Fractal

Διήγημα: “MAMA, WE ALL GO TO HELL”

Του Βιργιλίου Βεργή // *

 

f14

 

Πέρασε στον ψυχρό θάλαμο με τη συνοδεία μίας κουρασμένης, άχαρης νοσοκόμας. Περασμένες τρεις, μεσάνυχτα. Η ώρα των βρικολάκων, σκέφτηκε. Ίσως γι αυτό ξυπνούσαν τώρα τόσο πεινασμένες οι μνήμες, λεηλατούσαν το μυαλό του και κατακτούσαν κάθε γωνιά του σαν στάχτη που την ανακατεύεις για να ξεπροβάλλει τελικά από κάτω κάτι βρώμικο και ξεχασμένο. Οι αποσιωπημένες σκιές του παρελθόντος κατέτρωγαν πεισματικά την εναπομείνουσα τρυφερότητά του και όσο πλησίαζε εκείνο το σιχαμερό μάτσο από κόκαλα και λεπτή σάρκα σαν τσιγαρόχαρτο, τόσο περισσότερο ξεχείλιζε ασυγκράτητη οργή. Όταν έφτασε πια πάνω από το κρεβάτι της δεν ήθελε ούτε να την κοιτάξει. Πραγματικά δεν ήθελε. Το κορμί της χανόταν κάτω από τη νυχτικιά της, ζαρωμένο και αδύναμο. Δεν θύμιζε σε τίποτα τη γυναίκα που τον μεγάλωνε πριν είκοσι χρόνια. Αυτό ήταν απλώς άλλο ένα γερασμένο, καρκινιασμένο πλάσμα που δεν ήταν άξιο, όχι να θεωρείται μητέρα αλλά οτιδήποτε ανθρώπινο. Τα μάτια του αναπόφευκτα συνάντησαν τα δικά της. Βλέμμα εντελώς κενό, το μάτι του ψαριού, νεκρωμένο. Αυτή η ανυπαρξία της του χάριζε μία άγρια ικανοποίηση.

– Ώρα θανάτου, δώδεκα και μισή, δήλωσε η νοσοκόμα με απόλυτο, εκνευριστικό επαγγελματισμό και αποχώρησε.

” Ώρα θανάτου “, αυτή της η φράση πραγματικά ένιωσε πως τον αδικούσε. Εκείνο το πλάσμα τουλάχιστον πέθανε στα εξήντα έξι του. Μόνο και ξεχασμένο από τον περισσότερο κόσμο, δεν έχει σημασία, αυτός όμως είχε πεθάνει μόλις στα δεκαεπτά του. Την ημέρα που τούτο το σκιάχτρο βάλθηκε να του στερήσει τα νιάτα, τον έρωτα, ακόμα και μία στέγη πάνω από το κεφάλι του.

Υπήρξε πάντοτε μία σκληρή, συντηρητική μάνα. Την ένοιαζε τόσο για το τί θα πει η μικρή κοινωνία του χωριού όσο και για το τί θα πει ο Παπάς και τα βιβλία που διάβαζε με τρομακτική μανία στους πιστούς του. Ο Τζέφρι τρόμαζε με αυτόν τον άνθρωπο, μιλούσε συνέχεια για την αμαρτία και τον Σατανά. Για το πώς παραπλανά τους Χριστιανούς μέχρι να λοξοδρομήσουν και να χαθούν μέσα στα σκοτάδια της λαγνείας και της βρωμιάς. Και όμως κάθε φορά που τον κοιτούσε , κάθε φορά που αυτός ο ρασοφόρος παθιαζόταν με τη θεία χάρη, ο Τζέφρι έβλεπε μέσα στα μάτια του όλη τη μιζέρια και τη κακία του κόσμου. Απορούσε με τη μάνα, πώς δεν το καταλάβαινε. Μπορούσε σαν νέα χήρα να γλυκοκοιτάζει τον οποιονδήποτε όμως γιατί αυτόν τον σιχαμένο άνθρωπο; Ο Τζέφρι θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια πώς πλήθαιναν οι επισκέψεις τον πρώτο καιρό και πώς σταδιακά το σπίτι τους μεταμορφωνόταν σε ένα αποπνικτικό εκκλησιαστικό παράρτημα. Η μάνα γέμιζε το σπίτι με σταυρούς και αγίους ενώ η βίβλος είχε μόνιμη θέση στο κέντρο του σαλονιού. Λίγο λίγο ο Παπάς από επισκέπτης έπαιρνε αυθαίρετα τον ρόλο του πατριού. Η μάνα άλλο που δεν ήθελε. Είχε γίνει πια τόσο κακιά που μπορούσε να ξυλοκοπήσει το παιδί της επειδή άργησε να επιστρέψει από το σχολείο δέκα λεπτά ή επειδή είχε ξεχάσει να της φέρει το γάλα και τα τσιγάρα της. Κάπνιζε σαν φουγάρο. Ο Τζέφρι σιχαινόταν τη μυρωδιά του καπνού γιατί του θύμιζε την κόλαση. Ο παπάς πάντοτε συμφωνούσε μαζί της. Συνήθιζε να λέει πως τα παιδιά χρειάζονται ” ίσιωμα ” και πολλές φορές μάλιστα με το πέρασμα του χρόνου είχε αναλάβει και ο ίδιος να φέρει εις πέρας αυτή τη θεάρεστη αποστολή. Βασάνιζε τον Τζέφρι όποτε έβρισκε ευκαιρία. Άλλοτε τον υποχρέωνε να διαβάζει δυνατά την βίβλο για ατελείωτες ώρες, άλλοτε τον έστελνε να στέκεται γυμνός έξω στο κρύο κάνοντας ασκήσεις και άλλοτε τον ακουμπούσε σε σημεία που δεν έπρεπε ποτέ να ακουμπάει ένας μεγάλος άνδρας ένα έφηβο αγόρι ξανά και ξανά. Ο Τζέφρι απελπιζόταν και εκείνος ενθουσιαζόταν, γελούσε με τα δάκρυά του και συνέχιζε με ανανεωμένη διάθεση.

– Θα τον σκοτώσω, στο λέω, είπε στη μάνα του μία μέρα όταν πια δεν πήγαινε άλλο. Είχε περάσει ήδη ένας χρόνος, ο παπάς έμενε επίσημα μαζί τους και ο Τζέφρι ένιωθε πως δεν τον χωρούσε ο τόπος. Στο σχολείο δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, κανένα κορίτσι δεν τον πλησίαζε και ο Μαρκ, ένα αγόρι με το οποίο είχαν ερωτευτεί από τα δεκαπέντε φοβόταν να εκδηλώσει την ομοφυλοφιλία του δημόσια. Η ζωή είχε γίνει πια μία κόλαση και όμως η μάνα δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται καθόλου. Άλλες φορές του έλεγε πως υπερβάλλει και άλλες πως εάν συνεχίσει να ψεύδεται, ο Θεός θα τον τιμωρήσει. Εκείνη τη μέρα όμως έγινε έξω φρενών. Είχε τολμήσει να απειλήσει τον άνδρα της. Αυτός ο ατίθασος έφηβος που της είχε φορτωθεί έπειτα από μία ανεπιθύμητη γέννα.

– Κωλόπαιδο θα σε φυτέψω! Του έφτυσε τα λόγια με λύσσα και τον χτύπησε τόσο δυνατά μέχρι να λιποθυμήσει. Όλη της η οργή ξέσπασε επιτέλους πάνω του. Για τα χρόνια που σπατάλησε μεγαλώνοντας ένα παιδί που δεν ήθελε, για τα όνειρά της να γίνει σπουδαία τραγουδίστρια που ξόφλησαν εν μία νυκτί, όταν αναγκάστηκε από τους γονείς της να παντρευτεί εκείνο το γουρούνι, τον μεθύστακα τον άνδρα της που πήγε και ψόφησε λίγα χρόνια μετά τη γέννα. Αχ πώς ήθελε να το διαλύσει αυτό το δεκαεπτάχρονο πλάσμα. Να το σκίσει σαν χαρτί! Να υποφέρει όσο κι εκείνη! Γέμισε τα χέρια της με το αίμα του και δεν το μετάνιωσε ούτε στιγμή. “Ο Θεός συγχωρεί” έλεγε και ξαναέλεγε.

Εκείνη ήταν και η τελευταία φορά που ο Τζέφρι ανέχτηκε την μάνα και τον άρρωστο πατριό του. Το ίδιο βράδυ μάζεψε όσα πράγματά είχε, ικέτεψε τον Μαρκ να κάνει υπομονή έναν χρόνο μέχρι να βρει άκρη και να έρθει να τον πάρει μαζί του στην Πρωτεύουσα, ευχήθηκε ο παπάς και η μάνα του να πεθάνουν με τον πιο βασανιστικό τρόπο και το έσκασε από το σπίτι. Σκέφτηκα πριν αποχωρήσει να βάλει μία φωτιά και να τους πάρει και τους δύο ο διάολος αλλά δεν το έκανε. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε γιατί. Κανείς δεν τον αναζήτησε.

Έναν χρόνο αργότερα πληροφορήθηκε από τις ειδήσεις τα χειρότερα νέα του κόσμου. Όταν είδε την φωτογραφία του εφηβικού του έρωτα σε όλες τις οθόνες της πόλης του κόπηκαν τα πόδια. ” Φρικτή δολοφονία νέου, άγνωστος ο δράστης “. Για τον Τζέφρι δεν ήταν καθόλου άγνωστος. Η εκδίκηση της μάνας. Ήταν σίγουρος. Εκείνη το έκανε. Λένε πως μία μάνα ξέρει τα πάντα για το παιδί της, ακόμα κι αν δεν το αγαπάει. Ο Τζέφρι το πίστευε ακράδαντα. Έγκλημα μίσους και μαλακίες. Για όλα έφταιγε αυτή η σκύλα και το κτήνος του Θεού που μεγάλωνε δίπλα της. Ο Μαρκ είχε πληρώσει την απόφαση του Τζέφρι. Μία ζωή για μία άλλη ζωή. Σκέφτηκε πόσο θα ήθελα να τους κόψει κομματάκια, να δει τον παπά να φτύνει αίμα πάνω στα ιερά του βιβλία και τη μάνα του κρεμασμένη από τον πολυέλαιο της εκκλησίας με τα έντερά της φρεσκοχυμένα στο παγωμένο κράσπεδο. Δεν πραγματοποίησε τίποτα. Πάλι δεν ήξερε το γιατί.

Στεκόταν τώρα εκεί, σε μια παρακμιακή νοσοκομειακή αίθουσα και την κοιτούσε κατάματα, εκεί που κάποτε υπήρχε μία λάμψη ζωής και τόσα κατακερματισμένα όνειρα.

– Μου γάμησες τη ζωή! Αυτό μόνο να ξέρεις μάνα. Με αποτελείωσες.

Για μια στιγμή ο Τζέφρι νόμισε πως η νεκρή θα βρικολακιάσει. Θα ανοίξει το στόμα της και θα ομολογήσει την ενοχή της, θα ζητήσει συγχώρεση από το παιδί της, θα του εξηγήσει έστω γιατί. Δεν συνέβη τίποτα από όλα αυτά.

Πλησίασε και της έκλεισε τα μάτια κοιτάζοντάς την για μια τελευταία φορά.

– Μαμά, στο τέλος όλοι πάμε στο διάολο

είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω του πρωτού δακρύσει.

 

 

 

*Ο Βεργής Βιργίλιος γεννήθηκε το 1995. Σπουδάζει δραματολογία στο τμήμα θεάτρου του ΑΠΘ και ασχολείται με την σκηνοθεσία. Αγαπά πολύ το ροκ, τα βιβλία και όλα τα συγκροτήματα των εφηβικών του χρόνων . Ασχολείται με τα περισσότερα λογοτεχνικά είδη και αρθρογραφεί στα μέσα για κοινωνικοπολιτικά και καλλιτεχνικά ζητήματα. Από τις εκδόσεις Ιωλκός κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του, Ερέβους έλευσις: εφηβική καταμέτρησις. Αυτό το διάστημα γράφει ένα εφηβικό μυθιστόρημα, ένα αφήγημα και ετοιμάζεται η κυκλοφορία του νέου του ποιητικού βιβλίου.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top