγευμα παίζει τάβλι με τον θείο Διαμαντή. Όποτε κερδίζει, λέει πως εκτός από τύχη χρειάζεται και μυαλό. Όποτε χάνει όμως, φωνάζει νευριασμένος για τον τυχεράκια θείο που φέρνει ό,τι ζαριά θέλει και χτυπάει τα πούλια με δύναμη. Μια φορά μάλιστα, έσπασε και μερικά.

Εγώ είμαι το τρίτο παιδί, το κούτσικο στερνοπούλι όπως με φωνάζουν όλοι και γεννήθηκα από μια ιδιοτροπία της φύσης. Έχω κρυφακούσει τη μάνα και τον πατέρα να το λένε αυτό, αν και δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς σημαίνει. Το μόνο που ξέρω είναι πως η μάνα ήταν σαράντα οκτώ χρονών όταν μ’ έκανε και είχε ήδη δυο μεγαλωμένα παιδιά.

Ο αδελφός μου ο Παναγής είναι είκοσι δύο χρονών και έχει το τσαγκαράδικο του χωριού. Ολημερίς σολιάζει κι αλλάζει τακούνια. Μια φορά θυμάμαι, βάρεσε το δάχτυλό του με το σφυρί κι από τον πόνο τον δυνατό, βλαστήμαγε καντήλια κι αγίους. Μετά όμως το μετάνιωσε – μικρός παπαδοπαίδι ήτανε και κουβαλούσε εξαπτέρυγα – και από την στεναχώρια του, πήγε στον καφενέ του Θανασούλα κι άρχισε τα τσίπουρα. Μέθυσε τόσο πολύ, που πάλι βλαστήμαγε, τώρα όμως έβριζε το Πασόκ που ευθύνεται για την κατάντια μας και την Λιάνη που παρέσυρε τον γεροξεκούτη. Εγώ έπαιζα αμπάριζα στην απέναντι αλάνα και τ’ άκουσα όλα. Ποιος ήταν ο γεροξεκούτης και ποια η Λιάνη δεν ξέρω, είδα όμως τον Παναγή να σπάει ποτήρια, ν’ αναποδογυρίζει καρέκλες και τραπέζια και τον Θανασούλα να τον πιάνει από τις μασχάλες και να τον πηγαίνει στο σπίτι σηκωτό. Από κει και πέρα ανέλαβε η μάνα κι εγώ γύρισα στο παιχνίδι μου. Την άλλη μέρα το πρωί, όλα είχαν ξεχαστεί, όλα μέλι-γάλα.

Η αδελφή μου η Μόρφω κοντεύει τα δεκαοκτώ και είναι ανύπαντρη ακόμα. Οι γονείς μας στεναχωριούνται γιατί παραμεγάλωσε και σε λίγο δεν θα την παίρνει κανείς. Της έχουνε βρει γαμπρό, τον Τάσο, καλό παιδί και προκομμένο, με δικά του τα περισσότερα στρέμματα με καπνά. Ο πιο πλούσιος του χωριού είναι, εκείνη όμως δεν τον θέλει και κλαίει συνεχώς που την πιέζουν, γιατί είναι λέει αλλήθωρος και δεν καταλαβαίνει ποτέ κατά που κοιτάζει. Η μάνα ούτε που ακούει το κλάμα της, κι όλο ετοιμάζει τα προικιά της, γιατί ξεβράκωτη δεν θα την δώσουμε. Δυο ζεύγη παπούτσια ανεφόρετα, που της έφτιαξε ο Παναγής, τρία φουστάνια από βαμβάκι αιγυπτιακό, μία λίρα ολόχρυση, μια Αγία Γραφή, δυο τσουκάλια, ένα ιγδίνι πέτρινο για την αλιάδα, δέκα κότες καρπερές και αυγογεννούσες κι έναν κόκορο ηπειρώτικο. Η γιαγιά, αν και δεν βλέπει πια και τόσο καλά, όλο ασπροκεντήματα ξετρυπάει, σεμεδάκια και σεντόνια.

Είναι κι ο παπάς του χωριού που μένει μαζί μας, αφού είναι ο παππούς μου. Κάθε βράδυ που λέει την προσευχή του δείπνου, πάντα παρακαλάει τον Μεγαλοδύναμο να μην τον πάρει πριν προλάβει να ευλογήσει τον γάμο της εγγόνας του. Και τότε η Μόρφω πάλι κλαίει για την μαύρη της την τύχη και σηκώνεται από το τραπέζι αφάγωτη. Το πρωί βέβαια, όλα έχουν ξεχαστεί, όλα μέλι-γάλα.

Οι πιο καλοί μου φίλοι είναι δυο αδέλφια. Δίδυμοι είναι και μοιάζουν τόσο μεταξύ τους – ούτε η μάνα τους η ίδια δεν τα ξεχωρίζει – που όλοι στο χωριό τους φωνάζουμε και τους δυο Παυλόκωστα. Ποτέ δεν μάθαμε ποιος είναι ο Παύλος και ποιος ο Κώστας. Μαζί στα παιχνίδια, μαζί στο κατηχητικό, μαζί και στο σχολείο. Μια φορά, ο δάσκαλος μάς είπε πως δεν θα κάνουμε μάθημα, αλλά θα λέμε όλοι από μια ιστορία που θα βγάλει ο καθένας με την φαντασία του. Ο ένας Παυλόκωστας, είπε μια ιστορία όλο βρωμόλογα και βγήκε τρέχοντας από την Τάξη, για να τον ακολουθήσει αμέσως μετά ο αδελφός του. Ο δάσκαλος δεν ξεχώριζε ποιος είπε την ιστορία, εκείνοι έλεγαν συνεχώς, “όχι εγώ, ο άλλος”, και τότε ο δάσκαλος θύμωσε, πήρε τον ξύλινο χάρακα και κατακοκκίνισε τις παλάμες και των δυο. Μετά την τιμωρία βέβαια, όλα έγιναν και πάλι μέλι-γάλα.

Όταν μεγαλώσω, έχω αποφασίσει πως θα γίνω βουλευτής. Έχω ακούσει τους άντρες στην πλατεία να λένε πως ολημερίς κάθονται και τρώνε με χρυσά κουτάλια, ξεχνώντας εντελώς τον κοσμάκη που τους ψήφισε για να χαίρονται τα μεγαλεία τους. Ωραίο μου φαίνεται να έχω πολλά λεφτά χωρίς να κουράζομαι σαν τους αγρότες συχωριανούς μου, όμως τον τόπο μου εγώ ποτέ δεν θα τον ξεχάσω. Γιατί, όπως οι γάτες υπάρχουν κυρίως για να δίνουν γατάκια, έτσι και οι άνθρωποι πρέπει να υπάρχουν για να δίνουν το χέρι σε όποιον το χρειάζεται.

Μόνο έτσι, όλα θα είναι μέλι – γάλα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top