Fractal

Διήγημα: Ντοστογιέφσκι, Dunhill και κόκκινα νύχια

του Δημήτρη Τσολάκη // *

 

DostoΈνα κόκκινο ταξί της έφερνε. Μου έκανε εντύπωση, επειδή εδώ στην Ελλάδα δεν είχα ξαναδεί κόκκινα ταξί. Κάθε καλοκαίρι κατέφθαναν στο χωριό και έμεναν μέχρι το τέλος του. Κάθε πρωί ξυπνούσανε αργά, σχεδόν μεσημέρι. Έτσι ήταν μαθημένες. Μόλις άνοιγαν τα μάτια τους το χέρι με τα κατακόκκινα κοφτερά νύχια έπεφτε στα τσιγάρα. Τις θυμάμαι πάντα με το έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι παραμάσχαλα και ένα βυσσινί πακέτο Dunhill σφηνωμένο στην παλάμη.

Φορούσαν τις ψηλοτάκουνες γόβες τους, μια αραχνοΰφαντη εσάρπα στην πλάτη, λίγη κολόνια και έβγαιναν στο κήπο για να διαβάσουν. Απεριποίητες δεν έκαναν ούτε βήμα, ακόμα και μέσα στο σπίτι με τις γόβες ήτανε. Τις κοίταζα με τι χάρη έπιαναν το τσιγάρο και ρουφούσαν ηδονικά τον καπνό! Καπνός και φωσφορούχες Ντοστογιεφσκικές λέξεις να αιωρούνται και να εξατμίζονται στον ουρανό, παρά τα κατακόκκινα νύχια που πάσχιζαν να τις αιχμαλωτίσουν. Πόση μαγεία στον κήπο μας. Τις λάτρευα που ξυπνούσανε αργά.

Είναι βαρύς ο Ντοστογιέφκι για σένα αγόρι μου, έτσι μου είπαν ένα μεσημέρι που πήγα και αγόρασα το έγκλημα και τιμωρία και προσπαθώντας να τις μιμηθώ, κάθισα με το βιβλίο δίπλα τους. Το κάπνισμα δεν μου επιτρεπόταν τότε, ήμουν μόνο δέκα, αλλά όταν δεν κοιτούσαν ή άφηναν κάποιο τσιγάρο να σιγοκαίει, εγώ το άρπαζα και ρουφούσα κρυφά. Ένιωθα τον Ντοστογιέφσκι να κατακλύζει τα πνευμόνια μου, να κυλάει στο αίμα μου, ένιωθα να αιωρούμαι λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος, κι ας ήξερα ότι όλο αυτό θα κρατήσει μόνο για λίγο.

Με το πέρας του καλοκαιριού έφευγαν για τη χώρα τους. Με φιλούσαν και με χάιδευαν-κόκκινο κραγιόν, κόκκινα νύχια και άρωμα καπνού και βαριάς κολόνιας. Σφηνωμένη εικόνα, αξεδιάλυτη. Ώσπου ένα καλοκαίρι δεν ήρθαν. Έβλεπα δύο ζευγάρια ψηλοτάκουνες γόβες και δύο αραχνοΰφαντες εσάρπες να απομακρύνονται, κάτι φιλιά γεμάτα κραγιόν να εξαερώνονται και εμένα, τον μικρό, να μεγαλώνω. Η μία- η Κατίνα- πέθανε. Είχαν βουλώσει οι αρτηρίες της από το τσιγάρο και δεν πρόλαβε. Μετά πέθανε και ο παππούς μου, που ήταν αδερφός τους και αυτή που έμεινε-η Μαρία- δεν ξαναγύρισε ποτέ στο χωριό. Η μάλλον ξαναγύρισε, αλλά δεν βρεθήκαμε ποτέ, είχαν μεσολαβήσει διάφορα ,που μας απομάκρυναν γι’αυτό προτιμώ να λέω ότι δεν ήρθε ποτέ. Έμεινε μια στοίβα αναμνήσεις, μια στοίβα σβησμένα Dunhill, και ένας διόλου ευκαταφρόνητος Ντοστογιέφσκι έτοιμος για κατανάλωση, αν και αυτός είχε καταναλωθεί από τότε ακόμα- τότε που απαγορευότανε γιατί ήτανε βαρύς και τότε που κάθε πρωί –χαρούμενος με την πρόοδο μου-περίμενα με αγωνία να ξυπνήσουν, να τους πω τι διάβασα, πού έφτασα, τι εντυπώσεις αποκόμισα, αλλά αυτές ξυπνούσανε αργά. Ακόμα το έχω το βάρος του Ντοστογιέφσκι εντός μου και κάθε φορά καπνίζω Dunhill για να το ελαφρύνω. Μάταιος κόπος, δεν ξαλαφρώνει αυτή η αβάσταχτη ελαφρότητα.

 

* Δημήτρης Τσολάκης: Γεννήθηκα στην Έδεσσα τον Μάρτιο του ’95. Διαβάζω- αν όχι απο την κοιλιά της μάνας μου- τότε σίγουρα από κούνια. Σπουδάζω στην φιλοσοφική σχολή Ιωαννίνων, λίγη ιστορία και λίγη αρχαιολογία για να μην βαριέμαι. Γράφω μέρα- νύχτα με μεγάλη μανία ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι, προσπαθώντας -μεταξύ άλλων-να προσδιορίσω από πού κατεβαίνει αυτό το κάτι. Έχω ένα όνειρο, όταν μεγαλώσω να γίνω άνθρωπος και όταν πεθάνω να παραμείνω ζωντανός.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top