Fractal

Διήγημα: “Κλέφτες”

του Δημήτρη Χριστόπουλου // *

 

Handwriting-007[Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας, μια κυρία που γνωρίζει τη γλώσσα των κωφαλάλων κ’ εγώ]

 

Κλέφτες. Ήταν η πρώτη λέξη που είπα. Για την ακρίβεια ήμουν κοντά στα έξι, λίγο προτού πάω σχολείο, όταν μίλησα για πρώτη φορά. Ο πατέρας έλεγε, «κάθε άνθρωπος θέλει τον χρόνο του». Τρύπωναν παντού. Με ακολουθούσαν κ’ εγώ τους κυνηγούσα σε όλο το σπίτι.

Όχι, έμενα μόνη όλη μέρα με τους κλέφτες συντροφιά. Με πρόσεχαν. Οι γονείς μου στα χωράφια. Δουλειές. Βάσανα. Φτωχοί άνθρωποι. Χρέη. Η μάνα χάθηκε από προσώπου γης μια μέρα. Δεν βρέθηκε πουθενά. Μου είπαν ότι την παρέσυρε ένας αφρισμένος χείμαρρος. Το τσεμπέρι της το μάζεψε ένας πατριώτης στο άλλο χωριό. Θα ’μουν καμιά δεκαριά, τότε. Ένα βράδυ είδα κακό όνειρο, δεν ξαναμίλησα. Ο πατέρας με φώναζε χαϊδευτικά «κλέφτη» κ’ εγώ το διάβαζα στα χείλη του.

Να τα λέω με τη σειρά, γιατί δεν βγάζετε άκρη; Έτσι είναι στο κεφάλι μου, έτσι τα λέω. Αλλιώς δεν μπορώ.

Λέτε, δεν είναι οι πραγματικοί γονείς μου. Δεν ξέρω! Αυτοί οι άνθρωποι με μεγάλωσαν. Με τα ζωντανά έμεναν. Πολύ φτωχοί σας λέω. Σηκωνόμασταν αξημέρωτα ακόμα για το άρμεγμα. Ζεστά που ήταν στο παχνί! Κρύωνα πολύ τα βράδια. Όταν η μάνα χάθηκε, ο πατέρας – να ‘ναι καλά – με έπαιρνε πια συνέχεια μαζί του στο σιδερένιο κρεβάτι με τις φλοκάτες και με κοίμιζε. Η παλάμη του έτριβε παντού το κορμί μου και μια κάψα ανέβαινε και με τσουρούφλιζε σαν φλόγα. Κάθε πρωί μού έβραζε γάλα και έκανα βούτες. Δεν με άφησε να ξαναπάω σχολείο. «Θα μείνεις εδώ μαζί μου. Δεν σου χρειάζονται εσένα τα γράμματα. Θα πάρεις τη θέση της συχωρεμένης. Ακούς;» έτσι μου είπε. «Αντιρρήσεις δεν σηκώνω εγώ». Κι εγώ υπάκουσα. Γιατί και το σχολείο δεν μου πολυάρεσε πια. Τα παιδιά με κορόιδευαν και μίλαγαν πίσω από την πλάτη μου. Βρομιές έλεγαν. Παλιόλογα. Έκλεισα τότε κ’ εγώ τ’ αφτιά και το στόμα μου για πάντα. Άχρηστα μού ήταν.

Ποια Αλβανία μου λέτε εσείς τώρα; Χώρα είναι αυτή ή γυναικείο άρωμα; Πού γεννήθηκα; Να πω την αλήθεια; Λέω αυτά που ξέρω. Αν θυμάμαι, ρωτάτε, τότε που η Ελίρα Μέντη με έφερε εδώ στο χωριό από την Καλαμάτα. Ποια είν’ αυτή; Δεν την έχω ακουστά.

Σας έλεγα για τους κλέφτες. Πέρναγα καλά μαζί τους. Τώρα πια λιγόστεψαν κι αυτοί. Σπάνια τους βλέπεις να κυκλοφορούν. Τους έπιανα στην παλάμη μου κι αυτοί απογειώνονταν σαν ελικοπτεράκια μόλις ένιωθαν την ανάσα μου. Φύσαγα δυνατά και στροβιλίζονταν στον αέρα. Εκατοντάδες κλέφτες σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Πίσω απ’ τα κρεβάτια, κάτω απ’ τα σανίδια, παντού σας λέω. Πιστέψτε με! Δεν τους έχετε δει; Δεν ξέρετε για ποιο πράμα μιλάω; Θα ’στε απ’ την πρωτεύουσα, φαίνεται. Εδώ, παλιά τα παιδιά παίζανε μόνο με τους κλέφτες. Κάποια τούς φύσαγαν πολύ δυνατά, κι αυτοί διαλύονταν στη στιγμή. Τότε πιάνανε άλλους κλέφτες και συνεχίζανε το παιχνίδι.

Αν ο πατέρας μου είχε διαφορές με κανέναν; Πού να ξέρω τέτοια πράματα. Στο χωριό όλοι γνωριζόμαστε, ο καθένας έχει τις παραξενιές του.

Αν με είχε δείρει ποτέ; Όταν δεν ήμουν πρόθυμη!

Πού χτύπησα το πρόσωπό μου; Γλίστρησα στην αυλή που έριχνα νερά και έπεσα με τα μούτρα.

Ένας γείτονας, λέτε, άκουσε τον πατέρα μου εκείνη τη μέρα να ουρλιάζει «κλέεεεεεφτης!» Κι αν είδα κανέναν εκεί κοντά; Όχι, σας λέω. Αυτή, λέτε, ήταν η τελευταία του λέξη. Αφού το λέτε εσείς, δεν αμφιβάλλω. Τι άλλο να σας πω; Την αλήθεια είπα.

Ρωτάτε αν ξέρω πώς βρέθηκαν τόσα χνούδια στον λάρυγγα και στα πνευμόνια του πατέρα, κι εκείνο το τσουβάλι δίπλα του τι δουλειά είχε. Εσείς είστε αστυνομικός, όχι εγώ.

Αν θα μείνω τώρα μόνη μου στο σπίτι; Θα ’χω παρέα τους κλέφτες. Όσους γλύτωσαν.

 

* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στον Πειραιά. Το 2013 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο “δημόσιες ιστορίες” (εκδ. Πηγή).

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top