Fractal

Διήγημα: “Ο γύρος του θανάτου”

του Γιώργου Κουπατσιάρη // *

 

handd

 

 

– Αισθάνομαι σαν την τελευταία μύγα του σπιτιού στην αρχή του χειμώνα, που περπατάει αργά στο ζεστό τζάμι του παραθύρου μήπως και κρατηθεί στη ζωή λίγες παραπάνω ώρες. Όσο και να παλεύω με τον χρόνο αυτός θα με κερδίσει. Όπως πάντα. Θέλω όμως την παρέα της μικρής μου στο ταξίδι αυτό. Χωρίς εμένα δεν θα αντέξει. Παλιόγρια σαν και μένα είναι και τα γέρικα δέντρα δεν τα ξεριζώνεις για να τα φυτέψεις αλλού.

Το δωμάτιο θύμιζε φαρμακείο με τα δεκάδες μπουκάλια και χάπια παντού. Η μυρωδιά βαριά, γήινη να σε προϊδεάζει για την ένωση του σώματος με τη γη που πλησιάζει αδυσώπητα. Στα πόδια του κρεβατιού βρισκόταν μόνιμα κουλουριασμένη η σκύλα της. Του μιλούσε μισοξαπλωμένη με μια αίσθηση γαλήνης και δύναμης και θαρρείς ξεκούραστη παρά την περασμένη της ηλικία και την αρρώστια που την κατέτρωγε μέρα με τη μέρα. Όταν προσπαθούσε να εξηγήσει αυτή την αντίφαση κατέληγε στο ότι το πιο δυνατό δάκτυλο που χτυπούσε τα πλήκτρα στην γραφομηχανή της μνήμης του ήταν η φωνή της. Αναδυόταν σε κάθε συνομιλία τους από το βυθό του μυαλού του και αμέσως ξεπρόβαλε η μορφή της και μάλιστα αυτή της πρώτης τους γνωριμίας, η όμορφη, η ζωντανή, όχι η τωρινή που την παραμόρφωνε το χνώτο του θανάτου. Μερικές φορές πάλι την φανταζόταν στα πρωτονιάτα της, λυγερή και εύθραυστη, αισθαντική και παντοδύναμη όπως στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των γυναικών με τα μαζεμένα μαλλιά και το αμήχανο χαμόγελο πάνω στα βαριά έπιπλα των παλιών αρχοντικών. Υπήρχαν αρκετές τέτοιες στο ταλαιπωρημένο διαμέρισμά της. Η πιο ξεχωριστή όμως ήταν αυτή που την έδειχνε με ένα επιτηδευμένο χαμόγελο να ιππεύει ένα πελώριο μαύρο άλογο και έναν ευθυτενή άντρα με στολή και γυαλισμένες μπότες, αυστηρό ύφος και λεπτό μουστάκι, να το κρατάει σφικτά από τα γκέμια.

Αλλά αυτή η φωνή της… κρυστάλλινη και γοητευτική, όταν την έπιαναν το μεράκι και τραγουδούσε άρχιζε να πάλλεται από πάθος και σπαραγμό. Ίσως σε κάποια άλλη ζωή υπήρξε εκφωνήτρια ραδιοφώνου, αφηγήτρια παραμυθιών ή τραγουδίστρια σε καφέ αμάν της ανατολής. Έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον γνήσιο ελληνικό ήχο. «Ποιοτική είναι όποια μουσική παράγει γνήσια συναισθήματα» του έλεγε όταν αυτός προσπαθούσε να της εξηγήσει την σύγχρονη βιομηχανοποίηση της μουσικής που και ο ίδιος αποδοκίμαζε, ενώ μονοσήμαντα προσπαθούσε χωρίς επιτυχία να ορίσει την ποιότητα στη μουσική. Συνήθως οι κουβέντες που έκαναν, μερικές φορές με συνοδεία αλκοόλ και μουσικής αυστηρά μέχρι το ’60 από ένα παλιό πικ απ που στο κάτω μέρος υπήρχε ένα ντουλαπάκι για μπουκάλια και ποτήρια, περιείχαν και ιστορίες από το παρελθόν, κυρίως το δικό της. Τότε που η αθωότητα και η αγνότητα έδειχναν πως είναι κυρίαρχες. Όμως και σε εκείνους τους καιρούς τα βάρβαρα ανθρώπινα ένστικτα κυριαρχούσαν συχνά πιο εύκολα απ’ ότι σήμερα. Ιστορίες δικές της ανακατεμένες με ξένες, κάποιες φορές χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα, άλλες πάλι ήταν προφανώς βιωματικές-εκεί η φωνή της άλλαζε χροιά, κατά στιγμές κόμπιαζε, κατέβαινε ένα-δυό τόνους ακόμα και βράχνιαζε, σαν έτοιμη να συνδεθεί με τους δακρυϊκούς της αδένες.

Έτσι και τώρα, δεν έβλεπε την ίδια παρά μόνο τη μορφή που του ζωγράφιζε η φωνή της μπαίνοντας στις σάλπιγγες των αυτιών του και ας στεκόταν τώρα μπροστά της αμήχανος και συγκινημένος σαν προσκυνητής αρχαίας θεάς που την προστάτευε ο σκύλος-φύλακάς της. Δεν μπορούσε να μην δεχτεί την πρόσκλησή της – τον ήθελε για κάτι εξαιρετικά σημαντικό όπως του είπε και είχε επιβεβαιώσει τις υποψίες του. Ήταν από τις αγαπημένες του πελάτισσες και την ένιωθε δικό του άνθρωπο.

Ο ενικός στις κουβέντες τους καθιερώθηκε από τις πρώτες επισκέψεις πριν περίπου είκοσι χρόνια. Του θύμιζε την γιαγιά του (οι φωνές τους ήταν ολόιδιες) που τον μεγάλωσε τα πρώτα παιδικά χρόνια και του τραγουδούσε γλυκά νανουρίσματα. Τη γιαγιά που έφυγε απρόσμενα μέσα σε μια στιγμή και αυτός έμεινε με την από τότε αναπάντητη απορία του θανάτου. Ίσως αυτό να τον έκανε να ασχοληθεί αργότερα με τον αγώνα της επιστήμης ενάντια στη φθορά και να μην πιστέψει ποτέ σε ανώτερες δυνάμεις. Έτσι έγινε γιατρός ζώων. Τα ζώα δεν έχουν το άγχος του θανάτου και αυτό τον ηρεμούσε στην μεταξύ τους επαφή.

Συχνά μετά από την εξέταση της σκύλας που γινόταν συνήθως στο σπίτι της και κατά προτίμηση στο τέλος της ημέρας του, τα λέγανε. Εκείνη τον συμβούλευε όχι πάντα διακριτικά και μοιραζόταν μαζί του γενναιόδωρα τη σοφία της. Συνάμα ένας γοητευτικός κυνισμός άφηνε το άρωμά του στις συναντήσεις τους. Όσο μάλιστα γερνούσε τόσο πιο έντονο ήταν το άρωμα αυτό, αφού ό κυνισμός είναι η αδρεναλίνη των ηλικιωμένων. Κάποτε της είχε περιγράψει την γυναίκα που θα παντρευόταν αλλά εκείνη δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό του. Είχε θυμώσει μαζί της για την χλιαρή της αντίδραση, αλλά δυστυχώς είχε επιβεβαιωθεί. Ο ίδιος δεν τολμούσε τότε να παραδεχτεί την αληθινή αιτία ούτε στον εαυτό του αφού ισχυριζόταν πως την έψαχνε ακόμη- δειλός ήταν πάντα. Δεν ξαναπαντρεύτηκε από ανασφάλεια και φόβο και προσπαθούσε άτσαλα να ζει σαν αιώνιος έφηβος. «Ο παντρεμένος ζει σαν ζώο και πεθαίνει σαν άνθρωπος ενώ ο εργένης το αντίθετο» έλεγε χαμογελώντας προσποιητά στις παρέες του. Την βραδινή του μοναξιά όμως δεν είχε καταφέρει ακόμη να αγαπήσει, μα ούτε και οι ανάλαφρες συντροφιές του μπορούσαν να σηκώσουν το αυξανόμενο βάρος της. Προτιμούσε πάντα μετά τη σωματική ευχαρίστηση να συνοδεύει τις ερωμένες του στα σπίτια τους. Έδινε μεγαλύτερη σημασία στον κοινό ύπνο παρά στη σαρκική επαφή. Την μία και μόνη φορά που το πρωί ξύπνησε με άλλη στο κρεβάτι, ήταν όταν πρωτοκοιμήθηκε με την μετέπειτα σύζυγό του. Μέχρι την περίοδο του διαζυγίου ποτέ δεν ξύπνησαν χώρια.

Θα ήταν κοντά στα τριάντα όταν έπαψε να πιστεύει στις αθώες φιλίες μεταξύ αντρών και γυναικών. Όταν τις δοκίμαζε πάντα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο- ο έρωτας σε κάποια μορφή του. Στην αρχή του πέρασε από το μυαλό η σκέψη μήπως υπόβοσκε κάτι ερωτικό με την πελάτισσα του, κάτι όμως που απορρίφθηκε αμέσως, αφού η ασφάλεια της ηλικιακής διαφοράς προστάτευε την σχέση τους. Χήρα από χρόνια , είχε βιαστεί να πετάξει τα μαύρα. Ατύχημα σε άσκηση ο ταγματάρχης, αποχώρησε νωρίς από την ζωή της. Του είχε αποκαλύψει ότι ο έρωτας που της πούλησε ο μακαρίτης ήταν κάλπικος. Μέθυσος και βίαιος χαρακτήρας, την ταλαιπώρησε ευτυχώς για λίγο. Τότε τα διαζύγια ήταν μόνο για τους πλούσιους μεγαλοαστούς. Το δυστύχημά του δεν ήταν κάποια σπουδαία ανδραγαθία όπως την πρώτη φορά νόμισε αλλά τροχαίο εν ώρα υπηρεσίας λόγω μέθης. Έπεσε τότε το σόι του συζύγου, μια παντοδύναμη φιλοβασιλική οικογένεια στρατιωτικών και κατάφεραν να σβηστεί η μέθη από το πόρισμα και να γραφτεί «πεσών εν ώρα υπηρεσίας», αφήνοντας στη όμορφη χήρα μια ισόβια αξιοσέβαστη σύνταξη ούτως ώστε να μην χρειαστεί να εργαστεί ποτέ της. Μόνο για τη σύνταξη και για την μονάκριβη κόρη τους τον μνημόνευε αραιά και που. Αργότερα η κόρη, που την μεγάλωσε δύσκολα μόνη της, έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη που τόσο θαύμαζε και εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα. Απομακρύνθηκαν έτσι ακόμα περισσότερο και αυτό την πονούσε. Τα εγγόνια της τα έβλεπε μόνο τα καλοκαίρια. Με δυσκολία μιλούσαν τα ελληνικά και έτσι είχαν χάσει το εισιτήριο για το ταξίδι στη παραμυθοχώρα της γιαγιάς τους. Αγγλοσάξωνας ο γαμπρός, πέρασε την γραμμή του νωρίς και έτσι το γονίδιό της Ελληνίδας μάνας υποχώρησε άτακτα. Τόσο απογοητευμένη ήταν από τις μεταξύ τους σχέσεις που όταν τυπικά της πρότειναν να την πάρουν μαζί τους στον ευρωπαϊκό βορρά, νόμισε ότι την προσκάλεσαν σε απογευματινό τσάι. Αρνήθηκε αμέσως κάνοντας ένα ειρωνικό σχόλιο για τους «κρυόψυχους καταθλιπτικούς βορειοευρωπαίους» και τους συμπεθέρους της.

Συχνά σε τέτοιες συζήσεις του έλεγε με πίκρα την αγαπημένη της φράση από την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι που την αγάπησε και ο ίδιος – «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο». Ο ίδιος όταν τοποθετούσε τους ανθρώπους σε αυτές τις δύο κατηγορίες, έβρισκε συχνά ένα διαστροφικό ενδιαφέρον στις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας.

Η συνάντησή τους τελείωνε. Αυτή ήταν εξουθενωμένη και αυτός είχε να ετοιμαστεί για τη βραδινή του περιπέτεια με εκείνη την σερβιτόρα που γνώρισε πρόσφατα. «Σε παρακαλώ, σκέψου καλά την πρότασή μου. Για μένα θα είναι το καλύτερο δώρο αποχαιρετισμού. Αλλά πρέπει να γίνει όμως την ίδια μέρα, πριν πλακώσουν τα αρπακτικά που έχω για συγγενείς. Θα σε ειδοποιήσει η κυρία που με φροντίζει».

Το ύφος της δεν σήκωνε εύκολα απόρριψη. Πως θα μπορούσε να αφαιρέσει την ζωή ενός πλάσματος ακόμα και γερασμένου, χωρίς να είναι σίγουρος ότι υποφέρει; Με ποιο δικαίωμα; Κάποτε ένας παλιός και αγαπητός συνάδελφος που είχε μαθητεύσει δίπλα του στα πρώτα επαγγελματικά βήματα, του ανακοίνωσε ξαφνικά πως σταματάει μετά από εικοσιπέντε χρόνια να κοιμίζει ζώα για λόγους αρχής. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και ασυμβίβαστος άνθρωπος. Βλέποντας μερικά βιβλία για την ουράνια ζωή που κουβαλούσε στο ιατρείο και έχοντας κάνει μαζί του αρκετές φιλοσοφικές και θρησκευτικές συζητήσεις, υπέθεσε τότε ότι μετά από το πρώτο μισό της προβλεπόμενης ζωής σου αρχίζεις να αναθεωρείς νεανικές ισοπεδωτικές αντιλήψεις για το μετά, τα ουράνια και τα γήινα. Αλλά τότε ήταν ακόμη πολύ νέος για τέτοιες αναζητήσεις και του έμοιαζε γραφική μια τέτοια στάση ζωής. Τώρα όμως που η πρεσβυωπία έγινε αχώριστη φίλη του και έχοντας ο ίδιος αγγίξει εκείνο το αφηρημένο αλλά και τόσο συγκεκριμένο σημείο της μισής ζωής του, είχε αρχίσει να ψάχνει περισσότερο και να σκέπτεται πιο συναισθηματικά. Δεν είχε αναθεωρήσει όμως την θέση του για την ευθανασία- όταν τα ζώα υπέφεραν και δεν υπήρχε καμία πιθανότητα βελτίωσης τα ανακούφιζε χωρίς ενοχές. Μάλιστα όταν επιτράπηκε και η ίδια επιλογή και για τον άνθρωπο σε κάποιες χώρες το θεώρησε μεγάλο βήμα προόδου.

Από την άλλη το γέρικο τούτο ζώο αν και στραπατσαρισμένο από την σκουριά του χρόνου, δεν έδειχνε να υποφέρει από κάτι τόσο πολύ που να δικαιολογήσει την επιλογή που πιεστικά, πρότεινε το αφεντικό του. Ένα συνηθισμένο πρόβλημα στην καρδιά, ο γεροντικός καταρράκτης, τα «αρθριτικά» των υπερήλικων και το ρυτιδιασμένο δέρμα με το αραιό τρίχωμα ήταν οι απώλειες του κορμιού του στα πολλά και ευτυχισμένα χρόνια ζωής του. Σε μία άλλη επίσκεψη, στην αρχή της αρρώστιας, τον είχε ικετέψει να «κοιμίσει» και την ίδια όταν θα ζόριζε πολύ η κατάσταση. Ευτυχώς τα σύγχρονα παυσίπονα έχουν θεαματικά αποτελέσματα σε μερικές περιπτώσεις-έτσι αυτή γλύτωσε τους αφόρητους πόνους και αυτός έναν ακόμη προβληματισμό. Για το σκυλί της όμως θα το σκεφτόταν σοβαρά .

Χαιρετήθηκαν εγκάρδια, έσφιξε απαλά τα χεράκια της που τα ένιωσε σαν μικρά λεπτά ξερόκλαδα, χάιδεψε και τη σκύλα που αμέσως του έδειξε την κοιλιά της και ανανέωσαν τη συνάντησή τους για τις επόμενες ημέρες. Στην πόρτα η γυναίκα που την φρόντιζε του είπε χαμηλόφωνα ότι και οι δυο τους σταμάτησαν να τρώνε εδώ και μέρες. Σήκωσε ελαφρά τους ώμους,δεν βρήκε κάτι έξυπνο και ιατρικό μαζί να πει, καληνύχτισε και βγήκε στο διάδρομο. Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ και περίμενε.

Βρισκόταν τώρα μέσα στην παλιά ξύλινη καμπίνα του παλιού ασανσέρ που έμοιαζε με το εσωτερικό μεγάλου βαρελιού. Πάτησε το κουμπί του ισογείου αλλά η καμπίνα άρχισε να ανεβαίνει. Αφηρημένα κοίταζε μέσα στον βρώμικο παλιό καθρέφτη. Χλωμός και αξύριστος, είχε ανάγκη από φροντίδα. Ξαφνικά το είδωλό του έσβησε. Ένα μωρό τον κοιτούσε λυπημένα από τον καθρέφτη αλλά χάθηκε γρήγορα. Σε λίγο ξεπρόβαλε ένα λούνα παρκ και στην άκρη του ο γύρος του θανάτου, αυτή η ιδιόμορφη κατασκευή σαν μεγάλο βαρέλι που τον γοήτευε από μικρό παιδί. Μπήκε μέσα και στάθηκε όρθιος στο κέντρο του. Η μοτοσυκλέτα ξεκίνησε τους γύρους. Την καβαλάει εκείνη όπως στη φωτογραφία με το μαύρο άλογο-είναι νέα, τώρα χαμογελάει αληθινά, δείχνει δυνατή και όμορφη. Στη κοιλιά της κουλουριάζεται η γερασμένη της σκύλα. Ξεκινούν τους γύρους-σε κάθε νέο γύρο αυτή γερνάει ενώ η σκύλα δείχνει νεότερη. Στροβιλίζονται στα πλάγια τοιχώματα του βαρελιού ξανά και ξανά. Σύντομα αυτή είναι πια μια θλιμμένη ξερακιανή γριά ενώ η σκύλα της ακόμα πιο νέα-σε λίγο είναι κουτάβι, μετά σκυλίσιο έμβρυο, έπειτα ανθρώπινο έμβρυο που στον τελευταίο γύρο έχει απομείνει μόνο πάνω στην κοιλιά της. Παρακολουθεί την πρώην γυναίκα του γερασμένη, να σταματάει μπροστά του το σιδερένιο θηρίο που οδηγούσε και να του παραδίνει το αδικοχαμένο παιδί τους. «Έλα χάιδεψέ το στη κοιλίτσα του» τον παρακινεί- είναι ζωντανό, το νιώθεις; Από τις άδειες κερκίδες τους παρατηρούσαν ανέκφραστοι η γιαγιά του και ο παλιός συνάδελφος.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι του λαχανιασμένος και λουσμένος στον ιδρώτα. Πάλι Εκείνη! Είχε μπει απρόσκλητη στο όνειρό του όπως κάθε φορά που το σώμα του έμπαινε σε κάποιο άλλο. Είχαν γνωριστεί σε ένα περιοδεύον λούνα παρκ όπου είχαν εντυπωσιαστεί και οι δυο από τον γύρο του θανάτου. Τους άρεσαν οι μοτοσυκλέτες και τους γοήτευαν τα ξεχωριστά θεάματα. Αγαπήθηκαν παθιασμένα και γρήγορα παντρεύτηκαν για να προστατεύσουν τον έρωτά τους από την φθορά της καθημερινότητας. Ήθελαν τα παιδιά. Αυτή νεαρή τότε παιδίατρος, τα λάτρευε. Σύντομα ήρθε και η εγκυμοσύνη. Ο φίλος γυναικολόγος όταν διαπιστώθηκε κάποια απόκλιση στις προγραμματισμένες εξετάσεις των τελευταίων μηνών της εγκυμοσύνης, βιάστηκε να την παραπέμψει σε ειδικό γενετιστή. Άρχισε τότε η αριθμολαγνεία του ειδικού. Σε κάθε νέα εξέταση, στατιστικά η κατάσταση ήταν εναντίον τους. Ο ορθολογισμός λύγιζε σταθερά το ένστικτο της μάνας που επέμενε ότι όλα είναι καλά. Απεγνωσμένος ο ίδιος πήγε στην απέναντι πλευρά της ζυγαριάς που έγειρε προς την απόφαση για διακοπή της εγκυμοσύνης. Όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, η μάνα δικαιώθηκε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο- κουβαλούσε ένα όμορφο και γερό έμβρυο που από δεν επιβίωσε αφού η πρόωρη ανθρώπινη παρέμβαση του στέρησε τον ζωτικό χωροχρόνο. Ο γενετιστής προσπάθησε μάταια να τους αναλύσει την έννοια του στατιστικού λάθους στο αντικείμενό του. Μετά εγκαταστάθηκαν στο σπιτικό τους οι Ερινύες. Δεν άργησαν οι καυγάδες, οι φωνές και οι κραυγές… σαν να ούρλιαζε το μωρό μέσα από το στόμα της μάνας. Κανείς δεν μπορούσε να ακούει το ουρλιαχτό του. Ακολούθησε ένα λυτρωτικό τουλάχιστον για τον ίδιο διαζύγιο. Κάποιες φορές πρέπει να αφήσεις αυτό που αγαπάς για να σωθείς.

Άναψε τσιγάρο να ξεθολώσει και έβαλε ποτό. Τελευταία ήθελε συχνότερα το αλκοόλ- τον μούδιαζε γλυκά και τον εμπόδιζε να σκέφτεται. Ευτυχώς η σερβιτόρα είχε φύγει νωρίς εκείνο το βράδυ. Δεν άντεχε να εξηγήσει τίποτα και σε κανένα.

Το επόμενο πρωί το κουδούνι στο ιατρείο του χτύπησε νωρίς. Τον επισκέφθηκε η γυναίκα που φρόντιζε την πελάτισσά του το τελευταίο διάστημα για να του ανακοινώσει ότι το τελευταίο ταξίδι της ξεκίνησε ήσυχα την προηγούμενη νύχτα. Έπρεπε αυτός να φροντίσει το θέμα του ζώου σύντομα γιατί το σπίτι θα έκλεινε μέχρι να φθάσει η κόρη της από την Ευρώπη για τα διαδικαστικά. Με μηχανικές κινήσεις έβαλε στη τσάντα του τα απαραίτητα και έφυγαν μαζί για το σπίτι. Φοβόταν μήπως κάνει την λάθος επιλογή.

Το ζώο καθόταν κουλουριασμένο στο ίδιο σημείο που κάθε φορά το έβρισκε-στην άκρη του άδειου πλέον κρεβατιού. Είχε πολλές ημέρες να φάει και έδειχνε ακόμη πιο εξουθενωμένο. Ήρεμο, ανασαίνοντας αργά, κούνησε λίγο την ουρά του μόλις τον είδε και γύρισε ανάσκελα για τα καθιερωμένα χάδια στην κοιλιά. Άναψε τσιγάρο και ζήτησε ένα ποτό από αυτό που τον κερνούσαν κάθε φορά. Η σκέψη ότι έπρεπε να εκτελέσει τη δύσκολη επιλογή τον πίεζε αφόρητα. Τρέμοντας ελαφρά στα χέρια χορήγησε το ηρεμιστικό, πέρασε το στηθοσκόπιο στον λαιμό και τοποθέτησε τον σφικτήρα στο πόδι του ζώου για να φουσκώσει η φλέβα. Πάντα περίμενε δέκα λεπτά για να φανεί το αποτέλεσμα του ηρεμιστικού, πριν προχωρήσει στη φάση που σηματοδοτεί το τέλος- την ενδοφλέβια ένεση.

Μόλις χορήγησε το ηρεμιστικό το ζώο κούνησε για μία φορά την ουρά του, πήρε μια βαθιά αναπνοή, ενώ στο στηθοσκόπιο δεν άκουγε πλέον καρδιακούς παλμούς. «Έφυγε» πριν ακόμα γεμίσει την σύριγγα για την δεύτερη φάση. Του έκλεισε τα μάτια και χάιδεψε για τελευταία φορά τη ζεστή του ακόμη κοιλιά. «Καλό ταξίδι» είπε χαμηλόφωνα. Έκλεισε τα μάτια ανακουφισμένος, άδειασε το ποτήρι του και γέμισε αργά τα πνευμόνια του με καπνό.

Το βράδυ στο διαδίκτυο αναζήτησε τα στοιχεία του παλιού του συναδέλφου. Χάρηκε όταν τον ανακάλυψε σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη. Θυμόταν πως δεν άντεχε τους πολλούς ανθρώπους και αγαπούσε τη θάλασσα. Ήθελε να γεράσει σε ένα ανθρώπινο μέρος και γι ’αυτό σχεδίαζε να εγκαταλείψει την μεγαλούπολη λίγο πριν τη σύνταξη. Το άλλο πρωί συνομιλώντας στο τηλέφωνο αποδέχτηκε αμέσως την πρόσκλησή του για να τον επισκεφθεί τις επόμενες ημέρες. Ανυπομονούσε να μιλήσουν και να μάθει σε ποιους προορισμούς είχαν φτάσει οι πνευματικές του αναζητήσεις. Πάντα εύρισκε ενδιαφέρουσα την ανάγκη του ανθρώπου για έναν πνευματικό καθοδηγητή. Δεν του ταίριαζαν οι κάθε είδους ρασοφόροι αλλά τον γοήτευε η ιδέα να δείχνει τον χάρτη των πνευματικών του διαδρομών σε κάποιο πλοηγό που χρησιμοποιεί το ίδιο μετρικό σύστημα με τον ίδιο.

Όταν θα επέστρεφε με καινούριες συντεταγμένες της πορείας του, σκόπευε να αναζητήσει την επισκέπτρια των βασανιστικών του ονείρων και να διεκδικήσει απαντήσεις: από εκείνη και κυρίως από τον εαυτό του, αφού ο γύρος του δικού του θανάτου φάνταζε πια, ανησυχητικά κοντά…

 

Γύρος του θανάτου = Χώρος θεάματος παλιών λούνα παρκ. Μοιάζει με μεγάλο βαρέλι. Το εσωτερικό τοίχωμα του βαρελιού ορθώνεται κάθετα σε ύψος 5,5 ολόκληρων μέτρων και οι κίτρινες τάβλες φάρδους μόλις μισού μέτρου είναι τοποθετημένες περιφερειακά του πάτου του βαρελιού με μια κλίση 135 μοιρών. Σε αυτόν τον τοίχο σκαρφαλώνει μια μοτοσυκλέτα με τον ριψοκίνδυνο αναβάτη να στριφογυρίζει με 35km/h

Ευθανασία = ιατρική πράξη σε ανθρώπους και ζώα που σκοπό έχει την πρόκληση ανώδυνου θανάτου. Στην ιατρική των ζώων γίνεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη χορηγείται συνήθως κάποιο ηρεμιστικό-μυοχαλαρωτικό και στην δεύτερη κάποιο δυνατό ναρκωτικό ενδοφλεβίως. Από μόνη της η πρώτη φάση (χορήγηση ηρεμιστικού) δεν είναι ικανή για πρόκληση θανάτου.

 

* Ο Γιώργος Κουπατσιάρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας το 1971. Μετά τις σπουδές του στην κτηνιατρική δραστηριοποιείται επαγγελματικά στις γειτονιές της Αθήνας παρατηρώντας τις αλλαγές στο σώμα της πόλης και στους κατοίκους της.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top