Fractal

Διήγημα: “Γλυκό καραμέλα”

Της Παναγιώτας Δημοπούλου // *

 

 

Από την πρώτη μου μέρα εδώ, ένιωσα έντονα την επιθυμία να χαράξω το πρόσωπό μου. Ήταν το μόνο εύκολο. Είχα δει κι άλλες γυναίκες να το κάνουν στο μπάνιο. Ζητούσαν ξυράφι για τα πόδια τους κι έβγαιναν με το πρόσωπο γεμάτο σημάδια. Εγώ δεν ήθελα πολύ, μια δυο γραμμές μόνο στα μάγουλα κι αυτές όχι μεγάλες. Η γυναικεία φιλαρέσκεια με είχε ακολουθήσει ακόμα κι εδώ, είχε τρυπώσει σαν ρούχο μέσα στη βαλίτσα μου. Πήρα το ξυράφι στα χέρια μου και το κοίταξα για ώρα. Δε χρειάστηκε πολλή προσπάθεια να με πείσουν για το αντίθετο. Θα πάρει καιρό να φύγουν να σημάδια, μου είπε η Μάγδα 1 σαν να με διάβαζε. Έχω πέντε χρόνια ολόκληρα δικά μου, είπα εγώ. Και η Μάγδα 1: Φύλαξε την ομορφιά σου. Μόνο πρόσεχε να την προσέξει αυτός που πρέπει.

Τη φύλαξα.

Εκείνος που έπρεπε, δεν άργησε να την προσέξει. Της το είπα. Είσαι τυχερή μου είπε τότε η Μάγδα 1. Θα έχεις προνόμια. Τη ρώτησα αν ξέρει τι προνόμια. Δε μου απάντησε.

Στο δωμάτιο κοιμάμαι δίπλα στη Μάγδα 1 και στη Μάγδα 2. Τις φωνάζαμε με τους αριθμούς κι έτσι τις ξεχωρίζαμε. Η Μάγδα 1 λεγόταν Μάγδα από το Σμαράγδα, η Μάγδα 2 από το Μαγδαληνή. Κανείς ποτέ δεν αναρωτήθηκε γιατί δεν τις ξεχωρίζαμε απλά με τα αρχικά τους ονόματα. Κανείς ποτέ γιατί απλά δεν είχε σημασία. Εκεί μέσα, με τον καιρό μαθαίνεις να δέχεσαι τα πάντα όπως τα ακούς και όπως τα βλέπεις. Δέχτηκα κι εγώ τα πάντα όπως τα άκουγα και όπως τα έβλεπα.

Μας ξυπνούσαν κάθε πρωί χαράματα. Κάθε πρωί ίδια ώρα, ίδιες κινήσεις. Πρωινό, μπάνιο, προαύλιο, μεσημεριανό, εργασία, βραδινό. Το σώμα το ίδιο έμπαινε σε πρόγραμμα, αναζητούσε τουαλέτα τις ίδιες ώρες, σχεδόν το ίδιο λεπτό. Αν κάποια, ήθελε τουαλέτα διαφορετική ώρα τη νύχτα, μας ξάφνιαζε. «Πώς κι έτσι;», λέγαμε. Στο δωμάτιο δεν είχαμε ραδιόφωνο. Ραδιόφωνο ήταν ο λαιμός της Κατερίνας 21 από το απέναντι κελί. Η Κατερίνα 21 τραγουδούσε μόνο τη νύχτα κάτι σαν νανούρισμα. Έτσι καταλαβαίναμε το τέλος της μέρας. Με το ραδιόφωνο της Κατερίνας 21.

Κάποια βράδια άκουγα μέσα στον ύπνο μου σαν σε όνειρο το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα και τη Μάγδα 1 να σηκώνεται από το κρεβάτι. Ποτέ δεν την άκουσα να επιστρέφει, όμως κάθε πρωί που ξυπνούσα την έβλεπα να κοιμάται δίπλα μου.

Ένα απόγευμα με κάλεσε στο γραφείο του εκείνος. Ήμασταν όλες μαζί στη μεγάλη αίθουσα και ράβαμε σεντόνια. Φώναξαν το όνομά μου. Κανένα κεφάλι δε σηκώθηκε. Με συνόδευσαν στο γραφείο. Φορούσε κουστούμι και θυμάμαι είχε γένια γιατί με ενοχλούσαν στο πρόσωπο. Ρώτησε όνομα και ηλικία. Ύστερα έβγαλα τα ρούχα μου. Ξάπλωσα στον καναπέ. Εκείνος ξεκούμπωσε μόνο το παντελόνι. Όταν επέστρεψα στην αίθουσα, ήταν σαν να μην έφυγα ποτέ. Τα κεφάλια ήταν ακόμα κατεβασμένα κι εγώ έραβα σεντόνια. Μόνο η Μάγδα 1 με κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Έκανα ότι δεν την είδα.

Το ίδιο έκανα και το επόμενο απόγευμα την ώρα που καθαρίζαμε τις τουαλέτες. Δεν τον ενόχλησε η μυρωδιά της χλωρίνης στο δέρμα μου. Πάλι με συνόδευσαν στο γραφείο. Πάλι δε χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά να επιστρέψω. Πάλι η Μάγδα 1 με κοίταξε, πάλι εγώ έκανα ότι δεν την είδα.

Την επόμενη ημέρα μου ανακοίνωσαν ξαφνικά μια έξοδο-δώρο. Θα έβγαινα για ένα ολόκληρο απόγευμα. Δεν ειδοποίησα κανέναν. Άφησα τον εαυτό μου μετά από καιρό να περπατά ελεύθερο, το σώμα μου ελεύθερο να πάει εκεί που επιθυμούσε. Αναγνώρισα το στενό και την πολυκατοικία του. Στάθηκα απέναντι από την είσοδο, κάτι με έκανε να μη χτυπήσω το κουδούνι κι ας είχα ζήσει σε εκείνο το σπίτι καιρό. Τον είδα ύστερα από ώρα να στρίβει στο στενό, να μπαίνει στην πολυκατοικία. Δεν με είδε. Το χέρι του κρατούσε το χέρι μιας κοπέλας.

Πέρασα την πύλη. Καθώς έψαχναν τα πράγματα και το σώμα μου προσπαθούσα να θυμηθώ αν η κοπέλα εκείνη είχε μαλλιά ξανθά ή καστανά σαν εμένα. Υπάρχουν δύο χρόνοι σκέφτηκα. Ο χρόνος μέσα στο κτήριο και ο χρόνος έξω από το κτήριο. Έξω από το κτήριο, ο χρόνος περνούσε.

Μέσα στο κτήριο το πρόσωπό μου παρέμενε ίδιο. Αντί να αποκτά σημάδια, παρατηρούσα τα σημάδια στη μαξιλαροθήκη μου σαν να ήταν εκείνη το πρόσωπό μου. Η μαξιλαροθήκη ίδρωνε, υγραινόταν, αποκτούσε ζάρες. Το σώμα αποκτούσε τη σκληράδα του κρεβατιού, τη μυρωδιά της χλωρίνης, την αίσθηση του καναπέ, το λευκό χρώμα του τοίχου. Το σώμα μου είχε κάτι από το κτήριο, το σώμα μου είχε γίνει κάτι άλλο από εκείνο που ήταν.

Ένα πρωί ξύπνησα και δεν είδα τη Μάγδα 1 να κοιμάται δίπλα μου. Κοίταξα το βαθούλωμα στο μαξιλάρι της. Είχε αφήσει κι εκείνη εκεί το πρόσωπό της. Το κράτησα στα χέρια μου.

Εκείνο το βράδυ μαζί με τη σούπα μας σέρβιραν γλυκό καραμέλα. Φάγαμε τη σούπα, το γλυκό γρήγορα από φόβο μήπως μετανιώσουν και το πάρουν πίσω. Δεν το πήραν πίσω. Λένε πως όταν δεις να τρως γλυκό στον ύπνο σου, σημαίνει στενοχώρια. Εμείς φάγαμε το γλυκό και ξεχάσαμε τη λύπη μας. Η λύπη είναι αντικείμενο, είπα το βράδυ στη Μάγδα 2. Και εκείνη: Η λύπη είναι κάτι που τρώγεται. Όταν τρως, δε μιλάς, απλά καταπίνεις.

 

 

 

* H Παναγιώτα Δημοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε θεατρολογία, εκπαιδευτική τεχνολογία και ανάπτυξη ανθρώπινων πόρων. Κείμενά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Hotel Παπαδιαμάντης, ΛόγωΤέχνης, Eyelands) καθώς και σε θεατρικούς (Παράξενες Μέρες, Pocket Theatre, TheGreekPlayProject)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top