Fractal

Διήγημα: Λαθρομετανάστης

του Δημήτρη Γιατρέλλη // *

 

imiΟ Νόρτον σπρώχνει προς τα πίσω το κάθισμα και τεντώνει νωχελικά τα χέρια του. Άλλη μια μέρα σκληρής και επίπονης εργασίας έχει τελειώσει. Κοιτάζει για μια στιγμή την οθόνη του υπολογιστή και γεμάτος ικανοποίηση για το αποτέλεσμα πατά το πλήκτρο που ολοκληρώνει και σώζει το έργο του, στέλνοντάς το ταυτόχρονα στα Κεντρικά. Σηκώνεται και περπατά για λίγο σκεφτικός στο στρογγυλό δωμάτιο. Έχει πιάσει τη νόρμα παραγωγής μια ολόκληρη βδομάδα πριν τελειώσει ο μήνας, για τρίτο συνεχόμενο μήνα. Το πρωτοφανές αυτό γεγονός, που σχολιάστηκε μέχρι και στο δελτίο ειδήσεων, έχει αλλάξει άρδην τη ζωή του. Από τη μια έχαιρε της εμπιστοσύνης της Διοίκησης απολαμβάνοντας τα προνόμια που απέρρεαν απ’ αυτή κι από την άλλη δεν μπορούσε να υποφέρει τα σχόλια και το δούλεμα των κολλητών του. Υπήρχαν βέβαια κι όλοι αυτοί που τον μισούσαν, άλλοι από ζήλια κι άλλοι από συμφέρον, αλλά με αυτούς δεν είχε πρόβλημα. Καλύτερα να ζηλεύουνε παρά να σε λυπούνται, έλεγε στον εαυτό του κάθε φορά που λάμβανε ανώνυμα μέιλ με βρισιές. Είχε μάλιστα τυπώσει την ελληνική παροιμία και την είχε εισάγει σε μια κορνίζα που είχε τοποθετήσει στο γραφείο του.

Πρόβλημα έγινε μετά την ανακοίνωση της Διοίκησης ότι σχεδιάζεται η αύξηση της νόρμας παραγωγής. Τα υβριστικά μέιλ είχαν πολλαπλασιαστεί και είχαν μετατραπεί σε απειλητικά. Η Προστασία, στην οποία είχε αποταθεί, του απάντησε ότι όλα προέρχονταν από τα τσάγια και μόνο αν αυτά έκλειναν θα μπορούσε να εντοπίσει τους δράστες. Όμως αυτό δεν ήταν της δικαιοδοσίας της και θα έπρεπε να θέσει το ζήτημα στη Διοίκηση. Εδώ ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Τα τσάγια, που είχαν δημιουργηθεί πρόσφατα, αποδείχτηκαν εξαιρετικά δημοφιλή. Ήταν εικονικά σημεία διασκέδασης, συνάντησης και ανταλλαγής αρχείων. Από κει μπορούσες να στήσεις διάφορες φάρσες, να στείλεις ανώνυμα μέιλ και να λάβεις παράνομο λογισμικό, χωρίς τον ασφυκτικό κλοιό που είχε επιβληθεί εδώ και δεκαετίες στο δίκτυο. Οι αντιφρονούντες τα παρουσίαζαν σαν κατάκτηση του κινήματος, οι κρατούντες σαν προσφορά της Διοίκησης, όλοι όμως απολάμβαναν τη χρήση τους.

Ο ήχος της εισερχόμενης κλήσης διώχνει τις σκέψεις του. Η οθόνη υδραργύρου βγαίνει από τον θόλο της οροφής και σταματά μπροστά του. Η αγαπημένη μορφή του Κολντ εμφανίζεται χαμογελαστή.

– Γεια σου Σταχάνωφ! Πώς παν τα κέφια;

– Σου έχω πει εκατό φορές να μη με αποκαλείς έτσι. Από τη στιγμή που δεν με καταλαβαίνουν οι φίλοι μου τι να περιμένω από τους άλλους;

– Και πόσοι νομίζεις θα καταλάβουν τι εννοώ αν με ακούσουν να σε αποκαλώ έτσι; Είμαι ο μόνος σε όλη την επικράτεια που εξαργύρωσα το μηνιαίο μπόνους κάλυψης της νόρμας με την ιστορία του ΚΚΣΕ. Ήθελα να έβλεπες τη φάτσα της υπαλλήλου όταν το παράγγειλα. Έκανε πέντε λεπτά να καταλάβει τι ήθελα. Για πες, πιο είναι το περίφημο μπόνους που εξασφάλισες μετά από τόση δουλειά;

– Θυμάσαι το ντριμ ριάλιτι;

– Ποιο λες; Το παλιό εκείνο πρόγραμμα ύπνου που σε μετέφερε σε αρχαίους πολιτισμούς;

-Ακριβώς! Είχα πάθει μια ψύχωση με αυτό όταν τυχαία, μια και μοναδική φορά, με μετέφερε στην Ελλάδα του 2010.

– Μη μου πεις ότι ζήτησες αυτό το πρόγραμμα αντίκα!

– Πάντα βιαστικός. Έχω την τελευταία του έκδοση όπου μπορείς να διαλέξεις τη χώρα που θέλεις εσύ κάθε φορά που το χρησιμοποιείς. Δεν χρειάζεται να σου πω πια διαλέγω κάθε βράδυ. Έχω μια ψύχωση με τον πολιτισμό της Ελλάδας. Από τους πρώτους ποιητές της και τους παλιούς φιλόσοφους μέχρι τους τελευταίους τραγουδιστές. Άσε που την ημέρα μπορείς να το χρησιμοποιείς και σαν βιβλίο όπου υπάρχουν τα πάντα που έχουν γράψει οι Έλληνες. Εκατό ζωές δεν θα μου έφταναν για να τα διαβάσω όλα αυτά. Επίσης με το συγκεκριμένο πρόγραμμα μπορείς να ακούσεις τη μουσική των Ελλήνων. Έχει ολόκληρο το μουσικό κουτί του Νταλάρα, το διανοείσαι;

– Ποιος είναι πάλι τούτος;

– Πού να σου εξηγώ! Ένας τραγουδιστής είναι που μου αρέσει.

– Τέλος πάντων δικό σου είναι το μπόνους. Εγώ στη θέση σου θα είχα προτιμήσει εικονικές γυναίκες από κάθε χώρα και από κάθε αιώνα. Στα τσάγια κυκλοφορεί η φήμη ότι τα μέλη της Διοίκησης έχουν πετύχει αληθινές επαφές με γυναίκες από άλλους κόσμους.

– Αυτό είναι αδύνατον και το ξέρεις.

– Δεν ξέρω πια τι να υποθέσω. Με τους ρυθμούς που προχωράει η επιστήμη όλα είναι πιθανά. Ας τα αφήσουμε αυτά. Για πες μου τα δικά σου. Τι έκανες με την Μις Σπαρ;

– Άσε μη μου το θυμίζεις. Δεν βλέπω να υπάρχει μέλλον στη σχέση.

– Μα γιατί; Αφού τη γουστάρεις.

– Κάνω τα αδύνατα δυνατά για να την ικανοποιήσω. Τις προάλλες ο δίσκος μου είχε ανεβάσει χίλιες στροφές το νανοδευτερόλεπτο…

– Έλα!

– Άμα σου λέω! Κόντεψα να τα τινάξω όλα στον αέρα και η άτιμη προσποιήθηκε τον οργασμό.

– Υπερβολικός. Πού το ξέρεις ότι προσποιήθηκε;

– Ένα από τα προνόμια του έχτρα μπόνους. Μου πέρασαν μια ρουτίνα στον υπολογιστή που διακρίνει πότε μια γυναίκα προσποιείται.

– Απίστευτο! Άμα σου λέω για την επιστήμη. Σε λίγο θα έρθουμε σε πραγματική επαφή, αν δεν έχουν έρθει ήδη τα κοπρόσκυλα της εξουσίας.

Η ώρα περνά και οι δυο φίλοι αποχαιρετίζονται. Η οθόνη κλείνει κι επιστρέφει στη θέση της. Ο Νόρτον ανοίγει για λίγο τον θόλο της οροφής. Ένα ολόγιομο φεγγάρι γεμίζει το οπτικό του πεδίο και του κόβει την ανάσα. Βάζει μουσική. Η φωνή του αγαπημένου του τραγουδιστή γεμίζει το χώρο:

Κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή να ξαναρθεί, το καράβι στο λιμάνι θα φανεί…

*****

Όλα είναι έτοιμα για το βραδινό ταξίδι του Νόρτον. Τοποθετεί το πρόγραμμα στον υπολογιστή, ξαπλώνει στο κρεβάτι και κλείνει τα μάτια. Νιώθει τον κυματισμό – ανατρίχιασε, μύρισε το αεράκι – αναζωογονήθηκε. Το δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού, το τμήμα της χοάνης μεταφοράς, περνά και βρίσκεται στον μαγικό του κόσμο, στη χώρα των θαυμάτων. Αθήνα διαμαντόπετρα στης γης το δακτυλίδι, αναφώνησε τη γνωστή φράση του Παλαμά, μόλις προσγειώθηκε στον Εθνικό Κήπο, δίπλα στο Ζάππειο. Χρώματα κι αρώματα τον περιβάλλουν από παντού. Το πράσινο κυριαρχεί σε αυτόν τον άτυπο διαγωνισμό χρωμάτων. Χαρούμενες φωνές μικρών παιδιών σμίγουν με τα κουάκ που αφήνουν ανέμελα οι πάπιες στις λιμνούλες. Κάθεται σε ένα παγκάκι και απολαμβάνει τις εικόνες, τους ήχους, τις οσμές. Μακάρι να μπορούσα να ζήσω κι εγώ εδώ, σκέφτεται και τον παίρνει το παράπονο. Κλείνει τα μάτια, σε μια προσπάθεια να αναλογιστεί τη δική του θέση σε έναν τέτοιο παραμυθένιο κόσμο, όταν νιώθει την παρουσία δίπλα του.

Τα μάτια του ανοίγουν και μαζί με αυτά και το στόμα του διάπλατα από ανείπωτο θαυμασμό. Δίπλα του κάθισε ένα πλάσμα, που όσο και να προσπαθεί δεν μπορεί να βρει κανένα μέτρο σύγκρισης από τον δικό του κόσμο. Ευτυχώς που δεν με βλέπει, λέει μέσα του κι αρχίζει να την παρατηρεί γεμάτος έξαψη. Ξανθά μαλλιά ελαφρώς κατσαρά που φτάνουν μέχρι τη μέση της, πρόσωπο με συμμετρικά χαρακτηριστικά χωρίς να λείπει ή να περισσεύει κάτι. Τα μάτια της υγρά στο χρώμα του ουρανού, τον κάνουν να αναλογιστεί πως αν πράγματι είναι ο καθρέφτης της ψυχής όπως έλεγαν, ο εσωτερικός της κόσμος πρέπει να ήταν πιο πλούσιος ακόμα κι από τον εξωτερικό της κόσμο. Έναν κόσμο, που τον προσδιορίζουν δυο στήθη που μάταια προσπαθεί να τιθασεύσει ένα επαρμένο μεταξωτό πουκάμισο και τον χαρακτηρίζουν δυο πόδια, που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του εφαρμοστού τζιν να τα συγκαλύψει, το μόνο που καταφέρνει τελικά είναι να δημιουργεί δεύτερες σκέψεις για τη ζωή και το σύντομο του βίου στον καθένα που τα παρατηρεί. Κάνει να απλώσει το χέρι του και να ακουμπήσει για λίγο τη γυναίκα που βρίσκεται δίπλα του, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να το περιφέρει άσκοπα στον αέρα. Καταραμένη εικονικότητα, βρίσκομαι μέσα στο όνειρο, να πάρει! Βρίζει δυνατά και φεύγει από κοντά της για να μην υποφέρει άλλο. Αρχίζει να περιφέρεται άσκοπα στον κήπο βαθιά προβληματισμένος. Πρέπει να βρω τρόπο να ζήσω αληθινά έστω και μια μέρα σε τούτο τον κόσμο. Να γευτώ, να αισθανθώ όλες τις χαρές του. Να γνωρίσω από κοντά αυτούς τους καταπληκτικούς ανθρώπους. Ποιος ξέρει πόσο ανώτερη θα ήταν τώρα η ζωή όλων μας αν δεν υπήρχε το Σημείο Μηδέν. Και βέβαια να σμίξω με μια τέτοια γυναίκα, να δω από κοντά αν είναι αλήθεια όλα όσα έχω διαβάσει για τις γυναίκες και τον έρωτα του παλιού κόσμου. Αυτός είναι πλέον ο σκοπός της ζωής μου και εκεί θα αφιερώσω όλο μου το είναι. Φανερά ανακουφισμένος από την απόφαση που παίρνει, επιστρέφει στον κόσμο του και συγκεκριμένα στο σπίτι του.

Ξεκινά συστηματικά να ασχολείται με τα τσάγια και οτιδήποτε θα μπορούσε να βρει εκεί για προγράμματα διακτινισμού και τηλεμεταφοράς. Διαπιστώνει, με λύπη του, ότι τέτοια προγράμματα υπήρχαν μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες του παλιού και του νέου κόσμου. Μετά από πολύ ψάξιμο καταφέρνει να εντοπίσει ένα πειρατικό πρόσθετο που βελτιώνει το δικό του λογισμικό. Συγκεκριμένα μπορεί με αυτό να πάρει από τα ονειρικά του ταξίδια, γεύσεις και μυρωδιές από τους κόσμους που επισκέπτεται. Το παζάρι για την απόκτησή του είναι πολύ σκληρό. Αναγκάζεται να παραχωρήσει όλα του τα προνόμια, να δεσμευτεί για λιγότερη εργασία και να δώσει ακόμα και τη ρουτίνα εντοπισμού του γυναικείου οργασμού. Σε αντάλλαγμα παίρνει το πρόσθετο με ανοιχτό κώδικα, ώστε να μπορέσει να το βελτιώσει στον δικό του εξελιγμένο υπολογιστή. Έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να το κάνει αυτό. Μόνο που τώρα πρέπει να βιαστεί, γιατί σε λίγο, με τη συνεχή πτώση της παραγωγικής του εργασίας, θα χάσει και το πρόγραμμα και τον υπολογιστή του. Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Αφού μελετά ενδελεχώς τον κώδικα του πρόσθετου, κάνει τις βελτιώσεις που κρίνει απαραίτητες και ετοιμάζεται για το ταξίδι. Το πρωί που ξυπνά, έχει έντονη στο στόμα του τη γεύση τζατζικιού και το σώμα του μυρίζει σανέλ νούμερο πέντε. Γεμάτος ικανοποίηση σφίγγει το χέρι του σε γροθιά και φωνάζει δυνατά:

– Πάμε γερά!

Έχει εντοπίσει τον τρόπο με τον οποίο το πρόσθετο επηρεάζει τις συντεταγμένες του χωροχρόνου και εκεί ρίχνει όλο του το βάρος. Υπολογίζει το έσχατο σημείο αντοχής του συστήματος και ρυθμίζει το πρόγραμμα ώστε να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα. Γεμάτος ικανοποίηση από το αποτέλεσμα αλλά και πολύ κουρασμένος από την όλη προσπάθεια, σηκώνεται για μια βόλτα στο μοναδικό του δωμάτιο, σε μια προσπάθεια να χωνέψει το όλο εγχείρημα. Το ρίσκο που αναλαμβάνει είναι τεράστιο. Πρώτα και κύρια το πρόγραμμα ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταρρεύσει και ο ίδιος να χαθεί σε κάποια μαύρη τρύπα του διαστήματος. Αλλά και να μη συμβεί αυτό, μετά από τέτοια επιχείρηση, θα γίνει αντιληπτός από τη Πληροφόρηση κι εκτός από κατασχέσεις, υποβάθμιση και αλλαγή στέγης θα περάσει και από δίκη για παράνομη εισβολή σε απαγορευμένους χώρους. Δεν θέλει καθόλου να σκεφτεί την ποινή για μια τέτοια καταδίκη. Είναι τέτοια όμως η λαχτάρα του για μια επαφή με τον παλιό κόσμο που δεν διστάζει καθόλου. Πατά το κουμπί και ξαπλώνει στο κρεβάτι έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του.

*****

Τούτη τη φορά ο κυματισμός έχει μετατραπεί σε τρικυμία και το αεράκι σε θύελλα. Το κομμάτι της χοάνης δεν είναι απλά δύσκολο αλλά τρομακτικό. Εκκωφαντικοί κρότοι και απερίγραπτες κραυγές τον κάνουν να χάσει τη ψυχραιμία του. Κουλουριασμένος και τρέμοντας από τον φόβο του παρακαλεί να τελειώσει το μαρτύριο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όλα αρχίζουν να γυρίζουν με αυξανόμενη ταχύτητα, μέχρι που ο ρυθμός ξεφεύγει της αντίληψής του και λιποθυμά.

Ο επίμονος κι επαναλαμβανόμενος ήχος τον κάνει να καταλάβει ότι αυτό που ακούγεται είναι κάτι διαφορετικό, έρχεται έξω από τις πτυχές του ονείρου. Ανοίγει τα μάτια του και διαπιστώνει ότι είναι στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος, ακριβώς δίπλα στη σκοπιά του τσολιά. Από το δρόμο περνούν σε πορεία πολλοί νέοι άνθρωποι που φωνάζουν ρυθμικά όλοι μαζί:

– Δεν θα περάσει!

Χτυπάν παλαμάκια και πάλι από την αρχή. Πίσω τους με βήμα σημειωτόν ακολουθούν αυτοκίνητα και μηχανάκια που ο οδηγοί τους βρίζουν, κορνάρουν και παρακαλούν ταυτόχρονα τους προπορευόμενους να τους αφήσουν να περάσουν. Ο Νόρτον εντυπωσιασμένος από το σκηνικό, αφήνει τον τσολιά και πλησιάζει να δει καλύτερα και κυρίως να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Περνά στο δρόμο αμέριμνος, όταν βλέπει το μηχανάκι να φρενάρει απότομα, να σέρνεται στο δρόμο και τελικά να πέφτει πάνω του. Ο πόνος είναι άμεσος και οξύς σαν αστροπελέκι. Πέφτει στο πεζοδρόμιο και πιάνει το πόδι του ουρλιάζοντας. Την ίδια όμως στιγμή αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται επιτέλους στον μαγικό κόσμο, όχι πια σε όνειρο αλλά άγνωστο πώς, είναι εκεί ψυχή τε και σώματι. Σηκώνεται κι αρχίζει να χοροπηδά από τη χαρά του.

– Στραβός είσαι, ολόκληρο στόλο από αυτοκίνητα και μηχανάκια, δεν τον είδες; τον ρωτά αγριεμένος ο οδηγός από το μηχανάκι.

– Καλά είμαι, μια χαρά είμαι, λέει ο Νόρτον. Μόνο που τα λόγια που πρόφερε του ακούγονται στα αυτιά σαν άγνωστη γλώσσα. Άγνωστη ακούγεται η γλώσσα και στον οδηγό.

– Τι λες; Μίλα ελληνικά!

Αυτό δεν το έχει υπολογίσει· ενώ καταλαβαίνει τα πάντα, όταν μιλά, ούτε ο ίδιος αντιλαμβάνεται τι λέει. Η εξέλιξη αυτή δεν στέκεται ικανή να τον σταματήσει από το χοροπηδητό του.

– Είσαι βλαμμένος Αλβανέ! Διαπιστώνει ο οδηγός, ανεβαίνει στο μηχανάκι του και φεύγει

O Νόρτον δεν δίνει σημασία. Έχει άλλες έγνοιες στο μυαλό του, δεν μπορεί με τίποτα να πιστέψει αυτό που του συμβαίνει. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβεβαιώνει τη νέα του κατάσταση. Πηγαίνει καταπάνω στον διαβάτη που έρχεται κι αυτός στρίβει την τελευταία στιγμή για να τον αποφύγει. Ένας μάλιστα πέφτει πάνω του και χτυπούν τα κορμιά τους. Όσο οι περαστικοί τον βρίζουν, τόσο το διασκεδάζει. Σταματά έξω από ένα καφέ και παρατηρεί τους θαμώνες που πίνουν το καφέ τους και συζητούν σε παρέες. Ευκαιρία να δοκιμάσουμε τον περίφημο ελληνικό καφέ, σκέφτεται και μπαίνει μέσα. Κάθεται σε ένα τραπέζι και ο σερβιτόρος πλησιάζει.

– Έναν ελληνικό καφέ, λέει και χαμογελά.

– Γουάτ; Ρωτά ο σερβιτόρος έκπληκτος.

Ο Νόρτον συνέχεια ξεχνά ότι κανένας δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα που μιλά και κάνει με το χέρι του την κίνηση που φανερώνει πως θέλει να πιει.

– Κόφι;

Γνέφει καταφατικά το κεφάλι του.

– Γουάτ κόφι; τον ξαναρωτά και του προτείνει ένα γυαλιστερό χαρτί που έχει εικόνες με διάφορα ποτήρια. Του δείχνει στην τύχη ένα.

– Εσπρέσο, λέει φεύγοντας ο σερβιτόρος.

Ο καφές έρχεται κι όλο λαχτάρα πίνει μια γερή γουλιά. Η πικράδα που νιώθει τον υποχρεώνει να κλείσει τα μάτια και να σφίξει τα δόντια. Ο μορφασμός του, κάνει τη μια από τις δυο κοπέλες που βρισκόταν στο διπλανό τραπέζι να χαμογελάσει. Ο Νόρτον την παρατηρεί και προσέχει ότι μοιάζει πολύ με την ιδανική κοπέλα του Εθνικού Κήπου. Το χαμόγελό της το λαμβάνει σαν σήμα αποδοχής. Παίρνει τον καφέ του και πάει στο τραπέζι των κοριτσιών. Τα κορίτσια ανοίγουν το στόμα τους από την έκπληξη με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει και ο ίδιος, όταν είδε την κοπέλα στο παγκάκι. Την κίνηση που κάνει δεν τη σκέφτεται καθόλου, γίνεται από μόνη της. Απλώνει το χέρι του, πιάνει το στήθος της κοπέλας και το σφίγγει με θαυμασμό.

Η σκηνή που ακολουθεί ξετυλίγεται με κινηματογραφική ταχύτητα. Οι κοπέλες πετάγονται πάνω, αρχίζουν να ουρλιάζουν και οι καφέδες πέφτουν στο πάτωμα. Μια κυρία από δίπλα φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση:

– Δράκος πιάστε τον!

Ο Νόρτον έκπληκτος και γεμάτος απορία οπισθοχωρεί, ρίχνοντας και από άλλο τραπέζι τους καφέδες και τα νερά. Βλέπει τον σερβιτόρο και δυο νεαρούς να κινούνται απειλητικά προς το μέρος του και τρέπεται σε φυγή. Η καρδιά του χτυπά δυνατά και τρέχει σαν χαμένος χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Οι διώκτες πίσω του αυξάνονται όπως και οι φωνές τους.

– Δράκος, κλέφτης, πιάστε τον!

Κάποιος του βάζει μια τρικλοποδιά και σωριάζεται στο έδαφος. Πέφτουν πάνω του καμιά δεκαριά και αρχίζουν να τον γρονθοκοπούν με μανία.

Το ξύλο σταματά μόλις ακούγεται μια σφυρίχτρα. Βλέπει δυο άντρες με ομοιόμορφη στολή να πλησιάζουν. Σώθηκα, θα είναι η Προστασία, σκέφτεται ανακουφισμένος. Οι δυο άντρες φτάνουν και ρωτούν το σερβιτόρο που εξακολουθεί να τον κρατάει κάτω, τι συμβαίνει. Ο σερβιτόρος λαχανιασμένος αρχίζει να λέει πως είναι μανιακός, δεν πλήρωσε το λογαριασμό του και έβαλε χέρι σε δυο κοπέλες μπροστά σε όλο τον κόσμο.

Ο αστυνομικός απευθύνθηκε στον Νόρτον.

– Γιατί τα έκανες όλα αυτά;

– Δεν έκανα τίποτα, απαντά και κανείς δεν καταλαβαίνει τι λέει.

– Λαθρομετανάστης, λέει ο άλλος αστυνομικός και του φορά χειροπέδες.

Στο δρόμο για το τμήμα τον ρωτάν αν έχει χαρτιά αλλά ο Νόρτον τους κοιτάζει χωρίς να μιλά πλέον.

– Χεβ πέιπερς ρε μούλε;

Πάλι δεν απαντά.

– Για Αφγανός μοιάζει και στη φάτσα και στη γλώσσα του. Θα τον δηλώσουμε στο αυτόφωρο παράνομο μετανάστη χωρίς χαρτιά από το Αφγανιστάν.

– Και τι θα γίνει στο αυτόφωρο; ρωτά ο άλλος αστυνομικός

– Τι θες να γίνει; Ότι γίνεται πάντα. Θα καταδικαστεί και θα διαταχθεί η απέλασή του. Συνηθισμένα πράγματα.

Ο Νόρτον αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη. Φτάνουν στο τμήμα και τον οδηγούν στο κελί του υπογείου. Ο ειδικός φρουρός ξεκλειδώνει την πόρτα του κελιού. Την ώρα που ο Νόρτον νιώθει τη δυνατή κλωτσιά στα οπίσθια, ακούει από το ραδιόφωνο του σκοπού τη φωνή του αγαπημένου του τραγουδιστή:

Μα ποιο είναι κείνο το όνειρο που βγαίνει πάντα αλήθεια…

https://www.youtube.com/watch?v=B0E9ws4NnkA

 

* Ο Δημήτρης Γιατρέλλης γεννήθηκε το 1959 στον Πολυχνίτο Λέσβου. Μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Από το 1989 ζει με την οικογένειά του στη Μυτιλήνη. Έχει εκδώσει το 2011 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το μυθιστόρημα: «Το τραγούδι του κούκου». Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανίδα το μυθιστόρημα: «Είμαστε ακόμα εδώ».

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top