Fractal

Διήγημα: “Η παραστρατημένη”

του Δημήτρη Χριστόπουλου // *

 

counter-writers-block[12 στιγμιότυπα]

 

1ο

Έμενα στο κέντρο της πόλης, δυο βήματα μόλις από το Πανεπιστήμιο, σ’ ένα διαμέρισμα πίσω από ένα απανθρακωμένο νεοκλασικό του μεσοπολέμου. Ξεκίνησε σαν αστείο, ταράχτηκα, δεν έδωσα σημασία, λίγο έλειψε να χωρίσω απ’ την κοπέλα μου, ρώτησα γνωστούς και φίλους, μου είπαν πως έχω άγχος, κατάθλιψη, να πάω να κοιτάξω τα αφτιά του, κάποιο παλιό τραύμα άνοιξε και πυορρογεί, τα νεύρα μου δεν είναι καλά, ίσως έχω προβλήματα με τη Μίνα και δεν το ξέρω, όλοι ειδικοί το παίζουν και δίνουν τζάμπα συμβουλές. Ένα έχω να πω: όταν την άκουγα, λύγιζαν τα σίδερα. Κάθε βράδυ η ίδια πάντα άρια, Addio del passato (‘Αντίο, όνειρα παλιά’), όπου κυριαρχεί το όμποε, ένα όργανο μελαγχολικό και εύθραυστο που τονίζει τη μοναξιά της ηρωίδας. Τα χρόνια πέρασαν. Με τη Μίνα είμαστε ακόμα μαζί και τα βράδια αποκοιμιόμαστε με Βέρντι.

2ο
Θυμάμαι όταν την φέρανε. Χειμώνας. Δεύτερο κολλητό σαββατοκύριακο βάρδια. Είχα περάσει από τους θαλάμους, έδωσα στους ασθενείς το χαπάκι του ύπνου και καθόμουν με την Λουκία στην πίσω αποθηκούλα να κάνουμε κανένα τσιγάρο. Την είδα που την κρατούσανε από τα χέρια με τον ζουρλομανδύα. Αναμαλλιασμένη, το στόμα κλειστό, τα χείλη δεν ξεχώριζαν από τα ξεραμένα σάλια. Της έκανα μια ηρεμιστική στο μπράτσο και την πήρανε οι γιατροί. Πέντε μήνες έκατσε. Ένα βράδυ μου φάνηκε πως άκουσα όπερα. Δεν έδωσα σημασία. Εμείς εδώ μόνο Καζαντζίδη ακούγαμε. Πάντως όταν έφυγε, στην πτέρυγά της δεν είχε μείνει ούτε ένας ασθενής. Πήραν όλοι τους εξιτήριο.

3ο
Μια φορά, περασμένα μεσάνυχτα θα ’τανε, ένας γείτονας μου τηλεφώνησε αναστατωμένος. Πάνε χρόνια τώρα. Βγήκε στο μπαλκόνι του ν’ ανάψει ένα τσιγάρο ο χριστιανός – η γυναίκα του απαγόρευε αυστηρά το κάπνισμα εντός της οικίας – κι αυτός ο φουκαράς τουρτούριζε και σε μια στιγμή άκουσε – είπε – άριες να ξεχύνονται μέσα από την εκκλησία. Σταυροκοπήθηκα. Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά. Άφησα την παπαδιά στο κρεβάτι και κατέβηκα να δω. Καμιά φορά ξεχνούσα την πίσω πόρτα του ναού ανοιχτή κι έφευγα. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να την ανοίξει. Η νύχτα σκοτεινή, ένα λευκό σεντόνι κάλυπτε τον ναό. Πλησίασα από πίσω. Γυναικεία τακούνια ακούστηκαν στο πλακόστρωτο και έσβησαν γρήγορα. Δεν είδα τίποτα. Μπήκα μέσα. Προσκύνησα την Παναγία. Δακρυρροούσα.

4ο
Εκείνα τα καλοκαίρια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Τέλειωναν οι παραστάσεις και όλοι οι συντελεστές φεύγαμε από το Ηρώδειο και πηγαίναμε στου ‘Φώντα’. Τώρα έχει γίνει εξαώροφη πολυκατοικία πολυτελών διαμερισμάτων. Μας περιμένανε και είχαν ενώσει τα τέσσερα τραπέζια κάτω από τη μεγάλη μουριά. Όταν χάραζε πια, φεύγαμε αποκαμωμένοι, αφού πρώτα καταβροχθίζαμε το σπιτικό γαλακτομπούρεκο μαζί με τον καφέ στο μπακιρένιο μπρίκι. Ωραία χρόνια! Εγώ τότε ήμουν σφόδρα ερωτευμένος με κείνη την κοπελίτσα που αντικατέστησε προσώρας τη σοπράνο μας, αλλά δεν τολμούσα ούτε στα μάτια να την κοιτάξω. Πάταγος. Το κοινό την μπίζαρε σε κάθε παράσταση επί δέκα λεπτά. Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναγίνει. Έχω κρατήσει ακόμα μια μαγνητοφωνημένη της ταινία. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο ηχητικό ντοκουμέντο. Μου την ζήτησαν πολλοί, να κάνουν κόπιες. Θα την πάρω μαζί μου στον άλλο κόσμο να μου τραγουδάει άριες.
5ο
Αυτό το ψιλικατζίδικο το δουλεύω από το πενήντα. Ήταν του πατέρα μου. Από το δικό μου μαγαζί δεν αγόραζε τίποτα, ούτε μια καλημέρα δεν έλεγε. Τι περιμένεις από σαλεμένη γυναίκα! Το ’παιζε και αριστοκράτισσα, τρομάρα της. Φορούσε κάτι μακριά φορέματα με παράξενα σχήματα και αλλόκοτα χρώματα. Η γειτονιά έλεγε διάφορα για πάρτη της· πώς ζούσε, πώς έβγαζε λεφτά, πώς δούλευε· εγώ δεν έδινα σημασία. Έκανε παρέα με αναρχικούς, μαλλιάδες και κάτι ζόμπι της πλατείας που ξέμειναν από παλιά και ξεμυτίζουν σαν τους βρικόλακες μόνο τις νύχτες. Εγώ όλους αυτούς δεν τους πάω με τίποτα – αποβράσματα της κοινωνίας είναι, τίποτ’ άλλο -, αλλά από μένα θα περάσουν για να πάρουν τσιγάρα και μπύρες. Όχι! βερεσέ ποτέ δεν μου γύρεψε. Μια φορά, χειμώνα καιρό, βόλταρε με ένα κίτρινο καπέλο στο κεφάλι. «Παπαγάλε, παπαγάλε, πες μας κανένα τραγούδι» της φώναξα από μακριά. Και κείνη γούρλωσε τα μάτια και άρχισε να τσιρίζει μες στη βροχή κάτι απόκοσμους ήχους που λες και δεν έβγαιναν από ανθρώπου στόμα. Μια αποκριά, δεν θυμάμαι πότε, η πλατεία γέμισε τσιγγάνες που λένε τη μοίρα και μασκαρεμένους ταυρομάχους. Ξάφνου πετιέται πάνω στο σιντριβάνι μια γυναικεία φιγούρα που τραγουδούσε άριες σαν να βρισκόταν στην όπερα. Ώρες πολλές κράτησε η γιορτή και αυτή σταμάτησε όταν το κοινό άρχισε σιγά σιγά να αποχωρεί χειροκροτώντας για το δωρεάν θέαμα που πρόσφερε.

6ο
Ακατοίκητο ήταν. Βρομιά και δυσωδία. Είχα πάρει πολλές φορές τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου· σημασία δεν μου δώσανε. Δεν είμαστε υπεύθυνοι. Απευθυνθείτε αλλού. Από τον Άννα στον Καϊάφα. Μπαινόβγαιναν διάφοροι. Είπαν πως έκαναν κατάληψη. Μακρυμάλληδες νεαροί με κοτσίδια, άλλοι με ξυρισμένο κεφάλι και σχέδια στα χέρια. Παλιά ήταν όμορφη γειτονιά. Αρχοντική. Καλός και ήσυχος κόσμος. Νοικοκυραίοι με τα όλα τους. Μετά τα πράγματα άλλαξαν. Εμείς, εδώ στον δρόμο, Βιολέτα την ξέραμε. Δεν είχε πολλά πολλά με κανέναν. Θα έλεγα πως εδώ γεννήθηκε. Όταν το σπίτι που έμενε κρίθηκε ακατάλληλο μετά τον σεισμό του ’99, είχε για σπίτι τον δρόμο και για ταβάνι τον ουρανό. Πέρυσι με τα κρύα τρύπωσε στον ερειπιώνα. Κάποια βράδια έβγαιναν από μέσα απόκοσμοι ήχοι. Η εγγονή μου μια φορά που κοιμήθηκε σπίτι μας είπε πως ήταν άριες. Εγώ δεν ξέρω από αυτά. Από τότε η μικρή ερχόταν όλο και πιο συχνά και ξαγρυπνούσε περιμένοντας ν’ ακούσει. Τη ρώτησα αν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που άκουγε. «Το θεϊκό τιτίβισμα μιας πριμαντόνας», παππού.

7ο
Με λένε Φλώρα. Κλείνω το μαγαζί στις εννέα το βράδυ. Η δουλειά έχει κόψει για τα καλά τον τελευταίο καιρό, οι παλιές πελάτισσες έρχονται αραιά και πού για τα βασικά. Έχω ρίξει και τις τιμές στο μισό, αλλά και πάλι οι περισσότερες πληρώνουν καθυστερημένα στο τέλος του μήνα. Πριν από μέρες, η Βιολέτα επέστρεφε σπίτι της· σπίτι, δηλαδή, τρόπος του λέγειν. Θεός φυλάξοι τον άνθρωπο, μην βρεθεί σε τέτοια ανάγκη. Την κάλεσα στο μαγαζί να της φτιάξω κάπως τα μαλλιά, στάχυα που ανέμιζαν. Το τσιγάρο δεν το έβγαζε από το στόμα. Τη ρώτησα τι κάνει, αν χρειάζεται κάποια βοήθεια. Δεν είπε τίποτα. Μου άφησε δέκα ευρώ στο ταμείο, επέμενε, καληνύχτισε και δεν την ξανάδα. Πρόλαβα και της έβγαλα μια φωτογραφία με το κινητό, καθώς απομακρυνόταν. Να, αυτή εδώ. Όχι, καλέ, δεν είναι η Σοφία Λόρεν. Κλασική ομορφιά, βρε παιδί μου!

8ο
Αλεξάνδρεια, 19 Απριλίου 1960
Αγαπημένε μου,
Πότε πέρασε κιόλας ένας μήνας από την ημέρα που έφτασα στην πόλη που γεννήθηκες; Μένω στο ξενοδοχείο που μου είπες. Συναντήθηκα και με τον διευθυντή του Ωδείου· δεν έδειξε να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα. Ο χρόνος εδώ κυλά βασανιστικά αργά. Τουλάχιστον μπορώ και εξασκούμαι σκληρά πάνω στον «Ελεύθερο Σκοπευτή». Είναι για μένα – όπως ξέρεις – όνειρο ζωής. Μπροστά μου ανοίγεται η θάλασσα. Κλείνω τα μάτια και ακούω τα τέσσερα κόρνα σε Ντο-μείζονα να υποβάλλουν αδρομερώς την αίσθηση του ήπιου μεγαλείου της φύσεως, εντός του οποίου θα διαδραματιστεί αργότερα η υπόθεση. Μετά το «Φαράγγι του λύκου», έρχεται η δική μου πρώτη άρια, η άρια της Αγάθης, που εναποθέτει τις ελπίδες της στον ουρανό για την ένωσή της με τον αγαπημένο της Μαξ. Ο ουρανός εδώ στην Αλεξάνδρεια είναι κόκκινος σαν το αίμα, καλέ μου, όταν ο ήλιος βασιλεύει. Μην φοβάσαι, οι σκοτεινές δυνάμεις που φτερουγίζουν στο μυαλό σου θα πετάξουν μακριά, μόλις αντικρίσεις τη Μεγάλη Πράσινη.
Σε εμπιστεύομαι, αγάπη μου, και παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί. Μην αργήσεις.
Δική σου παντοτινά
Βιολέτα

9ο
Λεπτή, χλωμή, μελαγχολική και με μεγάλα μαύρα μάτια. Έτσι τη θυμάμαι. Μεγάλη διαφορά ηλικίας δεν είχαμε. Στα είκοσι τέσσερα εγώ, στα δεκατέσσερα εκείνη. Στο Ωδείο τη γνώρισα και έκτοτε γίναμε φίλες. Μέχρι που… Φωνητική μουσική δίδασκα. Από τότε. Εξήντα χρόνια πριν. Ατίθασο πλάσμα. Έκανε τα πάντα για να αποφύγει τα θεωρητικά μαθήματα. Ο πατέρας της γιατρός, εύπορη οικογένεια κάποτε, αλλά ξεπεσμένη οικονομικά. Για τη μητέρα της δεν ξέρω, ποτέ δεν την ανέφερε. Έχουν περάσει και τόσα χρόνια. Κάτι είχε συμβεί, δεν θυμάμαι καλά. Στις εξετάσεις επέλεξε την «Άρια του Ωκεανού» από τον Oberon του Weber. Μαγεία! Οι παλαιότεροι δάκρυσαν, θυμήθηκαν – βλέπεις – το άλλο ιερό τέρας. Πήρε τελικά την υποτροφία. Είχα προβλέψει ότι θα έκανε διεθνή καριέρα, στοιχημάτιζα το δίπλωμά μου. Την ακομπανιάριζε στο πιάνο ο Γεώργιος Θεοδώρου, ερωτευμένος κι αυτός μαζί της. Έδειχνε σίγουρα πιο μεγάλη από την ηλικία της. Όποιος άντρας την πλησίαζε μαγευόταν από την ομορφιά της. Ο μαέστρος κόντευε τα πενήντα. Την πλησίασε όσο κανένας άλλος. Φοίτησε τρία χρόνια. Δίπλωμα τελικά δεν πήρε.

10ο
Ο πατέρας μου υπήρξε σπουδαίος πιανίστας. Μέναμε τότε Σόλωνος και Μπενάκη γωνία. Τον θυμάμαι να πηγαίνει κάθε πρωί στο Ωδείο με τα πόδια. Δύσκολα χρόνια. Μόλις είχαμε έρθει από την Αίγυπτο και χρειαζόταν επειγόντως δουλειά. Δεν άργησε να προσληφθεί στο Ωδείο. Ήξερε κόσμο καλό από την Αλεξάνδρεια. Ο κύριος Καβάφης ερχόταν συχνά στο σπίτι μας. Έτσι μου είχε πει ο πατέρας μου και μου έδειχνε και κάτι χειρόγραφα του ποιητή. Μίλαγε πάντα με μεγάλο θαυμασμό για εκείνον. Η μητέρα μου ήταν φιλάσθενη. Η μετακόμιση στην Αθήνα δεν της έκανε καλό και η υγεία της επιδεινώθηκε. Τις Κυριακές ανεβαίναμε στην Πεντέλη που είχε καθαρό αέρα, στο σπίτι της κυρίας Νένας, φίλης της μαμάς. Αργότερα η μητέρα μου περνούσε ολόκληρες βδομάδες στο σπίτι της φίλης της, ώσπου δεν ξανάρθε στην Αθήνα. Ύστερα από καιρό θα καταλάβαινα ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος. Ο πατέρας άρχισε να πίνει πολύ. Συμπεριφερόταν περίεργα, δεν τον είχα συνηθίσει έτσι, γινόταν απότομος, νευρικός. Θα έκανα δυο ολόκληρα χρόνια να τον ξαναδώ. Μου έστελνε τακτικά χρήματα και γράμματα από το Παρίσι. Ούτε στην κηδεία της μητέρας δεν ήρθε. Έγραφε πως ήταν καλά, αλλά η Αθήνα τον έπνιγε. Οι φιλενάδες μου με κοίταζαν περίεργα, έλεγαν κουβέντες πίσω από την πλάτη μου, πως τάχα όλος ο κόσμος ήξερε πως ο πατέρας μου τραβολογιόταν με μια πιτσιρίκα εις Παρισίους. Το τελευταίο του γράμμα, με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 1960 είναι αυτό εδώ. Δυο κουβέντες όλες όλες και μετά σιωπή: «Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ/στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες». Τελικά τον ξανάδα· μέσα στο φέρετρο αυτή τη φορά. Αν πιστεύω στα μάγια; εσείς να μου πείτε!

11ο
Μόλις μας ειδοποίησαν από τα κεντρικά, σπεύσαμε στο σημείο της φωτιάς. Την περιοχή την ξέρω καλά. Μας έχουν καλέσει και άλλες φορές για παρόμοια περιστατικά σε ακατοίκητα σπίτια. Μπαίνουν διάφοροι και σε λίγο λαμπαδιάζει ο τόπος. Μόνο τα ντουβάρια καίγονται, δεν υπάρχει κάτι άλλο να καεί. Οι φλόγες έγλειφαν τα δοκάρια και σε λίγο κατέρρευσε με πάταγο και η οροφή. Πήρα στα χέρια μου τη μάνικα. Σε μια στιγμή μου φάνηκε πως άκουσα ανθρώπινη φωνή. Σταμάτησα. Έκανα νεύμα στους υπόλοιπους. Προχώρησα προσεκτικά. Ήμουν σίγουρος τώρα πως ήταν κάτι που έμοιαζε με ψαλμωδία αγγέλων. Δεν αργήσαμε να βρούμε ένα απανθρακωμένο πτώμα κάτω από ένα ξεχασμένο πιάνο.

12ο
Μου ζήτησαν να κάνω ρεπορτάζ δρόμου και να γράψω ένα κείμενο για το ηλεκτρονικό περιοδικό. Πήγα στα μέρη που σύχναζε. Ρώτησα πολλούς, συγκεχυμένες απαντήσεις, αερικό την είπαν, μάγισσα, φάντασμα, ζητιάνα, αλλοπρόσαλλη, ξωτικό, πριμαντόνα των Εξαρχείων. Στο τέλος, κατέληξα και σ’ ένα παλιό μαγέρικο, λίγοι το επισκέπτονται πια, ένα γεροντάκι τηγάνιζε γαύρο και μπακαλιαράκια. Πεντέξι ασχημόφατσες όλες κι όλες κάθονται και μετράνε τον χρόνο που τους ξέχασε. Από ένα παλιό γραμμόφωνο ακούγονται άριες. Παράξενο πράμα, σκέφτηκα. Δεν ξεχωρίζω τη φωνή. Τους ρωτώ πού βρήκαν αυτούς τους δίσκους. Κοιτάζονται στα μάτια συνωμοτικά και δείχνουν με το δάχτυλο σε μια ξεθωριασμένη φωτογραφία που κρέμεται πάνω από τη σόμπα. «Αυτή που βλέπεις μάς έμαθε την όπερα». Μου είπαν πολλά για κείνη. Αποφάσισα να κλείσω το ρεπορτάζ μ’ αυτά τα λόγια: «Λίγο προτού ξεψυχήσει, αισθάνεται να ξαναζωντανεύει και φτάνει σε ένα ψιλό Σι ύφεση που παραμένει μετέωρο ενώ η ίδια καταρρέει. Η αυλαία κλείνει με τη συνοδεία fortissimo συγχορδιών που σηματοδοτούν το τραγικό τέλος».

 

* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος ζει και εργάζομαι ως φιλόλογος στον Πειραιά. Πέρυσι το καλοκαίρι κυκλοφόρησε από τις θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις ΠΗΓΗ-iwrite η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο “δημόσιες ιστορίες“. Διατηρεί τον εκπαιδευτικό ιστότοπο: “Ηλεκτρονική Τράπεζα φιλολογικών θεμάτων”. Γράφει διαρκώς από βιολογική ανάγκη.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top