Fractal

Διήγημα: “O Βύθουλας της Αδριατικής”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

 

f12

 

 

Ο Τζιάνι έκανε μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβει. Κάτι αιχμηρό πίεζε το σβέρκο του.

«Τι στο διάολο τους πήρα;», αναρωτήθηκε. «Απ’ αυτά τα κωλόπαιδα είναι. Κοίτα γκαντεμιά. Στο κέντρο της Αθήνας, μέρα μεσημέρι». Έστριψε με τρόπο λιγάκι το κεφάλι.

«Τι συμβαίνει, ρε παιδιά;».

«Θέμα τιμής», έκανε ο ένας. «Όσο εσύ οδηγάς αυτό το ταξί, ένας Έλληνας πεινάει. Κατάλαβες; Και γιατί, ρε κοπρίτη; Γιατί δεν πας στη χώρα σου;»

Ο Τζιάνι κατάλαβε ότι δεν θα ξεμπερδέψει μ’ αυτούς. Οι γνωστοί – άγνωστοι κι ανύπαρκτοι, ιδίως για την αστυνομία. Φουσκωτοί, ξυρισμένοι στο κεφάλι γουλί, μαυροεγκεφαλικοί, εκπαιδευμένοι στα πολεμικά. Θρεμμένοι με ταραχές και βία. Όχι πως κι αυτός πήγαινε πίσω. Μπλεγμένος στη χώρα του ήταν. Μα είπε να ξεμπερδέψει. Και πρόκοψε. Δούλευε σκληρά. Ωράρια ατέλειωτα. Οικοδομές, λιμάνι, χωράφια, ξεφορτώματα, ταξί. Κακοπληρωμένες δουλειές τις περισσότερες φορές, μπόλικο ρίξιμο, κλεψίδι. Μα άρχισε να φτιάχνει τη ζωή του. Νοικοκυρεύτηκε. Κι αν δεν είχε αρχίσει να χτίζει σπίτι στην Αυλώνα, παράλια Αδριατικής, θα μπορούσε να αγοράσει και το μισό ταξί. Το χρήμα ήταν γλυκό. Το γλυκύτερο κίνητρο να δουλεύεις πολύ και να ρισκάρεις. Μικρός έτρεχε πίσω απ’ τους Ουτσεκάδες, κάτι Αμερικανο-εκπαιδευμένους ήρωες και απελευθερωτές για την κοινωνία του. Του τάζαν λεφτά και λάφυρα για να πάρει μέρος σε σαμποτάζ, για να πάει στο Κόσοβο απ’ την Αλβανία να «βοηθήσεις τους δικούς μας», για να «δουλέψει» με τα δυο αδέρφια, τους Χαριντινάι – μια στη φυλακή για εγκλήματα και κάθε είδους παρανομίες και μια στην εξουσία.

Ο Τζιάνι δεν νοιάστηκε ποτέ για πατρίδες και ιδέες. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν τα λεφτά. Έζησε δύσκολα. Τον καιρό του Χότζα. Φτώχεια, σκληρή δουλειά όλη η οικογένεια στα χωράφια κι αυτός μικρός από κοντά, μέσα στη λάσπη. Στην Ελλάδα βρήκε καταφύγιο και παρά κάποιες κόντρες με τους ντόπιους έκανε λεφτά. Βοήθησε πίσω στην πατρίδα να ζήσουν, δούλευε διπλές βάρδιες, οι Έλληνες ταξιτζήδες τούμαθαν τα κόλπα με τις πολλαπλές ταρίφες, το κλεψίδι, την αλλοίωση του ταχύμετρου. Πολιτισμική επίδραση. Και τώρα ετούτοι. Και το μαχαίρι απειλητικό στο λαιμό του.

Έδωσε μια απότομη στο οπλισμένο χέρι κι απομάκρυνε το μαχαίρι, μα εκείνο είχε προλάβει να τον τραυματίσει. Αίμα πετάχτηκε από το σβέρκο του. Άνοιξε απότομα

την πόρτα του ταξί εν κινήσει και πήδηξε έξω, ευτυχώς πήγαινε αργά λόγω κυκλοφορίας. Το όχημα τράκαρε με ότι βρήκε μπροστά του, μα το σημαντικότερο ήταν ότι οι δύο διώκτες του μπλοκαρίστηκαν μέσα του, τον έχασαν από το βλέμμα παρατήρησης, ενώ η κυκλοφορία εξελίχτηκε σε κομφούζιο. Έβγαλε τρέχοντας το ρούχο του, τύλιξε το λαιμό του για να σταματήσει το αίμα και για να μη δίνει στόχο και έψαξε κάποιο κοντινό ιατρείο ή οτιδήποτε ανάλογο για να τον περιποιηθούν. Έκρινε ότι το τραύμα δεν ήταν σοβαρό αλλά θα γινόταν, αν το αίμα δεν σταματούσε.

«Κοπρόσκυλα, φασισταράδες», μονολόγησε. «Σαν τους μπασκίνες του Χότζα είστε, ανάθεμά σας».

Στάθηκε τυχερός. Μια ταμπέλα μπροστά του έδειχνε ιατρείο. Πλησίασε χτύπησε το κουδούνι, του άνοιξαν, ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά τρία – τρία, ενώ η πληγή, πίσω στο λαιμό έκαιγε όλο και περισσότερο. Ήξερε ότι σύντομα θα λιποθυμούσε. Πέρασε ανάμεσα απ’ τους ασθενείς στην αναμονή και άνοιξε την πόρτα του γιατρού, χωρίς ευγένειες. Πόσο μάλλον που τώρα κρατούσε στο χέρι και το μαχαίρι του. «Το ταξιτζήδικο», το έλεγε. Επαγγελματικό εφόδιο για κάποιες άγριες νύχτες της Αθήνας. Ο εξεταζόμενος ασθενής στον καναπέ πρόλαβε μόνο να δει το θολό του βλέμμα. Ύστερα εξαφανίστηκε ημίγυμνος προς την έξοδο.

Ο γιατρός δεν έδειχνε να χαμπαριάζει. Ψύχραιμος, τον κοίταξε κάποια ώρα κατάματα σαν να ενημερωνόταν για χάρτη και του είπε.

«Δεν είσαι φονιάς. Φαίνεται. Θα σε περιποιηθώ. Άσε κάτω το μαχαίρι, όμως. Αλλιώς κι αν ακόμα με σκοτώσεις, θα πεθάνεις και συ σε λίγο. Και με απειλή δεν πρόκειται να σε κοιτάξω. Αποφάσισε».

Ο Τζιάνι κοντοστάθηκε εμβρόντητος, όσο επέτρεπε ο χρόνος για να σκεφτεί. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση.

«Δεν έχω λεφτά», έκανε, λες κι αυτό ήταν το ζήτημα. «Άσε τα πολλά και ξεκίνα, ντόκτορα», έκανε άγρια, νιώθοντας τη ζάλη να τον κυκλώνει.

Ο γιατρός σηκώθηκε όρθιος. «Πρώτα το μαχαίρι», έκανε σκληρά και αποφασιστικά. «Δε μίλησα για λεφτά». Ο άλλος το έδωσε με αργές κινήσεις. Ο γιατρός άνοιξε το διαχωριστικό προς το χώρο αναμονής.

«Λόγω εκτάκτων γεγονότων δεν μπορώ να σας εξετάσω, σήμερα. Κλείστε νέο ραντεβού, σας παρακαλώ. Και για την κατανόησή σας, θα σας δεχτώ δωρεάν. Ευχαριστώ». Και ξανάκλεισε την πόρτα. Οι ασθενείς μουρμούριζαν σαστισμένοι. Παράξενα πράγματα. Τι ήταν αυτός με τα αίματα; Ξένος; Μάλλον. Μολύνθηκε ο τόπος. Η ασφάλειά μας τελείωσε. Και γιατί δεν φωνάζει την αστυνομία;

Επιστρέφοντας ο γιατρός βρήκε πλέον τον Τζιάνι λιπόθυμο.

Έκανε περίπου ένα μήνα να συνέλθει. Το τραύμα ήταν σε σημείο δύσκολο να κλείσει. Ο γιατρός τον μετέφερε σε μια ιδιωτική κλινική φίλου. Με το εξιτήριο τούδωσε και καναδυό κατοστάρικα. Και η περίθαλψη δωρεάν. «Άιντε, φύγε και φρόντισε να μην ξαναμπλέξεις σε φασαρίες». Ο Τζιάνι του χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι αργά για

ώρα, τούσφιξε το χέρι, τον κάλεσε στην πατρίδα του την Αλβανία και έφυγε για κει. «Ελλάδα τέλος», μονολογούσε σ’ όλο το δρόμο με το πούλμαν. «Χάλασε αυτή η χώρα. Δεν είναι πια για μας». Ύστερα θυμόταν το γιατρό και μπερδευόταν. «Δε λέω, έχει και καλά παιδιά. Παντελής. Πα-ντε-λής. Χρυσό παιδί. Πάντως πίσω στην Ελλάδα δεν γυρνάω. Και με το σπίτι στην Αυλώνα; Τι θα γίνει; Με τι θα τελειώσει; Με το αεράκι της Αδριατικής;». Είχε καιρό να το σκεφτεί.

Χάρηκαν οι δικοί του που γύρισε πίσω, χάρηκε κι αυτός, αν και οι πιο πολλοί φίλοι του έλειπαν κάτω και έξω. «Άρχισε και κει η κρίση», έλεγαν όλοι. «Ούτε μεροκάματο καλό και κυνηγητό σίγουρο». Ο Τζιάνιτόξερε καλύτερα. Ίσα, ίσα που γλίτωσε. Και δεν ήθελε να ξανακινδυνέψει με τίποτα.

«Θα μπορούσε να μου είχαν κόψει το λαιμό, αυτοί οι κανίβαλοι», έκανε ανατριχιασμένος.

Ένας ελαφρός ήχος τον ξύπνησε. «Ξέχασα τα ποντίκια», μουρμούρισε ο Τζιάνι. «Δεν τα ξεπάτωσαν ακόμα; Τεμπέλιασαν και οι γάτοι; Έτσι είναι. Όλοι μας κονομήσαμε λίγο και κακομάθαμε». Μια άγνωστη σιγανή φωνή ακούστηκε στο σκοτάδι. «Σςςς. Ο Αλμέρ, είμαι. Μη μιλάς δυνατά και μη φωνάξεις». Ο Τζιάνι ανασηκώθηκε ταραγμένος. «Τι θέλεις εδώ; Πώς μπήκες; Πού βρισκόσουν; Γιατί με ενοχλείς;». «Ηρέμησε. Ήρθα να στρατολογήσω οδηγούς». Ο άλλος ανατρίχιασε. «Είσαι μέσα στους μπελάδες ακόμα, αν κατάλαβα καλά. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Τσακίσου και φύγε». «Δώδεκα χιλιάδες ευρώ το αγώγι. Κι όσα αγώγια θέλεις. Κατάλαβες; Τα αφεντικά είναι ευυπόληπτα. Χαρτογιακάδες». «Είπα τσακίσου από δω. Δεν θέλω μπελάδες. Πάει και τέλειωσε». «Εντάξει. Όπως θέλεις. Νόμιζα χρειάζεσαι λεφτά για το σπίτι. Σκέψου έξυπνα. Κάνεις μερικά αγώγια και τελείωσες. Κατάλαβες; Έχω άλλους τρεις γειτόνους. Φιλαράκια μας. Δέχτηκαν. Αυτή η δουλειά στηρίζεται στη μυστικότητα και στην εμπιστοσύνη. Δε γίνεται με άγνωστους. Αφήνω μια κάρτα μου εδώ και ένα χαλάλι χιλιάρικο. Άμα αλλάξεις μυαλό…». Ο Τζιάνι σηκώθηκε απειλητικά, μα ο άλλος είχε προλάβει να εξαφανιστεί.

 

Δυο μήνες αργότερα, 5 καμιόνια θεόρατα ξεκινούσαν με το πρώτο σκοτάδι από κάποια περιοχή του Κοσσόβου, για τη Νότια Ιταλία οδικώς. Ο Τζιάνι οδηγούσε το τρίτο. Τα υπόλοιπα τέσσερα ισάριθμοι γείτονές του στην Αυλώνα. Ο συντοπίτης του Αλμέρ αποδείχτηκε εξαιρετικά πειστικός. Τα χαρτιά κίνησης ήταν όλα νομιμότατα, με την γνήσια σφραγίδα των κρατών κι αυτό πιστοποιημένο. Μέχρι να ξημερώσει η αυτοκινητοπομπή διέσχιζε την Κροατία, από τον παραλιακό δρόμο, με τις άπειρες κούρβες. Δεν συνάντησαν αντίδραση καμία ούτε ιδιαίτερο έλεγχο στα σύνορα ούτε εμπόδιο. Με το φως του ήλιου έφτασαν μελετημένα σε κάποιο μεγάλο και απόμερο parking, εκτός δρόμου. Το parking κλείδωσε με την ένδειξη «πλήρες». Οι οδηγοί πέρασαν τη μέρα πίνοντας μπύρες, καλαμπουρίζοντας, με ύπνο στα κουβούκλια και παίζοντας χαρτιά. Η μόνη υποχρέωσή τους ήταν η μη απομάκρυνση από τα οχήματά τους. Κι όταν νύχτωσε, το ταξίδι συνεχίστηκε.

Τα σύνορα δεν έστεκαν εμπόδιο στην πομπή. Τα χαρτιά ήταν νόμιμα, σφραγίζονταν επισήμως, ο τελώνης έλεγχε μόνο τα νούμερα των αυτοκινήτων και τις φάτσες των

οδηγών. Κι ύστερα έκανε νεύμα να συνεχίσουν την πορεία τους. Μπήκαν στην Ιταλία νύχτα και έπιασαν τους αυτοκινητόδρομους του βορρά. Το μεταξύ τους διάστημα δεν επιτρεπόταν να είναι πάνω από λίγα μέτρα, ώστε να μη χωράει αμάξι ανάμεσά τους. Ένας άλλος απαράβατος όρος ήταν να μην σταματούν σε κακόφημα μέρη και μπλέξουν σε κανένα γυναικοκαυγά. Στην Ιταλία εκτός από διακριτικά parking, υπήρχαν και βολικά camping αυτοκινήτων, που λειτουργούσαν και σαν φύλαξη αυτοκινήτων λόγω των πολλών κλοπών στη χώρα.

Τα χιλιόμετρα έτρεχαν ατέλειωτα και τα πέντε θηρία τα κατάπιναν αδιάκοπα. Ήταν εύκολα οχήματα στην οδήγηση, μάρκας άγνωστης σα νάτανε ειδικής παραγγελίας. Κάθε τόσο μιλούσαν στην ενδοεπικοινωνία. Πειράγματα για καταπολέμηση της μοναξιάς και της νύστας.

-Τζιάνι, παντρεύεσαι; Ακούστηκε ο πιο μικρός της παρέας, ο Ισμαήλ.

-Άιντε να πάρουμε σειρά.

-Εγώ και να μην παντρευτώ, ό,τι ήταν να κάνω τόκανα, του αποκρίθηκε χολιάρικα. Μερικοί άλλοι δεν το βρήκαν ακόμα. Χα, χα, χα…

-Μην τον πειράζεις, Τζιάνι, ακούστηκε ένας απ’ την ομάδα. Όταν το βρει θα πέσει μέσα και ούτε μαζί μας δεν τον βλέπω να ξανάρχεται.. Χα, χα, χα..

-Τι θα γίνει αν μας σταματήσει η αστυνομία; Ακούστηκε ο Αντουάν απ’ τη δεύτερη νταλίκα, κοιτάζοντας απ’ τον καθρέφτη.

-Μην κακομελετάς, μουρμούρισε ο τέταρτος, ο Μέντεν.

Εκείνη τη στιγμή μια μοτοσικλέτα της αστυνομίας, σα συνεννοημένη, βγήκε μπροστά από την αυτοκινητοπομπή κάνοντας σήμα στάσης. Σταμάτησαν στο παρακείμενο πάρκινγκ, με μεγάλη ανησυχία.

«Τι κάνουμε τώρα;», πετάχτηκε στον ασύρματο ο Τζιάνι έντρομος.

«Ψυχραιμία», πρόσταξε ο Μέντεν. «Μπορεί και να μας ακούν»…

«Τα χαρτιά σας», ζήτησε ο πολισμάνος.

Ο Μέντεν, που ήταν ο οδηγός της πρώτης νταλίκας τα έδωσε πρόθυμα.

«Μας είπαν ότι κανείς δεν θα μας σταματήσει», μουρμούρισε. «Τι θέλει τώρα ετούτος;».

Τέσσερα περιπολικά κύκλωσαν την πομπή, μπρος πίσω, ακινητοποιώντας την, αν και σε κλειστό αυτοκινητόδρομο δεν υπάρχει διαφυγή.

Ένας αστυνομικός ανέβηκε σε κάθε νταλίκα στο κουβούκλιο και το έκανε φύλλο και φτερό.

Ύστερα κι άλλοι αστυνομικοί βγήκαν από τα αυτοκίνητα τους, οπλισμένοι σαν αστακοί και τους πλησίασαν.

«Τι θα γίνει;», ρώτησε ανήσυχος ο Τζιάνι.

«Μη φοβάσαι», έκανε ο Μέντεν χαμηλόφωνα. «Αλλά πρώτη φορά τα βλέπω αυτά. Τι διάολο ψάχνουνε; Και πώς δεν κοίταξαν το φορτίο; Θα μας είχαν κάνει σκόνη τώρα, αν ήθελαν».

Ο επικεφαλής των οργάνων της τάξης έδωσε εντολή για εξονυχιστική σωματική έρευνα. Αναποδογύρισαν μανίκια, ψάχνανε κρυφές ραφές, σημείωσαν τα πάντα. Ύστερα απροσδόκητα ζήτησαν συγνώμη για την ταλαιπωρία, «υπηρεσιακή υποχρέωση» και τα ανάλογα, χαιρέτησαν ευγενικά χαμογελώντας μυστήρια κι εξαφανίστηκαν με τις σειρήνες αναμμένες.

Ρίχτηκαν όλοι στον Αλμέρ. «Δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Πού διάολο μας έμπλεξες πάλι; Δεν θα το τελειώσουμε αυτό το ταξίδι ζωντανοί. Ο Ισμαήλ έτρεμε και ρετάριζε σε κάθε λέξη.

«Εγώ λέω να παρατήσουμε τις νταλίκες και να εξαφανιστούμε μέσα στην Ιταλία. Ακόμα και κυνηγημένοι καλύτερα από την Αλβανία θάμαστε. Θα ψοφήσουμε της πείνας εκεί».

«Σκασμός έκανε άγρια ο Αλμέρ. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Κάνω αυτά τα δρομολόγια 3 χρόνια. Πρώτη φορά μας σταματούν. Συνεχίζουμε και βλέπουμε».

«Γυάλιζαν τα μάτια των καραμπινιέρων», ξαναγκρίνιαξε ο Ισμαήλ. «Διάλεξε στη φυλακή τι μέγεθος Αφρικανό θέλεις για παρτενέρ. Εκτός αν προτιμάς Σέρβο».

Λογοφέρανε με τις ώρες πριν ξαναξεκινήσουν. Κόντευε κιόλας να ξημερώσει. Έπρεπε πάλι να σταματήσουν. Και ήδη το αρχικό πλάνο είχε αναστατωθεί. Δεν προλάβαιναν να φτάσουν στον προσχεδιασμένο κρυψώνα. Ξαναπιάσανε το τιμόνι, συνεχίζοντας να διχογνωμούν και να μαλώνουν. Ο Αλμέρ ανάλαβε να τους ηρεμήσει.

«Εγώ κι ο Μέντεν συνεχίζουμε. 12000 Ευρώ το αγώγι, στην Αλβανία δεν μαζεύεις ούτε σε 30 χρόνια. Και να θέλεις να φύγεις, αν παρατήσεις νταλίκα χάθηκες. Τέτοια νταλίκα, εννοώ. Γι’ αυτό διαλέγουν γνωστούς μεταξύ τους. Για να μη σπάνε οι ομάδες. Δε θα είναι μόνο οι καραμπινιέροι που θα σας κυνηγάνε σα λαθρομετανάστες αν φύγουμε, αλλά και οι διαόλοι που έχουν ετούτες τις νταλίκες. Βγάλτε το σκασμό, πάρτε από ένα υπνωτικό και ξεραθείτε. Στις 8 το βράδυ ξεκινάμε. Και υπολογίζω πως αύριο πριν τα χαράματα θα φτάσουμε στο σημείο παράδοσης».

«Πού ακριβώς είναι αυτό, επιτέλους;», ξεσηκώθηκαν όλοι μαζί.

«Σ’ αυτές τις δουλειές σου λένε μόνο όσα πρέπει να ξέρεις. Όποιος ρωτάει περισσότερα, κακό του κεφαλιού του. Σας νοιάζει να πληρωθείτε. Στο κάτω κάτω ένα χιλιαρικάκι το τσεπώσατε ήδη. Τσακιστείτε για ύπνο».

«Άντε πα στο διάτανο», τους έκανε κι ο Μέντεν. «Μια νύχτα είναι ακόμα». Αλλά τα φίδια τους έζωναν.

Ο Τζιάνι δυσκολεύτηκε να ξυπνήσει. Χρειάστηκε δύο υπνωτικά για να κοιμηθεί. Τέλος, με σφίξιμο στην καρδιά, σηκώθηκε. «12 χιλιάρικα είναι αυτά», έκανε στον εαυτό του. «Πέντε χρόνια στην Ελλάδα, να σε κυνηγάνε οι φασίστες και οι κακοποιοί. Άσε τα φέσια απ’ τ’ αφεντικά. Κι άμα τους ζόριζες να πληρωθείς σε καρφώνανε και κατέληγες στη στενή ξανά και στην απέλαση. Πάνω, κάτω συνέχεια το κάναμε».

Ξεκίνησαν, ο Αλμέρ πάντα πρώτος, για ψυχολογικούς λόγους κι ο Μέντεν τελευταίος. Προσπάθησαν να μη κάνουν καμιά τροχαία παράβαση, να μην ενοχλήσουν άλλα οχήματα. Όλα νομότυπα. Στον ασύρματο δεν έλεγαν πολλά. Ήξεραν ότι τώρα οι Ιταλοί τους παρακολουθούν. Ίσως κι απ’ την αρχή. Μόνο η φωνή του Αλμέρ κάθε τόσο τους τρόμαζε και έδινε παραγγέλματα.

«Όρθιοι, ρε. Αλλιώς θα γίνουμε κιμάς όλοι μαζί».

Είχαν μπει πια στο νότο, ενώ σε λίγο θα χάραζε.

«Σε 10 χιλιόμετρα βγαίνουμε από την Autostrada», ακούστηκε ο Αλμέρ. «Από δεξιά, ανεβαίνουμε τη γέφυρα και φεύγουμε αριστερά».

«Προς τη θάλασσα;», ακούστηκε κάποιος.

«Ναι, προς τα εκεί. Θα πάμε σε ένα κρυμμένο λιμανάκι».

«Θα ξεφορτώσουμε;», ξαναρώτησε ο μικρότερος, ο Ισμαήλ.

«Σκασμός», ακούστηκε ο Αλμέρ. «Ούτε εγώ ξέρω ακριβώς. Θα μάθεις εκεί. Κάθε φορά προκύπτουν άλλα».

Ήταν όλοι ιδρωμένοι, παρά τον κλιματισμό των οχημάτων.

Ο Αλμέρ κάλεσε με το κινητό του κάποιο αριθμό που του είχαν δώσει. Αυτόματα το GPS του αυτοκινήτου τέθηκε υπό τηλεκαθοδήγηση. Ακολούθησε την πορεία που του υπαγόρευε η οθόνη και περίπου σε μια ώρα έφτασαν στο λιμανάκι.

Κανείς δεν ήταν εκεί. Πάλι τους έζωσε η αγωνία. Ούτε ο Αλμέρ είχε απαντήσεις. Χάραξε κι ακόμα κανείς. Μόνη παρουσία μερικοί γλάροι και κάποια καράβια που μουκάνιζαν στο γαλάζιο. Τέλος ένα παλιό βυσσινί φορτηγάκι Fiat μεγάλου κυβισμού, που είχε και δυο δράκους βαμμένους στις μπροστινές πόρτες για λεζάντα, μπήκε στο σκηνικό. Ο οδηγός τους πλησίασε και ρώτησε σε καλά – μα όχι μητρικά του – αλβανικά, ποιος είναι ο αρχηγός. Ύστερα παρέδωσε στον Αλμέρ κλειδιά, χάρτες και κάμποσα λεφτά για τα διόδια και για το δρόμο. «Καλό ταξίδι», ευχήθηκε κι εξαφανίστηκε πεζός.

«Και τα άλλα λεφτά μας;», ξεσηκώθηκαν όλοι.

«Μην ανησυχείτε», τους καθησύχασε ο Αλμέρ. «Θα τα βάλουνσε τραπεζικό λογαριασμό μας, σαν συγγενείς. Δεν σε γελάνε ποτέ».

«Μπρος να φύγουμε έκαναν οι νεότεροι όλοι μαζί. Να τελειώσει ετούτο το ρημαδοτάξιδο κι άλλη φορά, όποιος θέλει ας ξανάρθει».

Η επιστροφή με το δυνατό Fiat, που τους έδωσαν, ήταν χωρίς απρόοπτα. Μόλις βγήκαν απ’ την Ιταλία άρχισαν να τσιρίζουν από χαρά και ανακούφιση. Οι Ιταλικές πινακίδες τους βοηθούσαν να μη δίνουν στόχο. Μια κάσα μπύρες τους έφτασε για να κάνουν τη διαδρομή ως την Αυλώνα σε καμιά 25ρια ώρες, με στάσεις όπου μύριζε ποδόγυρο του δρόμου. Και η γκρίνια, γκρίνια.

«Και με τα λεφτά; Κι αν δεν τα βάλουν;». Ο Αλμέρ τους καθησύχαζε.

Όλα πήγαν καλά. Τα λεφτά έφτασαν στην τοπική τράπεζα. Ο τραπεζίτης τους κάλεσε έναν έναν. Έτσι πήρε πέντε κεράσματα και η δουλειά έγινε.

Σε ένα μήνα ο εξαφανισμένος Αλμέρ φάνηκε πάλι. «Ψάχνω οδηγούς, Τζιάνι. Ξέρεις κανέναν;».

«Για πού;», έκανε αυτός μόνο.

«Από Μιλάνο, για νότο. Βαθειά νότο».

«Συντρόφους;».

«Η ηρωική πεντάδα θάμαστε. Ταξίδια νύχτα, ξέρεις».

«Λεφτά;».

«Ε, με λίγο σκόντο. Δεν είναι μεγάλη απόσταση. Κάνα οχτάρι χιλιάδες ευρώ. Με επιστροφή οι νταλίκες».

«Και γιατί δε βάζουν Ιταλούς;».

«Ρώτα τους».

Κράτησε μήνες αυτό το κορδόνι. Από Αλβανία ή Μιλάνο, νταλίκα νύχτα για νότο Ιταλίας, παραλαβή άλλης νταλίκας από κει ή με ΙΧ, επιστροφή νύχτα και τα σχετικά. Ο Τζιάνι έβλεπε το κασέ να ανεβαίνει. Κίνδυνος πουθενά. Τέλεια όλα. Πύκνωσε τα δρομολόγια. Από σποραδικά έφτασαν και τα πέντε στο μήνα. Τι ακριβώς κουβάλαγαν; Οι κάσες ήταν ερμητικά κλειστές, μέσα είχαν κι άλλες συσκευασίες κάλυψης, μπάμπουσκες σε άλλες μπάμπουσκες.. Τι τον ένοιαζε; Μπορεί όπλα για άλλες χώρες, μπορεί ναρκωτικά; Μπα ναρκωτικά δεν μπορεί. Θα τους είχαν πιάσει απ’ την αρχή, δεν θα τους άφηναν οι Ιταλοί να περάσουν στη χώρα τους. Και οι μεταφορές τους θα ήταν οπλισμένες. Του κέντριζε την περιέργεια η ανοχή τελωνειακών και αστυνομίας, μια μυστική συνωμοσία. Τι να συνέβαινε άραγε;

«Αυτά δεν είναι σκέψεις για οδηγούς. Αφού μπορούν να πουλάνε σε κάποιους και γω δεν διατρέχω κίνδυνο;»

Με τα λεφτά όχι μόνο τέλειωσε το σπίτι στην Αυλώνα αλλά και με δυο από τους άλλους αγόρασαν μια παλιά μονοκατοικία στο Λονδίνο. Τα χέρια τους έπιαναν, θα τη συμμάζευαν.

«Πολλοί το κάνουν», τους είπε ο μεσίτης. «Έχω κι άλλους πελάτες δικούς σας. Και Έλληνες και Σέρβους. Ασφαλίστε τα λεφτά σας. Δεν ξέρεις τι γίνεται αύριο».

Γιατί όχι; Αγορές σε σίγουρες χώρες. Επειδή τα Βαλκάνια είναι πυριτιδαποθήκη και επιρρεπής σε μπλεξίδια ζώνη. Όλα ήταν ρόδινα. Μα το φθινόπωρο της χρονιάς εκείνης στράβωσαν λίγο τα πράγματα. Αρρώστησε ο Αλμέρ.

«Κάπνιζε πολύ», είπαν οι δικοί του. «Σάπισαν τα πνευμόνια του». Στ’ αλήθεια οι ντόπιοι γιατροί δεν βρήκαν τι είχε. Κι έτσι τον έστειλαν στο εξωτερικό, εισπράττοντας βέβαια τη μίζα τους. Όπως γίνεται παντού.

Λεφτά είχε ο ασθενής. Ευτυχώς. Να, γι’ αυτή την ώρα.

Μα δεν έβρισκε κλινική να τον γιάνει.

«Υπερέκθεση σε ιονίζουσες ακτινοβολίες», η διάγνωση. «Απεμπλουτισμένο ουράνιο και κέσιο».

«Μα τι δουλειά έκανε αυτός ο άνθρωπος, επιτέλους;», ρωτούσαν οι γιατροί. Υποθέσεις στο ανεξιχνίαστο μόνο η απάντηση. Πολύ σύντομα πέθανε.

Οι άλλοι τέσσερεις θορυβήθηκαν. Ο κίνδυνος ερχόταν αναδρομικός από κει που δεν τον φαντάζονταν. Πυρηνικά απόβλητα. Δεν έπρεπε να μάθει κανείς τίποτα.

«Να πάμε να εξεταστούμε και μεις, στο εξωτερικό», πρότεινε ο Τζιάνι. «Λεφτά έχουμε». Μα χωρίς τον Αλμέρ ήταν ξεκούρδιστοι. Είχαν χάσει και όλες τις επαφές, με τους Ιταλούς. Έψαξαν άλλα κυκλώματα οδηγών για να ξαναδουλέψουν, μα δεν ήταν εύκολο. Οι παρέες ήταν κλειστές και εσωστρεφείς. Έτσι έπρεπε.

Αποφάσισαν να σταματήσουν να το σκέφτονται και να περιοριστούν για την ώρα στα λεφτά τους.

«Και να παντρευτούμε. Γιατί όχι; Τον τρόπο μας τον έχουμε. Νέοι είμαστε. Άντε, μικρέ Ισμαήλ, ξεκίνα το. Ας το πάρουμε ανάποδα».

Απ’ το μυαλό του δεν έφευγε η αρρώστια. Τους μαφιόζους τους ξεχνούσε εκούσια. Αυτή η φοβερή εκδοχή του ζητήματος ήταν και η πιο στενάχωρη.

«Να προλάβω να χαρώ», σκεφτόταν ο Τζιάνι. «Να κάνω παιδιά. Πώς διάολο να μάθω αν μου συμβαίνει τίποτα;». Την Ιταλία τη φοβόταν. Μετά το θάνατο του Αλμέρ κάτι τον εμπόδιζε να πάει κατά κει. Πώς να ψαχτεί; Κάποια βραδιά στον ύπνο του, βρήκε τη λύση.

«Ο Έλληνας γιατρός. Ο Παντελής. Ναι, ο Παντελής. Που μου έδεσε τα τραύματα. Ήταν καλό παιδί. Εχέμυθο. Θα μου βρει λύση. Και θα τον πληρώσω. Στην Ελλάδα τα μπορούν όλα». Έψαξε κατάλογους, τηλέφωνα τον βρήκε.

Στο πρώτο τηλεφώνημα ο άλλος έπεσε απ’ τα σύννεφα. «Από Αλβανία; Ναι, σε θυμάμαι. Το ρωτάς; Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Α, όχι εσύ. Ο άλλος που σε χαράκωσε. Τι ακριβώς; Έχεις ενοχλήσεις; Θέλεις να το ψάξεις; Τέλος πάντων. Η Ελλάδα έχει απ’ όλα. Τρώμε δάνεια, κάνουμε και ιατρική, εδώ. Αν μ’ είχες σφάξει με ποιον θα μιλούσες τώρα, ρε; Χα, χα, χα. Άντε περιμένω».

Ο γιατρός αποδείχτηκε μάλαμα. Τον πήγε παντού. Βρήκαν τους ειδικούς. Έκανε δεκάδες εξετάσεις.

«Εδώ έφεραν όλους τους Έλληνες και πολλούς Αμερικανούς και μη, φαντάρους που υπηρέτησαν στο Κόσσοβο με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Κι αυτοί είχαν μόλυνση ακτινοβολίας από απεμπλουτισμένο ουράνιο. Τόσες βόμβες έριξαν πριν οι δικοί τους, οι Νατοϊκοί. Αντί για χωματάκι ιόντα έχει η χερσόνησος του Αίμου».

Ναι, κάτι είχε τελικά στα κόκκαλα ο Τζιάνι. Δεν ήταν ακόμα επικίνδυνο. Αν επηρέαζε τη γονιμότητα; Ίσως κάποιο παιδί; Αμφιβολίες; Όλα ανοιχτά.

«Θα το χειριστώ», αποφάσισε. «Ίσως δεν πρέπει να κάνω παιδί. Ας παντρευτώ πρώτα και βλέπουμε». Δεν κουράστηκε πολύ να βρει γυναίκα. Τα προξενιά έδιναν κι έπαιρναν.

«Θα κάνουμε τον καλύτερο γάμο στην Αλβανία», συμφώνησε με τους άλλους τρεις οδηγούς. «Ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο», έσκουξαν. Μόνο ο Τζιάνι όμως, ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε.

Κάλεσαν περιώνυμους μουσικούς, που πυροδοτούσαν τα γλέντια. Χάλκινα και ηλεκτρικά έγχορδα και παραδοσιακά νταούλια και κλαρίνα. Δεν τσιγκουνεύτηκαν σε τίποτα. Κόσμος πάρα πολύς. Καμιά πεντακοσαριά άτομα. Οι τέσσερεις γαμπροί και οι νύφες στη μέση. Ο Τζιάνι πέρασε λίγο τα σαράντα, οι άλλοι νεότεροι. Ο μικρότερος, ο Ισμαήλ τριάντα. Και το ιδιαίτερο της γιορτής η παρουσία του Έλληνα γιατρού, του Παντελή. Ο Παντελής έμπαινε πρώτη φορά σε τούτη τη μικρή και άγνωστη χώρα των Βαλκανίων, χώρα που καμάρωνε για το παλιό και ένδοξο παρελθόν της, υπερθεματίζοντας καμπόσο σε σωβινισμό και έχοντας βιώσει κάμποσα παλιά μελτεμάκια του Κινέζικου Μαοϊσμού. Όλη του τη ζωή το ήθελε αυτό το ταξίδι, στα μυστικά των ταραγμένων Βαλκανίων. Και καλύτερη ευκαιρία δε θάβρισκε.

Ο Τζιάνι καμάρωνε για το φίλο του.

«Ο Παντελής. Αδερφός. Πιο πολύ κι απ’ αδερφός. Γιατρός μεγάλος. Με έσωσε και με περιποιήθηκε μετά από ένα εργατικό ατύχημα που είχα στην Ελλάδα. Στη χαρά μου τον ήθελα κοντά μου. Καρντάσια. Εμείς οι Αλβανοί τιμούμε τους φίλους». Τον έβαλε μαζί με τους κολλητούς του, τους μπρατίμους, κοντά στα νέα ζευγάρια, για να χαίρεται.

Η κυκλοφορία αυτοκινήτων είχε πυκνώσει και δω. Λίγα μόλις χρόνια πριν και να μη κοιτούσες πίσω, δε θα σκοτωνόσουν στο δρόμο. Κάρα, ποδήλατα κάμποσα, τα αυτοκίνητα ελάχιστα, τότε. Σήμερα αυτοκίνητα κυρίαρχα, όπως παντού. Οι μετανάστες έφερναν πολύ πλούτο από το εξωτερικό. Δε γύρισαν όλοι, όμως. Κάποια μάτωσαν τα γιαπιά. Πολλοί νοικοκυρεύτηκαν έξω, δούλεψαν σκληρά, ξενομήθηκαν. Μα κι αυτοί βοηθούσαν τους συγγενείς, έστελναν εμβάσματα. Η χώρα άκμαζε σιγά σιγά. Ακόμα και οι παλιές έχθρες φυλών και λαοτήτων είχαν κοπάσει. Μια λεπτή αλλά σταθερή πρώτη κρούστα, σκέπασε τα μύρια προβλήματα.

Το γλέντι άρχισε με τους νιόπαντρους και τους συγγενείς τους να πλέουν σε πελάγη ευτυχίας. Το κρασί έρρεε άφθονο, τα πειράγματα, οι ιστορίες, οι μνήμες κολυμπούσαν όλα μαζί. Η πρώτη φορά προς τον Ιταλικό νότο, που άνοιξε το δρόμο στον πλούτο αναφέρθηκε πολλές φορές.

«Τάκανες πάνω σου, όταν σ’ έψαχναν οι καραμπινιέροι», πείραζαν ο ένας τον άλλο. «Κοιτούσαν μη κουβαλάμε τίποτα ναρκωτικά, πέρα από τα συμφωνημένα. Στο κόλπο κι αυτοί. Αλλά βρωμούσε ο τόπος, εξ αιτίας σου. Κι αν σου φόρτωναν τίποτα ασπρόσκονες και σε μπουζούριαζαν;». Για τα φορτία δεν ήθελε να μιλά κανείς.

Ο Τζιάνι δάκρυσε, γυρίζοντας το κεφάλι κόντρα στον κόσμο. Κάτι τον βάραινε τη μέρα τούτη. Στο νου του έφερνε συνέχεια τον Αλμέρ. Πήρε το ποτήρι του, τσούγκρισε με τον Παντελή και του άνοιξε την καρδιά του.

«Σκέφτομαι συνέχεια τον Αλμέρ, Παντελή. Μόνο αυτός λείπει, σήμερα. Αυτός που έπρεπε να ήταν πρώτος στις χαρές μας. Σε ήθελα δυο φορές λοιπόν, εδώ. Μια για σένα και την ψυχή σου και μια για κείνον. Μας άνοιξε τα μάτια. Αλλάξαμε τις ζωές μας. Όσο για το ατύχημα απ’ αυτές τις κωλοδουλειές ποιος ξέρει πότε θα του συμβεί; Λίγοι ήταν αυτοί που δε γύρισαν εδώ κι απ΄ την Ελλάδα κι απ’ την Ιταλία; Εργατικά ατυχήματα σε οικοδομές και σε ναυπηγεία παντού. Τώρα εμείς μπλέξαμε με τα χειρότερα. Σάμπως κι σεις δε χάνετε δικούς σας στη δουλειά; Για τους λεφτάδες και τα λεφτά μακελευόμαστε. Όσο για μας τους οδηγούς του θανάτου το μυστικό μας είναι πνιγμένο στο μαύρο βάθος, κάπου εκεί στο λιμανάκι της πρώτης φοράς που φτάσαμε, σε κάποιο χάσμα της θαλάσσιας αβύσσου στο Βύθουλατης Αδριατικής,απειλώντας και μας και ποιος ξέρει ποιους άλλους και για πόσους αιώνες. Αν δεν τα πηγαίναμε εμείς θα εύρισκαν άλλους. Δεν έχω πολλές τύψεις».

Ο Παντελής σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε, για να τον κάνει να σταματήσει και ν’ αλλάξει διάθεση, μέρα που ήταν.

«Θα πάω για τσιγάρα», είπε τάχαμου βιαστικός και σηκώθηκε.

Στην άκρη του δρόμου ήταν σταματημένο ένα καταλασπωμένο αυτοκίνητο, με σηκωμένο το καπό. Τρεις άντρες περιεργάζονταν τη μηχανή. Μάλλον κάποια βλάβη υπήρχε. Ο Παντελής πέρασε κοντά. Πρόσεξε αδιόρατα την ιταλική πινακίδα του αμαξιού, μέσα στη λάσπη και κάτι σαν δράκους ξεβαμμένους στις μπροστινές πόρτες. Ύστερα προσπέρασε. Ένας άντρας μπήκε και βγήκε στο όχημα κρατώντας κάτι βαρύ στο χέρι του. Ήταν μεγαλόσωμος και καλογυμνασμένος. Πήγε προς το μαγαζί που γινόταν το γλέντι. Πέταξε μια αντιαλβανική βρισιά ουρλιάζοντας στα σέρβικα, ξανέμισε μια αρμαθιά προκηρύξεις με υβριστικό περιεχόμενο και υπογραφή «Η εκδίκηση των Τσέτνικ, Οι τίγρεις του Αρκάν», αποκάλυψε ένα υπερσύγχρονο όπλο που το σκέπαζε η καμπαρντίνα του, με επαγγελματική μαεστρία σημάδεψε μέσα από το πλήθος τους τέσσερεις φίλους και τους εκτέλεσε. Ύστερα μπροστά στους εμβρόντητους έστριψε προς το δρόμο, πήδηξε μέσα στο φουριόζικο λασπωμένο αυτοκίνητο, μάρκας Fiat και εξαφανίστηκαν. Το πλήθος ξέσπασε σε βρισιές, κατάρες και απειλές για τους φονιάδες Σέρβους κι ορκιζόταν εκδίκηση. Όλοι έτρεξαν στα αυτοκίνητα για καταδίωξη. Το αυτοκίνητο – στόχο το βρήκαν ανατιναγμένο κι αγνώριστο, έξω απ’ την πόλη. Και κάποιοι είχαν δει, λίγο πριν, ένα ελικόπτερο να φεύγει από κει.

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, βραβεία διηγήματος πανελλαδικά 2. 3 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο. Συνεργάστηκε με το Λογοτεχνικό Περιοδικό «ΕΝΕΚΕΝ».

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top