Fractal

Διήγημα: «Ο Πελεκάνος και ο Τσίρος»

της Κάτιας Γκούζου //

 

Typewriter_keysΤον αναγνώρισα από την πρώτη στιγμή που τον είδα να μπαίνει στο καφενείο. Γινόταν να μην τον αναγνωρίσω; Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ακόμη και τώρα στα γεράματα παραμένει ομορφάντρας, ο άτιμος. Τα ίδια πυκνά μαλλιά, που λες και δεν έχει πέσει τρίχα από πάνω τους τόσα χρόνια τώρα, το ίδιο μουστάκι. Μόνον το χρώμα των τριχών άλλαξε και είναι γκριζόλευκο, αλλά και αυτό ακόμη του δίνει γοητεία του κερατά. Σπαθάτος άντρας, περπατά ακόμη με τον ίδιο αγέρωχο τρόπο. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλεται στο χώρο είναι ο ίδιος όπως τότε. Διάολε! Ήταν ανάγκη να τον ξανασυναντήσω εδώ στη γειτονιά μου μετά από τόσα χρόνια; Ο Πελεκάνος! Ο άτιμος ο Πελεκάνος!

Μια βδομάδα τώρα που έρχεται στο καφενείο τον παρατηρώ. Χαιρετά και κάθεται στο ίδιο τραπέζι, παραγγέλνει τον καφέ του και διαβάζει τις εφημερίδες, που τις μαζεύει δεξιά κι αριστερά από τα τραπέζια. Ήδη έχει φτιάξει συμπάθειες. Μαζεύονται γύρω του και συζητούν και είναι φανερό πως έχει κερδίσει τον σεβασμό τους. Έτσι επιβάλλονταν πάντα. Η αλήθεια να λέγεται. Πώς τα φέρνει η άτιμη η ζήση. Άντε, να σηκωθώ να πάω σπίτι, γιατί θα φωνάζει πάλι η Ευδοξία πως δεν μαζεύομαι από τους καφενέδες.

– Πώς φεύγεις έτσι κάθε μέρα, βρε, Τσίρε, χωρίς να χαιρετίσεις; με ρώτησε καθώς περνούσα μπροστά από το τραπέζι του, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από την εφημερίδα που διάβαζε.

Κοκάλωσε το βήμα μου. Η φωνή του αντήχησε στα αυτιά μου το ίδιο καθαρή και δυνατή όπως και τότε. Με είχε γνωρίσει το λοιπόν κι εκείνος από την πρώτη στιγμή. Και με φώναζε με το παρανόμι της δουλειάς, παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια από τότε και παρόλο που τους παράτησα κι έφυγα. Το μυαλό μου γέμισε εικόνες και ήχους θαμμένους και ξεχασμένους εδώ και δεκαετίες. Ήταν ανάγκη, Θεέ μου; Άτιμε Πελεκάνε!

– Βρε, Δήμο, εσύ είσαι; Πού να το φανταστώ; Για κοίτα κάτι πράγματα!

Έκανα το κορόιδο. Δεν θα τον άφηνα να με βάλει στη γωνία.

– Εγώ είμαι, βρε Γιάννη.

Σηκώθηκε από τη θέση του και μου έσφιξε δυνατά το χέρι.

– Πόσα χρόνια, βρε Δήμο! Τι κάνεις; Γεράσαμε, αλλάξαμε.

– Έλα να κάτσεις να σε κεράσω ένα τσίπουρο, Γιάννη. Εγώ σε γνώρισα κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Γίνεται να ξεχάσω τους ανθρώπους μου; Κάτσε να πιούμε μαζί , να τα πούμε, να θυμηθούμε και τα παλιά.

– Με περιμένει η γυναίκα μου για φαγητό, Δήμο. Και ξέρεις πώς είναι όταν σε περιμένουν οι γυναίκες στο τραπέζι και αργείς. Τι λες να ανταμώσουμε αύριο το πρωί, να έχουμε και χρόνο μπροστά μας να τα πούμε;

-Σύμφωνοι, βρε Τσίρε, είπε γελώντας δυνατά. Αύριο, λοιπόν. Άμε σπίτι γιατί δεν πρέπει να αφήνουμε τις γυναίκες να περιμένουν.

Είχα κερδίσει χρόνο για την αναμέτρηση. Άτιμε Πελεκάνε! Καλά το είχα ξεχάσει το σινάφι τόσα χρόνια.

Έφαγα ανόρεχτα εκείνο το μεσημέρι, σαν να είχα κρυολογήσει και να είχα χάσει τη γεύση μου, με μία αναταραχή στο στομάχι μου. Οι μπουκιές κατέβαιναν με δυσκολία. Άδειασα το πιάτο με κόμπους ιδρώτα στο μέτωπό μου, γιατί δεν είχα καμία όρεξη να ερεθίσω την γκρίνια της Ευδοξίας. Το μόνο που ήθελα ήταν να νυχτώσει και να ξαπλώσουμε να κοιμηθούμε. Να κλείσω τα μάτια και να σβηστεί από μπρος τους η εικόνα του Πελεκάνου.

Η νύχτα, όμως, δεν φάνηκε ευνοϊκή. Στριφογύριζα στο στρώμα και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Το μυαλό μου είχε βαλθεί μέσα στην νεκρική σιγή να ξεθάβει όσα είχα από χρόνια λησμονήσει. Βασανιστήριο! Δεν βαριέσαι, είπα στο τέλος, και παραδόθηκα, ας τελειώνουμε. Για να τον ξανασυναντήσω έτσι, μετά από τόσα χρόνια, πάει να πει πως κάτι μένει να λυθεί. Αφέθηκα να θυμηθώ. Άτιμε Πελεκάνε!

Όταν τον έβλεπες όρθιο, έτσι ψηλός και σωματώδης που ήταν, να περπατά αγέρωχα και καμαρωτά τον θαύμαζες. Και αναρωτιόσουν πως γινόταν να μην καμπουριάζει ούτε τόσο δα, έτσι που ήταν αναγκασμένος να δουλεύει σκυφτός όλη την ημέρα. Ήταν ο σεβάσμιος αρχηγός του σιναφιού των μαστόρων του χωριού μας, ο πρωτομάστορας. Αυτός που μαζί με τα μουλάρια του προχωρούσε πρώτος στην πομπή μας σαν αναχωρούσαμε από το χωριό, κάθε άνοιξη για να βρούμε δουλειά. Αυτός που έπρεπε κάθε φορά να ακολουθήσει την εμπειρία, το ένστικτό, αλλά και τη φήμη του μπουλουκιού μας για να μας οδηγήσει στα μέρη όπου θα κλείναμε δουλειές για χτίσιμο. Πότε ήταν σπίτι, πότε εκκλησία, πότε μύλος, πότε γεφύρι. Κι άλλοτε πάλι χτίζαμε βρύσες και πηγάδια. Εκείνος έκλεινε τις συμφωνίες, έβγαζε τα μερτικά, ανάλογα με τη δουλειά που κάναμε ο καθένας και τα ζώα που είχαμε μαζί, μοίραζε και τις αρμοδιότητες για τις άλλες δουλειές που έπρεπε να γίνουν για να συντηρηθεί το σινάφι τους μήνες που θα έρχονταν μέχρι να επιστρέψουμε στο χωριό το φθινόπωρο και μας είχε όλους να βαράμε προσοχές στην κάθε του διαταγή. Και, μα το Θεό, ήταν σκύλος κι ας τον φωνάζαμε όλοι με το παρανόμι της τέχνης του, Πελεκάνο. Πελεκητής ήταν και τα ηνία του μπουλουκιού τα είχε αναλάβει μόλις αποσύρθηκε ο πατέρας του, που ήταν πρωτομάστορας πριν από αυτόν. Οι υπόλοιποι έπιναν νερό στο όνομα του και σκίζονταν να εκτελέσουν την κάθε του προσταγή. Κι όταν γινόταν καμιά αναποδιά, εκείνος γινόταν Τούρκος και σηκωνόταν από κει που πελεκούσε τις πέτρες και φώναζε με τη βαριά φωνή του και νόμιζες ότι θα σε καταπιεί ζωντανό. Τότε έσκυβαν όλοι το κεφάλι και δεν μιλούσαν. Λέγαν μόνο: «Δεν θα ξαναγίνει, μάστορα.» Και δέχονταν και το πρόστιμο που τους έβαζε επί του μεροκάματου δίχως να πουν κουβέντα.

Εγώ ήμουν ο Τσίρος, που, αν εξαιρούσαμε τα μικρά μαθητούδια που σέρναμε μαζί μας κάθε χρονιά για να μάθουν τη δουλειά, πήγαινε να πει ο τελευταίος τροχός της άμαξας. Ο πατέρας μου, φατσαδόρος χτίστης, με είχε πάρει μαζί του όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών. Η φτώχεια του τόπου μας μάς έκλεβε την παιδική ηλικία και μάς παρέδιδε στην αναγκαστική εργασία και στην αποδημία. « Άιντε, πάμε γιε και να φροντίσεις να μην με ντροπιάσεις στο σινάφι.». Θυμάμαι την μάνα μου, που περπατούσε πίσω από το μουλάρι που σέρναμε και μας συνόδευε για να μας ξεπροβοδίσει με χείλη αχάραγα. Μόλις φτάσαμε έξω από το χωριό, στο Ντέρτι, εκεί όπου όλοι οι συγγενείς αποχαιρετούσαν πια τους ανθρώπους τους που έφευγαν, γύρισε ο πατέρας να την φιλήσει στα γρήγορα. « Καλή αντάμωση.», είπε μόνο. Συνηθισμένοι ήταν πια μεταξύ τους στους αποχαιρετισμούς. Μα σαν γύρισε σε μένα η μάνα, που πρώτη φορά με έστελνε στην ξενιτιά, γέμισαν τα καστανά της μάτια δάκρυα που τα άφησε να κυλήσουν βουβά , δίχως να δώσει ήχο στον πόνο της. Τα σκούπισε γρήγορα με ένα μαντίλι και με φίλησε σταυρωτά και μια στο μέτωπο. « Καλή αντάμωση, γιε μου. Ο Θεός να σε προσέχει στη στράτα σου.». Έτσι είχα αναχωρήσει για να γίνω μέλος του σιναφιού.

Ακόμη και τότε, που το μπουλούκι μας το καθοδηγούσε ακόμη ο πατέρας του, ο Δήμος ήταν το κέντρο της ομάδας. Στα δέκα χρόνια που μας χώριζαν εκείνος είχε καταφέρει όσα εγώ ποτέ δεν μπόρεσα. Τσίρος σαν εμένα είχε ξεκινήσει και είχε περάσει από τα περισσότερα στάδια της δουλειάς για να καταλήξει να κάνει αυτό για το οποίο είχε γεννηθεί, να πελεκά την πέτρα.

Πρώτα την έπαιρνε στα χέρια του, τη ζύγιαζε καλά καλά και κοίταζε από παντού να δει τα «νεύρα» και τα «νερά» της. Ύστερα έσκυβε από πάνω της με τα εργαλεία του, την « κένταγε», την «έγλυφε» και την πελεκούσε με τον αργό του τον ρυθμό και με χέρι σταθερό και σίγουρο για να της δώσει το σχήμα που της έπρεπε. Δούλευαν τα χέρια του ολημερίς και η ενέργεια του υπόλοιπου κορμιού του έβγαινε πότε πότε από το στόμα του με φωνή κρυστάλλινη, μετασχηματισμένη σε τραγούδι. Η προσήλωσή του, όμως, ήταν τέτοια, που μεταξύ μας λέγαμε: « Ούτε πάνω από τη γυναίκα του δεν θα σκύβει έτσι!». Και κλείναμε ο ένας στο άλλον το μάτι, κρυφογελώντας.

Σαν είχαμε δε να σηκώσουμε κανένα πλουσιόσπιτο, που οι ιδιοκτήτες παράγγελναν ανάγλυφα στις πέτρες των εξωτερικών τοίχων, αλλά και στο εσωτερικό και κυρίως στα τζάκια, τότες η τέχνη του ξεδιπλωνόταν σε όλο της το μεγαλείο. Πώς τα θυμάμαι τα τζάκια του! Κανονικά έργα τέχνης ήταν.

Μετά από μερικά χρόνια ο πατέρας του αποσύρθηκε κι ανέλαβε εκείνος το ισνάφι. Τότε ήταν που φανέρωσε και τις άλλες ικανότητές του, να φτιάχνει τα σχέδια των οικοδομών και να οργανώνει την δουλειά κατά πως έπρεπε. Σε όλα του ακέραιος. Τον ζηλεύαμε και πιότερο απ’ όλους εγώ. Ζήλευα αυτό που είχε μέσα του και τον έκανε να σηκώνεται τόσο πιο πάνω από όλους μας. Και από την άλλη ήθελα να γίνω σαν αυτόν για να κάνω υπερήφανο τον πατέρα. Ήθελα να είναι πατέρας ενός Πελεκάνου. Η σχέση μου, όμως, με το Δήμο ήταν σκοινί, που το τραβούσε ο καθένας μας με όλη του τη δύναμη, μια από δω και μια από κει, ώσπου έσπασε από το πολύ το ζόρισμα.

Ήταν αυστηρός και προσεκτικός με τους τεχνίτες του μπουλουκιού σαν έγινε πρωτομάστορας. Στο σβέρκο μας ανέπνεε. Τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια την ιεραρχία και επαναλάμβανε συνέχεια και φωναχτά πως στο δικό του το σινάφι όποιος ήθελε να διαβεί το δρόμο που χώριζε το ένα πόστο από το άλλο έπρεπε να χύσει ποτάμι τον ιδρώτα και να ματώσει τα χέρια του πρώτα. Όπως είχε κάμει κι εκείνος.

Σ’ εκείνο το μπουλούκι, λοιπόν, ο δρόμος ήταν αδιάβατος για μένα. Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ παρέμενα στο ίδιο πόστο με το χαμηλότερο μεροκάματο. Με κανέναν δεν ήταν περισσότερο δυσαρεστημένος απ’ όσο ήταν με μένα. Άλλοι νεότεροι με προσπερνούσαν κι εγώ εκεί, Τσίρος. Το κεφάλι του πατέρα παρέμενε σκυφτό. Κάποιες φορές που παρουσιάστηκε μεγάλη ανάγκη στο χτίσιμο και από σεβασμό προς τον πατέρα μου, με έβαλε ο Πελεκάνος να δουλέψω στο εσωτερικό της οικοδομής, μεσομάστορης, μα κάθε φορά άκουγα τις αγριοφωνάρες της αποδοκιμασίας του από το πρωί ίσαμε το βράδυ. Οτιδήποτε προερχόταν από τα δικά μου χέρια τον άφηνε εξαιρετικά δυσαρεστημένο. Η φτώχεια της οικογένειάς μου νικούσε την υπερηφάνεια μου για αρκετά χρόνια, μα ήρθε κάποτε η στιγμή που χάραξα το τέλος.

Η αφορμή ήταν ασήμαντη και στη θύμησή μου είναι λίγο θολή πια, μα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Το σκοινί έσπασε κι εγώ αποχώρησα από το μπουλούκι. Είδα κι έπαθα με τα λεφτά που είχα μαζεμένα μέχρι εκείνη τη στιγμή να γυρίσω πίσω στο χωριό. Δεν θα ξεχάσω τις μορφές της μάνας και της γυναίκας μου, που αντίκρισα καθιστές στο πεζούλι της αυλόπορτας μας, καθώς ανηφόριζα το καλντερίμι που οδηγούσε στο σπίτι μας. Με τα χέρια τους έπλεκαν στα τυφλά κάτι ζεστό για το χειμώνα και τα θλιμμένα μάτια τους κοιτούσαν προς το δρόμο. Τον δρόμο που τους έπαιρνε τους αγαπημένους τους μακριά κάθε άνοιξη. Τραγουδούσαν τον κοινό καημό τους, πιάνοντας η μία το μοιρολόι από κει που το άφηνε η άλλη.

«Ξενιτεμένο μου πουλί,
χρυσό μου χελιδόνι,
η ξενιτειά σε χαίρεται
κι αυτή σε καμαρώνει.

Τι να σου στείλω, ξένε μου,
αυτού στα ξένα που ‘σαι;»
Η φωνή της μάνας μου, της φτωχής μου μάνας, που μια ζωή ξεπροβόδιζε για τα ξένα χώματα πρώτα τον άνδρα κι ύστερα και το μοναχογιό.
«Σου στέλνω μήλο σέπεται,
κυδώνι μαραγκιάζει.
Σου στέλνω και το δάκρυ μου
σ’ ένα λινό μαντήλι.

Το δάκρυ μου είναι καυτερό
και καίει το μαντήλι.»

Η φωνή της νεαρής μου νύφης, που την παντρεύτηκα για να την αφήνω μονάχη της κάθε Άνοιξη και να πετρώνει η καρδιά της. Να πετρώνει σαν τις πέτρες, που ποτέ δεν τις πήρε στα χέρια του ένας Πελεκάνος για να τους τραγουδά καθώς τους δίνει σχήμα.

Αποσβολωμένες κοιτούσαν το πέτρινο σοκάκι να τους επιστρέφει απρόσμενα αυτόν που τους είχε πάρει, τον αγαπημένο ξένο τους. Οτιδήποτε θα μπορούσα να λησμονήσω στη ζωή μου, μα εκείνα τα βλέμματα θα σβηστούν από τη μνήμη μου μόνον αφού η τελευταία μου πνοή θα έχει βγει από τα πνευμόνια μου. Χαρά ανείπωτη ξεχείλιζε από κάθε πόρο του κορμιού τους, που της έκανε να θέλουν να ορμήξουν στην κατηφόρα και να με κλείσουν στην αγκάλη τους. Μα τις κρατούσε μια στενάχωρη σκιά για το σπασμένο σκοινί που κατάλαβαν πως έσερνα πίσω μου. Κι έτσι στάθηκαν όρθιες και ακίνητες στη θέση τους και μόνον στα μάτια τους έτρεχαν δάκρυα. Σαν ανηφόρισα το δρόμο και στάθηκα εμπρός τους η μάνα άφησε την Ευδοξία να με αγκαλιάσει πρώτη, σφίγγοντας στον κόρφο της το πλεκτό.

Μετά από την αποχώρησή μου από το μπουλούκι του Δήμου, ο φτωχός τόπος μας δεν με χωρούσε πια. Ράγισα την καρδιά της μάνας μου με την μεγαλύτερη πίκρα της μόνιμης αποδημίας και σύντομα αναχώρησα με τη Ευδοξία για την πρωτεύουσα προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Εκεί μας βρήκε ό,τι καλό και άσχημο χτύπησε τη χώρα τούτη. Ο πόλεμος, ο εμφύλιος, οι ελπίδες για πρόοδο και ανάπτυξη. Ο πυρετός της ανοικοδόμησης της Αθήνας μετά τον πόλεμο μας έφερε δουλειές κι ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Τα τελευταία χρόνια όλα μου πάνε κατ’ ευχήν και τακτοποίησα και τα παιδιά. Παράπονο από το Θεό δεν έχω. Ζορίστηκα μα στο τέλος όλα δεξιά μου τα έφερε.

Και τώρα εμφανίστηκε τούτος ο διάολος εδώ από το πουθενά και γυρεύει φιλίες και επαφές. Άτιμε Πελεκάνε!

Άυπνος και ζοχαδιασμένος κατευθύνομαι στον καφενέ με πόδια βαριά. Κοίτα πώς με κατάντησε ο άτιμος. Ολόκληρος άντρας να θέλω να φύγω πίσω τρέχοντας. Μα όχι, δεν θα του κάνω τη χάρη για δεύτερη φορά.

– Καλώς τον! Πετάγεται από την καρέκλα του σχεδόν χοροπηδώντας για να με χαιρετίσει.

– Καλημέρα. Το είπα κοφτά και βαριά.

– Κάτσε, βρε Νάκο, να παραγγείλουμε έναν καφέ για αρχή κι αργότερα θα πιούμε κι ένα τσίπουρο μαζί. Δεν συγκρίνεται βέβαια με το τσίπουρο του χωριού μας τούτο που σερβίρουν εδώ, αν θες τη γνώμη μου, αλλά τι να κάμουμε;

Τόσο απλά! Μου απευθύνεται με το χαϊδευτικό μου και παραγγέλνει καφέδες και τσίπουρα σαν να αντάμωσε μετά από χρόνια έναν παλιό, καλό φίλο. Άτιμε Πελεκάνε!

– Άκεφος και βαρύς είσαι, μωρέ Νάκο. Σαν να σε σκιάζει σύννεφο, από κείνα που ζώναν τα μαστοροχώρια μας το φθινόπωρο, και να έχει καθίσει μέσα σου.

Η φωνή του έχασε την προηγούμενη ζωηράδα της και έγινε σιγανή και σοβαρή.

– Πάει πολύς καιρός που έχω να θυμηθώ το μαστοροχώρια, Δήμο, και οι αναμνήσεις μου δεν είναι ευχάριστες. Το ξέρεις καλά τούτο. Έχουν νόημα οι κουβέντες για το παρελθόν;

Επίθεση κατά μέτωπον στον άτιμο τον Πελεκάνο.

Με κοίταξε ίσια στα μάτια, ως τα μέσα του μυαλού, εκεί που παράχωνα όλα όσα με είχαν πονέσει και δεν ήθελα να τα θυμούμαι. Τα είδε όλα, το κατάλαβα. Με «διάβασε», όπως τότε «διάβαζε» τις πέτρες που πελεκούσε. Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και κοίταξε έξω, πίνοντας παράλληλα μια γερή ρουφηξιά από τον καφέ του. Έξω είχε μια ανοιξιάτικη λιακάδα, χαρά Θεού.

– Βιαζόσουν πάντα, Γιάννη. Η βιάση δεν είναι ποτέ καλός δάσκαλος. Ήθελες να τρέξεις μακριά από όλα εκείνα που σε ζόριζαν. Ο τόπος μας δεν σε χωρούσε. Ήθελες να τρέξεις και προς όλα αυτά που ποθούσες, χωρίς όμως να έχεις μάθει να περπατάς. Έτσι σκόνταψες..

Αν κάποιος από τους θαμώνες του καφενείου ήξερε τι ήταν εκείνο που με συνέδεε μαζί του και γνώριζε τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα, που με πλημμύρισαν από την πρώτη στιγμή που τον ξαναείδα, θα στοιχημάτιζε ότι θα πεταγόμουν από τη θέση μου και θα πιανόμασταν στα χέρια. Μα τίποτε τέτοιο δεν συνέβει.

– Πάντα σε εκτιμούσα, Γιάννη. Ήταν δύσκολο να μην δει κανείς σε σένα όλες τις δυνατότητες και τα χαρίσματα που έκρυβες μέσα σου. Γι αυτό και ήμουν τόσο απαιτητικός και αυστηρός μαζί σου. Προσπάθησα να σε διδάξω, να σε μάθω να βάλεις το μέσα σου σε μία κοίτη, να μην κυλάει ορμητικό και ανεξέλεγκτο. Μα ήσουν χείμαρρος, που ξεχείλιζε. Απέτυχα με σένα. Και η αστοχία μου εκείνη με πόνεσε όσο λίγες άλλες. Θέλω να το ξέρεις αυτό.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, που βγήκε από τα πνευμόνια του σαν να περίμενε χρόνια εκεί την κατάλληλη στιγμή για να ξεχυθεί, και συνέχισε.

Ακράτητος ήσουν. Και αυτή η ασυγκράτητη δύναμη που κατοικούσε μέσα σου σε τύφλωνε, σε κούφαινε, σου έδενε τα χέρια και σου έβαζε τρικλοποδιές. Ήξερα πως ήθελες να κάνεις υπερήφανη την οικογένειά σου και πως ήθελες να γίνεις Πελεκάνος. Είχες όμως ξεκινήσει λάθος. Την πέτρα την έβλεπες σαν εργαλείο για να φτάσεις εκεί που ήθελες.Ζητούσες να την αποσπάσεις από κει που φύτρωνε και να την χρησιμοποιήσεις προς όφελός σου. Δεν σταμάτησες ποτέ να αφουγκραστείς και να νιώσεις ποιος πραγματικά είσαι και πού η ζωή σου είχε ορίσει να σταθείς. Όσο και να προσπάθησα δεν τα κατάφερα να σου μεταδώσω το σεβασμό για την παράδοση του τόπου μας. Απέτυχα να σε κάνω να δεις τη σχέση της δουλειάς μας με το φυσικό περιβάλλον και την παράδοση μας. Λίγα χρήματα μας έφερνε στις τσέπες η τέχνη, μα στεκόμασταν πλούσιοι με την επίγνωση του μεγαλείου της· πως με αυτήν υπηρετούσαμε τη γη που μας είχε γεννήσει. Σηκώναμε με σεβασμό την πέτρα τη ζωντανή για να τη δουλέψουμε και να την παραδώσουμε ξανά στη γη και στους ανθρώπους που θα έρχοταν μετά από εμάς με μια άλλη μορφή, εξίσου ζωντανή, που είχε πια και κάτι από την ψυχή μας. Αφού δεν μπόρεσες να συλλάβεις αυτό το μυστήριο, όσα χαρίσματα κι αν είχες, δεν είχες τίποτε, γιατί σου έλειπε το πιο σημαντικό.

Σώπαινα. Οι λέξεις του Πελεκάνου με πονούσαν σαν καρφιά, μα μέσα μου ήξερα πως μόνο με αυτήν την καθυστερημένη σταύρωση θα λυτρωνόμουν. Ρουφούσα μικρές γουλιές από τον καφέ μου και τον άφηνα να συνεχίζει.

– Κοίτα έξω. Σε όλα τα χρόνια της ξενιτείας μας ποτέ δεν ένιωσα τόσο ξένος όσο σε

τούτη εδώ την πόλη. Και τότε φεύγαμε από τα σπίτια μας και τις αγκάλες των ανθρώπων μας, μα κουβαλούσαμε μέσα μας τις παραδόσεις και όλα όσα μας συνέδεαν μαζί τους και γυρίζαμε πίσω. Τούτος ο καινούργιος τόπος, όπου μα εστίβαξαν όλους μαζί, μας θέλει ζυμάρι να μας πλάσει, όπως θέλει εκείνος.Θέλει να λησμονήσουμε από πού ξεκινήσαμε ο καθένας, για να μην μπορούμε να γυρίσουμε πίσω ξανά. Θέλει να σβήσουμε το παρελθόν μας σαν κάτι ντροπιαστικό. Να κόψουμε το νήμα μαζί του. Και πώς να χτίσεις μια νέα ζωή, στέρεη, δίχως τούτο το νήμα, μωρέ; Το παρελθόν, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά μας ήταν το νήμα με τη βοήθεια του οποίου χτίζαμε κάθε φορά και κάτι νέο.Δίχως εκείνο τίποτε δεν έμπαινε στη θέση που του έπρεπε.Δίχως το μπούσουλά του τίποτε δεν στεκόταν.

Να τι είναι στην πραγματικότητα τούτη η πολύβουη πόλη των πρωτευουσιάνων, μια πόλη δίχως μπούσουλα. Και ότι όμορφο και παραδοσιακό είχε μας έβαλαν να το ρημάξουμε για να γίνουμε, λέει, μοντέρνοι. Το περιβάλλον και το φυσικό της κάλλος τα καταστρέψαμε σχεδόν, για να γίνουμε Ευρωπαίοι δήθεν, να προοδεύσουμε και να πλουτίσουμε.

Αποσπάσαμε τους εαυτούς μας από τη φύση και θελήσαμε μόνο να την εκμεταλλευτούμε και να την αφήσουμε κατόπιν να κείτεται νεκρή, φονιάδες του τοπίου της.

Μάστοροι είμασταν κάποτε,Νάκο. Οι καλύτεροι που υπήρχαν. Απλωθήκαμε παντού στα ταξίδια μας.Τόσο που έλεγαν πως χτίσαμε τον κόσμο. Κοίτα τώρα τις οικοδομές που υψώνονται. Οι μάστοροι χτίζουν πια πολυώροφα κλουβιά με τσιμέντο και τούβλα, με «τρύπιες πέτρες» και «αλεύρι από το Βόλο». Μέσα σε τούτα τα στενόχωρα κλουβιά στιβάζονται οι ψυχές, ξένες πια η μία με την άλλη. Αυτό είναι, λένε, η πρόοδος. Μα εγώ λέω πως θα έρθει η μέρα που θα πληρώσουμε για τούτη την ύβρη. Και θα πληρώσουμε ακριβά.

Έσκυψε το κεφάλι του και έβγαλε άλλη μία ανάσα από τα βάθη της πονεμένης του ψυχής.Τον είχα ακούσει ως το τέλος. Και τα λόγια του Πελεκάνου, που στην αρχή με πονούσαν, είχαν κυλίσει ως τα βάθη της δικής μου ψυχής μου σαν νερό που κύλισε αθόρυβα και ήρεμα ως τη φωτιά που τόσα χρόνια έκαιγε εκεί και την έσβησε με μιας.

-Έχω πάνω από δύο μήνες να δω τα παιδιά μου, παραδέχτηκα στον αλλοτινό πρωτομάστορά μου. Πολύ δουλειά, λένε, πολλές ευθύνες, λίγος χρόνος. Δεν μένουν πολύ μακριά. Μα είμαστε πια σαν ξένοι. Άντε να τα πούμε στις άγιες μέρες και τις ονομαστικές μας εορτές. Η μάνα τους σιγοκλαίει κάθε μέρα, όταν νομίζει πως δεν την παρατηρώ ή όταν λείπω. Μα εγώ τα βλέπω τα μάτια της τα κόκκινα. Κι εγώ έρχομαι εδώ στον καφενέ για να ξεδώσω λίγο και να ακούσω τα βάσανα των άλλων Τον τόπο μας τον είχε φτιάξει η φύση άγριο και φτωχό και χρειαζόταν να ξενιτευτούμε και να κοπιάσουμε σε ξένη γη για να μπορέσουμε να ζήσουμε, Δήμο, μα έχεις δίκιο. Τόπο πιο άγριο και αφιλόξενο από τούτον, που τον φτιάξαμε εμείς, δεν έχουμε γνωρίσει. Έλα να πιούμε ένα τσίπουρο τώρα,Πελεκάνε, σαν να είμαστε στον καφενέ του χωριού μας τον χειμώνα της ανάπαυλας.

Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε ξανά ίσια στα μάτια. Σαν συνεννοημένοι σηκωθήκαμε και οι δυο από τις καρέκλες μας κι αγκαλιαστήκαμε σφιχτά κι αντρίκια, σαν δύο φίλοι που ξαναντάμωσαν μετά από πολύ καιρό.

Από κείνη την ημέρα βλεπόμασταν καθημερινά. Συναντιόμασταν στον καφενέ, αλλά και στα σπίτια μας. Εκείνος, τώρα στα γεράματά του,είχε αγοράσει ένα παλιό σπίτι με αυλή στη γειτονιά μας. Εκεί περνούσε πολλές από τις ώρες της ημέρας, ασχολούμενος με την παντοτινή του αγάπη. Πελεκούσε τις πέτρες. Δεν είχε πάψει να είναι ο παλιός καλός Πελεκάνος, μόνο που τώρα κανείς δεν του έδινε προσοχή. Και μερικοί από τους γειτόνους του κουνούσαν το κεφάλι, μη μπορώντας να κατανοήσουν τι έκανε αυτόν τον άνδρα να κάθεται ώρες σκυμμένος πάνω από μία πέτρα και να την πελεκά.

Σε τούτη την αυλή κάθισα κι εγώ δίπλα του εκείνη την Άνοιξη και το καλοκαίρι που ακολούθησε, με την διάθεση και την υπομονή, που δεν διέθεσα κάποτε, να μαθητεύσω δίπλα στο καλύτερο Πελεκάνο που είχαν βγάλει τα μέρη μας. Αυτοί οι λίγοι μήνες ήταν οι μόνοι που είχαμε στη διάθεσή μας. Μόλις μπήκε το φθινόπωρο, άρχισε να μην νιώθει καλά. Κάτι εξετάσεις που έκανε δεν άρεσαν στους γιατρούς και χρειάστηκε να μπει στο νοσοκομείο. Η διάγνωση ήρθε σαν το κεραυνό. Λίγοι μήνες ζωής είπαν τελικά οι γιατροί με σκυμένο το κεφάλι.. Αυτός, που ήταν σαν τον ταύρο γερός, σαν τις πέτρες που πελεκούσε. Ως τα Χριστούγεννα είχα χάσει τον φίλο που μου πήρε μία ζωή να συναντήσω. Άτιμε Πελεκάνε!

Στην κηδεία, πήρα μία στιγμή παράμερα την κόρη του.Την παρακάλεσα να μου επιτρέψει να πελεκήσω εγώ μία πέτρα, που θα τοποθετούσαν στο μνήμα, για να μείνει ζωντανή η τέχνη του πατέρα της. Καλό ήταν το κορίτσι του. Μου έγνεψε ναι με κατανόηση.

Μέρες πήγαινα στην αυλή του να « πελεκάω», να « γλύφω» και να « κεντάω» την μεγάλη πέτρα του μνήματος μέσα στο κρύο. Την πελεκούσα όπως μου είχε διδάξει ο πρωτομάστοράς μου, με βαθειά αγάπη για έναν αληθινό φίλο. Η χήρα έβγαινε κάθε λίγο να μου φέρνει ζεστά ροφήματα με μάτια γεμάτα δάκρυα.Σαν τελείωσα, πρώτη εκείνη φώναξα να τη δει. Ήρθε με σφιγμένη την πλεκτή εσάρπα της στον κόρφο της. Έκλεισα τα μάτια και η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα.

«Δημήτρης Ζούνης
Πελεκάνος
Πολυγαπημένος σύζυγος, πατέρας,
παππούς, φίλος»
Και με μικρότερα γράμματα:
«Τι να σου στείλω, ξένε μου,
αυτού στα ξένα που ‘σαι;”
Σου στέλνω μήλο σέπεται,
κυδώνι μαραγκιάζει.
Σου στέλνω και το δάκρυ μου
σ’ ένα λινό μαντήλι.
Το δάκρυ μου είναι καυτερό
και καίει το μαντήλι.».

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top