Fractal

Διήγημα: ‘’Νινέτα’’

Της Αγγελικής Γιαννοπούλου // *

 

 

 

Η βάγια τσι θωρούσε την καντουνάδα όταν καπίρισε τον κόντε που αριβάριζε από το ρετζιμέντο. ”Α ΜΟΝΤΕ” φωνασκούσε αλαρμάδος. H σιόρα Αλεξάντρα έτρεξε να τον καλωσορίσει. ”Πρεμουράρισα κόντε μου” ψιθύρισε καθώς του άνοιγε τη θήρα με την άρμα τη σιδερένια που’δειχνε την καταγωγή του σπιτιού. Το μαντάτο πόφερνε ο κόντε Αντωνάκης άρχοντας βέρος που ήξερε το νιτερέσο το δικό του και του τόπου του ήταν κακό μαντάτο, μα τον άγιο Διονύσιο. ”Αυτό που δε νογάω είναι η επιμονή του δέσποτα να μην περάσει η προτσέσια του άγιου μας από την πάνω ρούγα. Εκείνος ο Αλμπάνης έχει πάρει μαζί του την πλεμπάγια. Εφτούνοι βρήκανε το δέσποτα εύκολο του χεριού τους και προκάμανε να τονε κάνουνε να συμφωνήσει. Για να πούμε και του στραβού το δίκιο η πάνω ρούγα έχει ένα σωρό σκοντραδούρες κάτι μαύρες τρούπες στο δρόμο που θα βρέσκουνε τα άμφια των παπάδων μα το κάζο εγίνηκε μια βολά. Γνώμη ποπολάρου νίκησε γνώμη κόντε”. Η κοντέσσα του ‘δωκε ένα ποτήρι νερό και του΄ταξε καφέ απ’ τα χεράκια τσι. Σα μικρό παιδί κατεύνασε τα νεύρα του κόντε Αντωνάκη.

Η βάγια τσι άκουγε με το αυτί κολλημένο τσι πόρτας το άνοιγμα κι έκανε στη Νινέτα τσι νόημα να σιμώσει. ”Με τον Αλμπάνη τάχει ο κόντες κοντεσίνα μου. Κακό μας βρήκε με τον τρελό. Κι εσύ περιμένεις νάρτει εδώ να σε ζητήσει σε γάμο. Δε θα προκάμει να παρλάρει. Σηκωτό θα τονε διώξει ο κόντες κι ας κουντραστάρει ο Παυλίτος σου. Ευτό που δε νογάω είναι γιατί το έκαμε. Θα μπόρεγε να πάγει με το μέρος του παπάκη σου να τονε καλοκαρδίσει. Αντίς να φωνάξει, να ασπετάρει να δει μα δεν τον άφηκε ο εγωισμός του κι έκανε μεγάλη σεμπιάδα και νάτα τώρα. Να δω τι θα κάνετε. Θαύμα να ασπετάρετε από τον άγιο. Ιναμοράδοι και τρελοί κι οι δύο… ΑΧ!”

”Bάγια μου μη φωνασκείς θάρτει καιρός κι όλα θα γένουν κατά πώς τα θέλει η καρδία. Ο Παυλίτος μου έκανε τη σεμπιαδα του. Το ατζάρντο του ήτανε, για να τοκάρει τον παπάκη μου. Να δείξει τη δύναμη που έχει στη Ζάκυθο σαν ποπολάρος. Καλά έκανε! ναίσκε καλά είπα, δουλειά τσου ήτουνα να μην ακούσουν τον κόντε”.

Η Νινέτα άνοιξε την πόρτα και πήγε να αγκαλιάσει τον παπάκη τσι. ”Καλώς το φιόρο του σπιτιού μου” είπε ο κόντε Αντωνάκης κι ήταν έτοιμος να πει τον πόνο του μα η κοντέσσα Αλεξάντρα του ‘κανε σήμα να σιωπήσει.

Η Νινέτα φόρεσε τα μικρά δαντελωτά γάντια και το καπελίνο με τη βοήθεια της βάγιας τσι- πότρεξε ξοπίσω τσι- και με το γλυκό τσι χαμόγελο άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε στην Πλατεία ρούγα που ήταν γεμάτη κόσμο. Προσπάθησε να διακρίνει τον Παυλίτο της. Τον είδε να πίνει, να φωνασκεί, και να χειρονομεί αμπαρδάλος από της νίκης του τη χαρά. Πέρασε διακριτικά δίπλα του κι αυτός της έκλεισε το μάτι με νόημα. Της κοντεσσίνας πετάρισε η καρδιά τσι σα μικρό λευκό-σαν το φουρό της- χελιδόνι και κίνησε να πάει στην άλλη άκρη του Ζάντε ψηλά στο λόφο του Στράνη. Εκεί τον ακαρτερούσε με αγωή. Αδά δε φαινόταν. Περνόμπιλε κι άξαφνα θωρεί τη βάγια τσι λαχανιασμένη να ανεβαίνει κουνώντας τα χέρια τσι αλλέστα. ”Αλλοιά κοντεσσίνα μου άμαθη, νιοράντες νιοράντες δεν σου πρεμέρει τούτο το κάζο. Ινούτιλε ασπετάρεις. Ο αθεόφοβος, o αλίτουρας ούφου ντου λουφου να πάει.

Δεν σου πρεμέρει. Ήμουνα στην κουζίνα ναίσκε κι αριβάρισε εκείνος ο διάσκαντζος ο μανάβης που ‘φερε πράματα. Πήρε το πιπεράτζο του απ’ τον κόντε κι αγροίκησα την κιακερία του κακός αβιζαδόρος”. Η Νινέτα τη θωρούσε και δε νόγαγε .Η βάγια τσι συνέχιζε την πάρλα: ”Ο Παυλίτος σου σολένταρε για τον παπάκη σου στη Φόρα. Είχε πιει ένα καρτέλο κρασί. Γιαμά έτσι σενσάδος πήγε ντρίτα βίζιτα στης Αγγέλικας ….της φαμόζας φρουστάδας που ΄χει γκαρσονιέρα ο βουρλισμένος. Εκείθε μαρτυρούνε όλακερο το Ζάντε για τσου αρραβωνιαστικού τσι. Ούλοι την εθέλουνε μα είναι σεκρέτο ότι κείνη τον Αλμπάνη θέλει. Ναίσκε! Να τονε ξεχάσεις, σε κογιονάρει είναι σμπαρδάλος, ινφάμες, άμυαλος. Δεν είναι μόνο ποπολάρος είν και κακός ο χαρακτήρας του, ντινιέντης. Και τώρα να σκεφτούμε τι θα πεις στους γονιούς σου για την τόση απουσία σου”. Μίλαγε μίλαγε η βάγια ακκουζάροντας μα η Νινέτα δεν άκουε πια πούπετα. Σαν φιόρο που μαράθηκε η καρδία τσι.

Κατηφόριζε με τη βάγια τσι αλαμπρατσέτο μα τα πόδια τσι ήτουνα βαριά. Βεραμέντε θύμωσε με τον εαυτό τσι, τον Παυλίτο που τριγυρνούσε με σουσουράδες κι έβαλλε στο νου τσι να της το ακριβοπλερώσει ο αλιτήριος. Στιτσαρισμένη από τη τζελουζία το αποφάσισε! Το ριμέντιο τσι για τούτο θα ήτανε να δείξει το ποτέρε της φαμίλιας τσι.

Σιγά- σιγά γίνεται ο έρωτας μίσος κι η Νινέτα ένιωθε το δηλητήριο να στάζει αργά στην αμόλευτη ως τότε κι αλέγκρα καρδία τσι.

 

 

 

Λεξιλόγιο

 

Αγωή- αγωνία

Αδά- αλλά

Ακκουζάρω- κατηγορώ

Αλλέστα- ζωηρά

Αλλέγκρα – χαρούμενη

Ασπετάρω: περιμένω

Βεραμέντε: στ’ αλήθεια

Βέρος: πραγματικός

Βολά: φορά

Γιαμά: έπειτα, λοιπόν

Ιναμοράδος: ερωτευμένος

Κάζο: εξαιρετικό ή απροσδόκητο γεγονός

Νιτερέσο: συμφέρον

Νογάω: κατανοώ

Ντεσπεράδος: απεγνωσμένος

Ντρίττα: ευθεία

Πάρλα: φλυαρία

Πούπετα: τίποτα

Σεμπιάδα: ανοησία

Σμπαρλάδος: τρελλός

Τόμου: αφού

Αβιζάρω – Ειδοποιώ

Αλαρμάδος – Ταραγμένος

Αλμπάνης – Πεταλωτής ( επώνυμο)

Άμο – Σαν

Α Μόντε – Τσάμπα και βερεσέ/ Χαμένα

(η) Άρμα – Οικόσημο

Ατζάρντο – Τόλμημα

Αφιδεύομαι – Εμπιστεύομαι

Βάγια – Νταντά

Διάσκαντζος – Διάβολος

Ιμπρέζα – Εγχείρημα

Ινούτιλε – Μάταια

Ινφάμες – Άτιμος

Κάζο – Ζημιά / Απογοήτευση

Καντουνάδα – Πέτρινη γωνιά δρόμου (κτίσματος)

Καπίρισε – Αντελήφθη

Καπιτάριζε – Συνέβαινε

Καρτέλο – Μικρό βαρέλι

Κιακερία – Φλυαρία

Κουντραστάρω – Διαφωνώ

Κουπράστο – Κουβέντα / Αντιγνωμία

Μαγκιώρος – Ικανός

Μαλινάρω / ρισα – Τρομάζω / μαξα

Νιοράντες – Αμαθής

Νιτερέσο – Συμφέρον

Ντέμπολος – Αδύναμος / Ασθενής

Ντινιέντης – Τιποτένιος

Ντισπρέτσο – Προσβολή

ούφου ντου λούφου – Στα τσακίδια

Περνόμπιλε – Περασμένη ώρα / Αργά

Πιατσέρε – Ευχαρίστηση

Πιπεράτζιο – Φιλοδώρημα

Πλατεία ρούγα/Πλατύφορος – κεντρικός Φαρδύς δρόμος

Πλεμπάγια – Όχλος

Ποτέρε – Ισχύς

Πρεμέρω – Δικαιούμαι / Μου αξίζει

Πρεμούρα – Αγωνία / Φόβος / Τρομάρα

Πρεμουράρισα – Εφοβήθηκα

Προποζιτά / άρω – Πρόταση / τείνω

Προτσέσιο – Λιτανεία

Ρετζιμέντο – Διοίκηση

Ριμέντιο – Φάρμακο / Γιατρειά

Σέμπρε – Πάντα

Σενσάδος – Αποβλακωμένος / Χαζός

Σερπιάδες – Βλακείες

Σκοντραδούρα – Εμπόδιο

Σολεντάρω – Αυθαδιάζω

Σολέντες – Αυθάδης

Σπαβέντο / άρω – Τρομάρα / ζω-τρομοκρατώ

Στιτσαρισμένος – Πεισματωμένος

Στουπέντο – Καταπληκτικό

Τζελουζία – Ζήλια

Τοκάρω – Θίγω

Φιόρο – Λουλούδι

(η) Φόρα (ή και Φόρος) – πλατεία Αγ. Μάρκου

Φρουστάδα – Διαπόμπευση / μένη /

 

 

 

* Η Αγγελική Γιαννοπούλου (Αρσινόη Βήτα) γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε ελληνική φιλολογία, ψυχολογία και ιστορία της τέχνης. Εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος. Άρθρα της, δοκίμια, ποιήματα και διηγήματα έχουν δημοσιευθεί σε ιστοσελίδες. Είναι παντρεμένη κι έχει τρεις γιους.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top