Fractal

Διήγημα: “Μέρα μου”

του Βασίλη Πουλημενάκου // *

 

handdΗ ζωή, φίλε μου, μοιάζει με δρόμο που καλείσαι να συνεχίσεις με το αγώι σου. Απ’ όπου τον πρωτοπιάσεις.

Δεν ξέρω πόση αξία μπορεί να έχει μια στιγμή για τον καθένα. Και πόσο μπορεί κάποιος να λατρέψει το λίγο και να αφιερώσει τη ζωή του στο ελάχιστο. Λένε ότι στον έρωτα τα θέλουμε όλα. Ψέματα. Στον έρωτα τα δίνουμε όλα. Παίρνουμε ότι μας προσφέρεται.

Σε κάποια γωνιά της Αττικής η μια στιγμή αντιστοιχούσε με τα άγχη, τα όνειρα και τις αγωνίες, τον ένα σφοδρό και τους πολλούς φτιαχτούς έρωτες της Γωγώς. Μιας όμορφης καστανομάτας δακτυλογράφου από τα Μέγαρα με μια καψούρα αιώνια για τον θαλασσινό αγαπημένο της. Μια φλόγα που ποτέ δεν σίγασε. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν.

Ακόμα κι όταν έκλεισε το γραφείο που την απασχολούσε και η ανέχεια την έστειλε στο Αιγάλεω κι άναψε φανάρι. Άμα ήρθε η ώρα και βρέθηκε με τον πρώτο, σα να το ‘κανε με τον Παντελή ήταν για κείνη. Και μετά και με όποιον κι αν πήγαινε. Έντυνε τη σκέψη της με ένα νοερό ταξίδι στη θάλασσά του. Έκλεινε τα μάτια και ψιθύριζε «μέρα μου». Με το νου σε κείνον. Της κυβερνούσε το μυαλό. Με το μυαλό. Και να σκεφτείς ότι είχε μεγαλώσει πια. Και εκείνη αλλά μαζί κι εκείνος.

Αρκεί να τον έβλεπε. Μόνο αυτό ζητούσε. Αυτό έψαχνε. Να πάρει τη στιγμή του. Να του τα δώσει όλα. Ψυχή και σώμα. Μασιά πυρωμένη στο τζάκι που τον περίμενε. Για πάρτη του μόνο. Είκοσι χρόνια τώρα.

Γαμώτο. Είχε αρχίσει να χαλαρώνει και το κορμί της. Στο διάολο να πάνε κι οι κρέμες. Πάνω κάτω στα σαράντα, με σιλουέτα θανατηφόρα, άντεχε παρά το παίδεμα, πάλευε όμως με τον αλήτη τον χρόνο και πρόσεχε. Με τον ερχομό του θα φόραγε πάλι τη μίνι φούστα την κόκκινη κι από κάτω το σιθρού βρακί που ‘χε για κείνον μόνο, εδώ και χρόνια. Ψώνιο απ’ το Σαντιάγκο.

«Σου ‘φερα δώρο», της ανακοίνωσε θριαμβευτικά τότε.

Παπαριές καραβίσιες. Εκεί οι Χιλιανές οι δηλωμένες έχουν και μαγαζάκι στο ντουλάπι τους. Με λίγα δολάρια παραπάνω, το παίρνεις gift και καλά ότι είναι το δικό τους. Αυτό δεν της το είπε.

«Όταν έρχομαι να το φοράς με την κόκκινη φούστα».

Όταν μπούκαρε λοιπόν το καράβι στον Πειραιά, το φόραγε η Γωγώ για να διαγράφονται όλα. Και τ’ από μέσα. Και τα παλιά. Για να διαγράφεται και το αγκάθι της απουσίας του. Σουτιέν, κόλπα και φιοριτούρες δεν γούσταρε ο Παντελής. Ήθελε να βλέπει το στήθος να καρφώνει στην μπλούζα και να παίζει στην κίνηση. Τώρα αδειασμένη από τα χρόνια και τις ταλαιπώριες, κάθε Κυριακή πρόβαρε τη φούστα κι όταν δεν έβρισκε τρύπα το κουμπί πλακωνότανε στη δίαιτα – μια βδομάδα αγγούρι και γιαούρτι είχε στο τραπέζι χωρίς υπερβολή. Μην τυχόν κι έρθει ο Παντελής και παρεξηγηθεί που δεν φόραγε το μίνι. Το βυζί το κρεμασμένο την άγχωνε μόνο. Και να οι πόζες και τα καμαρώματα στον καθρέφτη μπας κι ανέβει κομμάτι και κοιτάξει μπρος η ρώγα.

Τα μεσάνυχτα τα αποψινά ήταν άδεια. Λόγω της ημέρας τα παλιόπαιδα κάθονταν στα σπίτια τους. Έτσι κι αυτή έκλεισε το φως έξω. Κι αποφάσισε να ανοίξει μέσα τη βραδιά στον εαυτό της. Φόρεσε την κόκκινη φούστα κι έκατσε μπροστά στον καθρέφτη της. Έφτιαξε το βάψιμο που άρεσε του Παντελή. Πέρασε τα δάχτυλα από το σώμα της και τ’ άφησε να χαϊδέψουν τα μάγουλα. Η ματιά της έπεσε δεξιά. Το κομοδίνο ήταν γεμάτο από τα γράμματά του. Τα άγγιξε σα γιασεμιά της νύχτας. Τα είχε μάθει απ’ έξω, τα είχε μελετήσει λέξη-λέξη, γιατί πίσω από τα χειρόγραφα, πίσω από τα γαλάζια του γράμματα, έμπαινε και άγγιζε την ψυχή του.

Είχε πάρει κομπιούτερ, είχε και wi-fi αλλά από ίντερνετ δεν σκάμπαζε πολλά. Toν πρώτο καιρό περίμενε κάνα πιτσιρικά να τη βάλει στο google earth. Κι αφού έκανε το κέφι του ο μικρός κι έφευγε, εκείνη σέρφαρε στο κόσμο του άντρα της. Ταξίδευε με το λάπτοπ αγκαλιά και όπως κάθε τι με τον καιρό έμαθε. Έτσι, ξαπλωμένη δίπλα του. Γυμνή αλλά ελεύθερη που ξεχείλιζε έρωτα. Αγριόγατα που έβγαινε από το κλουβί. Του «δινόταν» έλεγε και πίστεψε με ρε φίλε, το ‘νιωθε, το πίστευε. Στη Σαγκάη, στο Μπουένος Άιρες, στην Αφρική, στον Ωκεανό. Όπου κάτσει. Κι η θάλασσα για την Γωγώ «μέρος» ήταν. Ίδια στεριά. Άλλος τόπος.

Κι αυτό το βράδυ, ας ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, θα έμενε μέσα η έρμη και θα του δινόταν. Κι εκείνος θα την έπαιρνε πλάι του. Για μια ώρα. Έτσι με το νου. Με τον αέρα.

Έκανε κλικ στον Ειρηνικό κι ανοιγόκλεισε τα μάτια σα να τον καλούσε. Γύρισε μπρούμυτα πετώντας τα σκεπάσματα. Πήρε μια μεγάλη ανάσα σαν βαθύ στεναγμό. Zoom στα μικρά νησιά. Διπλό κλικ στα κύματα, σαν ξόρκισμα μαζί και προσευχή. Κι όλα αυτά πλησίαζαν. Δεξί στις πληροφορίες, full screen στις φωτογραφίες. Κι εκείνος κοντοζύγωνε.

Στριφογύρισε τα πόδια και τα χέρια της πάνω στα σεντόνια, προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη θέση να κουρνιάσει το κορμί της. Πέρασαν τρία χρόνια μακριά του κι όμως ήταν εκεί. Αργό λίκνισμα των γοφών. Έγειρε το κεφάλι και τα μάτια της έφυγαν. «Μέρα μου». Enter. O χρόνος άλλαξε.

 

* Ο Βασίλης Πουλημενάκος ζει στη Χαλκίδα όπου πλάθει ιστορίες και στίχους που σκορπίζονται ανακαλύπτοντας τον διαδικτυακό κόσμο. Το διήγημά του «Το πέρασμα στη Νίσυρο» διακρίθηκε στον 1ο διαγωνισμό διηγήματος του «Ως3». Εκτός από συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις κυκλοφόρησαν σε e-books η νουβέλα του «Δαντέλα από τον Λίγηρα» και τα αφηγήματa «Η Νεράιδα της Μάνης» και η «Σύγκρια».

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top