Fractal

Διήγημα: “Η παραίσθηση”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

f9

 

Την ιατρική την έβγαλε με άριστα. Έπειτα ήρθε η υποτροφία, ο δεσμός, ο χωρισμός.

Το νησί όπου έκανε το αγροτικό της το επέλεξε. Όσο πιο μακριά, τόσο το καλύτερο, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της. Μόνο την μάνα της σκεφτότανε, που έμεινε πίσω μονάχη της αφού ο αδερφός της κλέφτηκε με αυτήν την «τσούλα» του από πάνω διαμερίσματος.

Κάθε πρωί, αχάραγα, έπαιρνε το δίκανο κι έβγαινε στο βουνό. Συνήθειο από τον πατέρα της απ’ όταν ζούσε. Μαζί περπατούσανε, μαζί κυνηγούσαν. Τι κυνηγούσαν; Αυτός κυνηγούσε δηλαδή γιατί η Κλειώ ούτε μυρμήγκι δεν μπορούσε να πειράξει. Το όπλο το ‘χε ως διακοσμητικό στοιχείο. Ο πατέρας ήθελε το πρώτο παιδί γιο και έτσι την Κλειώ την έπαιρνε μαζί του στα πάντα. Στα χωράφια, όταν κατεβαίνανε στην Χώρα για ζωοτροφές, στο καφενείο τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Ο γιός ήρθε πολύ αργότερα, κοντά δέκα χρόνια μετέπειτα.

Έτσι λοιπόν η Κλειώ που δεν ήθελε να τον πικράνει, έβαζε τα αρβυλάκια της, ζωνόταν τα φυσεκλίκια της, κοτσάριζε το καπελάκι της, σάλταρε στ’ αγροτικό μαζί του και τραβούσαν κατά το βουνό.

Παραμονή της Αγιά Παρασκευής ήταν και το ιατρείο το έκλεισε νωρίς. Όλο το νησί ήταν στο πόδι καθότι πολιούχος. Ο ασβέστης έδινε κι έπαιρνε. Έπρεπε να ήταν όλα στην εντέλεια. Δρόμοι, πεζούλια, σκαλοπάτια, αυλές, τα πάντα όλα!

Το μικρό εκκλησάκι μοσχομύριζε ασβέστη και λιβάνι. Οι Άγιοι είχαν βάλει τα καλά τους. Η καμπάνα άστραφτε κι οι ντόπιοι ήταν μες την τρελή χαρά. Ποιός φανταζόταν την συνέχεια άραγε…

Μετά την περιφορά της εικόνας στα σοκάκια του νησιού, τα όργανα είχαν την τιμητική τους. Το γλέντι κρατούσε ως το ξημέρωμα επί τρεις ημέρες. Ξεχνούσες να κοιμηθείς, ξεχνούσες τον χρόνο, ξεχνούσες τα πάντα. Το πανηγύρι δρούσε καταλυτικά έπειτα από τον μόχθο μιας χρονιάς. Ψαράδες και συνάμα κτηνοτρόφοι σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του νησιού, αγκομαχούσαν κάτω απ’ τον φόρτο της καθημερινότητας. Πως και πως περίμεναν το πανηγύρι να διασκεδάσουν, να χορέψουν, να τραγουδήσουν. Πάνω στον οργασμό του κεφιού, ξημερώματα, εμφανίστηκε κι η Κλειώ.

Τα όργανα σταμάτησαν κι ο κόσμος την κοιτούσε σαστισμένος καθώς μπήκε τρικλίζοντας.

-Καλώς την γιατρίνα μας, είπαν όλοι με μια φωνή, κόπιασε, κόπιασε στο γλέντι μας να σε τρατάρουμε!

Η Κλειώ μαζεμένη, λιγομίλητη πέραν του δέοντος. Κλειστός χαρακτήρας. Πολλά πολλά δεν ξέρανε γι’ αυτήν στο νησί. Μόνο κάτι λίγες κουβέντες λεγόντουσαν στα κρυφά πίσω απ’ την πλάτη της. Πράγματι ήταν πιωμένη… Φαινόταν απ’ τον βηματισμό της. Και κλαμένη. Το μαρτυρούσε το αϊλάινερ που’ χε βάψει τα μάγουλά της κατρακυλώντας.

Την «Παραίσθηση», είπε σκύβοντας πάνω από τον μπουζουξή. Παίξε την «Παραίσθηση»…

Στις πρώτες νότες απογειώθηκε. Άπλωσε τις φτερούγες της και πέταξε. Τα πόδια της χτυπούσαν με πείσμα την γη σαν να ήθελαν να την τρομάξουν. Τα μαλλιά της ανέμιζαν καθώς λαμπύριζαν κάτω από το σεληνόφωτος.

 

«Είναι μια παραίσθηση

πως κάποιος θα σε νιώσει

είναι μια ψευδαίσθηση

πως κάποιος σ’ αγαπά

η δόλια η ψυχή

μες τ’ όνειρό της λιώνει

μ’ ένα παράπονο

κλαίει και τραγουδά»

 

Με αργή κίνηση έχωσε το χέρι της βαθιά στην τσέπη. Η πιστολιά δεν ακούστηκε, την πνίξαν τα όργανα που παίζανε δυνατά. Μόνο όταν την είδαν σωριασμένη μέσα σε μια λίμνη αίματος συνειδητοποίησαν το συμβάν.

Το ασθενοφόρο άργησε να έρθει αλλά ήταν περιττό.

Ο ζεϊμπέκικος συνεχίστηκε αλλού..

 

«Έλα πατέρα! Πάμε!»_

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top