Fractal

Διήγημα: «Κόκκινα φεγγάρια»

του Κώστα Βελούτσου // *

 

Typewriter_keys(απόσπασμα)

…Στεκόμουν στο ανοιχτό παράθυρο του θαλάμου από τις πρώτες βραδινές ώρες και παρακολουθούσα την ανατολή του. Ξεπρόβαινε αργά από τα βάθη του πελάγους μα το κόκκινο ήταν τόσο δυνατό που φώτιζε παντού. Είχα τα μάτια μου στραμμένα πάνω του κι ένοιωθα να με πλησιάζει όσο εκείνο ανέβαινε ψηλά. Τότε έπαιρνα ένα χαρτί, και με τις μπογιές μου χρωμάτιζα μαύρο το φόντο και ολοκόκκινο αυτό. Δυο ήταν τα κόκκινα φεγγάρια που αγάπησα. Το ένα στις αρχές αυτού του μήνα και το άλλο προς το τέλος… Προς το τέλος του καλοκαιριού. Ήταν τα δικά μου, κι αυτά περίμενα με λαχτάρα να ’ρθουν. Πάντα στη ζωή μου κάτι καρτερούσα από τότε που ήμουν παιδί. Περίμενα την μάνα μου να γυρίσει από την δική της νύχτα και τότε όλα ήταν όμορφα γύρω μου. Ο φόβος έφευγε όπως και η μοναξιά μου… Σαν τα κόκκινα φεγγάρια που κι αυτά περιμένω να ’ρθουν για να μου ζεστάνουν την ψυχή με το χρώμα τους. Σου είπα ποτέ γι’ αυτά; Εκείνα που ζωγράφιζα τότε στο ίδρυμα; Κόκκινα ήταν όλα, και ξεχώριζαν από μακριά. Όλα ήταν διαφορετικά κι ας έμοιαζαν μεταξύ τους. Το
καθένα είχε κάτι από μένα. Κάτι από το κόκκινο της μητέρας μου, και από το μαύρο της δικής μου ζωής. Άλλοτε ήταν έντονα σκούρα κι άλλες φορές ήταν πιο ανοιχτά, θαρρείς πως είχαν μες στο χρώμα τους λευκές σταγόνες που ανακατεύτηκαν κάνοντάς τα πιο φωτεινά. Αν τα πρόσεχες πολύ καλά κι επικεντρωνόσουν πάνω τους σε παρέσερναν στο δικό τους παιχνίδι. Μου δημιουργούνταν η εντύπωση πως αναβόσβηναν, και γίνονταν κατάμαυρα και άλλοτε είχαν έναν βαθύ κατακόκκινο χρωματισμό, σκούρο σαν κι αυτό το χρώμα που είχε το δικό μου αίμα. Σκούρο και κόκκινο. Ώρες τα παρακολουθούσα και όλη τη νύχτα είχα τα μάτια μου πάνω τους…

Ήταν η πρώτη φορά, ο πρώτος μου Αύγουστος στο ίδρυμα που μ’ έκανε ν’ αγαπήσω αυτά τα φεγγάρια. Εκείνον τον Αύγουστο θα τον θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή, που ταξίδεψα κι έφτασα πολύ κοντά στο κόκκινο φεγγάρι, αλλά δεν είχα τη δύναμη να τ’ ακουμπήσω, παρά μόνο έσκυψα και πήρα λίγο απ’ εκείνο το κόκκινο χρώμα του κι αμέσως βάφτηκαν οι παλάμες μου. Σαν κρυστάλλινο νερό ήταν, τόσο δροσερό σαν κι αυτό του καλοκαιριού που το αναζητάς για να ξεδιψάσεις… Το έβαλα μες στις χούφτες των χεριών μου, και το ’φερα ως τα χείλη μου προσέχοντας να μην πέσει ούτε μια σταγόνα κάτω. Λίγο πριν το γευτώ, καθρεφτίστηκε μέσα σ’ αυτό το πρόσωπό μου, κι ήμουν τόσο όμορφη σαν κι αυτήν, τη μάνα μου. Οι αμυχές που είχα, όλες είχαν εξαφανιστεί σα να τις γιάτρεψε εκείνο το φεγγαρόνερο… Το ίδιο και τα μαλλιά μου ήταν ξανθά σαν τα δικά της, όπως και τα μάτια μου είχαν κάτι απ’ αυτά που λάτρευα να βλέπω. Τα χείλη μου βάφτηκαν κι αυτά κόκκινα όπως και όλο μου το σώμα ήταν ολόιδιο σαν της μάνας μου. Η ζωή μου νόμιζες πως ήταν αλλιώτικη πολύ διαφορετική, χαρούμενη, κι από μέσα μου ένοιωθα ξανά την ψυχή μου ζωντανή. Την άκουγα να αισθάνεται την ευτυχία και την αγάπη… Δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ εκείνη η στιγμή. Αυτές οι στιγμές που περίμενα να δω τα φεγγάρια ήταν σαν κι αυτές της προσμονής και της αγωνίας που ένοιωθα όταν ήμουν μικρή. Σαν κι εκείνες που καρτερούσα να γυρίσει η μάνα μου… Και τότε, όλα κινούνταν μια άλλη διάσταση σαν να βάφονταν κόκκινα… το χρώμα που της άρεσε να βάζει πάνω της. Το δικό της κόκκινο ήταν σαν κι αυτό ίδιο με το χρώμα των φεγγαριών τ’ Αυγούστου.

…Εκείνα τα βράδια δεν ήθελα να κοιμηθώ. Ζούσα και ξαναζωντάνευα σα να τελείωνε ο δικός μου θάνατος κάθε Αύγουστο βλέποντας τα κόκκινα φεγγάρια του. Τα περίμενα όλη τη χρονιά, πρόσμενα τον ερχομό τους, όπως τότε που ήμουν παιδί περιμένοντας να’ ρθει η μάνα μου. Τότε που το σκούρο σαν της ζωγραφιάς μου έφευγε, και το κόκκινο σαν του φεγγαριού ήταν πια δίπλα μου.

Έτσι ήταν και τα φεγγάρια του καλοκαιριού που ξεπερνούσαν κάθε εμπόδιο στο δρόμο τους, προσπερνούσαν τα σύννεφα και ξεπρόβαλαν ζωηρά και φωτεινά λαμπρύνοντας κάθε σκοτεινό μονοπάτι. Φέγγιζαν και το δικό μου, κάνοντάς το μια ευθεία κόκκινη γραμμή που στο τέλος του με περίμενε εκείνη. Αγάπησα αυτά τα φεγγάρια όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου. Μ’ αρέσει το κόκκινο έντονο χρώμα που είχαν αυτά… Μ’ αρέσουν γιατί μου θυμίζουν τα χρόνια με την μάνα μου…

Μου θυμίζουν κι αυτές τις στιγμές, αυτά τα έξι χρόνια δίπλα της που δεν θέλω να τα ξεχάσω ποτέ. Θέλω να θυμάμαι για να φουντώνει το δικό μου μίσος γι’ αυτήν…

Η Σοφία έκανε μια μικρή παύση, κι από μέσα της έβγαλε έναν βαρύ αναστεναγμό για να συνεχίσει το λόγο της. Τα μάτια της είχαν αρχίσει να υγραίνουν και η ανάσα της έγινε ακόμα πιο βαριά. Το βλέμμα της ήρεμο, αυστηρά διεισδυτικό, σα να έμπαινε μες στις εποχές και στα χρόνια που πέρασαν για να «δει» ξανά την Σοφία μικρό παιδί, ακόμα και για να ξαναζήσει όλες τις στιγμές. Τότε ήταν που ένα κορίτσι τους πλησίασε κι ήταν ολόιδιο σαν κι αυτήν. Ντυμένο με σκούρα ρούχα και τα μαλλιά του ήταν κοντά, μα το βλέμμα του λυπητερό και φοβισμένο. Το φουστάνι που φορούσε ακουμπούσε ως το πάτωμα και ξυπόλητο έσερνε τα βήματά του για να φτάσει μέχρι τον Θωμά και την Σοφία. Εκείνη την χάιδεψε στα μάγουλα κι ένα γέλιο βγήκε πάνω στα χείλη του νοιώθοντας την αγάπη της. «Ήρθατε για μένα έτσι δεν είναι; Και το βράδυ θέλω να είστε εδώ, δίπλα μου δεν θέλω να φύγετε… Δεν θέλω να φοβάμαι. Κουράστηκα να είμαι μόνη, να μη μιλάω, να μην ακούω φωνές…» Η Σοφία δάκρυσε φέρνοντας στην μνήμη της παλιές εικόνες και κάθισε καλύτερα στην πολυθρόνα, σφίγγοντας με το χέρι της εκείνο του Θωμά για να ξαναρχίσει.

Κοντά της δεν έζησα τίποτα… δεν θυμάμαι μια όμορφη στιγμή μαζί της. Ακόμα και τότε που γύριζε στο σπίτι από τα ερωτικά της ταξίδια κλείνονταν στο δωμάτιό της κι εγώ πάλι μονάχη ήμουν. Μετρούσα με τα δάχτυλά μου τις ώρες ώσπου να νυχτώσει ξανά …για να τη δω να φεύγει. Το φως της ημέρας για μήνες δεν το έβλεπα και στις φωνές των άλλων παιδιών της γειτονιάς έκλεινα με τα χέρια τ’ αυτιά μου για να μην ακούω… να μη χαίρομαι να μη θέλω τίποτα.

Ένα ξημέρωμα έτρεξα στην πόρτα για να την αγκαλιάσω όταν γύρισε, κι ήθελα τόσο πολύ να της δείξω την αγάπη που είχα γι’ αυτήν… Ξύπνησα χαρούμενη από τ’ όνειρο που είχα δει. Ήμασταν οι δυο μας σ’ ένα άλλο σπίτι μεγάλο κι όμορφο που μοσχοβολούσε από τα δικά της αρώματα… αυτά της μητέρας. Μ’ αγαπούσε, κι εγώ ακόμα περισσότερο. Τα φιλιά της να ηχούν μες στα αυτιά μου το ίδιο και τα χάδια της που ήταν απαλά και τρυφερά σ’ όλο μου το σώμα. Χαμογελούσα και μ’ αυτό το γέλιο ξύπνησα όταν άκουσα τον θόρυβο της πόρτας. Έτρεξα γρήγορα για να τη δω… για να της πω για τ’ όνειρο, για να χωθώ μες στην αγκαλιά της, για να νοιώσω τα χείλη της στο μέτωπό μου… να την μυρίσω.

Δεν ήταν μόνη της. Με το χέρι της μ’ έσπρωξε για να περάσει αυτή κι ο άντρας της… Με προσπέρασε για άλλη μια φορά όπως με προσπερνούσε πάντα στη ζωή της. Δεν υπήρχα τότε… ποτέ δεν υπήρξα γι’ αυτήν. Καθημερινά αυτό ένοιωθα, και από την ημέρα που με γέννησε δεν με ήθελε.

Η λατρεία που είχα για την μάνα μου γρήγορα άλλαξε κι έγινε εκδικητική οργή τότε που με άφησε εκεί έξω να την περιμένω. Από τότε λαχταρώ ξανά για να την δω. Μετρώ κάθε μέρα κάθε λεπτό μακριά της, όπως εκείνα τα βράδια που την αναζητούσα για να μου δώσει ένα χάδι… κι ας μην το πήρα ποτέ, για να την ακούσω, να ’ρθει να μου γιατρέψει τον παιδικό μου πόνο και τους φόβους μου.

Τα δάκρυά μου έγιναν καυτά ποτάμια που μ’ έκαιγαν για να μην σβήσουν ποτέ… Τα ’βλεπα καθημερινά να κυλούν πάνω στα γόνατα, στα πόδια μου… κι όλη η ζωή έφευγε από πάνω μου για να πεθάνει οποιαδήποτε ένδειξη της δικής μου ύπαρξης ακόμα και της αγάπης που είχα για εκείνη… Όλα έφυγαν από πάνω μου… όλα. Τα δάκρυα στέγνωναν πάνω στα μάγουλά μου,μα τα σημάδια τους ήταν βαθιά, που έμειναν χαραγμένα για πάντα, σαν μαχαιριές που οι πληγές τους δεν «έκλεισαν» ποτέ.

Εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη θα το θυμάμαι… δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα…

 

* Ο Κώστας Βελούτσος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1966 στο Πλωμάρι της Λέσβου. Είναι έγγαμος και πατέρας δυο παιδιών και στο επάγγελμα πυροσβέστης. Δικά του έργα είναι το Σεργιάνι στη ζωή (2011) Τελευταία φορά (2013) και Ζωή από τον θάνατο (2014).

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top