Fractal

Διήγημα: Ο κύκλος του νερού (παραβολή δωματίου για δυο μάτια κι ένα τσιγάρο)

του Βασίλη Παλαμάρα // *

 

handdΤο πέλαγος ανθίζει. Ύστερα, εξατμίζει τους σπόρους του πάνω απ’ το αλάτι που παστώνει την υγρή του κρούστα, καθιστώντας τα ρευστά και τα αέρια, ευδιάκριτα. Λίγο πιο πάνω, μέσα στην διάφανη αιθέρια λάσπη, τα σύννεφα φυτρώνουν κι αλλάζουν αποχρώσεις, καθώς περνούν από το στάδιο του λευκού βρέφους στην ενηλικίωση. Έτσι αργά, ξεδιπλώνεται η σπείρα του κοσμικού λαβύρινθου μπροστά στα ατελή μας μάτια και γεννιέται ο Ορίζοντας για να πλεύσει εκείνος. Μια φαινομενικά παράταιρη κουκκίδα, πάνω σε μια σάπια, μπαλωμένη βάρκα. Ένα σιωπηλό, εγωκεντρικό ψεγάδι, σαν γρατσουνιά που απαγορεύει σε μια υπέροχη φωτογραφία να γίνει καρτ-ποστάλ. Κανείς δεν ξέρει αν ο ναυαγός πετά ή αν πνίγεται κι αν ο ιδρώτας του ενώνεται με την θάλασσα ή σκαρφαλώνει στον αέρα. Γνωρίζουμε όλοι όμως, κι ας παριστάνουμε τους ανήξερους, πως έτσι πρέπει να γεννηθεί για να είναι ικανός να χωθεί στα σπλάχνα μιας ιστορίας που δεν έπαψε ποτέ να συμβαίνει και πως θα ήταν άδικο για κάποιον ατάλαντο γραφιά, να την χωρέσει κάτω από ένα λάβαρο ή μέσα σ’ έναν και μόνο αιώνα ή ακόμα και στην ασφυκτική λιθόσφαιρα ενός και μόνο πλανήτη.

Η βάρκα θα σφηνώσει στην άμμο. Η κουκκίδα πηδά έξω απ’ τα σωθικά της κι αποκτά πέλματα που τσουρουφλίζονται απ’ τους κόκκους της πολυαναμενόμενης ακτής. Αναφλέγεται κι απομένει μια ακαθόριστη λάμψη, ελεύθερη από περιγράμματα, κι αδύνατη να καθοριστεί από την χημεία που επιμένει να κατατάσσει την ζωή, ανάμεσα στις οργανικές ενώσεις των δοκιμαστικών της σωλήνων.

Έτσι ξαναγεννιέται ο άνθρωπος. Αντιμέτωπος με παράλληλους χωροχρόνους κι αντιφατικές αλήθειες.

Ο ήλιος θα τον κάψει κι όταν θα φτάσει στην σκιά του δέντρου, ο ίδιος θα έχει απομείνει μονάχα νερό. Ένα μόνο πρόσωπο, μια επιδερμίδα κι ένα σώμα, όλα από νερό, όπως και τα χρώματα που στροβιλίζονται στους μισάνοιχτους oφθαλμούς του και τον κρατούν ζωντανό με τις μεταφορές τους. Διάφανο υγρό και το μνημονικό του, που κανείς μας δεν θέλει να θυμάται. Όλα έχουν ξεπλυθεί στην κόψη του ορίζοντα. Δεν ξέρουμε αν ο άνθρωπος αυτός είναι ένας φονιάς, ένας αδίστακτος ληστής ή ένας ακόμα διωγμένος θαλασσοπόρος της ανάγκης. Οι αναμνήσεις του εξαγνίστηκαν στο ταξίδι. Οι φόβοι του, τον αθώωσαν από όλες τις κατηγορίες.

Ο άνδρας θα χαθεί μέσα σε έναν κατάφυτο ανήφορο και θα βαδίζει για άγνωστο χρονικό διάστημα, κόντρα στα νερά του ποταμού που διασχίζει την εξορία του. Το νερό θα συντονίσει το βήμα του. Εκείνος τρέχει μπροστά στους θυμωμένους καταρράκτες και περπατά πλάι στις έλικες που ανοίγει το διάφανο στοιχειό, ανάμεσα στα οροπέδια. Κανείς δεν υπάρχει γύρω του να ορίσει τον χρόνο και να τον διαιρέσει σε μονάδες. Το ταξίδι τον έχει μάθει να σκέφτεται με τρεις διαστάσεις. Τον χώρο, τον χρόνο και τα πρόσωπα. Μέσα στην υδάτινη παραζάλη του, καθρεπτίζεται στον ποταμό και μετρά την ηλικία του με τις αυλακιές που του χαράζει η ταλαιπωρία στο μέτωπο. Πριν προλάβει να ξεστομίσει την κραυγή που δικαιούται, ο μελλοθάνατος θα ξαποστάσει στο λασπωμένο ριζικό ενός πλάτανου για να αποθηκεύσει μια καλή ανάσα για το ουρλιαχτό του.

-Ποιος τον έδιωξε;

-Τα ονόματά τους δεν χωράνε σε μια μονάχα ιστορία.

-Ας επινοηθεί ένα πρόσωπο για να τον συντροφεύσει, ζητά ο αναγνώστης, για να μοιάσει η αλήθεια με τα γούστα του και για να καλύψει με την φωνή του, την κραυγή που μόλις ακούστηκε…

Όμως ακόμα κι αυτή, η ελάχιστη απαίτηση του κοινού, δεν είναι δουλειά του εγωκεντρικού γραφιά. Το πρόσωπό της θα φτιαχτεί απ’ τον άγνωστο, όπως εκείνος το επιθυμεί. Κανένας δεν αξίζει να μάθει το χρώμα των ματιών της. Ακόμα κι αν δεν υπήρξε, είναι αναγκασμένος να την επινοήσει για να λυτρωθεί απ’ την θηλιά της αυτοχειρίας.

Ο άνδρας δεν θα καταφέρει τίποτα, μέχρι να βραδιάσει για πρώτη φορά στον Νέο του Κόσμο.

Όλοι ξέρουν πως η νύχτα είναι η μήτρα της ζωής και του θανάτου. Τα μάτια της καλής του γυαλίζουν πίσω απ’ τις φυλλωσιές και τα βήματά της ακούγονται να χαϊδεύουν το νερό, όπως ακούει ο άπιστος τα φύλλα Χρόνος, έχει συρρικνωθεί, για χάρη του, σε μια στιγμή που χωρά τα πάντα και το τίποτα… των δέντρων να ξεκολλάν και να σκουντουφλάν στα ρυάκια και τα περνά για νεκρά.

-Ποιος είναι ο φυγάς;

-Ο άνθρωπος που απέμεινε.

Κι αν η απάντηση είναι λειψή, το ίδιο λειψή είναι κι η ζωή του κι ας μας χάρισε μια καλή ιστορία για να περάσουμε τον σκοτωμένο μας χρόνο, βυθισμένοι στην “πνευματική καλλιέργεια” που μας μετατρέπει στους φονιάδες του.

Η νύχτα θα είναι σύντομη και θα καρφώσει ένα πρόσωπο στο κεφάλι του δραπέτη. Κανείς δεν διασχίζει το νερό, δίχως ένα πρόσωπο για πυξίδα. Άλλωστε ο Βοράς και ο Νότος, είναι πολύ μικροί κι απελπιστικά αόριστοι για να εξωραΐσουν τον πύρινο ουρανό.

Ο άνδρας θα συνεχίσει να βαδίζει μέχρι να γίνει ένα σύμβολο από νερό κι από δάκρυα. Τα μαλλιά του θα ασπρίσουν και θα απομείνει μόνος και υγρός, απέναντι στον ξερό βράχο που τον αφήνει απροστάτευτο απ’ τον άνεμο και απ’ την φωτιά που απειλεί να τον εξαϋλώσει. Θ ανέβει στην κορυφή του καινούριου του κόσμου και θα αγναντέψει κάτω απ’ τα ματωμένα του πόδια, την γεωμορφολογική ποικιλία της ερημιάς του. Όταν θα στρέψει το βλέμμα του στον καυτό αιθέρα, ο Χώρος και ο Χρόνος θα χαθούν. Το ίδιο θα συμβεί και με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα οποία θα εξατμιστούν απ’ τις ακτίνες της κοσμικής φωτιάς που τον συγκλονίζει. Μονάχα το δικό της πρόσωπο θα απομείνει να στροβιλίζεται μέσα στους υδρατμούς του, σαν ανάμνηση και ταυτότητα συνάμα, της δικής του, αθώας ύπαρξης. Ο φυγάς θα γίνει σύννεφο κι έπειτα βροχή και θα ξεδιψάσει τα δέντρα του κόσμου που τον σκότωσε. Έτσι θα ξεπληρώσει το χρέος του και τα κρίματά του και θ’ αφεθεί έρμαιο στα άκακα στοιχειά που στην κοσμογονία των φονιάδων, απαρνήθηκαν την σάρκα. Θα κυλίσει με φόρα πάνω στους καταρράκτες της καινούριας Γης και θα τα βάλει με τ’ αλάτι του ωκεανού που απειλεί να στεγνώσει την θύμησή της καλής του και να νοθεύσει με πληγές, τις σταγόνες που την ορίζουν. Μαζί της θα απογίνει υδρατμός. Οι αναθυμιάσεις του θα σμίξουν με τα χάδια του αέρα, καθώς θα τον παρασέρνουν προς τα εκεί που πάντοτε επιθυμούσε. Ο γραφιάς πάλι, θα τρομάξει Χρόνος, έχει συρρικνωθεί, για χάρη του, σε μια στιγμή που χωρά τα πάντα και το τίποτα…

Όλα πρέπει να ξαναγεννηθούν, τώρα. Καινούριοι, βασανισμένοι ήρωες θα έρθουν να δοξάσουν την φλύαρη απάθειά μας και να την βαφτίσουν “ευαισθησία”. Αυτός είναι ο κύκλος του νερού.

 

* Ο Βασίλης Παλαμάρας γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην καταπράσινη Κυψέλη και σήμερα κατοικεί στα εξωτικά και πεντακάθαρα Εξάρχεια. Ηλεκτρονικός στις σπουδές, έχει ασκήσει και δεκάδες, άλλα επαγγέλματα στο πλαίσιο της “δια βίου εκπαίδευσής του”. Διατηρεί το ιστολόγιο: toelatirio.wordpress.com

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top