Fractal

Διήγημα Fractal: «Μια σχέση υποδυματική».

του Γιώργου Ρούσκα //*

 

 

 

Ξεκίνησες από τα βάθη της γης. Σε άντλησαν, κατάμαυρο κατάλαβες πως ήσουν μόλις έπεσε πάνω σου το φως. Ένα το χρώμα σου με τη μαυρίλα της σκιάς και με την παγωνιά της σιωπής, κάτω εκεί στα έγκατα, με τόση πίεση να σε συνθλίβει. Εκεί γεννήθηκες «έλαιο της πέτρας», εκεί η ζωή σου για εκατομμύρια χρόνια.

Δεν πρόλαβες ν’ ανασάνεις και σε φόρτωσαν σε πλοίο, σε δεξαμενή κλειστή. Ίδια μαυρίλα. Σκοτάδι. Μόνο τα τοιχώματα μεταλλικά και ο μονότονος ήχος των θηρίων μηχανών που με το μούγκρισμά τους σε καλωσόρισαν στη ζούγκλα του πολιτισμού. Νόμισες πως ήταν καλύτερα, γιατί ανίχνευες κίνηση, άρα ζωή. Ένιωθες να ταξιδεύεις πάνω σε ένα άλλο υγρό, αθέατο, αρμυρό. Σε μάγευε το αργό τραμπάλισμα -αργό σε βάφτισαν και σένα- και σου έφερνε νύστα. Ερωτεύτηκες το νανούρισμα της θάλασσας. Ύστερα, σε ξεφόρτωσαν σε άλλη δεξαμενή στο λιμάνι, κι από εκεί, μετά από καιρό -για τη δική σου αίσθηση του χρόνου αμέσως- με φορτηγά βρέθηκες στου εργοστασίου τις δεξαμενές, κάπου στις εσχατιές της Κίνας. Κόσμος, καυσαέριο, θόρυβος, φώτα, μηχανήματα.

Για πότε έγινες αφρός, πότε χύθηκες σε καλούπια, πότε πολυμερίστηκες, πότε ένα μέρος σου έγινε σόλα, άλλο κορδόνια, άλλο δερματίνη, ούτε που το κατάλαβες. Πρέσσα, βαφή, λείανση, κοπή, φόρμα, μηχανή, κόλλα, γαζί, επιθεώρηση. Μέσα από εκατομμύρια επιλογές, σε ταίριαξαν, σε πάντρεψαν, έγινες ζευγάρι. Αντί για την πρώτη σου νύχτα στο ξενοδοχείο, βρέθηκες στο κουτί. Εκεί του μέλιτος ο μήνας. Στο σκοτάδι, στη φυλακή με τα χαρτονένια τοιχώματα. Μετά, μαζί με τη συσκευασία σου στην αποθήκη, στο φορτηγό, ώσπου μαζί με άλλα κουτιά πάλι σε πλοίο: σε κοντεϊνεράδικο αυτή τη φορά. Ευλογία για σε το αντάμωμα ξανά με το γνώριμο νανούρισμα του κυματισμού -έρωτας είναι αυτός- και να ’σαι μετά από μήνες στην Ελλάδα. Τελωνεία, διατυπώσεις, παραστατικά, αποθήκες, διανομή και να ’σαι ακίνητο και φωτισμένο στη βιτρίνα, από όπου σε αγόρασα.

Μου κράτησες παρέα καιρό. Καμάρωνα για σένα, το καινούργιο μου ζευγάρι παπούτσια. Με συντρόφεψες πιστά, αδιαμαρτύρητα. Περιέβαλλες τα πέλματά μου με το σώμα σου, προστάτευες τα πόδια μου, υποστήριζες κάθε μου βήμα. Κοντά μου γνώρισες τον ήλιο, τον αέρα, τη βροχή. Ακούμπησες τη σκληράδα της ξαδέρφης σου, της ασφάλτου. Ακροπάτησες πεζοδρόμια, κύλησες σε πλάκες πεζοδρομίου, καθρεφτίστηκες στους γρανίτες του μετρό. Εκεί χαμηλά που ήσουν, στοιχηματίζω πως σε κάθε ευκαιρία, συνομιλούσες με τα αδέρφια σου, των συνανθρώπων μου τα παπούτσια. Συνειδητοποίησες τι θα πει ποικιλία και διαφοροποίηση. Μοκασίνια, μπαλαρίνες, γόβες, πέδιλα, μποτάκια, σνίκερς, αθλητικά, λουστρίνια, καθημερινά, σπορ, κολεγιακά, αρβύλες και ο κατάλογος τελειωμό δεν έχει. Από πανί, δέρμα, λάστιχο, από πλαστικό ή άλλο συνθετικό υλικό, ή σε συνδυασμό. Μεγέθη, χρώματα, είδη, υλικά, σχεδιασμός, χρήση, παπούτσια κάθε λογής, πέρα από κάθε φαντασία. Τα παπούτσια δεν γνωρίζουν σύνορα. Γιατί όμως τα γνωρίζουν και μάλιστα από την καλή οι άνθρωποι;

Ήσουν μαζί μου στη δουλειά, στη βόλτα, στο καφέ. Αχώριστο. Στο σπίτι, στη βεράντα, στο μάθημα. Στην εκδήλωση, στη συνάντηση, στην παραλία. Στο εξεταστήριο, στο νοσοκομείο.

Ήσουν πάντα εκεί για εμένα. Πιστό σκυλί, με ακολουθούσες χωρίς να ξεμακραίνεις, χωρίς να ζητάς. Κατάλαβα πόσο καμάρωνες, όταν μας έβγαλαν φωτογραφία μαζί.

Απορροφούσες κραδασμούς, έπαιρνες την αγριάδα από τα χαλίκια, έτρωγες τη σκόνη για να μη λερωθώ. Καταλάβαινες πώς νοιώθω από το πόσο σφιχτά έδενα τα κορδόνια σου, από το πώς περπατούσα, από τα σήματα που σου έδινε το βάδισμά μου. Ήξερες μόνον εσύ αν πήρα βάρος, αν ήμουν χαρούμενος, αν σερνόμουν. Ήσουν προέκταση του σώματός μου όταν πατούσα τα πεντάλ οδήγησης, όταν ανέβαινα τις σκάλες, όταν σκόνταφτα κάπου αφηρημένος. Μοιραζόσουν τη χαρά μου, όταν τυχαία άγγιζες τα παπούτσια εκείνης. Όταν την αγκάλιαζα και τη σήκωνα ψηλά, άντεχες πολύ περισσότερο φορτίο, χωρίς να βαρυγκωμάς. Σου έδινε δύναμη η χαρά μου την οποία έκανες και δική σου χαρά.

Όταν κρατούσα τσάντα, όταν είχα στα χέρια μου βάρος, έκανες ότι μπορούσες για να με βοηθήσεις. Όταν είχα βιβλία, το καταλάβαινες από την ανυπομονησία μου. Όταν κρατούσα τρόφιμα, από την ευγνωμοσύνη. Ξεκουραζόσουν όταν καθόμουν και ησύχαζες πραγματικά όταν σε έβγαζα από τα πόδια μου. Όση χαρά όμως σου έδινε η χαλάρωση αυτή και η ανάσα, τόσο λύπη σου έδινε η μοναξιά, στη γωνιά που συνήθιζα να σε αφήνω, γιατί σου θύμιζε από πού ξεκίνησες.

Με άκουσες να γελάω, να φωνάζω. Να μιλάω άλλοτε δυνατά και άλλοτε ψιθυριστά. Τα δάκρυά μου, που έπεσαν άθελα επάνω σου και δεν είχα κουράγιο να τα σκουπίσω, τα ήπιες και τα έβαλες εντός σου. Ρουφούσες άπληστα τον ιδρώτα μου, τον έκανες κτήμα σου. Έσμιγες την αλυσίδα του ανθρώπινου dna μου, με την οργανική σου αλυσίδα. Έπαιζες με τις κινήσεις των δαχτύλων του ποδιού μου και σου άρεσε ιδιαίτερα όταν στεκόμουν στο ένα πόδι και κρατούσα το άλλο ελεύθερο δίπλα του. Σε δυσκόλευαν οι κατηφόρες, εκεί έδινες όλη σου την προσοχή. Ναι, ήσουν καλοφτιαγμένο, στέρεο, υπομονετικό.

Ευχαριστιόσουν όταν άκουγες τη μουσική που άκουγα, όταν μύριζες τον καφέ που έπινα, όταν έξω είχε κρύο και εσύ μέσα ήσουν ζεστό. Έγινες μέρος του σώματός μου και εγώ μέρος του δικού σου. Δεθήκαμε κόμπο με τα αόρατα κορδόνια των αναμνήσεων. Τόσο απλά, τόσο δυνατά.

Πάλιωσες τώρα. Όλοι μου λένε ότι θέλω καινούργιο ζευγάρι παπούτσια, ότι τα έφαγες τα ψωμιά σου. Δεν καταλαβαίνουν, δεν ξέρουν, δεν φαντάζονται. Ίσως να μην μπορούν, ίσως να μη θέλουν. Ας πάει στο καλό. Εκείνοι κατά την κρίση τους, καλά τα λένε.

Πες μου όμως, μετά από όλα αυτά, πώς να σε αφήσω μόνο σου όλη νύχτα δίπλα στον κάδο, για να σε βρει και να σε πάρει κάποιος που σε χρειάζεται περισσότερο; Πώς να σε ανακυκλώσω; Πώς να σε πετάξω;

Πώς θα μπορούσα ποτέ να σε αποχωριστώ;

 

 

* O Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top