Fractal

Διήγημα: “Ο ιερομόναχος”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

f4a

 

Εγώ, Θεόδωρος ιερομόναχος, περιδιαβαίνοντας τα ογδόντα, ξύπνησα πριν το λάλημα των πετεινών, καθώς ένα τριζόνι πελεκούσε το ύστερο σκοτάδι. Η ψυχή μου γαλήνια μετά από έναν ήσυχο ύπνο, χρόνια είχα ν’ αποκοιμηθώ, πήγα και κάθισα στο ακροχείλι της πάνω αυλής, σταγόνες μιας λεπτής δροσιάς στα μαλλιά μου, στα ρούχα μου ο αναστεναγμός της, στις λάμπες της κάτω πόλης δεσμίδες φωτός πλημμυρισμένες διάκοσμο ομίχλης και τα κρίματα των ανθρώπων. Και πάνω που είπα τα δικά μου να μετρήσω στο κομποσκοίνι, ψηλά ένα σύννεφο αγκομαχά με αυτό που κρουταλίζει στον φλοιό της κεφαλής μου χρόνια, νυχθημερόν, κι εκεί, με το λάλημα του πρώτου κόκορα, ένας διπλωμένος ίσκιος με τον αέρα να του τρυπά τα κόκαλα ήρθε και κάθισε σιμά μου. Δεν είχε μάτια, παρά κάτι κοκαλιάρικα χέρια που κρατούσαν ένα ξεφλουδισμένο κλαρί γιομάτο κόμπους και προσπαθούσε να τους λύσει και μίλησε σα σίγασε ο κόκορας:

«Πες μου ιερομόναχε, πριν ο ήλιος τα βρει και τα μεστώσει, μπορείς ν’ ακούσεις τα κρίματά μου και να με συγχωρήσεις;»

Ένα κοράκι πέρασε κοντά μας, ένα σύγκρυο με διέτρεξε…

«Έχω αμαρτήματα αδελφέ μου ασυγχώρητα… δεν μπορώ να δώσω σε άλλους συχώριο…» του είπα.

«Πώς εσύ, ιερομόναχε, μια ζωή στη σκέπη του θεού, έχεις αμαρτήματα ασυγχώρητα;»

«Μπορεί ο θεός να με συγχώρεσε… δεν ξέρω… όμως εγώ δεν συγχώρησα τον εαυτό μου».

Σώπασα κι εκείνος κοίταξε το κλαρί που γράπωνε σαν παιδί που σφιχτοδένει ανεκτίμητο παιχνίδι.

Οι στερνές σταγόνες της δροσιάς αγκυλώθηκαν στα γένια μου κι η πόλη έσβησε τα φώτα της. Τα πετεινά αποσβολώθηκαν στην αχλή του πρωινού κι έπνιξαν τις φωνές τους. Ένα αγριοπερίστερο έδιωξε το μαράζι του τριζονιού και τα πεύκα άφησαν κάτι ανήμπορες σταγόνες να κυλήσουν στα πόδια μας.

«Βλέπεις αυτά τα δυο πλατάνια;» του λέω. «Φυτεύτηκαν μαζί. Το ένα ξεπέρασε το καθολικό, το άλλο παλεύει με τις τριανταφυλλιές. Και τα δυο αγαπούν τον ουρανό. Το ένα τα κατάφερε και κοντεύει τα σύννεφα. Το άλλο μπερδεύτηκε στα γήινα».

Ύψωσε το βλέμμα του και ψυχανεμίζοντας κάποιο αόρατο σήμαντρο τον άκουσα:

«Πες μου ιερομόναχε… ποιο κατά τη γνώμη σου είναι το μέγιστο αμάρτημα;»

«Να παιδεύεις ψυχή ετοιμοθάνατου. Να την παιδεύεις και να την στείλεις στον άλλον κόσμο ανταριασμένη…» κι έτριξε στο μυαλό μου όλη μου η συφορά…

«Μιας και δεν μπορείς ν’ ακούσεις, καθώς λες …»

«Δεν έχω τη δικαιοδοσία…»

Περπάτησα στη σιγή τα δεύτερα λόγια.

«Μελάνη άσβηστη και μολυσμένη έχει χαράξει τα σωθικά μου. Τις νυχτιές την αποσβήνω, εκείνη κάθε πρωί καθαρογράφεται πάνω σε τείχη φλογερά κι εγώ πασχίζω πατώντας στις δροσιές να μερέψω την κάψα που με τρώει. Κι ο παιδεμός δεν έχει τέλος. Φορές, ακολουθώντας το φιδίσιο μονοπάτι στη φλέβα του γκρεμού που κρέμονται κάτι μυρουδιές μιας αναμάρτητης ζωής, πιστεύω πως ένα στραβοπάτημα θα με οδηγήσει πιο κοντά στη συγχώρεση. Αιώνια τιμωρημένος στην κόλαση θα μερώσει η ψυχή μου πως το δίκαιο της επιβλήθηκε».

Μες στην ησυχία ακολούθησαν λόγια…

«Έρχονται τις νυχτιές ακοπάδιαστοι λύκοι και αλυχτούν έξω απ’ το κελί μου, μια μαυροφορούσα κρατεί τα γκέμια τους, κι από τα λουριά τους ξεχύνονται αράχνες που ιστό στήνουν την τιμωρία μου.

Και πρώτα μια γυναίκα παρουσιαζόταν, το κορμί της κοντό και στρογγυλό με μαστάρια που ακουμπούσαν στους μηρούς της ωσάν τσαντίλες για τυρί, καθόταν πάνω στο στήθος και μου ρουφούσε τον αγέρα σαν βδέλλα, η αναπνοή μου σπαρταρούσε στα πόδια της, που σαν αδέξια καλαπόδια αφήναν το αιδοίο της να βγάνει μυρωδιές και κολλώδεις ουσίες ωσάν μύξες πηχτές και μέσα τους σκουλήκια τρώγανε τις βλέννες και μεγάλωναν και ξυπνούσα λίγο πριν τον θάνατο κι έπαιρνα αέρα και ζωή.

Για να αντιπαλέψω τ’ όνειρο ανέβηκα σε στύλο ηλιόγδαρτο, πολέμησα τον ύπνο, σαράντα μερόνυχτα ψέλλιζα προσευχές και σαν είπα πως μέρωσα, μια δυο νυχτιές μην φανταστείς, ήρθε το άλλο…

Μια πόρνη έσκυβε και μου απομυζούσε το μεδούλι, και καταμεσής του ξεπεσμού, βγάνανε ωσάν οχιές τα κεφάλια τους απ’ τις ξερολιθιές λαχανιάσματα και γογγυσμοί, και σαν τέλειωνα με βάρος ανυπόφερτο, ύψωνε την κεφαλή και με πέτρωνε, ένα στόμα που έδειχνε τα κάτω δόντια άφαντα και τα πάνω σάπια και πρόσωπο γραίας που το δάγκασε ο θάνατος και το άφησε μισό και γέλιο έβγαζε, όχι σαν γέλιο μα σαν πνιγμό, επιθανάτιος ρόγχος και ξεθάβοντας το κακό από εκεί που δεν υπήρχε, το φόρτωνε στους ώμους μου και μήνες ερχόταν κι εγώ προσπαθούσα ν’ αποδιώξω τη μορφή της, έκαια λιβάνι και με καντηλάκια το δώμα έλαμπε, ώσπου είπα να θερίσω την ταραχή κόβοντας την προεξοχή μου, πήρα ένα μαχαίρι κι αφού το τρόχισα… δίστασα.

Έφυγα ψηλά, στο δίχαλο του γκρεμού και ντύθηκα μια χιλιοτρύπητη κουβέρτα καταμεσής χειμώνα και πάγωνα τη σάρκα και πολέμησα το πνεύμα που ναρκώθηκε. Κι είπα γλίτωσα. Μια δυο μέρες…

Κι ήρθε άλλη ονειροφαντασιά, ακολουθώντας την πομπή της Μεγάλης μου Παρασκευής, ήμουνα παιδί, τα χρόνια εψιθύριζαν κάτι πατημένα κλάματα και καθώς μ’ είχαν ορμηνέψει, ως φαίνεται, τρεφόμουν με μύξες και τρίχες λογής -λογής και μια νια φανερωνόταν, αντί για εφηβαίο είχε ένα ανδρικό μακρινάρι που έφτανε στο γόνα, εκκρεμές που ασταμάτητα έκρουε τον αέρα και τον σκανδάλιζε, μαύρο σαν το πηχτό αίμα κι είχε την κοιλιά της ξεντερολοϊσμένη και πατώντας σε πίσσα μιλούσε στα ερπετά και τρίχες έπεφταν απ’ τα γεννητικά της, κι εγώ τις έτρωγα και ρευόμουν, και τα σωθικά εταρασσόταν και ξύπναγα και είχα τον χώρο γεμίσει ξερατά.

Κι έφυγα στο ακρολίμνιο, εγώ κι ένας άπορος πελεκάνος, εκεί που οι ακαθαρσίες των ανθρώπων επέπλεαν και πέρασα ερημωμένος σαράντα μέρες κι επέστρεψα στη μονή μια εμετική παρουσία με κορμί φλούδα πεύκου και την καρδιά αποφλοιωμένη.

Και μετά, σαν ο Θεός μου έδειξε πως συγχώρεση δεν υπάρχει για μένα, αποποιήθηκα τα κόσμια, ψυχή ανθρώπου που τραυλίζει, έγκλειστος στην σβουνιά μιας αθέατης μύτης της ακρογιαλιάς, κάτι μεταξύ θαλασσινής σπηλιάς και νεροφαγωμένου βράχου, κι εκεί, σε αθέατο ξωκλήσι, προχωρούσα στην ωραία πύλη, στο διευχών έβλεπα το γέλιο ασυγκράτητο στα πρόσωπα του εκκλησιάσματος κι ο νεωκόρος πλησίαζε συνωμοτικά μ’ έναν καθρέφτη και μέσα του ήμουν εγώ γυμνός, τ’ αχαμνά μου να κρέμονται και σαν δαίμονας ο βουβός μου υψωνόταν κι άκουγα από ψηλά τον Θεό να καταριέται το γένος όλων των παπάδων που τον εμπαίζουμε, κι έτρεχα στο ιερό να ντυθώ μ’ ένα θυμιατό κι εκείνο ταλαντωνόταν κι οι εικόνες απέστρεφαν την κεφαλή, και για έναν ολόκληρο χρόνο απομακρύνθηκα, στο ερημικό κελί του Τιμίου Προδρόμου κρύφτηκα, μονάχος πάλεψα και μ’ ετούτο το θεριό, ώσπου μια νυχτιά ο Αη Γιώργης μου έδωσε την ρομφαία του κι εγώ, καιροφυλακτώντας καμάκωσα τον Δαίμονα που κρυβόταν μέσα μου και λευτερώθηκα κι από τούτο το χτικιό.

Έτσι είπα κι έτσι πίστεψα τον πρώτο καιρό.

Μ’ εκατό μετάνοιες την ημέρα για τρία χρόνια, εξομολογήθηκα με στεναγμούς στην πόρτα της εκκλησιάς, στη λεπίδα της ωραίας πύλης, έμεινα νύχτες στα πόδια της Παναγιάς ως αιώνια καταραμένος μα τα μαρτύρια της νύχτας επαναλαμβάνονται ακατάπαυστα. Κλείνω τα μάτια σαν όλα μέσα μου έχουν νεκρώσει, θα πεθάνω Θε μου να ησυχάσω, λέω, και τότε κάτι θα μ’ επισκεφτεί, ας είμαι στην κόλαση απαλλαγμένος απ’ τη ζωή, εύχομαι, ο ήλιος δεν φέρνει ελπίδα μα περισσότερη δυστυχία, πόσα μαρτύρια ακόμα, για πόσες νυχτιές…»

Δίπλα μου κούτσαινε η ανάσα του επισκέπτη, με καλυμμένη την κεφαλή δεχόταν κάτι χαύνες ακτίνες αγουροξυπνημένες.

«Ιερομόναχε, δεν υπάρχει ευτύχημα μεγαλύτερο και μέγιστο δώρο από τον Πανάγαθο από τη γαληνεμένη βραδιά… Από εκεί μέσα η ευδαιμονία της ζωής σε οδηγεί στην ήρεμη κοίμηση».

«Κι όμως και σαν παιδί ποτέ μου δεν έζησα στη γαλήνη. Πάντα κάτι ροκάνιζε τα σωθικά μου…»

Θρυψαλιασμένες εικόνες έτρεξαν…

Κόντευε ο καιρός να φύγω απ’ την ηλικία της λήθης, από κείνα τα χρόνια που λένε πως οι μνήμες είναι άδεια σεντούκια με κουβαριασμένα κουρέλια, εμένα με κυνηγούσαν λόγια από τότε, από μια εποχή που δεν ήξερα λέξεις παρά θορύβους, λόγια που επαναλαμβάνονταν σαν την κίνηση των πλανητών. Έκαναν τον κύκλο τους κι επανέρχονταν. Λόγια αγγιγμένα από μιαν βαριά κατάρα, από έναν πρωτόγονο τρόμο, που έχουν συνειδητοποιήσει πως ποτέ δεν θα αποχωριστούν το υποζύγιο που τα κουβαλά, με τα χρόνια θα πετρώνουν και θα του πληγιάζουν την πλάτη, ώσπου να παραδοθεί, να παραδεχτεί την ήττα και να εξακολουθήσει να τα κουβαλά ως τίμημα κι όχι ως τιμωρία.

Η θετή μου μητέρα… Η λεγόμενη μητέρα μου…

Η παρουσία της να πλανιέται, να επιβλέπει το κάθε μου βήμα, να περιφρουρεί την ύπαρξή μου σαν περιουσία της…

«Δεν είμαι μάνα σου,» τα πρώτα της λόγια που θυμάμαι, «σε πήρα για να σε γλιτώσω από τον Διάβολο,» και τρέχαμε σ’ εκκλησιές και μοναστήρια, «ο Διάολος καραδοκεί τριγύρω μας,» και μου έδειχνε αγίους φιλεύσπλαχνους και υπομονετικούς, όλους χαρακωμένους από το μαρτύριό τους, «ο Διάολος έχει αχόρταγα μάτια και δόντια σαν τσιγκέλια και ουρά που πετάει φωτιές,» κι αναρριγούσα από τις τιμωρίες των άπιστων, αυτών που πολέμησαν τον Θεό και καταδικάστηκαν αιώνια, «να τον προσέχεις τον Διάολο,» και τρέχαμε σε μονές να δούμε λείψανα και οστά όσων μαρτύρησαν για τον Θεό κι αυτός χάραξε πάνω τους την αιώνια ευφροσύνη ενός ήσυχου ύπνου, «να τον φοβάσαι τον Διάολο μικρέ, σε κάθε σου βήμα παραφυλάει να σε αρπάξει κι αλίμονό σου…» και φυτεύτηκαν οιμωγές στα όνειρα και στον ξύπνιο μου, μυριάδες τιμωρημένοι ανασταίνονταν από τη φρίκη της κόλασης, περνούσαν στη ζωή μου και με καταδίωκαν…

Μεγάλωνα, έκανα φιλίες, «η κόλαση είναι πολύ κοντά, ένα βήμα… πρόσεξε μην περάσεις την πόρτα της,» τα παιχνίδια από παιδικά κύλησαν στα μετέπειτα χρόνια, «μην ο διάβολος σε φιλήσει,» άρχισαν τα πρώτα καρδιοχτύπια, πλατωνικά, «από τον Διάολο θα το βρεις… το κακό καιροφυλακτεί…» κάποια διάσπαρτα ξενύχτια, οι φιλίες οδηγούσαν αλλού, κάποια επιφανειακά φιλήματα, «μεγάλο αμάρτημα…» είπα σαν ενηλικιώθηκα να ξενοκοιμηθώ, να νιώσω τον έρωτα, «στα καζάνια της κόλασης θα ζήσεις…» και σαν πέρασα στο πανεπιστήμιο είπα να φύγω από το σπίτι… «αιώνια τιμωρία…»

Ναι… μια ζωή σκιατραφής στο ανήλιο (ημίφως) της μάνας μου, της υποτιθέμενης, ανύμφευτος κι άκληρος, να γονατίζω στην ποδιά της και να της παρακαλώ για έλεος.

Για όσα θα μπορούσα να πράξω. Έζησα στο κάτεργο ενός σπιτιού και με τα χρόνια τυλιγόμουν τα σκοτάδια του κι έχασα το φως το έξω.

Καθισμένη στο ανάκλιντρο, ή σ’ εκείνη την δεσποτική κουνιστή πολυθρόνα της με κοιτούσε μ’ εκείνο το επιτιμητικό βλέμμα κάθε που γύριζα, από κάποιον καφέ, από κάποιο μικροξενύχτι, από τη δουλειά. Πόση ενοχή μπορεί να προστεθεί σε άλλες ενοχές;

Κι εκείνη η παιδική προσευχή να επαναλαμβάνεται δυνατά για να την ακούει και να μερεύει, να κουνά με ικανοποίηση το κεφάλι της και να με επιβραβεύει, με το μοναδικό της εύγε να επαναλαμβάνεται ως την αρρώστια της…

«Θε μου, φύλαγέ μας από τον Διάβολο και τα έργα του και δώσε στη μητέρα δύναμη να με μεγαλώσει κι εγώ δεν θα την πικράνω και δεν θα την παρατήσω ποτέ! Αλλιώς φωτιά να πέσει και να με κάψει κι ο Διάολος να με πάρει στην κόλαση και να ψήνομαι αιώνια στα καζάνια της!»

Σαν θάρρεψε ο δίπλα μου, είχα να αισθανθώ άλλη ψυχή σιμά μου χρόνια, πως τέλειωσε η περιπλάνησή μου στο ψες, άφησε τη φωνή του να κεντήσει τον ήλιο που πασπάτευε τις πευκοβελόνες.

«Πες μου ιερομόναχε… χρόνια τώρα παλεύεις με το θεριό. Με την ψυχή σου ποτέ δεν συμφιλιώθηκες. Με τον Θεό; Τους ανθρώπους;»

«Ο Θεός προσπαθεί ακατάπαυστα. Προσπάθησε χρόνια μ’ εμένα. Κι οι άνθρωποι ποτέ δεν με επέπληξαν. Γιατί δεν ήξεραν. Κι όμως, υπάρχει κάτι μέσα σου που δεν μπορεί να νικηθεί παρά από εσένα. Κι αν είναι ανώτερό σου εύχεσαι να σου φύγει η ζωή, να περάσεις στην αντίπερα όχθη. Ν’ αποδεχτείς αυτά που σου όρισε ο Ύψιστος. Ένα τετελεσμένο γεγονός φέρνει γαλήνη γιατί δεν κουβαλά την ελπίδα».

«Και ποιο είναι αυτό το αμάρτημα που στην κόλαση μονάχα θα μερώσει;»

Εξομολογείσαι λένε ενώπιον θεού και ανθρώπων. Στον εαυτό σου; Κοίταξα στα πόδια του κι ο ίσκιος του μίκραινε τόσο που είπα πως δίπλα μου ένα περιστέρι η ψυχή μου, ήρθε και περιμένει να με ακούσει.

«Από πότε ζω μ’ έναν ύπνο άμαχο τετραπληγικό;

Σαν η λεγόμενη μητέρα μου στο κρεβάτι έπεσε, σακάτισσα, μηδέ να μιλήσει μηδέ να κουνηθεί, κάθε νυχτιά πριν για ύπνο πάω, αντί για την προσευχή που ως τότε της έλεγα, έσκυβα συνωμοτικά και της ψιθύριζα:

Φωτιά θα πέσει και θα σε κάψει. Ο Διάβολος σε περιμένει στην κόλαση. Να ψήνεσαι αιώνια στα καζάνια της.

Μετά της χάιδευα το μέτωπο. Σαν κατευόδιο.

Εννιά μήνες με το βασανιστήριο ετούτο…

Μια νυχτιά, μετά τα λόγια μου, εκείνη ανταριάστηκε τόσο πολύ που αφρούς από το στόμα της πέταξε σα να την ακούμπησε ο έξω από εδώ. Ένα πηχτό σάλιο και κίνησε για κει που ο Θεός θα την οδηγήσει».

 

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top